Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Στο ντιβάνι του "Βακχικόν" παρέα με την Έρση Σωτηροπούλου και το "πτώμα" της

του Δάνη Κουμασίδη

Διακοπές χωρίς πτώμα, Μυθιστόρημα, Έρση Σωτηροπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1997

Πάντα ξεκινώ έχοντας κατά νου να αποφύγω πομπώδεις και εκκεντρικούς, εντυπωσιακούς τίτλους. Και πάντα καταλήγω εγκλωβισμένος στη διαρκή διερώτηση αναφορικά με την αναζήτηση τίτλου για ένα κείμενο και να αναμετρούμαι με τα ίδια –κλασικά πλέον- ερωτήματα της γραμματολογίας ή της θεωρίας της λογοτεχνίας σχετικά με τη χρηστικότητα και τη λειτουργία του. Κατέληξα λοιπόν ότι ο περισσότερο αντιπροσωπευτικός τίτλος για αυτό το σύνολο που κάνετε τον κόπο να διαβάσετε θα ήταν «Παράλληλο ανάγνωσμα εμποτισμένο με τις –υπό αίρεση- φιλοσοφικές διακείμενες του ΄Διακοπές Χωρίς Πτώμα΄». Και αυτό κυρίως επειδή η φιλοσοφία βρίσκεται παντού παραμένοντας ταυτόχρονα ερώτημα και διακύβευμα. Μη όντας κριτικός λογοτεχνίας -αλλά την ίδια στιγμή ένας από τους ελάχιστους που το παραδέχονται- βίωσα με αυτό το βιβλίο όλα τα αδιέξοδα της κριτικής και της μεταφυσικής της ερμηνείας των λογοτεχνημάτων (1) (μεταξύ άλλων και για λόγους καντιανούς αναφορικά με την αισθητική και τη διατύπωση των αισθητικών κρίσεων σε σύμπλεξη με τη διδασκαλία της τέχνης και τις συσχετίσεις της με την επιστήμη). Κατέληξα λοιπόν ξανά στη μέγγενη της θεωρίας που όλο και σε απομακρύνει από την ουσία, για να σε πετάξει ξανά ξέπνοο (από την πίσω πόρτα αυτή τη φορά) στα ίδια ερωτήματα αλλά –ευτυχώς- όχι στα ίδια συμπεράσματα. Μια από τις λίγες οδούς που απομένουν είναι η απονομή του τίτλο του ‘παράλληλου αναγνώσματος’, υπό τη μορφή συνειρμικού αυτό-ψυχαναλυτικού λόγου.

Έχοντας ξοδέψει ήδη αρκετό χώρο με τις παρά-κειμενικές μου σκέψεις, εισέρχομαι στη (φαινομενική) ουσία: Θλίβομαι που δεν είχα διαβάσει αυτό το βιβλίο τόσα χρόνια, αλλά από την άλλη είμαι ενθουσιασμένος. Η ανέλπιστη αυτή έκπληξη και ηδονή σημαίνει ότι υπάρχουν εξαιρετικά λογοτεχνήματα από το παρελθόν που δεν τα έχουμε ανακαλύψει ακόμη…

Σπάνια ένα κείμενο περιγράφει, ουσιαστικά ‘είναι’, τα σημεία στα οποία η οδύνη και η ηδονή φθάνουν τόσο κοντά, δηλαδή να απέχουν όσο περίπου και λεκτικά, έναν αναγραμματισμό απόσταση. Σπάνια ένα κείμενο μέσα σε ένα άλλο (ή ένα πρόσωπο μέσα από ένα άλλο) εκδιπλώνεται και εφορμά σε σημείο να ορισμένες φορές να βγαίνει το ένα μέσα από άλλο, σαν πλάνο κινηματογράφου δεκαετίας 60, και εσύ παραδομένος αναγνώστης ορισμένες φορές να δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις ποιο είναι που, αλλά –κυρίως- να μη σε νοιάζει. Σπάνια ένας λόγος που είναι τόσο ανεπιτήδευτα στυλιζαρισμένος την ίδια στιγμή σου αφήνει την αίσθηση πως η γραφή είναι κάτι που απλώς υπάρχει σε σχέση με τα γεγονότα που μεταφέρει, είναι απλώς ένα πάρεργο.

Το ‘Διακοπές χωρίς πτώμα’ αποτελεί ένα κείμενο που πολύ άνετα θα μπορούσε να κατηγορηθεί για μηδενισμό. Ξεχνώντας όμως την κατά φύσιν διαφορά του μηδενός (μηδέ ένα) από το κενό. Εδώ το κενό έχει ονόματα. Τα ονόματα παρασιτούν στο νόημα. Οι λέξεις επίσης. Μετεωρισμοί. Οι απωθήσεις επιστρέφουν περισσότερο εφιαλτικές από ποτέ – σαν διαφήμιση αμερικάνικης ταινίας τρόμου. Ξανά και ξανά. Ο ερωτισμός - το μεγαλύτερο αίνιγμα. Ιδανικός, γελοίος, βάναυσος, αδιάφορος – σημαίνοντας ακόμα και, ή κυρίως, τις στιγμές της έλλειψής του. Η θνητότητα όχι πια ως δημιουργική ώθηση αλλά ως αποξένωση και έρμαιο σαρδόνιου γέλιου. Η κάθε σχέση που δημιουργείται, προμηνύει μια αλλοκοτιά και μια επικείμενη καταστροφή που δεν έρχεται. Νέοι τρόποι διάθεσης του εαυτού. Νέοι τρόποι που αντιλαμβανόμαστε την ηθική.

Είχε γράψει ο Ζήρας (2) : «Ένα βιβλίο που κινδυνεύει να θεωρηθεί βλάσφημο μπορεί να είναι στην ουσία ένα βιβλίο βαθύτατα ηθικό.» Η νέα νιτσεϊκή ηθική, ένα βήμα παραπέρα ακόμα από την αισθητική. Σοφιστείες και δικολαβισμοί δε χωράνε πια. Όλα και όλοι γυμνοί στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη όμως. Κι άλλη παραμόρφωση. Αδιέξοδο.

Δε θα μπορούσα να γράψω με το στυλ της Σωτηροπούλου – δυστυχώς- ούτε καν να την αντιγράψω, μιμηθώ, κλέψω (ξανά το δυσδιάκριτο των ορίων), ούτε καν να βρω την (διττή;) ηρωίδα του βιβλίου για να κάνω έρωτα μαζί της. Το ρέον του λόγου της, δίχως τη συμβατική στίξη που ορισμένες φορές φρενάρει το νόημα και τα συναισθήματα, ορισμένες φορές επιτυγχάνει το ακατόρθωτο: Να τρέχει γρηγορότερα από τη σκέψη του αναγνώστη. Η αιτιοκρατία πάει περίπατο. Η συνοχή ανανοηματοδοτείται. Τα τεκταινόμενα στο βιβλίο αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο με ρυθμό πολυβόλου -μια διαταραχή στο σώμα των ίδιων των συμβάντων και της αφήγησης. Όλα θα μπορούσαν να συμβαίνουν στο μυαλό τους (και των δύο ηρωϊδών). Οι κενές ερωτήσεων απαντήσεις, μονόλογοι υπό διαλογική μορφή, ενδείξεις παράνοιας και μεγαλοφυίας. Τα επίπεδα μπλέκονται τόσο που παύουν να είναι επίπεδα. Η αφήγηση κι οι λέξεις που τείνουν να καταργήσουν τα όρια τους έχουν δημιουργήσει μια νέα ποιότητα μέσα από αυτή την υπέρβαση. Και οι προηγούμενες εννοιολογήσεις μένουν απλά ιστορικά σημεία ή και πτώματα.  

Το πτώμα. Ειδεχθές, καθολικοποιημένο, αλληγορικό. Το νεκρό σώμα. Οι δεκάδες δυσχέρειες του σώματος μετατρέπονται σε μία μόλις μετατραπεί και το ίδιο σε πτώμα: είναι πια πτώμα. Το πτώμα ξεκινά ως λευκή σελίδα. Και τελειώνει ως πτώμα, αποσυντεθειμένο σώμα και γεμάτες σελίδες. Η παιδοκτονία. Το προφανές φαντάζει λειψό για να ερμηνεύσει όλη αυτή την παρόρμηση που κουβαλάει αυτό το βιβλίο, μια μικρή βόμβα στα χέρια του αναγνώστη. Η Σάρα δε σκοτώνει τον εαυτό της. Σκοτώνει τα πάντα. Για να επιστρέψει εκεί που την πονάει ούτως ή άλλως: στο μηδέν, σε αυτήν.  

Η Σωτηροπούλου γράφει μέσα από έναν σολιψισμό, πριν, μετά και στο μεταίχμιο της ψυχαναλυτικής θεωρίας, των γυναικείων σπουδών και της σεξουαλικότητας. Κατά πάσα πιθανότητα όλα τα παραπάνω τα είχε υπ’ όψιν της, δε γνωρίζω όμως εάν είχε την πρόθεση να τα εγκιβωτίσει και στο τέλος να τα υπερβεί επιβεβαιώνοντάς τα, όπως τελικά έπραξε. Η Σωτηροπούλου γράφει στα τέλη του 70 όχι σαν είναι σήμερα, αλλά σαν είναι αύριο, ή καλύτερα σαν να είναι πάντα.

Το μήνυμα είναι ένα, αλλά πολύσημο: Σπάστε τους κώδικες και τις νόρμες αρκεί να έχετε κάτι να μας πείτε. Μιλήστε για βιβλία που γράφτηκαν δεκαετίες ή αιώνες πριν με τον ίδιο ενθουσιασμό που θα είχατε για ένα ολοκαίνουργιο. Αναδομείστε τις εννοιολογήσεις του χρόνου. Αρκεί να έχετε κάτι να μας πείτε ή να μας κρύψετε. Και η Σωτηροπούλου έχει πολλά να μας πει. Και υποψιάζομαι ακόμα περισσότερα να μας κρύψει.

Σημειώσεις :

(1) Σκέψεις που με κατέβαλλαν σχεδόν παροξυσμικά και παλαιότερα, στην παρουσίαση του βιβλίου της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη ‘Μια Δική σου Ζωή’, στην επιθεώρηση πολιτισμού Ένεκεν, τεύχος 14 (2009) , σελ. 242-243. «Από τις αμέτρητες επιστημονικές (;) προσπάθειες καταγραφής εκείνων των «σημείων», ουσιαστικά σημασιολογικών απεικονίσεων,  που μεταβάλλουν τον απλό λόγο στην εκδοχή του ως τέχνη (λογο-τεχνία) […] η κρίση των λογοτεχνικών πονημάτων συνεχίζει να εκβάλλει στο γνωστικό πεδίο/ενδιαφέρον της αισθητικής.»

(2) Καθημερινή, 18-12-1980

Ο Δάνης Κουμασίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας φιλοσοφίας στο Α.Π.Θ. και στο Paris8 σε θέματα πολιτικής φιλοσοφίας και αισθητικής. Έχει επιμεληθεί στα ελληνικά τα Adam Drozdek Greek Philosophers As Theologians  -The Divine Arche (εισαγωγή-μετάφραση, Πρότυπες Θεσσαλικές εκδόσεις 2010), Theodore Jennings Reading Derrida Thinking Paul – On Justice (εισαγωγή-μετάφραση- σχόλια, υπό έκδοση), Gasche Rodolphe Inventions Of Difference: On Jacques Derrida (επιμέλεια, Λογείον 2010). Έχει εκδώσει το αφήγημα Ερωτικό παραλήρημα (Λογείον 2010), καθώς και πλήθος βιβλιοκρισιών και φιλοσοφικών άρθρων.