Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Villa 21, we still can burn (Propaganda)

του Τάσου Ρήτου

Το περιοδικό Γραμμάτων και Τεχνών Βακχικόν ξεσκονίζοντας τα αρχεία του, ανακαλύπτει μια αποκαλυπτική συνέντευξη του θρυλικού συγκροτήματος της δεκαετίας του ’80, VILLA 21, από το  μουσικό περιοδικό Merlin’s Music Box.
Villa 21 – Η τελευταία συνέντευξη
(στον Γιάννη Καστανάρα για το περιοδικό Merlin’s Music Box τον Μάιο του 1991)
Θυμάμαι τους «Παρθενογένεσις». Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ίσως και στην πρώτη χρονιά του. Κάποια εμφάνιση σε ένα διήμερο φεστιβάλ στο γήπεδο του Ζωγράφου που είχε οργανώσει ένα περιοδικό της εποχής. Δυνατό πανκ, μαύρα ρούχα, πάθος, μόνο που ο κόσμος την εποχή εκείνη προτιμούσε τον «πρώιμο» «Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ» ή κάποιους άλλους ροκάδες, και σνόμπαρε αρκετά την προκλητική εμφάνιση του γκρουπ. Μου είχαν κάνει εντύπωση, γιατί παρά το σχετικό «πόλεμο» της μεγαλύτερης μάζας του κοινού, που είχε συνηθίσει τα «έτοιμα», τα έδιναν όλα και αδιαφορούσαν, παίζοντας μόνο για λίγους πιστούς οπαδούς τους.
Ο ΚΩΣΤΑΣ «Fever» ΠΟΘΟΥΛΑΚΗΣ, στελέχωνε τους ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΙΣ και όταν το γκρουπ διέλυσε σχημάτισε τους Villa 21, μαζί με την ΑΝΤΑ ΛΑΜΠΑΡΑ, που είναι το ταίρι του στο rock ‘n’ roll και στη ζωή. Στη συνέχεια και μετά το πρώτο σινγκλάκι στην τότε ανεξάρτητη Creep, το γκρουπ συμπληρώθηκε από τον τότε «boss» της εταιρίας ΜΠΑΜΠΗ ΔΑΛΛΙΔΗ και τον ΑΝΤΡΕΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ.
Την συνέχεια την ξέρετε όλοι.
Σήμερα εν έτη 1991, οι Villa 21 συνεχίζουν το δρόμο τους στην ανεξάρτητη rock σκηνή. Με πέντε άλμπουμ, τρία σίνγκλ, ένα EP  και συμμετοχές σε ελληνικές και ξένες συλλογές, εξακολουθούν με αμείωτη ένταση, κάτω από αντίξοες, πολλές φορές, συνθήκες μια πορεία που χάραξαν από τα μέσα του 1982. Έχοντας διανύσει μια απόσταση που κανένα άλλο συγκρότημα του ελληνικού χώρου δεν κατάφερε, όσον αφορά τουλάχιστον την δισκογραφική πλευρά, στέκονται τώρα στο μεταίχμιο της καριέρας τους. Ο νέος δίσκος, το LP «Hellucinations» που κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη που μας πέρασε, στην ετικέτα της Penguin, άργησε πάρα πολύ να βγει. Διάφορα προβλήματα και εξωτερικοί παράγοντες ανέβαλλαν την παρουσίαση του και όταν τελικά εμφανίστηκε οι VILLA 21, έβαζαν μπροστά για νέα μουσικά τοπία. Ο Αντρέας εγκατέλειψε το γκρουπ και στη θέση του ήρθε ένα νεαρός μπασίστας, ο FLESH από το συγκρότημα των Sadistic Noise, ενός thrash γκρουπ, πράγμα που «ενόχλησε» μερικούς μέντορες της ανεξάρτητης σκηνής. Ωστόσο οι VILLA 21 δεν δείχνουν να πολυενδιαφέρονται. Συνεχίζουν απτόητοι και τίποτε δεν φαίνεται ικανό να τους σταματήσει.
Η συνάντηση μαζί τους έγινε κάπου στην Ηλιούπολη, στο σπίτι του μάνατζερ του γκρουπ, του John Itchoubick (που βρίσκεται μαζί τους από τα πρώτα τους βήματα), ενώ εκτός από τον Γιάννη, παρόντες στη συζήτηση ήταν ο sound guru και ηχολήπτης της μπάντας Jim «Spilf», η άψογη οικοδέσποινα, η Δήμητρα και τρία από τα μέλη των Villa (συν της Αμαλίας και της γάτας την οικοδεσποτών). Χαμός δηλαδή! Απουσίαζε μονάχα ο Flesh.
Ομολογώ πως ένιωθα κάποια αμηχανία. Ο Κώστας καθόταν δίπλα μου στον καναπέ και για πολλή ώρα άκουγε τους υπόλοιπους να κουβεντιάζουν μαζί μου και τώρα που το σκέφτομαι θα ήθελα να τον ρωτήσω ένα σωρό πράγματα, αλλά ο Μπάμπης και -  λιγότερο – η Άντα, μονοπωλούσαν στην κουβέντα. Μονάχα κάποιες στιγμές ο Κώστας επενέβει από μόνος του για να ξανασωπάσει και να μιλήσει μόνο τη στιγμή που του απευθυνόμουν προσωπικά. Ζέσταμα, λοιπόν, προκαταρκτικές σαχλαμάρες και λίγο μετά η ουσία:

Οι VILLA 21, είναι μια ομάδα ατόμων, που συμπίπτουν ιδεολογικά και έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Διαφορετικά, καταλαβαίνεις πως δε θα ήμασταν τόσα χρόνια μαζί. Υπάρχει μια δύναμη μέσα μας, κρυμμένη που την εξωτερικεύουμε στο γκρουπ.

Μιλάει η Άντα, η φωνή της παθιάζεται κάθε φορά που η κουβέντα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από το γκρουπ, σαν συνολική οντότητα. Ο Μπάμπης συμφωνεί και μερικές φορές αγριεύει. Υποστηρίζει και απ’ ότι αποδεικνύεται όχι άδικα, πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.

Είμαστε ένα rock ‘n’ roll συγκρότημα με την καθεαυτή έννοια του όρου. Ατόφιο rock ‘n’ roll. Δυστυχώς όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι ασχολούμαστε με τους Villa, όσο θα θέλαμε. Προσωπικά, δεν μπορώ να πω πως ασχολούμαι με το γκρουπ συνέχεια. Εννοείται πως ανήκω σ’ αυτό με την ψυχή και το σώμα, αλλά ξέρεις κάθε πρωί που υποχρεώνεσαι να πάς στη δουλειά. . . Αναγκαστικά δηλαδή, συμμετέχω περιστασιακά. Ανάλογα με τη «ζήτηση». Μια συναυλία εδώ, μια πρόβα εκεί. . .
Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω και μάλιστα επαυξάνω. Η ζωή μας είναι αρκετά δύσκολη και κάθε απόπειρα να την ομορφύνουμε γίνεται αμέσως παρελθόν. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά να σπαταλήσεις την ενέργειά σου, όσο το δυνατό πιο γρήγορα μπορείς κάνοντας πράγματα που σε ικανοποιούν έστω και για λίγο. Όμως με το rock χρειάζονται πολλές θυσίες και η ιστορία έχει βάσανα και πίκρες. Κάτι σαν μια καλή παλιά ελληνική ταινία. Μόνο που στην περίπτωσή μας οι VILLA 21 διαθέτουν μερικά ατού στα χέρια τους. Δηλαδή επ’ ουδενί δε μπορείς να μιλήσεις για ξαναζεσταμένο φαγητό.

Οι VILLA 21 τόσα χρόνια, απέδειξαν πως κρύβουν μια τρομερή ενέργεια και αυτή τους βοηθάει να διατηρηθούν. Εάν είχαν υπάρξει οι κατάλληλες συνθήκες να μπορέσουν να την εξωτερικεύσουν και να την κρατήσουν αναμμένη σα φωτιά, που της ρίχνεις ξύλα και τη δυναμώνεις, θα είχαμε κάνει πολύ περισσότερα πράγματα. Χαιρόμαστε, βέβαια, επειδή όλα όσα έχουν γίνει μέχρι σήμερα, αποτελούν δική μας προσπάθεια, μπορεί όμως στο τέλος να φανεί, ότι ο κόσμος δεν μας έχει και τόσο ανάγκη, σε σχέση πάντα με τα όσα έχουμε προσφέρει.
Κάπου μπορεί και να έχει δίκιο ο Μπάμπης, αλλά εγώ, όπως και σεις, έχετε δει πολλές φορές το κοινό που παρακολουθεί ένα live των Villa, να τους αποθεώνει. Ξεκινάει κάτι τελικά και διοχετεύεται στους «από κάτω». Υπάρχουν κάποια κουμπάκια που πρέπει να γυρίσουν και αμέσως ο κόσμος θα πάρει φωτιά. Αλλά είναι και παράγοντες πέρα από το γκρουπ που βρίσκεται στη σκηνή, οι οποίοι είναι αστάθμητοι, μα και το κοινό, έχει παρατηρηθεί, ότι στην Ελλάδα σε πολύ λίγες περιπτώσεις είναι εκδηλωτικό, τόσο ώστε να σπρώξει και την μπάντα εκεί που θέλει.

Υπάρχει ένα μικρό, αλλά φανατικό κοινό γύρω μας, μα δεν είναι εκείνο που θα με κάνει να ασχολούμαι όσο θα ήθελα με τους Villa. Δεν αισθάνομαι απογοήτευση αλλά δυστυχώς αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα. Ξέρω ότι το 100% του εαυτού μου, δεν έχει εκδηλωθεί ακόμα. Άντε κάτι τέτοιο να έγινε μια – δυο φορές. Θέλω να πω πως δεν είναι τα πράγματα έτσι που να σε σπρώχνουν να βρίσκεσαι συνέχεια σε ένα speed και να σκέφτεσαι υπάρχουν οι Villa, άντε να κάνουμε πρόβες, να βελτιώσουμε τον ήχο μας, να γράφουμε πιο ολοκληρωμένα κομμάτια. Κάτι δηλαδή, που είναι το πρώτο πράγμα στη ζωή μας. Έχω προγραμματισμένα πολλά στη δική μου. Δεν μου δίνεται η ευκαιρία να πω, εντάξει, το πράγμα μπορεί να πάει καλύτερα. Βέβαια πολλές φορές το σκέφτομαι και λέω: Ωραία θα ήταν! Μα τόσα χρόνια δεν έχω δει κάτι τέτοιο.
Ο Μπάμπης συνεχίζει ανελέητος την ολομέτωπη επίθεσή του. Οι υπόλοιποι τον ακούν, συμπληρώνουν και γενικά συμφωνούν μαζί του. Ο Κώστας ξαφνικά, βγαίνει από την σιωπή του. Μιλάει αργά, διαλέγει τις κουβέντες του, αλλά είναι σαφέστατες και ολοκληρωτικές.

Εγώ ένα πράγμα θέλω να πω. Όλα αυτά τα χρόνια , σχεδόν δέκα, που είμαστε μαζί και παίζουμε, έχουν έρθει μερικές φορές που κάνω μια ερώτηση στον εαυτό μου και πάντα βρίσκω μια απάντηση, την ίδια. Λέω, καλά τα πήγαμε μέχρις εδώ και λοιπόν τι έγινε; Η απάντηση που έρχεται αμέσως στο μυαλό μου είναι και η καθοριστική: Πάμε παρακάτω. Όταν σταματήσει να υπάρχει αυτή η απάντηση, σημαίνει ότι το κόβουμε. Αυτό είναι η Villa. Έτσι απλά. Μέχρι στιγμής η φάση κινείται…
Έχοντας εντρυφήσει για καιρό στο «Hellucinations», δηλώνω ότι με έχει γοητέψει η νέα πορεία τους. Εδώ τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα, γιατί οι VILLA 21, διαφωνούν στο ότι άλλαξε η μουσική τους κατεύθυνση.

Ακούγεται από κάποιους ότι οι Villa άλλαξαν, παίζουν πιο «σκληρά» για να είναι στη μόδα και στο στυλ. Μα οι Villa ανέκαθεν ήταν μια μπάντα που έπαιζε δυνατά. Ο κόσμος θα πρέπει να πάρει με τη σειρά τους δίσκους και να τους προσέξει. Θα διαπιστώσει ότι ανεξάρτητα απ’ τις επιρροές – πιο ψυχεδελικοί, πιο garage, πιο heavy – οι Villa χαρακτηρίζονται από το ακατέργαστο παίξιμο. Αλλά ο κόσμος, αντί να πάρει σαν σημείο αναφοράς την έννοια του «σκληρού» στέκεται στο στυλ. Λέει: Σκληρό, αλλά garage, σκληρό αλλά new wave και εμείς δεν ξέρουμε τι άλλο. Κολλάει εκεί και δεν παρατηρεί ότι οι Villa ακόμα και στα «ήπια» κομμάτια τους, εξακολουθούν να έχουν σκληρά μουσικά χαρακτηριστικά.
Μιλάνε όλοι μαζί εδώ, αγανακτισμένοι γιατί τέλος πάντων ποιος ο λόγος να δέχονται διάφορες επιθέσεις, χωρίς μάλιστα όσοι ασχολούνται μαζί τους να έχουν ιδιαίτερη σχέση του γκρουπ σαν σύνολο. Ο Μπάμπης, αναλαμβάνει να ηρεμήσει τα πνεύματα και να εξηγήσει ότι τελικά οι Villa δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παίζουν το rock ‘n’ roll με τον τρόπο που έμαθαν πάντα.

Είναι λογικό να δεχόμαστε και καινούργια πράγματα και να εμφανίζουμε ένα πρόσωπο πιο σύγχρονο. Υπάρχει ένα μεγάλο διάστημα πάντα, από τον ένα δίσκο μέχρι τον άλλο. Το «Hellucinations» για μας έχει παλιώσει. Σκέψου ότι η ηχογράφηση και όλη η δουλειά τελείωσε το Φλεβάρη και ο δίσκος κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη. Ήδη άρχισε νέο υλικό στα σκαριά. Αλλοίμονο να παραμέναμε στα ίδια και τα ίδια. Αλλοίμονο αν δεν υπήρχε εξέλιξη. Δεν θα είχαμε λόγο ύπαρξης.

Επεμβαίνει ο Jim για να δηλώσει:
Αν ρωτήσεις τα παιδιά, που είναι το γκρουπ με τη μεγαλύτερη δισκογραφία στον ανεξάρτητο χώρο, θα σου πω ότι στο διάστημα αυτό θα μπορούσαν να έχουν παρουσιάσει τη διπλάσια δουλειά, οπότε θα έβλεπε και ο κόσμος την εξέλιξή τους σκαλί – σκαλί.
Δεν τους ρωτάω. Τα βλέμματά τους είναι αρκετά για να με πείσουν για του λόγου το αληθές. Βλέποντας το γκρουπ live μου έχουν δημιουργηθεί μερικές απορίες. Τις αναλύω στα παιδιά και παίρνω τάχιστα απάντηση.

Ο καλύτερος τρόπος για να σπρώξουμε την μουσική μας είναι να παίξουμε όσο το δυνατόν περισσότερα live. H μουσική είναι για τον κόσμο και εκεί πρέπει να τη στέλνουμε με κάθε τρόπο. Αλλά δεν έχει βρεθεί η εταιρεία που θα κάνει μια καμπάνια, όχι κάτι τρομερό. Κάποιες καταχωρήσεις, λίγη διαφήμιση, ίσως περιοδείες, τουλάχιστον για να δικαιολογήσει τα λεφτά της. Η Penguin δεν έχει διάθεση να κάνει πολλά. Πρέπει εμείς να τους πιέσουμε. Δεν περιμένουμε υποστήριξη. Οι Villa δεν καθιερώθηκαν ξαφνικά. Υπάρχουν τόσα χρόνια. Οπότε μας μένουν οι συναυλίες. Εκεί μπαίνουμε σε άλλο κεφάλαιο. Για να βγει μια συναυλία των Villa και το γκρουπ ν’ αποδώσει στο μεγαλύτερο δυναμικό του θα πρέπει και τα μηχανήματα να είναι ανάλογα. Παίζουμε ηλεκτρική μουσική και περισσότερες φορές δεν ακούμε ο ένας τον άλλο ούτε και τα όργανά μας. Πρέπει να «φτιαχτούμε» πάνω στη σκηνή, αλλά με τις συνθήκες αυτές χανόμαστε. Σκέψου τι θα γινόταν να δεν ήμασταν μαζί τόσα χρόνια. Πρέπει τον «ηλεκτρισμό» σου να τον ελέγξεις απόλυτα, διαφορετικά δεν μπορείς να τον στέλνεις στον κόσμο με τη μορφή που θέλεις. Είναι μια εσωτερική δύναμη, αλλά και ηχητική, που την κρατάμε στα χέρια μας και την εξαπολύουμε. Αν ρίχνουμε «καψουλάκια» στο κοινό, ο άλλος σε βλέπει και λέει: Τώρα αυτοί τι ρόλο βαράνε. Αν ήμασταν ένα ακουστικό συγκρότημα, πάει καλά, το πράγμα γίνεται πιο εύκολο. Μα με τα γκάζια που παίζουμε, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει ο ήχος να καταστραφεί.

Προσπαθώ να ξαναγυρίσω στο νέο δίσκο και μετά από πολλές προσπάθειες τα καταφέρνω. Οι Villa, έχουν παρασυρθεί στην κουβέντα, έχουν ριχτεί με τα μούτρα να τα πουν όλα. Το «Hellucinations» είναι ο καλύτερος δίσκος τους και αισθάνονται περήφανοι γι’ αυτόν. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε δίσκο που ολοκληρώνουν, οπότε από αυτό το σημείο κι έπειτα, τι άλλο χρειάζεται μια μπάντα του rock ‘n’ roll. Η μουσική τους έχει μείνει η ίδια. Απλά εξελίχτηκε και εξελίσσεται συνεχώς. Όταν ξεκίνησαν, μόνο ο Κώστας ήξερε να παίζει κιθάρα, ο Μπάμπης ήταν άσχετος από ντραμς, η Άντα χτυπούσε τα keyboards και μετά έπιασε την κιθάρα και ο Αντρέας, κιθαρίστας ήταν, αλλά αναγκάστηκε να παίξει μπάσο. Από τον πρώτο δίσκο, εκείνο το σιγκλάκι το «I see No», μέχρι το «Hellucinations», μπορεί κανείς να δει την εξέλιξη του γκρουπ και σαν μονάδες. Έχουν αποφασίσει να μην το βάλουν κάτω.

Έφυγε λοιπόν ο Αντρέας, ήρθε ο Flesh και τα γεγονότα περνάν σε άλλη φάση.
Δεν υπήρξαν προβλήματα με τον Αντρέα. Απλά θέλησε να φύγει. Είμαστε ευχαριστημένοι που ο Flesh κόλλησε μαζί μας και το έκανε επειδή του άρεσε. Είναι ένα άτομο από διαφορετικό μουσικό χώρο. Εμείς είχαμε διάφορα ακούσματα, εκείνος ήταν πιο συγκεκριμένος στα δικά του. Τους λίγους μήνες που βρίσκεται κοντά μας, έχει βάλει την προσωπικότητά του, οπότε μην παραξενευτείτε αν ο επόμενος δίσκος μας περιέχει στοιχεία . . . Thrash. Διεύρυνε τον ήχο μας. Και εμείς με την σειρά μας του προσφέραμε τρόπους να ανοιχτεί μουσικά. Όλα λειτουργούν αυθόρμητα. Κανένας δεν δίνει οδηγίες στον άλλο. Μαζί χτίζουμε τον ήχο των Villa 21. Μπορεί ο τρόπος του χτισίματος να είναι λίγο αργός, μα στην Ελλάδα τα πάντα κυλάνε αργά. Ας πούμε, περιμένεις τόσο καιρό να μπεις στο στούντιο και όταν βρίσκεις την ευκαιρία, τα κομμάτια έχουν παλιώσει. Αλλά θα τα ηχογραφήσεις γιατί τα αγαπάς. Και κάθε φορά είμαστε οι Villa σε μια φυσιολογική εξέλιξή μας.

Υπάρχουν βέβαια τόσα πολλά κομμάτια που έχουν γραφτεί τόσα χρόνια. Με φρέσκο ήχο και το «Hellucinations» στα δισκάδικα, πώς αισθάνονται για τα παλιά τους κομμάτια; Ο Μπάμπης γελάει και φαίνεται να χαίρεται για την ερώτηση.
Ο κάθε δίσκος ήταν για την συγκεκριμένη εποχή. Όλα βρίσκονται μέσα μας. Μα αν σήμερα προσπαθήσουμε να τα παίξουμε είναι αδύνατο να τα πετύχουμε με το ίδιο τρόπο. Ασυναίσθητα τα χέρια και η φωνή θα πάνε αλλού. Έτσι γίνεται με δυο που εξακολουθούμε να παίζουμε. Και με τα κομμάτια από το «Electric Poison» που όπως και να το κάνουμε σηματοδοτεί την νέα μας φάση. Υπάρχει άλλος αέρας και βγαίνουν ασυναίσθητα. Εκεί είναι το κέρδος, αλλά ο κόσμος, ως επί το πλείστον, κρίνει ψυχρά. Όλα τελικά τα πράγματα στους Villa, έρχονται ξαφνικά.

Όπως θα γνωρίζουν οι περισσότεροι από σας, εκείνος που γράφει την μουσική και τους στίχους του γκρουπ είναι ο Κώστας. Ο ίδιος λέει ότι πολλές φορές πιέζει τους υπόλοιπους να βγάλουν κάποιο κομμάτι, αλλά τελικά εκείνος είναι που ασχολείται περισσότερο από μόνος του.

Τα πάντα ρευστά στο γκρουπ. Δεν υπάρχει κάποιο συμβόλαιο που λέει «εγώ θα κάνω αυτό, εσείς θα κάνετε εκείνο». Απλά, μέχρι τώρα εγώ έγραφα τα κομμάτια, μα φαίνεται ότι από εδώ και μπρος θα υπάρχει και ο Flesh και παίζει ενεργό ρόλο στη σύνθεση. Έχει δικά του κομμάτια που τα προσάρμοσε γρήγορα σε μας και το ύφος μας. Όλοι δουλεύουμε μαζί, όπως είναι και το σωστό. Σπάνιο να απορρίψουν οι υπόλοιποι τραγούδι μου, επειδή σίγουρα θα το έχω απορρίψει από μόνος μου, προτού τους το πάω. Τους Villa τους χαρακτηρίζει το σύνολο και ο ήχος είναι Villa. Αν σε κάποια φάση βγω σε κάποια άλλη μπάντα, σίγουρα θα είναι άλλο πράγμα. Κάθε κομμάτι είναι ζωντανό, εφόσον βρίσκεται μέσα σου και το νιώθεις. Όταν το σύνολο το βλέπει δικό του, ζωντανεύει το άκουσμά του. Υπάρχουν δυο τρόποι να παίζεις μουσική. Ο ένας είναι ο εύκολος, να είσαι αραχτός και να πεις «θα παίξω αυτό που έχω να παίξω και τελείωσε». Ο δύσκολος είναι να προσπαθείς αυτό που παίζεις να συμβαδίζει μ’ όσα γίνονται γύρω σου. Και εμείς αυτό προσπαθούμε να κάνουμε. Αυξομειώνουμε τις εντάσεις μας και αυτό γίνεται ασυνείδητα . Η το έχεις, ή δεν το έχεις μέσα σου. Δεν γίνεται να το μάθεις. Πάντα στα live μας υπήρχε κόσμος που έφευγε με ανάμικτα συναισθήματα. Η γούσταραν ή δεν γούσταραν. Ο τρόπος που εμείς διαλέξαμε να παίξουμε rock ‘n’ roll είναι ο πιο επικίνδυνος. Γιατί δίνεις ενέργεια, ίσως περισσότερη απ’ ότι χρειάζεται. Και αυτό είναι που σε «στέλνει».

Φεύγοντας από το σπίτι του Itchoubick, o Κώστας και η Άντα με καλούν σπίτι τους, όπου μένω έκπληκτος με τις επιδόσεις του Κώστα στην τεχνολογία των computers. Πέρασαν πολλές ώρες και νομίζω ότι ολόκληρο το περιοδικό δε θα χώραγε τα όσο ειπώθηκαν στη συζήτηση με τους VILLA 21. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μου, σχεδόν ασυναίσθητα μου ‘ρθε στο μυαλό μου ένα κομμάτι από το δεύτερο άλμπουμ τους. Ένα κομμάτι που συνοψίζει με δυο κουβέντες τη συνέντευξη και δίνει το τελικό στίγμα των Villa «We Still Can Burn».
 

Βιογραφία

rhtos-prop1.jpgΟ Κώστας «Fever Ποθουλάκης έγινε μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία της ανεξάρτητης ελληνικής rock σκηνής στην Ελλάδα. Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα το 1993. Σταμάτησε στον δρόμο για να χωρίσει δυο τύπους που είχαν έρθει στα χέρια και ένα φορτηγό πέρασε ξαφνικά και τον χτύπησε καθώς έβγαινε από το αμάξι του. Η αιτία του θανάτου του δεν ήταν τα ναρκωτικά, όπως από πολλούς ακούστηκε.
Άρχισε να παίζει κιθάρα για το punk rock γκρουπ Παρθενογένεσις στα τέλη του 1977. Ποτέ δεν κυκλοφόρησαν άλμπουμ ή σινγκλ αλλά πολλές κασέτες που ηχογράφησαν κυκλοφόρησαν από χέρι σε χέρι.
Όταν οι Παρθενογένεσις αποφάσισαν να διαλυθούν, ο Ποθουλάκης έφτιαξε μια μικρής διάρκειας new wave μπάντα που λεγόταν Homicide.
Στο τέλος του 1981 βρήκε τους Villa 21, αρχικά σαν ντουέτο με την Άντα Λαμπάρα, η οποία έμαθε να παίζει πλήκτρα και στην συνέχεια κιθάρα από την στιγμή που ξεκίνησαν την μπάντα.
Ωστόσο, παράλληλα με τους Villa 21 ο Ποθουλάκης τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα για το γκρουπ των Reporters. Μαζί με τον μπασίστα των Villa 21, Σόλων Σταθόπουλο, τον Γιώργο Ρουμάνη στα τύμπανα, τον Χρυσόστομο Μουράτογλου στα πλήκτρα και τον Παρασκευά Καραμίκη στην κιθάρα. Κυκλοφόρησαν το σινγκλ «Computer world / I wanna know» το 1982 και το άλμπουμ «Bare hands» και τα δύο από την Creep Records.
O Μπάμπης Δαλλίδης, τότε boss της Creep, μπήκε στους Villa 21, παίζοντας τύμπανα το 1982, ακριβώς μετά την κυκλοφορία του πρώτου 7’’ σινγκλ «I see No / The Dream», όπου χρησιμοποιούσαν drum machine.
Οι Villa 21 είχαν μια σειρά από μεγάλες κυκλοφορίες για τα επόμενα χρόνια. Συμμετείχαν σε μια αμερικάνικη συλλογή και ήταν ό λόγος που o Jello Biafra ήρθε σε επαφή με την Creep Records.
Όπως είπε ο Δαλλίδης, όταν έδωσε μια συνέντευξη στον περιοδικό «In Rock» , μερικά χρόνια αργότερα: Έλαβα ένα γράμμα από μια αμερικανική εταιρεία την λεγόμενη «Roir» (Reach-Out International Records). Οι οποία κυκλοφορούσε κυρίως κασέτες με πολλή καλή διανομή. Στο γράμμα ανέφερε ότι κάπου άκουσαν για το άλμπουμ των Villa 21 και θα ήθελαν ένα κομμάτι για μια επερχόμενη συλλογή που θα ονομαζόταν «World Class Punk». Δεχτήκαμε και τους στείλαμε το τραγούδι «Too Much Nothing». Η Roir το χαρακτήρισε πολύ καλό, και μας έστελνε πάντα αποδεικτικά για τις πωλήσεις της συλλογής. Ο Jello Biafra ακούγοντας για τους Villa 21 στην συλλογή, μου έστειλε ένα γράμμα λέγοντας ότι «Μάγκες, δεν σας ξέρω, αλλά άκουσα το κομμάτι σας στη συλλογή και σοκαρίστηκα. Δεν έχω ξανά ακούσει τόση ενέργεια στην πολιτεία. Θα ήθελα να μου στείλετε ότι έχετε κυκλοφορήσει». Του έστειλα όλες τις ηχογραφήσεις και μου έστειλε απάντηση ότι είναι φοβερά και μου έκανε μερικές προτάσεις.
Από τότε η Creep συνέχισε να στέλνει τις καινούργιες κυκλοφορίες μας στον Jello Biafra.

Όσο περνούσε ο καιρός, ο ήχος των Villa 21 γινόταν όλο και πιο σκληρός. Το 1984 άνοιξαν την συναυλία του Nick Cave. Μέσα το 1987 έπαιξαν support στους Membranes στο Κύτταρο Club και στους Wipers στο Club 22.
Λίγο πριν η Creep σταματήσει την λειτουργία της, κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ. Ωστόσο έπαιξαν ξανά support στους Wipers και στους Naked Pray και Opal.
Στο LP «Electric Poison» ο ήχος απείχε πολύ από αυτόν του πρώτου δίσκου. Ο τελευταίος δίσκος «Hellucinations» των Villa 21 άργησε πολύ να κυκλοφορήσει.
Τελικά κυκλοφόρησε το 1990 από την Penguin Records. Ύστερα από αυτήν την κυκλοφορία το γκρουπ αποφάσισε να διαλυθεί. Ο Ποθουλάκης και ο Δαλλίδης πήγανε στου Headquake και η Λαμπάρα πήγε στους Nonmandol.
Το 1991 ο Κώστας Ποθουλάκης έδωσε την τελευταία του συνέντευξη στο περιοδικό Merlin’s Music Box, στο τεύχος του Μαΐου.
 

Δισκογραφία

I see No / The Dream 7″ 1982
Move / Last Chance 7″ 1983
A Ghost On The Move LP 1983
Too Much Nothing (World Class Punk Compilation-ROIR) 1984
Men Of Clay LP 1986
Electric Poison (limited LP with a 7″ single) 1987
Six Feet In the Ground/Take you Down (Cicadas compilation) 1987
Hey Hey My My (“12 Raw Greek Groups” compilation) 1988
Real Cool Time “Straight To Hellas” compilation) 1989
We Still Got A Long Way to Go (Dance Hall Favorites Vol. 3″ Munster) 1990
Hellucinations LP 1990
The Opticoaccoustic Bomb Video compilation 1991
Return of The Creeps-The Singles (compilation) 1995
The synthpop Avenue Vol. 3 CD compilation 2004
Πανδαιμόνια nr9 Creeping Memories CD 2006