Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Brion Gysin, ο μάγος στην άγρια δύση του πνεύματος Μέρος Α'

του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

«Μου αρέσει να επινοώ πράγματα για να διασκεδάζω.
Η ζωή, εξάλλου, δεν είναι καριέρα, είναι ένα παιχνίδι.»
Brion Gysin

Όταν, στο Παρίσι του μεσοπολέμου, ο Μπρετόν, ο Ελυάρ, ο Μαξ Ερνστ και οι άλλοι υπερρεαλιστές ποιητές και ζωγράφοι τάραζαν τον ύπνο των αστών και άλλαζαν αιφνιδίως και τελεσίδικα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την τέχνη και την πραγματικότητα, ο Μπράιον Γκάιζιν βρισκόταν ανάμεσά τους. Όταν, κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και λίγο αργότερα, η καλλιτεχνική πρωτοπορία της Ευρώπης μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη και άνοιξε τον δρόμο της ανανέωσης για τους σημαντικότερους αμερικανούς δημιουργούς, ο Μπράιον Γκάιζιν ήταν επίσης εκεί. Όταν στην Ταγγέρη, κατά τη δεκαετία του ’50, ο Μπάροουζ συνέθετε το Γυμνό γεύμα του, ο Πωλ Μπόουλς έγραφε τα εξαίσια μυθιστορήματα και διηγήματά του, ενώ την περιοχή επισκέπτονταν ο Τένεσι Γουίλιαμς, ο Γκορ Βιντάλ, ο Τρούμαν Καπότε και οι Rolling Stones, ο Μπράιον Γκάιζιν βρισκόταν κι αυτός εκεί. Και στο Παρίσι ξανά, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και στις αρχές τις επόμενης, ο Μπράιον Γκάιζιν έζησε στο θρυλικό Beat Hotel και συνεργάστηκε με τον Μπάροουζ, τον Γκίνσμπεργκ και τον Κόρσο στην ίδια πάντα εξαίσια προοπτική: της επίθεσης ενάντια στον εφησυχασμό, στη στασιμότητα και στη χειραγώγηση.

Στα εβδομήντα χρόνια ενός καθ’ όλα συναρπαστικού και περιπετειώδους βίου, ο Γκάιζιν άσκησε τη δημιουργική του ευφυΐα με όποιον τρόπο στάθηκε δυνατό: υπήρξε πολυσχιδής συγγραφέας γράφοντας διηγήματα, μυθιστορήματα, ιστορικές μελέτες και αφηγήσεις, ποιήματα και στίχους για τραγούδια, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ενώ δοκιμάστηκε επίσης στη συγγραφή σεναρίου για τον κινηματογράφο καθώς και ενός μιούζικαλ. Κύρια, ωστόσο, ιδιότητα του ήταν αυτή του πολύπλευρου και πρωτοποριακού εικαστικού καλλιτέχνη: υπήρξε εξαιρετικός ζωγράφος, φωτογράφος και καλλιγράφος, συνδυάζοντας συχνά τις ιδιότητες αυτές στο ίδιο έργο, και επίσης εικονογράφησε και σχεδίασε τα εξώφυλλα πολλών βιβλίων. Ακόμα, μεταφέροντας και προσαρμόζοντας στη συγγραφική εργασία μέσα και τεχνικές των εικαστικών τεχνών, εισηγήθηκε και επεξεργάστηκε τη μέθοδο cut-up, με την οποία συνέθεσε ο ίδιος πολλές σελίδες ποίησης και πεζού λόγου. Επινόησε, επιπλέον, και κατασκεύασε την Ονειρομηχανή, το μοναδικό έργο τέχνης που το βλέπεις με κλειστά μάτια, σύμφωνα με τον δικό του χαρακτηρισμό και, στη σταθερή του επιδίωξη να συνενώσει τις τέχνες, προχώρησε σε ακόμη ένα πρωτοποριακό εγχείρημα: έδωσε ο ίδιος ως περφόρμερ πολυάριθμες παραστάσεις στις οποίες συνδύαζε τη λογοτεχνία με τη μουσική και τις προσωπικές του ηχογραφήσεις με την προβολή εικόνων. Ανακάλυψε, πρώτος αυτός (δεύτερος ήταν ο άτυχος Brian Jones των Rolling Stones), και μαγεύτηκε από τους Master Musicians of Jajouka και, προκειμένου να μπορεί να τους ακούει καθημερινά, άνοιξε και διηύθυνε δικό του μπαρ και εστιατόριο στην Ταγγέρη. Εργάστηκε, επίσης, για το θέατρο, ως βοηθός ενδυματολόγου σε πολλές παραστάσεις του Μπροντγουέι, και αργότερα, στην Ταγγέρη αυτή τη φορά, ως σκηνογράφος και μακιγιέρ!   

* * *

Ο Μπράιον Γκάιζιν γεννήθηκε στην Αγγλία, αλλά πέρασε, τα δεκαέξι πρώτα χρόνια της ζωής του, στο Έντμοντον του Καναδά. Έζησε για περισσότερα από είκοσι χρόνια στην Ταγγέρη και, σχεδόν άλλα τόσα, στο Παρίσι. Στο ενδιάμεσο εγκαταστάθηκε για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αγγλία και στην Ελλάδα και ταξίδεψε σε δεκάδες ακόμη πόλεις της υφηλίου. Ολόκληρη η ζωή του υπήρξε, θα έλεγε κανείς, μια απεγνωσμένη και ανεπιτυχής αναζήτηση του κατάλληλου γι’ αυτόν τόπου. Κι όσο δεν κατάφερνε να τον βρει, τόσο συνέχιζε να ταξιδεύει, να δοκιμάζει νέους τόπους και διαφορετικές γλώσσες – μια ζωή ολόκληρη. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως θυμάται με ακρίβεια ότι τη στιγμή της γέννησής του ούρλιαζε με απελπισία: «Λάθος διεύθυνση! Λάθος διεύθυνση! Έγινε λάθος στο ταχυδρομείο. Στείλτε με πίσω. Απ’ όπου κι αν με φέρατε, επιστρέψτε με. Λάθος χρόνος, λάθος τόπος, λάθος χρώμα». Ήταν 16 Ιανουαρίου του 1916.

Λίγους μήνες αργότερα ο πατέρας του σκοτώθηκε σε μία απ’ τις φρικτότερες μάχες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έχοντας προλάβει να δει τον γιο του για μία μόνο εβδομάδα. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Μπράιον, χρόνια αργότερα, προσπερνάει το τραγικό γεγονός με ένα ελάχιστο και φαινομενικά ψυχρό σχόλιο: «Θα ήταν πολύ καλύτερα αν είχαν βρει το πτώμα του». Η σπαρακτική, ωστόσο, φράση που έγραψε κάποτε ο Ηλίας Πετρόπουλος για τον δικό του πατέρα δεν μπορεί παρά να είναι κοντά στα συναισθήματα που θα είχε και ο Μπράιον Γκάιζιν καθώς θα μεγάλωνε: «Κάποτε έψαχνα να βρω τον σκοτωμένο πατέρα μου ανάμεσα σε χιλιάδες νεκρούς, που ήσανε άγνωστοι και αγνώριστοι, σάπιοι, φοβεροί, ξεθαμμένοι ή άταφοι. Δεν τον βρήκα ποτέ κι έτσι απόμεινα ορφανός».

Ορφανός από πατέρα πέρασε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του στον Καναδά, τον οποίο ο ίδιος θεωρούσε τόπο εξορίας, με τη μητέρα του, για την οποία ακόμη και μετά τον θάνατό της απέφευγε να μιλάει και, όποτε το έκανε, ήταν μάλλον σκληρός μαζί της – και, κατά τα φαινόμενα, άδικος. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που, μόλις του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να απομακρυνθεί από πατρίδα και μητέρα, το έκανε χωρίς κανένα δισταγμό: η μητέρα του κανόνισε να τον γράψει για ένα χρόνο σε αγγλικό καθολικό κολλέγιο, προκειμένου να περιορίσει με αυτόν τον τρόπο τις επικίνδυνες λογοτεχνικές διαθέσεις του γιου της, ο Μπράιον πάλι φρόντισε, από τη δική του πλευρά, να μην επιστρέψει ποτέ ξανά στον Καναδά. Δύο χρόνια φοίτησε σε αυτό το κολλέγιο, ως το καλοκαίρι του 1934 δηλαδή, τα οποία τα πέρασε, σε μεγάλο βαθμό, ασχολούμενος με τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Φεύγοντας από την Αγγλία, στα δεκαοχτώ του χρόνια, ήξερε πια ακριβώς τι θέλει να κάνει στη ζωή του: «Θέλω να ζήσω περιπέτειες και να δω οράματα», έλεγε. Και, πολύ σοφά σκεπτόμενος, επέλεξε να εγκατασταθεί στο κέντρο του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου, στο πολύβουο Παρίσι, και από εκεί να ξεκινήσει τη συναρπαστική περιπέτεια της ζωής του.

Στο Παρίσι, όπως κάθε ανήσυχο πνεύμα της εποχής, δεν άργησε και ο Μπράιον Γκάιζιν να συναντηθεί με τους υπερρεαλιστές, γεγονός που θα επηρεάσει αποφασιστικά τη ζωγραφική του καθώς, εκείνο το διάστημα, θα δημιουργήσει πλήθος ονειρικών τοπίων και μορφών, που θυμίζουν, σε κάποιο βαθμό, τα άγονα τοπία και τους άμορφους οργανισμούς του Υβ Τανγκύ. Εκείνος που θα αναλάβει να συστήσει τον νεαρό Γκάιζιν στον Μπρετόν, στον Ερνστ και στους υπόλοιπους συμμετέχοντες στο υπερρεαλιστικό επαναστατικό εγχείρημα δεν είναι άλλος από τον Νικόλα Κάλας, τον έλληνα πρωτοποριακό ποιητή και πολυσχιδή κριτικό, ο οποίος ζούσε τότε μεταξύ Αθηνών και Παρισίων, συμμετέχοντας, από τη μία, ισότιμα στις ζυμώσεις του ζωντανού υπερρεαλιστικού κινήματος και επιχειρώντας, από την άλλη, να μεταφυτέψει τα μηνύματα του Μπρετόν, του Φρόιντ και του Τρότσκι στην καθυστερημένη ελληνική επικράτεια. Πολύ σύντομα, μάλιστα, αποφασίστηκε και η συμμετοχή του Γκάιζιν στη μεγάλη ομαδική έκθεση υπερρεαλιστών καλλιτεχνών, με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, του Πικάσο, του Νταλί, του Μαγκρίτ και του Ερνστ, που επρόκειτο να ανοίξει τον Δεκέμβριο του 1935, όταν δηλαδή ο Γκάιζιν δεν θα ήταν ούτε είκοσι χρονών ακόμη.

Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν καθόλου καλά για τον νεαρό και φιλόδοξο καλλιτέχνη. Μόλις την παραμονή των εγκαινίων είδε να αποσύρονται όλοι οι πίνακές του από τους χώρους της έκθεσης και ο ίδιος να διαγράφεται σιωπηρώς από το κίνημα, κατόπιν εντολής του Μπρετόν και χωρίς να του δοθεί καμία περαιτέρω εξήγηση. Πενήντα ακριβώς χρόνια αργότερα, στις 13 Δεκεμβρίου του 1985, ο Γκάιζιν θυμόταν ακόμη το τραυματικό γεγονός της απόρριψής του από τους υπερρεαλιστές και σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Οι πίνακές μου ξεκρεμάστηκαν από τον Ελυάρ κατόπιν εντολής του Μπρετόν. Ήμουν 19 χρονών, σεξουαλικά ασταθής και αδέκαρος. Κανένα σχόλιο.» Η σεξουαλική του αυτή αστάθεια, όπως την αποκαλεί ο ίδιος, αποτελεί και την πιθανότερη, αν όχι τη μοναδική, εξήγηση της αποπομπής του από το κίνημα• γιατί είναι γνωστή και συχνά διακηρυγμένη, όσο και αναπάντεχη για ένα τόσο ελεύθερο πνεύμα όπως ο Αντρέ Μπρετόν, η άρνηση του να αποδεχθεί υπό οποιουσδήποτε όρους την ανδρική ομοφυλοφιλία.

Για τον Γκάιζιν, όμως, είναι αυτή ακριβώς η μορφή του έρωτα που αποτέλεσε την πρώτη και αποκλειστική για ολόκληρη τη ζωή του σεξουαλική επιλογή. Καθόσον ερχόμενος στο Παρίσι δεν εισήλθε μόνο στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους της πόλης, αλλά είχε και την πρώτη του ερωτική επαφή (με άντρα), την οποία επρόκειτο να ακολουθήσουν δεκάδες άλλες. Όταν, μάλιστα, βρέθηκε κάποτε δίχως καθόλου χρήματα, γεγονός καθόλου ασυνήθιστο για κείνον ήδη από τότε και για όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν δίστασε να εκπορνευτεί, προκειμένου να αγοράσει ένα πανάκριβο βιβλίο του Χένρι Μίλερ που διακαώς επιθυμούσε να αποκτήσει. Ήταν, σύμφωνα με τη δική του διατύπωση, πολύ συνεσταλμένος για να κλέβει βιβλία! Εξάλλου και η σχέση του με τον Νικόλα Κάλας, ο οποίος, όπως είδαμε, τον συνέστησε στον κύκλο των υπερρεαλιστών, ήταν από την πρώτη στιγμή ερωτική, με τον έλληνα ποιητή να έχει αναπτύξει μια εντονότατη προσκόλληση προς τον νεαρό καλλιτέχνη. «Ψυχικά αισθάνομαι πως μοιάζω σ’ αυτόν τον ήρωα της Virginia Woolf, τον Orlando, στον οποίο άλλοτε το θηλυκό και άλλοτε το αρσενικό στοιχείο υπερέχει. Οι ιδέες μου για τον έρωτα, ή μάλλον η στάση μου απέναντί του άλλαξε τρομερά», θα γράψει ο Κάλας σε επιστολή του τρία χρόνια αργότερα, όταν πια, όχι πάντως με δική του πρωτοβουλία, θα έχει απομακρυνθεί από τον Γκάιζιν και θα έχει κατασταλάξει ο ίδιος στον ερωτικό του προσανατολισμό.

Τα δυο-τρία χρόνια που μεσολάβησαν, ωστόσο, ο Μπράιον Γκάιζιν έζησε στην Ελλάδα, άλλοτε μαζί και άλλοτε δίχως τον Κάλας, με τον οποίο εγκατέλειψε το Παρίσι αμέσως μετά τη σκληρή αποπομπή του από τον Μπρετόν. Ταξίδεψε πολύ εκείνα τα χρόνια ο Γκάιζιν, ζωγράφισε πολύ, σκέφτηκε πολύ για τον ρόλο του καλλιτέχνη και της τέχνης και, τον Μάιο του 1939, αξιώθηκε, επιτέλους, να στήσει την πρώτη ατομική του έκθεση στο Παρίσι – ο Κάλας θα δημοσιεύσει μια ελάχιστα επιφυλακτική κριτική για τη ζωγραφική του φίλου του. Ο ίδιος ο ζωγράφος θα σημειώσει εκείνη την εποχή στο ημερολόγιό του: «Πιστεύω πως κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να δείξει ειλικρινές ενδιαφέρον ή να καρπωθεί κάτι πέρα από απλή διασκέδαση από οποιονδήποτε δημιουργεί κάτι σε δύο διαστάσεις. Ούτε μπορεί κάποιος, εκτός κι αν είναι ανόητος, να ενδιαφέρεται για την έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης όπως αυτή εκφράζεται με σύμβολα φθαρμένα, τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε άλλο παρά τη δική τους έλλειψη διανοητικής περιπέτειας. Οι εικόνες υπάρχουν για να ζεις μαζί τους. Εγώ υπάρχω για να φτιάχνω εικόνες. Ο ρόλος του μάγου».

Βρισκόμαστε όμως ήδη στις παραμονές του πολέμου και οι συνθήκες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για τις εικόνες του μάγου, τους πειραματισμούς του καλλιτέχνη και τις αναζητήσεις της πρωτοπορίας. Με την κήρυξη του πολέμου θα βρεθεί στη Λισαβόνα και από εκεί, τον Ιούνιο του 1940, στη Νέα Υόρκη με 22 δολάρια στην τσέπη. Παρόμοια πορεία ή ακριβώς την ίδια με αυτή του Γκάιζιν θα ακολουθήσουν τους επόμενους λίγους μήνες και δεκάδες άλλοι ευρωπαίοι συγγραφείς και καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και οι παλιοί γνώριμοι Νικόλας Κάλας, Αντρέ Μπρετόν, Μαξ Ερνστ και Ρομπέρτο Μάτα. Είναι αυτοί ακριβώς, που μαζί με ορισμένους ακόμη εξόριστους ή αμερικανούς πρωτοποριακούς δημιουργούς θα σχηματίσουν, κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια του πολέμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες, την εξαιρετικά δραστήρια και επιδραστική νεοϋορκέζικη υπερρεαλιστική ομάδα και θα εισαγάγουν, κατ’ ουσίαν, τη μοντέρνα τέχνη στην άλλη όχθη του ωκεανού. Ο ίδιος θα δημιουργήσει μια σειρά από υπερρεαλιστικά εναέρια τοπία, εμπνευσμένα από τα αεροπορικά ταξίδια του εκείνης της εποχής μεταξύ Μαϊάμι και Αβάνας.

Ο Γκάιζιν θα συναναστραφεί στενά και θα συνεργαστεί με κάμποσους από αυτούς τους δημιουργούς, μα η αχαλίνωτη περιέργειά του και η πολυσχιδής ιδιοσυγκρασία του δεν θα του επιτρέψουν να περιορίσει τη δραστηριότητά του στη συνεπή συνέχιση και εξέλιξη των ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών κατακτήσεων, όπως λίγο-πολύ έκαναν οι άλλοι υπερρεαλιστές στην Αμερική, από τους οποίους, εξάλλου, ο ίδιος ήταν σε κάποιο βαθμό ακόμη αποστασιοποιημένος. Ο νεαρός Μπράιον Γκάιζιν θα γνωρίσει, εκείνη την εποχή, τον κόσμο του Μπροντγουέι, όπου μάλιστα θα εργαστεί ως βοηθός ενδυματολόγου για εφτά μεγάλες παραστάσεις και θα επιχειρήσει να συνθέσει και ο ίδιος ένα σενάριο για μιούζικαλ (το οποίο κι αν ολοκληρώθηκε δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας)• θα ακούσει τότε για πρώτη φορά το όνομα του Γουίλιαμ Μπάροουζ (συνοδευμένο από τον χαρακτηρισμό επικίνδυνος παράφρων)• θα ζωγραφίσει το εξώφυλλο για το πρώτο βιβλίο των εξόριστων υπερρεαλιστών που θα κυκλοφορήσει στην Αμερική, το “Να μωράνουμε τους Σοφούς” του Νικόλα Κάλας• θα έρθει σε επαφή με την περιθωριακή μαύρη κουλτούρα της Αμερικής, από την οποία θα γοητευθεί και θα επιβεβαιώσει την πεποίθησή του ότι έχει γεννηθεί με λάθος χρώμα δέρματος. Όταν είμαι με Αφρικανούς, ξεχνάω ότι είμαι λευκός. Αυτοί όμως δεν μπορούν να το ξεχάσουν, θα είναι το παράπονό του μιας ζωής. Θα συναντηθεί, ωστόσο, μεταξύ άλλων, και με την Μπίλι Χολιντέι, στο διαμέρισμα της οποίας θα προσκληθεί κάποτε να κάνει χρήση ναρκωτικών.

Τα καθοριστικότερα, ωστόσο, γεγονότα των χρόνων εκείνων που έζησε ο Γκάιζιν στη Νέα Υόρκη και τα οποία είχαν τη μεγαλύτερη και διαρκέστερη επίδραση στη ζωή του ήταν δύο άλλα. Το πρώτο από αυτά ήταν η στενή συναναστροφή του με τον Πωλ και την Τζέιν Μπόουλς. Είχε γνωριστεί, βέβαια, μαζί τους ήδη από το καλοκαίρι του 1938 στο Παρίσι, ήταν στη Νέα Υόρκη όμως που έκανε συχνή παρέα με τους δύο. Η Τζέιν έγραφε τότε, και δημοσίευσε το 1943, το συγκλονιστικό μυθιστόρημά της “Δύο σοβαρές κυρίες”, από το οποίο ο Γκάιζιν εντυπωσιάστηκε και προσπάθησε, στα πρώτα του συγγραφικά βήματα, να διδαχθεί κάποιες λογοτεχνικές τεχνικές• ο Πωλ από τη μεριά του εκείνη την εποχή ήταν περισσότερο μουσικός παρά συγγραφέας (έγραφε κριτική για τζαζ μουσική και, επίσης, μουσικές συνθέσεις για τον Τένεσι Γουίλιαμς, όπως θα έκανε αργότερα και για τον Όρσον Γουέλς και τον Ηλία Καζάν) και μύησε τον νεαρό φίλο του στη μουσική, μου άνοιξε τα αφτιά, καθώς το έθετε ο ίδιος. Ο Πωλ Μπόουλς, όμως, ήταν κυρίως αυτός που, λίγα χρόνια αργότερα, θα προσκαλέσει τον Γκάιζιν στην Ταγγέρη για τις καλοκαιρινές διακοπές και θα του αλλάξει για πάντα τη ζωή – αφού δεν έφυγε από εκεί προτού να περάσουν είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια!

Προχωρήσαμε όμως. Πολύ προτού επισκεφθεί και μαγευτεί από την Ταγγέρη ο Γκάιζιν θα αρχίσει να γράφει και να αγωνίζεται για τη δημοσίευση των γραπτών του, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμη περισσότερο το δημιουργικό του πεδίο – και δυσκολεύοντας, ενδεχομένως, την ειδολογική κατάταξη και την κριτική αποτίμηση της προσφοράς του, γεγονός που δεν πρέπει να είναι άσχετο με την άρνηση ή τη σιωπή που συνήθως ακολουθούσε την παρουσίαση κάθε νέου εγχειρήματός του, συγγραφικού, εικαστικού, μουσικού ή ό,τι άλλο. Τον Οκτώβριο του 1941, πάντως, ο Γκάιζιν θα δει να δημοσιεύεται στο περιοδικό View το πρώτο του διήγημα, με τον τίτλο “Το μυστικό βλέμμα”, στο οποίο με γραφή σαφώς επηρεασμένη από τον υπερρεαλισμό δίνει μια εικόνα της Νέας Υόρκης μέσα από τα αθώα και περίεργα μάτια του παρεπίδημου και γνωστοποιεί την αισιόδοξη διάθεσή του: «Φέτος τον χειμώνα θα είμαι καταστροφικός. Θεέ μου, μυρίζει όπως το Παρίσι! Ο αέρας είναι σήμερα σαν σαμπάνια».

Με αυτήν ακριβώς τη διάθεση, διακοπτόμενη ωστόσο αρκετά συχνά από μεγάλες περιόδους απογοήτευσης, διέσχισε ο Γκάιζιν τη σκληρή δεκαετία του ’40, με βασική του επιδίωξη, κυρίως μετά το τέλος του πολέμου, την άσκησή του στη γραφή και την αναγνώριση από τους “συναδέλφους” του δημιουργούς και από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Έτσι, δημοσίευσε πλήθος βιβλιοπαρουσιάσεων στο περιοδικό Tomorrow, έγραψε και απέστειλε σε αμερικάνικα περιοδικά πλήθος διηγημάτων, τα οποία στο σύνολό τους σχεδόν απορρίφθηκαν από τους εκδότες, και ανέλαβε (και ολοκλήρωσε επιτυχώς) τη σύνταξη μιας βιογραφίας του Josiah Henson, ο οποίος έμεινε γνωστός ως “μπάρμπα-Θωμάς”, ήρωας του διάσημου μυθιστορήματος της Χάριετ Μπήτσερ-Στόου. Ο Γκάιζιν βρέθηκε το 1944 να υπηρετεί στον καναδικό στρατό και είναι τότε που γνώρισε και συναναστράφηκε στενά με τον Τεξ Χένσον, δισέγγονο του μπάρμπα-Θωμά. Έχοντας, έτσι, πρόσβαση σε πρωτογενές υλικό για τη ζωή του διάσημου μαύρου σκλάβου, καταπιάστηκε να γράψει τη βιογραφία του, “Για τον Αφέντη – Μια μακριά καληνύχτα”, στην οποία απερίφραστα καταδικάζει την εικόνα του καλού νέγρου που αντιπροσωπεύει ο μπάρμπα-Θωμάς θεωρώντας τον επικίνδυνο άνθρωπο ο οποίος δεν οδηγεί τη φυλή του παρά στην αιώνια υποταγή. «Θα είναι μια μεγάλη μέρα όταν θα μπορέσουμε να φωνάξουμε όλοι μαζί, “Ο μπάρμπα-Θωμάς είναι νεκρός” », είναι η τελευταία φράση του βιβλίου, το οποίο μαζί με τη συναφή μελέτη του Γκάιζιν «Η ιστορία της δουλείας στον Καναδά» κυκλοφόρησε στην Νέα Υόρκη το 1946.

Καθώς ο Μπράιον Γκάιζιν μιλούσε ήδη από τότε επτά γλώσσες (εκτός από αγγλικά και γαλλικά, καταλάβαινε και μιλούσε ισπανικά, πορτογαλικά, ελληνικά και λίγα αραβικά και τουρκικά), θεωρήθηκε εξαιρετικά πολύτιμος για τις ανάγκες ενός παγκοσμίου πολέμου με μη ορατό ακόμη τέλος και δεν στάλθηκε σε κάποια εμπόλεμη ζώνη, αλλά παρέμεινε στο Βανκούβερ του Καναδά, όπου επί δεκαοχτώ μήνες εκπαιδεύτηκε στην ιαπωνική γλώσσα και καλλιγραφία. Για τη γλώσσα, παρά την ακόρεστη φιλομάθειά του και την έφεσή του στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, δεν έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον, η ιαπωνική καλλιγραφία, ωστόσο, τον ενθουσίασε και επηρέασε, καθώς ομολογεί και ο ίδιος, ολόκληρη τη ζωή του ως ζωγράφου. Μια επίδραση που είναι, έκτοτε, φανερή σε όλο το έργο του, συνδυασμένη λίγο αργότερα και με την αραβική τέχνη της γραφής, μέχρι και το τελευταίο τεραστίων διαστάσεων δημιούργημά του, την “Καλλιγραφία της φωτιάς”.