Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

#1 Γιάννης Μακριδάκης : "Η λογοτεχνία μιλιέται και ζει δίπλα μας"

της Μαρίας Ιωαννίδου

"Όταν  η Αθήνα κάνει διακοπές οι νησιώτες εργαζόμαστε σκληρά", έγραφε  σε κάποια στιγμή της επικοινωνίας μας ο Γιάννης Μακριδάκης  από τη Χίο,  εν μέσω καλοκαιριού. Με όλους τους κινδύνους που ενέχει η απομόνωση μιας κουβέντας από το πλαίσιό της, αντιγράφω αυτή τη φράση, εδώ, πριν από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο συγγραφέας μαζί με τον πολύτιμο χρόνο του. Και είναι σκληρή εργασία η ερευνητική δουλειά που έχει εμφανώς προηγηθεί της λογοτεχνικής σύνθεσης. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς αυτό το κοπανέλι, το εργόχειρο με τις πολλές κλωστές, με την ιστορία,  τους ανθρώπους –τους χαρακτήρες- που την γράφουν; Αναφέρομαι στο τελευταίο μυθιστόρημά του «Ήλιος με Δόντια» που στάθηκε η αφορμή, αναφέρομαι στην ακάματη κοινωνική του δράση και αναφέρομαι στην ανταπόκρισή του, παρόλο το καλοκαιρινό τρέξιμο, να κουβεντιάσει  λίγο ακόμα μαζί με τους αναγνώστες του. Όχι για να κερδίσει κι άλλους –έτσι μου φάνηκε- αλλά για να ανταποδώσει. Ανταποδίδει τιμή σ΄εκείνους που τον διάβασαν και σ΄ εκείνους που τον διαβάζουν και σ΄ εκείνους που «γράφουν» τα λόγια του. Αναρωτιέμαι πόσοι συγγραφείς θα προσπαθήσουν να μιμηθούν με ευκολίες και τεχνάσματα το στυλ του Γιάννη Μακριδάκη. Αναρωτιέμαι καθώς διαβάζω και την κουβέντα μας στην οθόνη. Και απαντώ πως μάλλον, και ευτυχώς, κανείς δεν θα τα καταφέρει. Γιατί βλέπω και ακούω, κι ας μην ακούω δια ζώσης ότι έχει διέλθει με επιτυχία και τον άκρατο θυμό και την μελό συμπόνια προς τον άνθρωπο δίπλα του. Γι΄αυτό απογειώθηκε έτσι αβίαστα. Και ποιος και πώς να αντιγράψει εκείνο που μεταμορφώνει την εμπάθεια σε empathy;
Πώς έφτασες στον «΄Ηλιο», ποια η λογοτεχνική διαδρομή σου; Και ποια η παράλληλη, φαντάζομαι, ερευνητική;
Όλα ξεκίνησαν από την ενασχόλησή μου με την πρόσφατη ιστορία της Χίου μέσα από γραπτές πηγές αλλά και από τις αφηγήσεις ηλικιωμένων. Το βιβλίο Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι όλοι, στο οποίο έχω μαζέψει προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που έφυγαν πρόσφυγες στη Μέση Ανατολή το 1941-45 (Πελινναίο 2006 και Εστία 2010) αλλά και ο ογκώδης τόμος με τίτλο 10.516 μέρες, ιστορία της νεοελληνικής Χίου, για την συγγραφή του οποίου απαιτήθηκαν οκτώ χρόνια δουλειάς και μελέτη 11.250 φύλλων καθημερινών εφημερίδων της εποχής 1912-1940, φυσικά και το περιοδικό Πελινναίο που μετράει το 14ο έτος της έκδοσής του, ήταν τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνητικών μου εργασιών και τα εφόδια για την ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία. Έτσι, ακολούθησε ο Ανάμισης ντενεκές που ασχολήθηκε με τον θρύλο του Πέτικα, τον οποίον είχα εντοπίσει στις εφημερίδες της εποχής και ασχολήθηκα ερευνητικά μαζί του συλλέγοντας διαμεσολαβημένες μαρτυρίες, η δεξιά τσέπη του ράσου, που ήταν ένα σύγχρονο πολιτικό και συνάμα τρυφερό σχόλιο για την πραγματικότητα που ζούμε και φτάσαμε στον Ήλιο με δόντια, κατά τη συγγραφή του οποίου έθεσα σε ενέργεια όλες τις γνώσεις που είχα λάβει από τις προηγούμενές μου έρευνες σχετικά με την εποχή του μεσοπολέμου. Λογοτεχνία για μένα σημαίνει έρευνα και καταγραφή. Διότι η λογοτεχνία μιλιέται και ζει δίπλα μας.Το μυθιστόρημα αυτό κρατάει τον αναγνώστη σε μια ένταση από την πρώτη λέξη ως την τελευταία. Σχεδίασες με κάποιο τρόπο απ΄την αρχή  αυτή τη σειρά από ανατροπές στην πλοκή ή σου προέκυψαν;


Εγώ απλά αποφάσισα να φτιάξω έναν ήρωα ο οποίος θα αναλάμβανε εξολοκλήρου τις ευθύνες για το τραγικό αυτό συμβάν. Στην πορεία όμως τον αγάπησα τον Κωσταντή και τον αθώωσα. Δεν είχα λοιπόν προσχεδιάσει τίποτα. Οι ανατροπές ήρθαν φυσικά και αβίαστα μέσα από τη ροή του λόγου.
Από πού αντλείς στοιχεία για τη γλώσσα, τις εκφράσεις,  τα πλούσια λαογραφικά –όχι τα ιστορικά- στοιχεία; Υπάρχουν κάπου καταγεγραμμένα, ή επιβιώνουν ως σήμερα στον τόπο σου;


Αντλώ από μέσα μου και από τους ανθρώπους που παρατηρώ, ηχογραφώ, συνομιλώ και ακούω. Η ελληνική επαρχία τη βιώνει ακόμα έντονα τη γλώσσα και την τέχνη.
Κατάφερες με πολλή επιτυχία, τολμώ να πω ως αναγνώστρια,  να δέσεις μιαν  ιστορία ανθρώπινη με τον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρο χωρίς ούτε μια στιγμή κανένα από τα δύο στοιχεία να φαίνεται «ξένο», φτιαχτό ή κάλπικο. Πες μας πως κατάφερες αυτή την οικονομία.


Δεν ξέρω να απαντήσω στο πώς τα καταφέρνει κανείς σε κάτι που δεν νιώθει να τον δυσκολεύει. Αυτά μού βγαίνουν εντελώς φυσικά. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι η μαθηματική παιδεία αποτελεί για μένα αναντικατάστατο και πολύτιμο εφόδιο για να γράφω όπως γράφω.

Θα μπορούσες να φανταστείς την ιστορία σου μεταφερμένη στο σινεμά, ή στη τηλεόραση. Είχες ανάλογες προτάσεις;

Νομίζω ότι και τα τρία βιβλία μου μπορούν να μεταφερθούν στην οθόνη. Προς το παρόν έχει ενδιαφερθεί κάποιος σκηνοθέτης για την Δεξιά τσέπη του ράσου. Ελπίζω ότι κατά το τέλος του 2011 θα τη δούμε στο πανί του κινηματογράφου.
Πες μας κάποια πράγματα για την σύγχρονη Χιώτικη κοινωνία. Ποια θάτανε άραγε η μοίρα του ήρωά σου σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, βέβαια;


Η σύγχρονη κοινωνία του νησιού είναι, όπως ήταν και παλιά, πολύ ανεκτική στη διαφορετικότητα από τη μια επειδή οι κάτοικοί της ήταν πάντα πολυταξιδεμένοι κι από την άλλη επειδή υπάρχει η νοοτροπία του «κοιτάζω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι». Υπάρχουν βέβαια και οι άνθρωποι που είναι φοβικοί στο «άλλο» αλλά αυτοί αποτελούν αμελητέο ποσοστό. Στη Χίο ποτέ δεν ευδοκίμησε ο φανατισμός και οι ακραίες απόψεις παρά μόνο στα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας και με εντελώς σπασμωδικές εκδηλώσεις.
Μέσα στην αφήγηση βρίσκονται άλλα στοιχεία και αναλογίες, η προσφυγιά, η οικονομική κρίση, οι συνθήκες πανικού και αγελαίας συμπεριφοράς που ξαναβρίσκονται στο σήμερα, αν όχι αυτούσιες, ελαφρά παραλλαγμένες. Αποδίδεις σε κάτι απ΄ αυτά τα στοιχεία την επιτυχία του βιβλίου, την απήχηση;


Βασικά οι ανθρώπινες μικροϊστορίες που τρέχουν παράλληλα με την επίσημη ιστορία καθώς και οι κοινωνικές συνθήκες, θέματα δηλαδή που είναι διαχρονικά μιας και ο άνθρωπος παραμένει τραγικά ίδιος χιλιάδες χρόνια τώρα, αλλά και ο ανθρωπισμός που διατρέχει τα κείμενα αφού όλους μου τους ήρωες τους έχω αγαπήσει και θαυμάσει, αυτά νομίζω είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της όποιας επιτυχίας έχουν τα βιβλία μου.
Απ΄την άλλη περιγράφονται συναισθηματικές καταστάσεις που είναι λίγο-πολύ άγνωστες στο ευρύ κοινό, φαντάζομαι.  Οι αναγνώστες μάλιστα, οι γεννημένοι και  αναθρεμμένοι αποκλειστικά σε ένα αστικό περιβάλλον πιστεύουμε ότι διατηρούμε αποκλειστικά κάποια «προνόμια», ακόμα κι αυτό της υπεράσπισης του περιθώριου. Πώς θα το σχολίαζες αυτό το γεγονός;


Το αστικό περιβάλλον λειτουργεί για πολλούς ως θερμοκήπιο αποστειρωμένων θεωριών. Η ζωή είναι αλλού. Στη φύση, στον ανθρώπινο μόχθο. Η επαρχία είναι μεγεθυντικός φακός, είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα στην πράξη όσα κυοφορούνται σε θεωρητικό επίπεδο στις πόλεις.
Μέρος της δουλειάς σου έχει μεταφραστεί στην Τουρκική γλώσσα.  Ποιόν αντίκτυπο είχες από την εκεί έκδοση;


Η ευγένεια και η φιλοτιμία των Τούρκων μού ήταν γνωστή και από άλλες αφορμές αλλά τώρα, με την τουρκική έκδοση του Ανάμιση ντενεκέ, τα ένιωσα για μια ακόμη φορά και τα επιβεβαίωσα. Οι άνθρωποι σέβονται την τέχνη και αγαπούν τους Έλληνες.
 
Πιστεύεις ότι η θεματολογία σου θα μπορούσε να είναι «εξαγώγιμη» στην Ευρώπη; Αναρωτιέμαι πώς θα αντιμετώπιζε ο Βρετανός, ή ο αγγλόφωνος αναγνώστης εκείνο το «Εγγλέζοι» που ακολουθείται απαρέγκλιτα  από το «φτου»…

Δεν γράφω με αυτόν το σκοπό αλλά αν είναι κάτι να ρθει, πολύ ευχαρίστως. Αν δεν έρθει, πάλι πολύ καλά είμαστε!
Πως θα ήταν η ζωή αν οι άνθρωποι που η κοινωνία θεωρεί «υγιείς» παίρνανε τόσο προσωπικά τις κοινωνικές ευθύνες όσο «οι μικροί και οι τρελοί»;


Αυτή είναι μια υπόθεση εργασίας πολύ ελκυστική για μυθιστόρημα αλλά ο Σαραμάγκου πέθανε!
 
Από τη μια αγκαλιάζεις τα ντόπια στοιχεία του τόπου σου με τρυφερότητα σχεδόν παιδική,  από την άλλη φωτίζεις τις προκαταλήψεις. Πως δέχτηκε η τοπική κοινωνία τη δουλειά σου;

Η τοπική κοινωνία έχει δεχτεί με πολύ αγάπη όλα τα βιβλία μου, και είμαι απόλυτα ευχαριστημένος με την αποδοχή των εργασιών μας ως ομάδα του Πελινναίου. Αυτό αποτελεί και τρανταχτή απόδειξη για τα πιστεύω μου σχετικά με το ότι η Χίος αντέχει ακόμα, δεν έχει αλωθεί από τη νεοελληνική λαίλαπα που σαρώνει τα πάντα.
Θα μπορούσες να ξεκόψεις ποτέ οριστικά από την κοινωνική σου δραστηριότητα προκειμένου να αφιερωθείς στη γραφή;


Συγγραφή χωρίς κοινωνική δράση δεν υπάρχει για μένα. Οι αυθεντίες καλλιτέχνες που ζούνε σε αποστειρωμένο περιβάλλον και γράφουν δεν με αφορούν διότι δεν έχουν να μου πουν τίποτα. Όσο έχω λοιπόν κοινωνική δράση, θα γράφω. Όταν κουραστώ, θα σταματήσω και το γράψιμο.