Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Τα πάντα είναι στυλ : Palermo Shooting

της Ανίσσας Χασίμ

"Ο ορίζοντας είναι ο σκοπός, είναι ο τόπος που θέλεις να πας και επειδή κινείται, πρέπει να κινείσαι κι εσύ"
Βιμ Βέντερς
Ταξίδι και μουσική. Ταξίδι, μουσική και μια φωτογραφική μηχανή. Ταξίδι, μουσική, μια φωτογραφική μηχανή και έρωτας. Έρωτας και μικρές πινελιές χιούμορ. Αναζήτηση με πορεία από έξω προς τα μέσα και το αντίστροφο. Σκηνοθέτης και εραστής των ανοιχτών δρόμων, ο Γερμανός Βιμ Βέντερς - γεννημένος το 1947 στο Ντίσελντορφ - παρατάει τις σπουδές στην ιατρική και φτιάχνει για πρώτη φορά την βαλίτσα του με προορισμό την πόλη του φωτός και πιο συγκεκριμένα την Ακαδημία Τεχνών στην οποία τελικά δεν καταφέρνει να περάσει. Αφήνει στην άκρη το όνειρο της ζωγραφικής αλλά όχι και το Παρίσι. Οι επόμενοι δώδεκα μήνες της ζωής του μοιράζονται ανάμεσα στην πρωινή δουλειά του λιθογράφου, και στην νέα του αγάπη που δεν είναι άλλη από την Γαλλική Ταινιοθήκη, της οποίας εξελίσσεται σε μόνιμο θαμώνα. Το 1967 επιστρέφει στην Γερμανία και γίνεται ένας από τους πρώτους φοιτητές της ιστορικής Κινηματογραφικής Σχολής του Μονάχου, που μόλις είχε ανοίξει τις πόρτες της. Το ’68 συμμετέχει σε μια πορεία διαμαρτυρίας κατά την διάρκεια της οποίας συλλαμβάνεται και τελικά φυλακίζεται. Η καλλιτεχνική του πορεία εγκαινιάζεται με ένα ασπρόμαυρο φιλμ αφιερωμένο στους Kinks, η ταινία πλημμυρίζει από μελωδίες και τραγούδια και η μουσική κατακτά τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Στην Ελλάδα θα τον γνωρίσουμε το 1971 μέσα από το «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι». Την ίδια χρονιά ιδρύει μαζί με άλλους 14 γερμανούς κινηματογραφιστές - ανάμεσα στα ονόματα των οποίων βρίσκεται και του Φασμπίντερ - την «Filmverlag der Autoren», μια κοινοπραξία που σηματοδότησε την αρχή του Νέου Γερμανικού Σινεμά. Δύο χρόνια αργότερα αναλαμβάνει να βάλει την υπογραφή του στο «Πορφυρό γράμμα», μια σειρά εποχής  που προορίζονταν για την κρατική γερμανική τηλεόραση. Λίγο αργότερα ο ίδιος θα ομολογήσει ότι κατά την διάρκεια των γυρισμάτων αισθανόταν εγκλωβισμένος, παρ’ όλα αυτά ολοκλήρωσε τις διαδικασίες προκειμένου να εισπράξει την αμοιβή του η οποία κατατέθηκε στο ταμείο της «Filmverlag der Autoren».
Η φιλμογραφία του Βέντερς απαριθμεί πολλά μικρά αριστουργήματα ανάμεσα τους το «Η Αλίκη στις πόλεις», «Ο Αμερικάνος φίλος», «Αστραπή πάνω από το νερό», «Η κατάσταση των πραγμάτων» και το φιλμ που έμελλε να τον απογειώσει, και δεν είναι άλλο από το «Παρίσι, Τέξας». Πολλοί είναι εκείνοι που τον κατηγόρησαν ότι με τις πιο πρόσφατες ταινίες του πρόδωσε το κοινό του, και αλλοίωσε το ιδιαίτερο στυλ που είχε καταφέρει να δημιουργήσει.
Η απάντηση στους επικριτές του ήρθε το 2009 μέσα από το «Palermo Shooting». Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Φιν ένας πετυχημένος φωτογράφος, ο οποίος σου δημιουργεί την αίσθηση ότι ζει με το πόδι μονίμως κολλημένο στο γκάζι. Φωτογραφίζει συνεχώς προσπαθώντας να παγώσει μικρές ανάσες ζωής, παρακαταθήκη για κάπου αλλού. Ένα ταξίδι στο Παλέρμο  θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον αιώνιο διώκτη του. Γυρίζει την πόλη συλλέγοντας εικόνες, συνθέτοντας ένα πάζλ που σε κάθε κλικ τον κατευθύνει προς την αποκάλυψη του ίδιου του εαυτού του. Σε αυτό τον αγώνα δρόμου βρίσκεται συνεχώς πίσω του ένας μυστηριώδης άντρας, του οποίου η ταυτότητα παραμένει κρυμμένη πίσω από μικρά καθημερινά αινίγματα, που στοιχειώνουν την ζωή του Φιν. Κάποια στιγμή όμως οι ρόλοι αντιστρέφονται με αποτέλεσμα το κυνηγημένο θήραμα να μετατραπεί σε κυνηγό. Μπλεγμένος σε ένα δαιδαλώδες, απόκοσμο, καφκικό σκηνικό το αναπόφευκτο τέλος του οποίου τον φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τον ίδιο τον θάνατο. Έναν θάνατο όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί ποτέ, έντιμο, φιλικό, γερασμένο, ντυμένο στα λευκά, πρόθυμο να δώσει και να πάρει απαντήσεις. «Ο φόβος της ζωής είναι ο φόβος του θανάτου» λέει στον Φιν και εκείνος αντιλαμβάνεται ότι αυτός ήταν ο πραγματικός εχθρός που τον κατάτρεχε. Χρόνος ανεκμετάλλευτος, στιγμές που πέρασαν χωρίς να τις ζήσουμε, αλλά και μια δεύτερη ευκαιρία που είναι πάντα κάπου κρυμμένη αρκεί να τολμήσουμε να την ψάξουμε. Το Palermo Shooting είναι μια «μεγάλη» ταινία, από εκείνες που αξίζει να δει και να ξαναδεί κανείς. Δυστυχώς το ελληνικό κοινό δεν είχε την ευκαιρία να την απολαύσει στις κινηματογραφικές αίθουσες, μιας και οι ειδήμονες την κατέταξαν στην κατηγορία των αντιεμπορικών ταινιών.