Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Στον ποιητικό κόσμο της Νεφέλης Ανδριανού (Συνομιλία με την Ανθή Ντάρδη)

της Ανθής Ντάρδη

Βραδάκι Τετάρτης σε μια γωνιά της πόλης που προσπαθεί να ξεπεράσει έναν ακόμα Αύγουστο και να επανέλθει  στους πολύβουους ρυθμούς της, συναντήθηκα με την ποιήτρια Νεφέλη Ανδριανού, για να κουβεντιάσουμε για ποίηση,  στίχους, την ζωή και φυσικά την δική της πρώτη ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται «Στα άδυτα του πόνου της ψυχής» (εκδ. Παρασκήνιο, 2010).  Νεφέλη καταρχήν θέλω να σε γυρίσω στην αρχή και να μου πεις σε ποια ηλικία ξεκίνησες να γράφεις και ποια ήταν τα ερεθίσματα σου;

Θυμάμαι τον εαυτό μου να ξεκινάει μια πρώιμη σχέση με την ποίηση από την ηλικία των 10 μου χρόνων. Έγραφα κυρίως μικρά ποιήματα και στίχους που με το πέρασμα του χρόνου εξελίσσονταν σε μεγαλύτερα κομμάτια. Από παιδί ήμουν αρκετά μελαγχολική και εσωστρεφής. Αυτά τα χαρακτηριστικά μου μαζί με την αντίληψη που είχα  για την ζωή όπως  διαδραματιζόταν γύρω μου ήταν τα ερεθίσματα μου.

Η πρώτη σου ποιητική συλλογή είναι αφιερωμένη στον παππού σου, υπάρχουν βέβαια στα ποιήματα σου αναφορές και στους γονείς σου. Οι οικογενειακές αναμνήσεις σου αποτέλεσαν το πρωταρχικό κίνητρο σου για να αποτυπώσεις στο χαρτί τις σκέψεις σου;

Σαφέστατα επηρεάστηκα από την οικογένεια μου και το τι συνέβαινε μέσα σ’ αυτήν,  τον τρόπο που μεγάλωσα καθώς και από την μελαγχολική Πρέβεζα που έζησα μέχρι τα εφηβικά μου χρόνια. Η μοναχικότητα που τότε αισθάνθηκα για πρώτη φόρα  ίσως οφείλονταν και στην μεγάλη ηλικιακή απόσταση που με χώριζε από τα υπόλοιπα μέλη του περιβάλλοντος μου. Η γραφή, λοιπόν, προέκυψε ως απάντηση στη δυσκολία που βίωνα κάθε φορά που έπρεπε να επικοινωνήσω με τους οικείους μου.

Με τα έργα ποιού ποιητή ήρθες πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση;

Οι πρώτες μου ποιητικές μνήμες είναι συνυφασμένες με τα σχολικά μου χρόνια. Μου άρεσε να αναλύω ακόμα και τα πιο δύσκολα νοήματα και να καλύπτω τις όποιες απορίες είχα μέσα από την συζήτηση με τους καθηγητές μου. Βαθιά χαραγμένη στην μνήμη μου  παραμένει ακόμα η μελαγχολία του Κώστα Καρυωτάκη. Αυτό που θα ήθελα να αλλάξει, θα ήταν οι μαθητές  να έρχονται σε επαφή με μεγαλύτερο εύρος ποιητών οι οποίοι δεν περπατούσαν δίπλα στο σύστημα.

Αν σου δινόταν η ευκαιρία να ρωτήσεις οποιοδήποτε ποιητή επιθυμούσες για το έργο του, ποιον θα επέλεγες;
 
Ίσως ρωτούσα τον Baudelaire, ίσως τον Poe, μιας και μέσα από δοκίμιο που έχει γράψει έχει ασχοληθεί για το πώς πρέπει να γράφει ο ποιητής.  Δεν είμαι βέβαιη αν θα τους ρωτούσα για φόρμες ποίησης, καλούπια και τεχνικές. Θα ήθελα να ανακαλύψω ποια θα ήταν η γνώμη τους για την δική μου ποίηση. Σίγουρα, όμως θα επιθυμούσα να κουβεντιάσω με τον αγαπημένο μου  Paul Verlaine, το έργο του οποίου με αγγίζει βαθύτερα αλλά δυστυχώς δεν έχω καταφέρει να βρω αρκετές μεταφράσεις στα ελληνικά.

Η ανάλυση των νοημάτων ενός ποιήματος απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Σε αγχώνει το γεγονός  ότι οι αναγνώστες μπορεί να εκλάβουν με διαφορετικό τρόπο ένα στίχο σου;

Πρόσφατα με ρώτησε μια κοπέλα τι εννοώ με τον στίχο «ο δυτικός άνεμος που τα πήρε όλα μακριά». Η ερώτηση στάθηκε η αφορμή για έναν εποικοδομητικό διάλογο. Φυσικά και δεν με αγχώνει όταν κάποιος δυσκολεύεται να ερμηνεύσει κάτι. Μέχρι στιγμής είμαι ευχαριστημένη από το γεγονός ότι με την μερίδα των ανθρώπων που διατηρώ μια επικοινωνία και ανήκουν στους αναγνώστες της πρώτης μου ποιητικής συλλογής έχουν καταλάβει πλήρως όσα εκφράζουν οι στίχοι μου.  

Αρκετοί ποιητές υποστηρίζουν ότι η έμπνευση είναι η κινητήριος δύναμη της τέχνης τους και κάποιοι άλλοι ότι τα ποιήματα πρέπει να δουλεύονται συνεχώς, να διορθώνονται και να αλλάζουν. Εσύ ποια από τις δύο μεθόδους ακολουθείς;

Πιστεύω πως η ποίηση μπορεί να είναι ποίηση και να έχει συναίσθημα, μόνο όταν προέρχεται από έμπνευση, από στιγμές κατακλυσμένες από το θείο δώρο της έμπνευσης και όχι βάσει προγράμματος. Υπήρχαν περίοδοι της ζωής μου που είχα άλλοτε περισσότερη έμπνευση και άλλοτε λιγοστή. Πότε όμως δεν ανάγκασα τον εαυτό μου να κάτσει να γράψει. Φυσικά θα κάνω μικρές διορθώσεις στα ποιήματα μου, που αφορούν συνήθως την μορφή του κείμενου , αλλά δεν θα επέμβω σε αλλαγές που μπορεί να επηρεάσουν το νόημα.

Προσωπικά πως θα όριζες την έμπνευση και πως την ποίηση;

Η έμπνευση είναι το θείο δώρο που σε κάποιους επέλεξε να δώσει ο Θεός. Από την μία μεριά νιώθω τυχερή  που έχω  έμπνευση και γράφω, είτε γράφω καλά είτε άσχημα, δεν είμαι σε θέση  να το κρίνω αλλά από την αντίθετη πλευρά  θεωρώ ότι οι άνθρωποι που δέχονται αυτό το δώρο είναι καταραμένοι, επειδή η έμπνευση προέρχεται από δυστυχία. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, αν ένα παιδί με ρωτούσε τι είναι ποίηση θα του απαντούσα πως είναι ο λυρισμός όταν ενώνεται με το συναίσθημα.

Όταν ολοκληρώνεις ένα ποίημα νιώθεις λύτρωση ή σου γεννιούνται καινούρια ερωτήματα;

Φυσικά μου δημιουργούνται καινούρια ερωτήματα, καινούριες ιδέες με αφορμή τις οποίες μπορώ να γράψω. Αισθάνομαι το χαρτί σαν τον καλύτερο φίλο που δεν είχα ποτέ. Όποτε βγάζω το συναίσθημα μου και το αποτυπώνω πάνω του αισθάνομαι άμεσα λύτρωση. Νιώθω εκείνη τη στιγμή σαν να αδειάζω από συναισθήματα και τα προσφέρω απλόχερα.

Η ποίηση λειτουργεί θεραπευτικά;

Προσωπικά πιστεύω ότι  ποίηση ίσον  ψυχοθεραπεία. Είναι σαν να παίζω το ρόλο του θεραπευτή  και του  θεραπευόμενου ταυτόχρονα.  Με οδηγεί στο να ανακαλύπτω καινούριες πτυχές του εαυτού μου που δεν μπορώ να τις βρω μέσα από την ανταλλαγή με τους ανθρώπους. Δεν προσφέρουμε λύση στον εαυτό μας όταν γράφουμε, ανακαλύπτουμε, βοηθιόμαστε, θεραπευόμαστε. Μετά από πολλά χρόνια και όταν θα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, μπορεί να γράφω ένα ποίημα και να νιώθω  την ευτυχία που δεν μπορώ να βρω σε άλλα πράγματα, και την συναντώ στιγμιαία όταν διαβάζω ένα ποίημα που μόλις έχω ολοκληρώσει.

Η ποίηση σου έχει συχνές αναφορές στον Θεό και την πίστη. Τι ρόλο κατέχει στην γραφή σου και στη ζωή σου;

Συνεχίζω ακόμα και σε ποιήματα που δουλεύω τώρα να γράφω για την πίστη.  Είναι το ζήτημα που με απασχολεί περισσότερο αυτό το διάστημα της ζωής μου. Ναι πιστεύω στον Θεό, όμως καθημερινά μου δημιουργούνται ερωτήματα σε σχέση με το αν πιστεύω σωστά ή αν πιστεύω αρκετά. Είναι αυτή η εμπιστοσύνη στο Θεό που ψάχνω να  βρω μέσα μου βαθιά και να την σφραγίσω ώστε μονίμως να έχω όπου και να είμαι.

Υπάρχει κάποιο ποίημα σου το οποίο θεωρείς ότι έχει μεγαλύτερη δυναμική;

Δεν ξέρω αν έχει ιδιαίτερη δυναμική , αλλά ένα ποίημα που έχει αγγίζει ένα ευρύ ηλικιακό  φάσμα ανθρώπων είναι εκείνο που είναι αφιερωμένο στους αυτόχειρες. Θέλω μέσα από τους στίχους αυτού του ποιήματος να εκφράσω μια διαφορετική άποψη. Αντίθετα με την γνώμη των πολλών  θεωρώ ότι δεν αποτελούν δείγματα μιας αποτυχημένης ομάδας ανθρώπων.  Πιστεύω πως όσοι δύναμη χρειάζεται για να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει κανείς με φυσικό τρόπο τον κύκλο της ζωής του, άλλη τόση δύναμη χρειάζεται για να γράψει το τέλος με τα δικά του γράμματα. Κάτι πιο προσωπικό είναι το « Θα σβήσω», το οποίο όταν το έγραφα συλλογιζόμουν τη στιγμή του τέλους της δικής μου ύπαρξης. Ένα πιο ιδιαίτερο ποίημα και λίγο διαφορετικό, πιο χαρούμενο  είναι το « Εμένα τίποτα δεν με πειράζει» που μιλάει για την χαρά της Άνοιξης και την λατρεία μου που είναι τα γιασεμιά.

Μπορεί ένας  νέος άνθρωπος, σαν και σένα, να ζήσει μόνο από την ποίηση; Και εάν όχι, θα δεχόσουν να γράψεις κατ’ παραγγελία;

Εννοείται πως το βιοποριστικό κομμάτι της ζωής μου δεν καλύπτεται από την ενασχόληση μου με την ποίηση. Αλλά ποτέ δεν θα δεχόμουν να γράψω κατά παραγγελία, παρότι μου έχουν προτείνει να γράψω μια νουβέλα ή κάτι πιο εμπορικό. Δεν θα το έκανα ποτέ, γιατί το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής δεν θα με κάλυπτε ποτέ. Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που ωθεί μια νέα κοπέλα, όπως εσύ  να φλερτάρει τόσο πολύ με τον θάνατο έτσι όπως φανερώνεται μέσα από τους στίχους σου;

Στην  εποχή μας πιστεύω αν είσαι ρεαλιστής δεν γίνεται να μην είσαι καταθλιπτικός, με όσα μπορεί να βλέπεις να συμβαίνουν γύρω σου. Από εκεί και πέρα, όντως φλερτάρω πολύ με την ιδέα τους τέλους, αυτό το φλερτ μετά γίνεται και στιχουργικά. Δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι γεννημένοι χαρούμενοι και δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι γεννημένοι τυχεροί.

Νεφέλη σε ευχαριστώ πολύ και ανυπομονώ για την επομένη συνάντηση μας

Και από μένα ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα.

«Θα φορέσω το περήφανο μου στέμμα»

Θα φορέσω το περήφανο μου στέμμα,
και περήφανα έξω θα βγω,
στους διαδρόμους των ανθρώπων θα γυρίζω,
και θ’ αρχίσω να μισώ όσα αγαπώ.
Θα φορέσω το περήφανο μου στέμμα,
που βάφτηκε στου Μάη με καθάριο αίμα,
την πραγματικότητα θα δω, το νήμα της ζωής θα κόψω,
και θ’ αρχίσω έτσι απλά να ξαναζώ.

Θα φορέσω το περήφανο μου στέμμα,
και θα βγω να γιορτάσω,
με τη θλίψη μου παρέα,
ως τ’ αστέρια κάποτε θα φτάσω.

«Σβήνω και εγώ»

Σβήνω στις λέξεις των παιδιών,
σβήνω στις φωνές, στο γλέντι τους το κυριακάτικο,
στις τελευταίες που αντηχούν,
στο κλίμα το Μαγιάτικο.

Σβήνω σαν νότα πιάνου,
ενός ερασιτέχνη μουσικού,
που καρτερεί ν’ ανέβω πάνω,
στις στοές του φεγγαριού.

Σβήνω σαν κύμα,
που σβήνει πάντα τη φωτιά,
μόνο που μέσα μου ψήνει,
της φλόγας η ζημιά.