Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Άννα Αχμάτοβα, μια ξεχωριστή λυρική φωνή με πάθος

του Δημήτρη Παλάζη
Η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα είναι γεμάτη πάθος και πόνο. Οι στίχοι της πάλλονται, διαπερνώνται απ’ τη σφοδρότητα των αισθημάτων της κι αυτό τους καθιστά πέρα ώς πέρα ανθρώπινους και διαχρονικούς. Ο αναγνώστης της ποίησής της δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος, τον τραβά μαζί της μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει. Η Anna Akhmatova (1889-1966) γεννήθηκε στην Μπολσόι Φοντάνα της Ουκρανίας. Το πραγματικό της όνομα ήταν Άννα Γκορένκο. Ο πρώτος σύζυγός της, ο Νικολάι Γκουμίλοφ, θανατώθηκε από το Σοβιετικό καθεστώς και ο μοναδικός της γιος, Λεβ Γκουμίλοφ, φυλακίστηκε επανειλημμένα. Οι σοβιετικοί αποδοκίμασαν την ποίησή της, συμπεριλαμβανομένου και του Μαγιακόφσκι, ως μη συμβατή με το κομμουνιστικό μοντέλο. Παρά τις διώξεις και τα δεινά που πέρασε, η Αχμάτοβα δεν μετανάστευσε ποτέ στο εξωτερικό. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από διάφορες εκδοχές των ποιημάτων της στα αγγλικά και έχει σκοπό να μεταδώσει την αγάπη μου γι’ αυτή τη ξεχωριστή ποιήτρια, που πέρασε πολλά δεινά, αλλά, το σημαντικότερο, κατάφερε να τα περάσει στους στίχους μ’ ένα τρόπο πληθωρικό και αλησμόνητο.
Δημήτρης Παλάζης

Θ’ ακούσεις τη βροντή
Θ’ ακούσεις τη βροντή
και θα με θυμηθείς
και θα σκεφτείς
τις θύελλες θέλησε

Το πλαίσιο τ’ ουρανού
θα ’χει το χρώμα της σκληρής πορφύρας
κι η καρδιά σου έτσι όπως ήταν
θα ’ναι τώρα στην φωτιά

Τη μέρα κείνη
όλα θα βγουν αληθινά
στη Μόσχα όταν
για τελευταία φορά θα πάρω άδεια
να τρέξω με λαχτάρα στα ψηλά
αφήνοντας σε σένα τη σκιά μου

*

Σκέφτηκες πως ήμουν ο τύπος
που θα μπορούσες να ξεχάσεις
πως θα ’κλαιγα και θα παρακαλούσα
πως θα ριχνόμουν στις οπλές των αλόγων

ή αυτή που θα ρωτούσε τους μάγους
για φίλτρο μαγικό απ’ τις ρίζες
να σου στείλω δώρο φοβερό:
το πολύτιμο αρωματισμένο μου μαντήλι

Ανάθεμά σε!
Δεν θα χαρίσω στην αναθεματισμένη ψυχή σου
δοτά δάκρυα ή μια μόνη ματιά

Στον κήπο των αγγέλων ορκίζομαι
στην άγια εικόνα
και στην πυρκαγιά και στον καπνό των νυχτών μας:
δεν θα γυρίσω σε σένα ποτέ

*

Έτριψα τα χέρια μου κάτω απ’ το πέπλο...
«Γιατί ’σαι σήμερα τόσο χλωμός;»
- Του έβαλα να πιει
της θλίψης το ξινό κρασί

Ποτέ δεν θα ξεχάσω; Τρέκλισε
το στόμα του συστράφηκε με πόνο
δίχως να πιαστώ στη σκάλα όρμησα
στην πόρτα πίσω του

λαχανιάζοντας έκλαψα:
«Ήταν μόνο ένα αστείο όλο κι όλο
αν ήταν να φύγεις, θα πέθαινα»
Χαμογέλασε ήρεμα και φοβερά:
«Μην στέκεσαι έξω στον αέρα»

1911

Χωρισμός

Βράδυ κι ο δρόμος γέρνει προς τα κάτω
Χθες στην αγάπη ακόμα
«μην ξεχάσεις» προσευχήθηκες
Τώρα έμεινε μόνο το κλάμα των βοσκών
κι άνεμοι αστραποβολούν
κι οι ανήσυχοι κέδροι στέκονται
σαν φωτεινά ελατήρια

*

Πώς μπορείς να κοιτάς το Νieva;
Πώς μπορείς ν’ ανεβαίνεις στις γέφυρες;
Για έναν λόγο είμαι λυπημένη από τότε
που εμφανίστηκες στα μάτια μου μπροστά

Αιχμηρά είναι τα φτερά των μαύρων αγγέλων
η τελευταία κρίση δεν αργεί
και σμέουρα καίγονται σαν τα τριαντάφυλλα
στο άσπρο ανθισμένο χιόνι.

Ο φιλοξενούμενος

Όλα όπως πριν: στα παράθυρα της τραπεζαρίας
κτυπά το ανεμοδαρμένο χιόνι
κι ούτε έχω αλλάξει
αλλ’ ένας άντρας ήρθε σε μένα
«Τι θέλεις;» ρώτησα:
«Να ’μαι μαζί σου», απάντησε, «στην κόλαση»
Γέλασα: «ω, εσύ
μας πας και τους δυο για την καταστροφή»
Αλλά σηκώνοντας το διψασμένο χέρι του
άγγιξε ελαφριά τα λουλούδια:
«Πες μου πώς σε φιλούν οι άντρες
Πες μου πώς συ φιλάς τους άντρες»
Και τα θαμπά του μάτια
αγκιστρώθηκαν στο δαχτυλίδι μου
Ούτε ένας μυς δεν έπαιξε
στο στραφτερό διαβολικό του πρόσωπο
Ω, ξέρω: η απόλαυσή του
είναι η ανήσυχη και παθιασμένη γνώση
ότι δεν χρειάζεται τίποτα
ότι δεν μπορώ να του αρνηθώ τίποτα

1914

*

Άκουσα μια φωνή. Καλούσε η παρηγόρια:
«Έλα προς τα εδώ, τώρα
Εγκατάλειψε την έρημη αμαρτωλή χώρα
Εγκατάλειψε τη Ρωσία, φύγε για πάντα
κι από τα χέρια σου θα ξεπλύνω το αίμα
θα σύρω τη μαύρη ντροπή απ’ την καρδιά σου
και μ’ ένα νέο όνομα θα συγκαλύψω
τις πληγές της δυστυχίας και της απώλειας»

Αλλά εγώ, ανεπηρέαστη κι ήρεμη,
κάλυψα τ’ αυτιά με τα χέρια μου
να εμποδίσω τον ανάξιο λόγο να λερώσει
τη λυπημένη μου ψυχή

1917

*

Άφησε τ’ όργανο, φώναξαν πολλοί
να τραγουδά θαρραλέα
να βρυχηθεί όπως η πρώτη καταιγίδα της άνοιξης!

Τα μισόκλειστα μάτια μου
πάνω απ’ τον ώμο της νέας γυναίκας σου
θα συναντήσουν τα μάτια σου
ακριβώς μια φορά κι ύστερα τέλος

Αντίο, να ’σαι ευτυχισμένος, σ’ απαλλάσσω
απ’ τους όρκους σου - αλλά πρόσεχε
πολυαγαπημένη καρδιά
μην και τις πιο ιερές μου λέξεις
το πυρετώδες παραλήρημα αναπνεύσεις
στο ερωτευμένο αυτί της συμβίας σου

Μάθε αυτό: θα δηλητηριάσουν και θα διαβρώσουν
τη διακαή κι ευλογημένη ένωσή σας
Πηγαίνω παραπέρα να ζητήσω –
ν’ απαιτήσω απ’ τον αγαπημένο μαγικό κήπο
όπου το γρασίδι αναστενάζει μαλακά κι οι μούσες μιλάνε

1921

Η Γυναίκα του Λοτ

και επέβλεψεν η γυνή αυτού εις τα οπίσω
και εγένετο στήλη αλός
Γένεση 19.26
Ο δίκαιος υπάκουσε τον αγγελιοφόρο του Θεού
τεράστιος και φωτεινός, απέναντι στο μαύρο λόφο
αλλά η απελπισία φώναξε στη γυναίκα του:
«Δεν είναι ακόμη αργά, κοίταξε πίσω
τους κόκκινους πύργους των Σοδόμων σου
την πλατεία που τραγούδησες
την αυλή που στροβιλίστηκες,
τα κενά παράθυρα του ψηλού σπιτιού
που ’καμες παιδιά στον αγαπημένο σου»

Μια μόνη ματιά: βέλος του πόνου ξαφνικά
ράβει τα μάτια της προτού να βγάλει άχνα
Το σώμα της ξεφλούδισε σε διαφανές αλάτι
και τα γρήγορα πόδια της στο χώμα ρίζωσαν

Ποιος θα θρηνήσει τη μοίρα της γυναίκας;
Δεν είναι και το έσχατο κείνων που χάθηκαν
Όμως η έρημη καρδιά μου ποτέ δεν θα ξεχάσει
πλήρωσε με τη ζωή της μια μόνη ματιά

1924

*

Αλλ’ άκουσε, σε προειδοποιώ
δεν ζω τον τελευταίο καιρό
ούτε σαν χελιδόνι, ούτε σαν σφένδαμος,
ούτε σαν καλάμι, ούτε σαν άστρο
ούτε σαν νερό πηγής
ούτε σαν πένθιμος ήχος καμπάνας...
Θα επιστρέψω στους θλιμμένους άντρες
δεν θα εξοργίσω πάλι τα όνειρά τους
με τους ακόρεστους πόθους μου

1940

Αυτό το ρώσικο χώμα

Σε όλο τον κόσμο κανένας άνθρωπος δεν είναι τόσο αδάκρυτος,
τόσο περήφανος, τόσο απλός όπως εμείς
1922

Σε μενταγιόν για γοητεία μην το φοράτε
Με στίχους για τις θλίψεις του μην κλαίτε
Με τις πανευτυχείς κοιλάδες της Εδέμ μην το συγκρίνετε
ατάραχο αφήνει τον πικρό μας ύπνο
Στην κυκλοφορία μέσα είναι μια σκέψη που ποτέ
ούτε ακόμη και στις καρδιές μας από μακριά δε ριζώνει
Μπροστά στα μάτια μας η εικόνα του δεν αιωρείται
αν και γίναμε ζητιάνοι, άρρωστοι, απελπισμένοι, μουγκοί
Είναι η λάσπη στα παπούτσια μας, είναι τα ερείπια
είναι η άμμος στα δόντια μας, είναι το λασπονέρι,
είναι η καθαρή, αμόλυντη σκόνη που θρυμματίζουμε,
που σφυροκοπάμε, που αναμιγνύουμε, που συντρίβουμε.
Αλλά είναι δικό μας, δικό μας, και θ’ ανοίξει μια μέρα
να μας αγκαλιάσει, να μας πάρει και να μας κάνει πηλό

1961

Αναχωρήσεις

Αν κι αυτή η γη δεν είναι δική μου,
θα θυμηθώ την εσωτερική της θάλασσα
τα παγωμένα της νερά
την άμμο, τόσο άσπρη
σαν τα παλιά κόκαλα, τα πεύκα
περίεργα κόκκινα εκεί που ο ήλιος κατεβαίνει

Δεν μπορώ να πω αν είναι η αγάπη μας
ή η μέρα που τελειώνει

1964