Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Λεωφορείο στο ημίφως (πεζό) - Γιώργος Ευθυμίου

«Σήμερα θα πεθάνω», σχηματιζόταν με τρεμάμενα γράμματα στην τσαλακωμένη επιφάνεια του εισιτηρίου του αστικού λεωφορείου.  Το έσπρωξε μπροστά. Γλιστρούσε ανέπαφα στα διαδοχικά δάχτυλα των συνεπιβατών του. Σαν να φοβούνταν να αγγίξουν τη «χολεριασμένη» επιγραφή του. Ώσπου χώθηκε με βία στο στόμιο της επικυρωτικής μηχανής.  Η οποία το χαράκωνε με τα κακόγουστα μαθηματικά της. «Κανείς δε ξεφεύγει  από αυτή», σκέφτηκε. Και προτού καλά καλά προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, υποδέχτηκε το εισιτήριο με ένα ψυχρό και άφωνο ευχαριστώ. Συνέχισε τη διαδρομή με διάφορες «χολεριασμένες» σκέψεις. Ώσπου πίεσε το πλησιέστερο κουμπί. «Ντιν», κάποιο από τα ηχεία του οχήματος ξέρασε τον αντιαισθητικό του ήχο. Έκανε μια κίνηση να περάσει, και συνάμα προκάλεσε τις εχθρικές ματιές του συνωστισμένου πλήθους. Και αφού τσαλακώθηκε στα τραχιά κορμιά τους, έφτασε με βαριά ανάσα στην πολυπόθητη πόρτα. Αφέθηκε από τη χειρολαβή του λεωφορείου και πάτησε στην, καυτή από σφυγμούς, άσφαλτο της πόλης…

***

Το σούρουπο είχε μουτζουρώσει για τα καλά το φως της μέρας. Ο Αλφόνσο, ελαφρώς κουρασμένος, στεκόταν στη στάση. Το λεωφορείο είχε αργήσει. Όμως ο ενδιάμεσος χρόνος κυλούσε πολύ πιο ευχάριστα, αποφορτισμένος από τις υποχρεώσεις της μέρας. Οι βαριές ρόδες ακούγονταν στο οδόστρωμα. Το όχημα σταμάτησε μπρος στα προτεταμένα χέρια των αναβατών. Ο Αλφόνσο με ένα βαρύ βήμα επιβιβάστηκε. Συνήθως του άρεσε να στέκει όρθιος, μπρος από κάποιο παράθυρο. Να αφήνει τις στιγμιαίες εικόνες των περαστικών να πρωταγωνιστούν στα καρέ της φαντασίας του. Σήμερα όχι! Σήμερα κάθισε σε ένα στασίδι με φορά αντίθετη στη πορεία του λεωφορείου. Απέναντι του, σε ένα κάθισμα σε απόσταση περίπου πέντε μέτρων -απόσταση δηλαδή πολύ μεγαλύτερη από ‘κείνη που έχει ένας αναγνώστης από μια φυλλάδα ή από μια οθόνη υπολογιστή- καθόταν μια νεαρή κοπέλα. Μια νεαρή κοπέλα με σκούρα μαύρα μαλλιά, που έσταζαν απ’ την κορυφή του προσώπου της, ως τους γυμνούς της ώμους. Φορούσε ένα διακριτικό χαμόγελο στο απαλό χείλος της, και είχε δυο σβησμένα μεγάλα μάτια. Ο Αλφόνσο την κοιτούσε φιλικά και αμήχανα. Η κοπέλα ανταποκρινόταν. Τα βλέμματα τους έγιναν πιο επίμονα, μπλέκονταν και χαϊδεύονταν στον χώρο. «Όταν τα μάτια συναντιούνται, μέσα από τα βλέμματα ταξιδεύουν οι ψυχές», σκέφτηκε. Ο Αλφόνσο πήρε τα μάτια του και με μια απότομη κίνηση τα οδήγησε στην οροφή του οχήματος. Η νεαρά συνταξιδιώτισσα τον ακολούθησε μηχανικά σε αυτή την αλλόκοτη πορεία των οφθαλμών του. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε! Και έπειτα χάθηκαν και οι δυο στη γυάλινη οθόνη του παραθύρου τους. Ο Αλφόνσο σηκώθηκε κάπως απότομα, μολονότι είχε ακόμα τουλάχιστον τέσσερις στάσεις για το σπιτικό του. Αποβιβάστηκε, και παρ’ ότι ένιωθε κάπως καυτά τα μάτια του κοριτσιού πάνω του, συνέχισε ασάλευτος τον βίαιο βηματισμό του.

***

Το κλειδί γύρισε δυο φορές στην πόρτα ασφαλείας. Ήταν μια από αυτές τις βαριές, σχεδόν τσιμεντένιες πόρτες, που έχουν οι άνθρωποι για να σφραγίζουν εντός τα μυστικά τους και να κλειδώνουν εκτός τους αυτοδημιούργητους φόβους τους. Έσπρωξε την πόρτα σιγά. Οι τέσσερις τοίχοι περίμεναν στωικά τη συντροφιά του και αυτό το βράδυ. «Γκλινγκ», ένας μεταλλικός ήχος κουδούνισε καθώς τα κλειδιά προσγειώνονταν κάπως άγαρμπα στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού. «Κλίκ», ακούστηκε καθώς ο Αλφόνσο σήκωσε τον διακόπτη του ηλιακού θερμοσίφωνα. Βγαίνοντας από την τουαλέτα κοιτάχτηκε ελαφρώς στον καθρέφτη. Έκανε έναν περίεργο μορφασμό, σαν να μην αναγνώριζε το είδωλο του, και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Πόσες ώρες είχε να βάλει κάτι στο στόμα του; Πέταξε, σχεδόν με τα τσόφλια, δύο αβγά στο λάδι που κόχλαζε στο μικρό τηγάνι. Σε λίγο καταβρόχθιζε, δια του στόματος, τα περίπου αυγά μάτια και δια των οφθαλμών τις εικόνες της τηλεόρασης, που νάρκωναν σα νανούρισμα τη σκέψη του. Μετά από τη σύντομη τηλεοπτική δόση του, και αφού στοίβαξε το τηγάνι στη σωρεία λημμάτων που ασφυκτιούσαν εντός του «περίπου» νεροχύτη, κατευθύνθηκε στο λουτρό. Μπορείς να ξεπλύνεις τις οσμές από πάνω σου, συλλογίστηκε, αλλά και ολόκληρη δεξαμενή δεν αρκεί για να ξεβγάλεις τη λέρα από μέσα σου! Βγήκε τυλιγμένος με μια λευκή πετσέτα. Και καθώς σκουπιζόταν για να στεγνώσει, το βλέμμα του έπεσε ανεπαίσθητα σε ένα χάρτινο κουτί. Εκεί μέσα φυλούσε ένα ζευγάρι κιάλια, ξεχασμένο πολύ καιρό τώρα. Λάφυρο από τότε που δούλευε στα καράβια. Ανοίγοντας το κουτί είπε από μέσα του, «οι άνθρωποι πληρώνονται για να μη ταξιδεύουν, εγώ κάποτε ήμουν τυχερός, πληρωνόμουν για να ταξιδεύω», μα το σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη δήλωνε πως δε μπορούσε να ξεγελάσει τον εαυτό του. Άδραξε τα καλυμμένα από ένα παχύ στρώμα σκόνης κιάλια, και αφού ντύθηκε ελαφρά, κατευθύνθηκε στο μπαλκόνι. Για να βυθιστεί στα απύθμενα βάθη του βραδινού ουρανού…

***

Του Αλφόνσο του άρεσε να κάθεται στο μπαλκόνι. Πώς να αντέξει κατάμονος μέσα στο άδειο σπίτι; Οι τέσσερις τοίχοι στένευαν ασφυκτικά, έτοιμοι να τον πλακώσουν. Σαν τσιμεντένιος τάφος στο ανάχωμα της ψυχής του. Αποτελούσε πάντα μια διέξοδο ο νυχτερινός αιθέρας. Του άρεσε να παρατηρεί τα λευκά διαμάντια που κάποιος είχε χύσει διάσπαρτα, μα με περίσσια τέχνη, στα ακρογιάλια του ουρανού. Και μπορούσε να στέκει εκεί, απέναντι απ’ τα αστρικά σινιάλα, για ώρες και ώρες. Με μια σπάνια αφοσίωση και προσήλωση. Ο ίδιος πίστευε πως αυτή ήταν και η πιο προσωπική στιγμή της ημέρας. Και αυτή η αφοσίωση ήταν το διόδιο που άνοιγε την πύλη μιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Τα αστέρια σύντομα έχαναν την γνώριμη όψη τους. Στα μάτια του Αλφόνσο μεταμορφώνονταν σε πρόσωπα και καταστάσεις που ξεγλιστρούσαν απ’ το παρελθόν του. Το παζλ της ζωής του προβαλλόταν κάθε νύχτα στο κατασκότεινο ουράνιο μωσαϊκό. Ο Αλφόνσο συχνά έβλεπε σκιές να ξεπηδούν ανάμεσα στα κομμάτια του ουρανού. Αυτές οι σκιές ήταν οι φιγούρες του μέλλοντος, έλεγε. Μα είχε πάψει καιρό τώρα να βλέπει σκιές. Μόνο μνήμες. Και όταν μια ζωή στοιχειώνεται από μνήμες, χωρίς το παραμικρό έδαφος για έμπνευση, πάει να πει πως οι ρόδες σου τρέχουν με χίλια προς ένα γιγάντιο τείχος. Και είσαι αναγκασμένος να αναμείνεις ασάλευτος πίσω απ’ το τείχος για όλο το υπόλοιπο της ξηρασίας. Αλλά ας επιστρέψουμε στον Αλφόνσο. Ο Αλφόνσο δεν είχε εικόνα του εαυτού του εκείνες τις στιγμές. Ίσως κανείς να μην είχε. Αλλά αν στεκόσουν απέναντι του, πιθανότατα θα έμενες έντρομος μπροστά απ’ το τρέμουλο του κορμιού του και τις πνιχτές κραυγές που σπαρταρούσαν στον κρατήρα της ψυχής του. Εκείνες τις στιγμές ήταν που ο Αλφόνσο προσπαθούσε να αλλάξει θέση στα αέρινα κομμάτια της ζωής του. Πάντα ανέφικτη η αλλαγή. Συνοδευόταν με απροσμέτρητη οδύνη, που τον χαράκωνε ως τα μύχια. Γαλήνευε μόνο πολύ αργότερα. Ήταν λίγο πριν το χάραμα που λευκά περιστέρια φτεροκοπούσαν επίμονα πάνω απ’ την κεφαλή του. Και αυτός άπλωνε τις φούχτες του και τα περιέθαλπε εκεί μέσα με μια φροντίδα και μια τρυφερότητα που δύσκολα συναντάς σε άνθρωπο. Και έπειτα θέριευε και αγρίευε εντός του. Θύμωνε που τέτοια τρυφερότητα δεν είχε χαρίσει ούτε στον εαυτό του, ούτε σε κανέναν άλλο. Θέριευε για τον βίαιο ξυπνημό του. Και αυτές οι κακόγουστες νότες, που ξερνούσε απ’ το στόμιο του, το σαξόφωνο της καθημερινότητας τον έφερναν σε έξαλλη κατάσταση. Στο μεσοδιάστημα, οι ορίζοντες είχαν προλάβει να βαφτούν από την Ανατολή με το πορφυρό χρώμα. Άλλοι έλεγαν πως αυτό είναι το χρώμα του Ήλιου, καθώς αυτός ανασταίνεται από τον κάτω κόσμο. Άλλοι πάλι, πίστευαν πως δεν ήταν παρά ένας λεκές από κόκκινο οίνο, που προκλήθηκε από τις άγαρμπες κινήσεις του Ήλιου, καθώς αυτός πάγωνε από την απαστράπτουσα Σελήνη. Ο Αλφόνσο όμως ήξερε. Ήξερε πως οι ορίζοντες βάφονταν από τα όνειρα των ανθρώπων. Τα όνειρα των ανθρώπων που αιμορραγούσαν ακατάσχετα καθώς έμεναν απραγματοποίητα. Και χρωμάτιζαν την πλάση με όλη τη μελαγχολία του Κόσμου. Σήμερα όμως δεν ήταν ένα συνηθισμένο βράδυ…  

***

Σήμερα ήταν πανσέληνος. Και τις φεγγαρόλουστες νύχτες ο Αλφόνσο δεν ένιωθε τόσο μόνος, καθώς τα παρατημένα γειτονικά μπαλκόνια αποκτούσαν κάποια ζωή. Μα δεν είναι αλλόκοτο; Οι άνθρωποι περιμένουν την πανσέληνο για να υψώσουν το βλέμμα πάνω απ’ τον ανυπόφορο βούρκο που βουλιάζουν. Περιμένουν την πρώτη του Μάη για να τρυγήσουν τους ανθούς της Άνοιξης. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, για την καθιερωμένη οικογενειακή συνεστίαση. Και μια Δευτέρα, όχι και τόσο καθαρή, για να απογειώσουν πολύχρωμα χάρτινα όνειρα στην αγκαλιά των αιθέρων. Και έπειτα, έχουν το θράσος να αποκαλούν αυτές τις εμπειρίες μαγικές και αξιομνημόνευτες. Να τις καρτερούνε με αξιοπρόσεκτη προσμονή. Μα πρόκειται για τα βιώματα που οι ίδιοι έχουν απαλείψει από την καθημερινότητα τους, φυλακίζοντας τα σε μια παγερά αδιάφορη εθιμοτυπική διάσταση. Αλλά ας επιστρέψουμε στον Αλφόνσο. Με τα κιάλια στα χέρια έφερνε κοντύτερα την εκτυφλωτική σελήνη, που για φωτοστέφανο φορούσε την περιβάλλουσα αστερόσκονη τ’ ουρανού. Μα δε μπορούσε να μη ρίχνει και κλεφτές ματιές στο απέναντι κτίριο. Στον πρώτο όροφο, μια νεαρή γυναίκα, με το αέρινο φόρεμα της, απολάμβανε ένα ποτό υπό τον ρομαντικό ουράνιο φωτισμό και τις απαλές μελωδίες του στερεοφωνικού της. Λίγο πιο πάνω, στο ρετιρέ, ένας ευτραφής κύριος χτυπούσε υπερωρίες σ’ ένα κατάλευκο lap top. Ενώ στο ενδιάμεσο, ένα ζευγάρι είχε αφήσει ανοιχτά τα παράθυρα, βάζοντας και τη σελήνη στο παιχνίδι των παθιασμένων φιλιών και των ερωτικών εξομολογήσεων τους. Παρουσίες που αποσπούσαν τον Αλφόνσο από την καθημερινή ουράνια προβολή του. Με τα δίοπτρα στα χέρια, ως ένας άλλος James Stewart του Rear Window, έμπαινε διαρκώς στον πειρασμό να τρυπώσει στις ζωές των περίοικων. Ωστόσο, παρά το δέλεαρ της πρόκλησης, κατάφερνε να αρνείται. Η ώρα είχε προχωρήσει για τα καλά. Οι γείτονες είχαν κιόλας αποσυρθεί στα πουπουλένια μαξιλάρια τους. Και ο Αλφόνσο είχε την εξής φαεινή ιδέα: Πήρε μια ξαπλώστρα και ανηφόρισε στην ταράτσα του διαμερίσματος. «Είναι ωραίος καιρός για φεγγαροθεραπεία», σκέφτηκε. Και αν η χλωμή σελήνη δε μπορούσε να μαυρίσει το δέρμα του, ίσως τότε να μπορούσε να ασημώσει την ψυχή του. Έμεινε εκεί για ώρες, αφημένος στην πρωτόγνωρη χαλάρωση της στιγμής. Τα τιτιβίσματα των πουλιών ξεμάκραιναν προς το άπειρο. Το χάραμα γλύκαινε τον σκοτεινό ουρανό. Μια νέα μέρα ξημέρωνε. Προς μεγάλη έκπληξη χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος θα μπορούσε να ‘ναι τέτοια ώρα; «Ντριν, ντριν, ντριν, ντριν». «Εμπρός», ψέλλισε ο Αλφόνσο με λαχανιασμένη αναπνοή. Μια εξίσου βαριά ανάσα ακουγόταν στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου. Τα χνώτα τους έσμιγαν μέσα απ’ τα καλώδια του ΟΤΕ. «Εμπρός, εμπρός», συνέχισε ο Αλφόνσο, χωρίς να πάρει καμία απόκριση. Ώσπου έκλεισε το τηλέφωνο. Δε θα πέρασαν είκοσι λεπτά και ο ήχος του τηλεφώνου έγινε πιο ψιλός και πιο διαπεραστικός. «Ντριν, ντριν, ντριν, ντριν, ντριν, ντριν», αυτός ο ακούραστος και κακόγουστος ήχος διατάραζε την απέραντη γαλήνη του δωματίου. Αυτή τη φορά κανείς δε σήκωσε το ακουστικό…

***

Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει από ένα πρωινό ψιλόβροχο. Το λεωφορείο είχε ξεκινήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία του. Ήταν όλοι εκεί. Όλοι, εκτός από έναν. Ο Αλφόνσο έλειπε. Κανείς δεν αντιλήφθηκε την απουσία του, και ας στοιβαζόταν ανελλιπώς κάθε πρωί στο δρομολόγιο των επτά. Μάλλον γιατί κανείς δεν είχε αισθανθεί την παρουσία του. Ίσως η Άνοιξη να ‘χει παγιδευτεί μακριά, κρεμασμένη στα σχοινιά του Χειμώνα, γιατί κανείς δεν αναρωτιέται για αυτή. Στα καθίσματα έβλεπες ακουμπισμένους, κυρίως γκριζομάλληδες ηλικιωμένους. Ο διάδρομος ασφυκτιούσε από ανθρώπινα σώματα. Νέοι και γέροι. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα, και οι επιβάτες, με τη σύνηθες ευγένεια, φωνασκούσαν για εντατικότερο κλιματισμό. Στα πίσω καθίσματα ξεχώριζε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Σκοτεινή και μελαγχολική, σα να δραπέτευσε από κάποια σκιεράτσα. Λες και στα πελώρια μάτια της, είχε κουρνιάσει όλη η θλίψη του κόσμου. Λίγο πιο πίσω, τη γαλαρία είχε καταλάβει μια πενταμελής νεανική παρέα. Η ενέργεια τους σκορπιζόταν σε χάχανα και υψίφωνες κραυγές. Μάλλον όδευαν προς κάποια παραλία, όπως μαρτυρούσαν και οι θαλάσσιοι σάκοι τους. Θυμάμαι τη κουβέντα που είχε ο Αλφόνσο με έναν οδηγό. «Θα είναι ιδιαίτερα βαρετό να κάνετε ξανά και ξανά την ίδια διαδρομή», είχε πει ο Αλφόνσο. Πιο έντονα όμως μου έχει χαραχτεί το πώς έλαμπε ο οδηγός καθώς έλεγε, «Μα τι λες; Δεν κάνω την ίδια διαδρομή. Εγώ απλά μεταφέρω ανθρώπινες ψυχές στους διαφορετικούς προορισμούς της ζωής τους». Μα ο οδηγός αυτού του λεωφορείου δεν είχε καμία σχέση. Απ’ την ταχύτητα του οχήματος και τα αδιάκοπα φρένα, ήσουν πεπεισμένος πως μεταφέρει σακιά με πατάτες παρά ανθρώπους. Σε έναν από τους πολλούς κραδασμούς, ένα παιδί που καθόταν σε μια ακριανή θέση, σχεδόν πετάχτηκε από το κάθισμα του. Τα μικροκαμωμένα χέρια του γραπώθηκαν από τη νωπή επιφάνεια του παραθύρου. Διαλύοντας τα χαρούμενα πρόσωπα που πρωτίστως είχε σχεδιάσει με περίσσια ξεγνοιασιά και αθωότητα. Οι επιβάτες σχεδόν κουτούλησαν μεταξύ τους. Ενώ άλλοι, μέσα από τα δόντια τους, μουρμούριζαν τα «γαλλικά» τους. Το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα. Όλοι αποβιβάστηκαν και ο χώρος έμεινε άδειος. Σχεδόν άδειος. Μια μουτζούρα στεκόταν ακόμα σε κάποιο απ’ τα υγρά παράθυρα. Σε λίγο, μια νέα φουρνιά ανθρώπων θα επιβιβάζονταν…

Ο Γιώργος Ευθυμίου ζει στην Αθήνα.