του Ernesto Carnetti
Πόσες φορές με ξύπνησαν οι λόγχες; Έχω ανοίξει μόλις τα μάτια μου και στέκομαι γυμνός σ’ έναν έρημο δρόμο μες στη βροχή. Η βροχή μου τρυπά τα πλευρά. Έχει στεγνώσει τελείως η γλώσσα μου. Καταπίνω σπαθιά. Αισθάνομαι σαν να έχω μόλις γλιτώσει απ’ ότι πριν από λίγο με κυνηγούσε. Ο θάνατος εξακολουθεί να γλιστρά στην παλάμη μου σαν σκιά. Ανεβοκατεβαίνει το στήθος μου συρρικνωμένο μες στην παλάμη μου ασθματικά. Τα κτίρια αριστερά και δεξιά μοιάζουν βομβαρδισμένα. Κάποιο αόρατο χέρι πριόνι ποτήρι τα έχει κόψει εγκάρσια δίσκος. Ουρανομήκης εκτείνομαι αιχμηρός. Ο ουρανός ανοίγει μια τρύπα το φεγγάρι στον ουρανό. Ο θάνατος κατεβαίνει αργά με χαλκοπράσινα φτερά φτηνή καμπάνια προεκλογικής εκστρατείας διαφημίζεται σ’ όλες τις στέγες των πολυώροφων πολυκατοικιών στις εξωτερικές τσίγκινες σκάλες κινδύνου στα γυμνά κόκκινα τούβλα αγχίαλων εργοστασίων οι ρεκλάμες που κρέμασαν χυμένα άντερα στις φωτεινές λεωφόρους ένας ελαιοχρωματιστής κρέμεται νεκρός στο κενό μια μπανιέρα χάσκει άχρηστη στο δεύτερο όροφο κάποιας ημικατεδαφισμένης οικοδομής ένα τσιγάρο καπνίζει μόνο του στο ημίφως ο καπνός του τοίχος. 10.30, η καρδιά μου χτυπάει ακόμα. Αρχίζω να περπατάω σαν μετρονόμος μετρώντας το χρόνο μηχανικά. Ο θόρυβος απ’ τις λαστιχένιες μπότες μου αντηχεί στα γύρω στενά. Το φως έχει λιώσει. Οι λάμπες των δρόμων έχουν από ώρα ανάψει. Πάνω στα καλώδια βρεγμένα πουλιά ζαρώνουν ηλεκτροφόρα. Κάτω από τη γέφυρα σταματάει ο χρόνος. Συμπυκνώνεται κι ύστερ’ ανατινάσσεται. Φιξάρω το βλέμμα σε μια γυναίκα με φίδια για χέρια και κεφάλι αετού. Τα χέρια της εκτείνονται προς το μέρος μου λαίμαργα. Πολλαπλασιάζονται και με πλησιάζουν. Εγώ κοκαλώνω και αποστρέφω με αηδία και τρόμο τα μάτια. Με τυλίγουν τα χέρια της και νιώθω τη σάρκα της στο καβάλο μου. Ένα κομμάτι από τη σάρκα της στη σάρκα μου ζεστό. Ξαφνικά νιώθω μέσα μου μια θαλπωρή αν και δεν μιλάει νιώθω σωματικά όσα θα ήθελε να μου πει αλλά δεν μπορεί γιατί δεν έχει φωνή. Δεν έχει φωνή. Γυρίζω ξανά το κεφάλι μου και την κοιτάω στα μάτια. Το στόμα της ανοιγοκλείνει μάταια κόκκινο σε μια κίνηση δίχως φωνή. Τώρα έχει μεταμορφωθεί σε σφήκα κι αμέσως μεταμορφώνεται σε Σφίγγα. Τρομάζω ξανά. Είναι η σφήκα είναι η Σφίγγα που με τρομάζω γιατί το καυλί μου σκληραίνει και νιώθω γι αυτήν μια ανεξήγητη έλξη αλλά φοβάμαι μη με τσιμπήσει, φοβάμαι μην με ρωτήσει η γυναίκα άντρα ποιος είσαι εσύ η γυναίκα αυτή ένα ολέθριο αίνιγμα. Τη μισώ και τη θέλω. Θέλω να την πάρω άγρια και να την ταπεινώσω, να την εξευτελίσω, να την ξεσκίσω. Να την υποτάξω και να την τιμωρήσω απ’ το μουνί κι απ’ τον κώλο. Ναι απ’ τον κώλο να σοδομήσω το είναι της. Ουρλιάζοντας να χύσω στα μούτρα της. Κι αδημονώντας να την πάρω περιμένω ενδόμυχα να με πάρει, να με ξεσκίσει, να με εξευτελίσει και να με ταπεινώσει, να με υποτάξει και να με τιμωρήσει να με μαστιγώνει ανελέητα με τη γλώσσα της, να γίνουν τα χέρια της φολιδωτές ουρές, γλώσσες φωτιάς και να μου χαράζουν και να μου ξεσκίζουν και να μου στιγματίζουν τις σάρκες στο άπειρο. Γυναίκα ποια είσαι φωτιά; Και τότε μεταμορφώνεται σε σκορπιό και με την δηλητηριώδη ουρά της μου γνέφει να την ακολουθήσω. Περπατάμε και έρπουμε, περπατάμε και έρπουμε μέσα σε μισοσκότεινους δρόμους στενούς και κατεβαίνουμε βαθιά στους υπονόμους. Κάθε λίγο και λιγάκι γυρίζει να δει αν την ακολουθώ. Την ακολουθώ χωρίς να ξέρω που με πάει. Δεν θέλω να ξέρω που με πάει. Έχω την αίσθηση πως μου συμβαίνει κάτι απ’ αυτά που σου τυχαίνουν μία φορά στα δέκα χρόνια. Όλο το είναι μου φλέγεται για τη σάρκα της για το είναι της για την καύλα της. Για τη μυρουδιά του μουνιού της. Όλο το είναι μου φλέγεται για την ανάσα της και μόνο στο πλάι μου στην ανάσα μου στο κορμί να συνδαυλίζει την πυρκαγιά που μου έχεις ανάψει που να το ήξερα αγάπη μου πως θα βρεθεί ξαφνικά η αγάπη να με κρατά μες στα χέρια της και να παίζω ξανά να γίνομαι το παιδί που δεν ήμουν ποτέ γιατί ήμουν εσύ και γω μέσα σου να είμαι εσύ η πληγή η πρώτη στο χάραμα η κραυγή κι εγώ η σιωπή στο πλάι σου μου αρκεί που είμαι εκεί κι εύχομαι να είμαι για πάντα εκεί ξέροντας πως στα χέρια σου γίνομαι πάντα παιδί αλλά εσύ θέλεις να είσαι μαμά δεν μπορείς να με δεις στα ρηχά θέλεις κατά βάθος να είμαι μαμά που δεν είμαι για σένα να γίνω το μαστίγιο κι η φωτιά. Να γίνω το καρότο σου που σ’ οδηγεί στα τυφλά. Και ας μην ξέρω που με πάει. Κάθε λίγο και λιγάκι κοιτάζω γύρω μου καχύποπτα και φοβισμένα. Τα τοιχώματα στάζουν υγρά και η αποφορά κάνει τα πόδια μου να τρεκλίζουν. Το σώμα μου τρέμει σαν το μπαμπού υπό το βάρος της κληματαριάς. Ταχαίνει το βήμα κι αρχίζω να τρέχω με τη σειρά μου κι εγώ. Τη φωνάζω αλλά δεν με ακούει γιατί δεν έχω φωνή. Ψάχνω να βρω τη φωνή μου ψηλαφώ τα τοιχώματα χειρονομώ το κενό. Το χέρι μου στέκεται κοκαλωμένο στο σκοτάδι. Βγαίνουμε πάλι στον παγωμένο αέρα. Με κρατάει σφιχτά. Κοιτάζω αριστερά δεξιά δεν είναι πουθενά. Φέρνω τα χέρια μου στο στόμα και φυσώ μέσα τους την ανάσα μου σάπια καθώς βγαίνει από τα πνευμόνια μου μαύρα να τα ζεστάνει. Φέρνω στ’ αυτιά μου τα χέρια μου να τα ζεστάνω. Θα μπορούσα και να κρεμάσω τ’ αυτιά μου στο γάντζο. Δεν χρησιμεύαν σε τίποτα και πάνε χρόνια που ήμουν κωφός από τύφο. Τα δάκτυλα μου διακλαδιζόνταν σ’ επικλινείς επιφάνειες τρέχοντας παραλυτικά στην πυρετώδη αφή του κώλου κι οι οφθαλμοί μου είχανε την κακή συνήθεια κατρακυλώντας να τρυπώνουνε κάτ’ απ’ τις φούστες των τυφλών. Τα χέρια μου να βγάζουν βεντούζες και να καρφώνονται στα οπίσθια των γυναικών που με τέμνανε κάθετα άμα τύχαινε να λιώσω σα ζάχαρη μέσα στα πόδια τους ξανανιωμένος υστερικός. Γινόμουν ένα με κείνα που δεν γινόνταν γινόμουν ένα με κείνα που δεν γινόμουν. Χανόμουν. Ο χρόνος έλιωνε στη γλώσσα μου σα κύβος ζάχαρης στο κύμα και τα λόγια μου σκάγανε βουή στους βράχους άγριους της καρδιάς σου ένας ωκεανός βουητό. Κι όμως, όχι. Φοβήθηκα να θυσιάσω και την παραμικρότερη έστω ίντσα της σάρκας μου. Έτσι όρμησα με λύσσα καταπάνω στο αίμα σου σαν να ‘σουνα διάφανη το έβλεπα να κυλάει μακάβρια μέσα απ’ όλα σου τα αγγεία. Ήτανε όμως η καρδιά σου κείνοι οι βράχοι που λείαιναν τα λόγια μου λείχοντας τα πλευρά σου; Δεν υπάρχει τρόπος πια να το μάθω αγάπη μου δεν υπάρχει τρόπος πια να σε μάθω. Είσαι τόσο μακριά κι εγώ μια κουκίδα στην άλλη πλευρά. Τώρα το πρόσωπο σου με κοιτάζει κομμένο σαν μάσκα από σύννεφα. Το πρόσωπο σου έχει τη δύναμη να μεταμορφώνεται. Τώρα είναι ένας άντρας με ξυρισμένο κεφάλι και μούσια που με κοιτάει μες απ’ τα σύννεφα και δεν έχει κορμί είναι σαν ένα τεράστιο φίδι με σώμα από σύννεφο και σώμα από σάρκα. Μου επιτίθεται. Με δαγκώνει στο πρόσωπο. Αρχίζει να τρώει το πρόσωπο μου και το πρόσωπο του παίρνει τη θέση του. Τώρα εκείνος είναι εγώ κι αρχίζει να τρέχει να τρέχει να τρέχει. Τα βήματα του σκαλώνουν. Τέσσερα χέρια ντυμένα στα μαύρα τον αρπάζουν και του περνάν μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι. Οξείες σουβλιές τρυπούν τα πλευρά του. Χειροπέδες αλυσοδένουν τα χέρια του κι εκείνα ματώνουν. Οι σταγόνες από το αίμα του σχηματίζουν στο δρόμο ένα διάδρομο που αυτός δεν τον βλέπει γιατί προπορεύεται. Στο τέλος του διάδρόμου τον περιμένουν να τον ηλεκτρολύσουν. Τον χτυπάνε. Τρεκλίζει πέφτει και χάνει τις αισθήσεις του. Νομίζει ότι είναι νεκρός και απορεί ειλικρινά όταν ανοίγει και πάλι τα μάτια του. Βρίσκεται στο γραφείο του ανακριτή. Δυο τεράστια πορτατίφ ρίχνουν στα μάτια του το φως τους και τον τυφλώνουν. Πίσω τους λαμπυρίζουν στο σκοτάδι δυο κόκκινα μάτια σαν της ύαινας που παραμονεύει το θύμα της. Μια τσιριχτή φωνή τον ανακρίνει επαγγελματικά και ανέκφραστα. Εκείνος τρομάζει και βρέχει το παντελόνι του. Βάζει τα κλάματα. Δεν θέλει να ξέρει. Δεν θέλει να ξέρει τι έχει κάνει γιατί τον χτυπούν και πόσο θ’ αντέξει. Τον κλείνουν στην απομόνωση. Γράφει σε χαρτί τουαλέτας γράμματα στη Βάλερυ. Εκείνη τα κρύβει μέσα της τα γράμματα του να μην τα βρουν το μόνο ανθρώπινο που της έχει απομείνει και να πρέπει να το κρύβει κι αυτό κάθε που ακούγονται βήματα στη σιωπή στο σκοτάδι να πρέπει να με εξαφανίσει γιατί δεν έχει πια το δικαίωμα να ελπίζει να πρέπει να με εξαφανίσει γιατί πια δεν έχω το δικαίωμα για να ζω. Κλαίω όσο τη σκέφτομαι να κλαίει κάθε που με διαβάζει κλαίω όσο τη σκέφτομαι να κλαίει και να ξεροκαταπίνει το σάλιο της την ανάσα της κάθε που με κρύβει μέσα της βαθιά μες στον κόλπο της λαβύρινθος σκοτεινός κι ο Μινώταυρος πόσο ανέραστος Χριστέ μου! Και τότε ξεκινάνε τα μαρτύρια τα πραγματικά βασανιστήρια. Πρώτα τον ξυρίζουν. Οι δεσμοφύλακες βουτάνε το κεφάλι του στη χέστρα προσπαθώντας να τον κρατήσουν από μια κλωστή ζωντανό να μην τους πεθάνει στα χέρια πριν τα ομολογήσει όλα. Το κρανίο του έχει γίνει σταχτοδοχείο και τα μάτια του μαυροπίνακας. Τα εξιλεώνουν αδίσταχτα με τον σπόγγο τους. Με την απειλή όπλου τον υποχρεώνουν να βιάζει με τον υποκόπανο τους συγκρατούμενους του κι έπειτα τους βάζουν να βιάζουν εκείνον με τη σειρά τους. Ο κώλος του και τα μάτια του στάζουν αίματα. Κλεισμένος σ’ ένα υπόγειο άγνωστο πόσες μέρες ημιθανής. Θα τους τα πει όλα να πάψει ο πόνος. Το μόνο που περιμένω πια απ’ τη ζωή είναι η ημερομηνία θανάτου μου, έλεγε. Δεν θα τον άφηνα βέβαια να με κομπλάρει επ’ άπειρον με τις εξυπνάδες του! Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να μ’ απαλλάξω απ’ τις ευθύνες μου. Έβγαλα το περίστροφο και τον πυροβόλησα στο κεφάλι κι εκείνος με κοίταζε μ’ έκπληξη επίμονα για ένα δευτερόλεπτο όσο πέθαινε. Δεν βρήκε καν το παράπονο να ουρλιάξει. Τότε όμως μπήκε μέσα στη κάμαρη η μάνα μου υστερική όπως πάντα ουρλιάζοντας βρωμόπαιδο, βρωμόπαιδο μόλις τώρα σφουγγάρισα μα δε με λυπάστε καθόλου πια (εγώ με τ’ αριστερό μου ποδάρι έκρυβα διακριτικά το κεφάλι του κάτω απ’ το κρεβάτι). Και τότε ήταν που έγινε το κακό. Σήκωσε απειλητικά προς το μέρος μου το κοντάρι της σφουγγαρίστρας απειλώντας να με εξαφανίσει σαν το λεκέ. Έβλεπα το στόμα της να κινείται μηχανικά σαν περιδινούμενη τρύπα ξεφωνίζοντας ακατανόητα πράματα. Δεν άντεξα, με καταλαβαίνετε; Έσπασα! Έβγαλα κι εγώ τότε ξανά το περίστροφο και την πυροβόλησα ανάμεσα στα μάτια. Αϊ γαμήσου καργιόλα, ψιθύρισα, μου έφαγες τη ζωή. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο το φχαριστήθηκα βλέποντας την εκεί ξαπλωμένη στο πάτωμα να με κοιτάει με μίσος μ’ εκείνο τ’ αλλήθωρο μάτι που εγώ ο ίδιος της είχα χαρίσει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Η ετυμηγορία ήτανε ανελέητη. Καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς δικαίωμα έφεσης τρεις φορές εις θάνατον. Φυσικά αυτό ηχούσε στ’ αυτιά του κάπως οξύμωρο γιατί την δεύτερη και την τρίτη φορά θα έπρεπε να σκοτώσουν το πτώμα του. Είδε το πτώμα του γυμνό πάνω σ’ ένα τραπέζι γυάλινο νεκροτομείου. Από πάνω του όρθια μία ασιάτισσα μασέζ γυμνή με ρώγα πεταχτή κι ηλεκτρισμό στη φούχτα πασάλειβε με λάδι το κορμί του και ζέσταινε την παγωμένη σάρκα του με τ’ άγγιγμα της. Του έπαιζε τον πούτσο με το δεξί της χέρι και με τ’ αριστερό αυνανιζόταν. Εκείνος έχυνε αίμα και της έβαφε το πρόσωπο κόκκινο. Εκείνη εκστασιαζόταν και άρχιζε ν’ αυνανίζεται γρηγορότερα και να πασαλείβεται με το αίμα του σαν μαινάδα κάτω από ένα ικτερικό φεγγάρι σιδερόφραχτο. Ένα όπλο εκπυρσοκροτούσε τραμπουκίζοντας τη σιωπή και το σώμα της έπεφτε αργά στο πάτωμα νεκρό. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της και να βγάλω το μουνί της από τη σκέψη μου. Ένα σκυλί πετάγοταν απ’ τη γωνία κι άρχιζε να τραβά και να ξεσκίζει τις σάρκες της. Το πρόσωπο της σκελετωνόταν κι εγώ σηκωνόμουν απ’ το τραπέζι έσκυβα τα γόνατα μου κι έβαζα με απορία τα δάχτυλα μου μέσα στις άδειες πλέον κόγχες των ματιών της. Δεν φοβόμουνα τίποτα πια. Έγλειφα τα δάχτυλα μου, έπεφτα με όλο το βάρος μου επάνω στον τοίχο και άρχιζα να τρέχω με όλη τη δύναμη μου ελεύθερος. Με παίρναν από πίσω τα σκυλιά και με γαυγίζαν. Ακούγαν οι σκοποί το σαματά και με πυροβολούσαν. Χάραζε ο εγκέφαλος γραμμή και έβγαινε απ’ το σώμα. Και άρχιζε να σέρνεται σαν πολυπλόκαμη απειλή μέσα σε μαύρ’ απόνερα και σ’ ούρα βουρκονέρια. Τώρα η ψυχή μου γυροφέρνει ξεσκέπαστη στα χιόνια. Ένα φεγγάρι, οι νιφάδες του χιονιού, ο δρόμος μου. Στην μοναξιά μου, γλιστράνε τα δάκρυα, σκέπουν τον κόσμο. Ανοίγω τα χέρια αγκαλιά και αγκαλιάζω τον κόσμο. Ανοίγω τα χέρια ζυγαριά και δικάζω τον κόσμο. Ισορροπώ μεταξύ της σιωπής και της τύψης, μεταξύ πράξης και τύψης. Καταπίνω τον ουρανίσκο μου και πνίγομαι τον λαιμό μου. Υπερθεματίζω το στόμα μου και με γεννάω στον κόσμο. Λαχανιάζω. Μπουκώνω το στόμα μου με βουλιμία το χιόνι. Πνίγομαι ξερνάω αίμα το χιόνι. Η ανάσταση δεν θα ‘ρθει για μένα. Ματώνει το χιόνι.
του Johnny Handsome
ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΕΣ