Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Δαίμονας χωρίς ταυτότητα, ιστορίες

της Άτης Σολέρτη

Έτσι αφηρημένος, νικημένος για άλλη μια φορά, αξιοθρήνητος, βάδιζε αργά. Νωχελικά.
Τόσα χρόνια παρατηρούσε και κατέγραφε στα άδυτα της μνήμης του. Τα πάντα. Εικόνες, συναισθήματα, πρόσωπα και πράξεις.
Ένα σαρκαστικό γέλιο ήθελε να βγει από μέσα του, αλλά το 'πνιγε με τα καυτά δάκρυά του. Πίεζε τα νύχια του για να εισχωρήσουν στο δέρμα του και να τρυπήσουν τη σάρκα του. Αιμορραγούσε.
«Τόσο νέα»
ΑΔΙΚΟ  σκέφτηκε. Αλλά μόλις αυτή η λέξη πήγε να σχηματιστεί συλλαβιστά στο κεφάλι του, για να πάρει τη  μορφή λέξης και να βγει από τα χείλη του, εκείνος βιάστηκε να τη σβήσει απ' το μνημονικό του, έτριξε τα δόντια του κι έκλεισε γερά το στόμα του για να μην καταφέρει και βγει παρορμητικά από μόνη της.
ΆΔΙΚΟ. Τι ειρωνεία! Αυτή η λέξη, κοινός τόπος σκέψης τόσων χρόνων! Συνήθεια που οδηγεί στον ίδιο φαύλο κύκλο.
Γ Ι Α Τ Ι;  Άλλο ένα γιατί χωρίς απάντηση. Απόλυτο αυτό το κενό!

Σκούπισε τα μάτια του. Άθελά του είχαν δακρύσει και δεν ήθελε κανείς να τον βλέπει να κλαίει. Τα σκούπισε γρήγορα και γύρισε πίσω στο ίδιο παγκάκι στη μέση της πλατείας.
Έριξε τα μάτια του στον κόσμο που τη διέσχιζε. Ήταν αργά κι όμως πάντα υπήρχε κόσμος σ' εκείνη την πλατεία. Κι αυτός παραδομένος σε μια συνήθεια ζωής, κοιτούσε...
Τα κόκκινα γοβάκια, τον μπλε χαρτοφύλακα, τη γκρίζα καπαρντίνα, τα κάτασπρα γάντια, τα ροζ σκουλαρίκια, την κίτρινη γραβάτα, το πολύχρωμο παντελόνι, τη σκουρόχρωμη μαντήλα τυλιγμένη στο κεφάλι μιας μουσουλμάνας, τους χάλκινους κρίκους στ' αυτιά μιας μικρής τσιγγάνας, το κουρελιασμένο παλτό του ρακοσυλλέκτη που έψαχνε στους κάδους για το «θησαυρό» του, τη χρυσή τσάντα της γριάς πόρνης, το ρολόι ενός τρελού.
Τι σύμπτωση! Είχαν το ίδιο.
-«Τι ώρα είναι;» Κάποιος πλησιάζοντάς τον, τον ρώτησε. Απέφυγε ν΄απαντήσει. Κι αυτό γιατί ήξερε πως ήταν χαλασμένο. Δεν δίστασε όμως να κοιτάξει το εργαλείο του χρόνου αλαζονικά, κι έπειτα... απλά ανασήκωσε τους ώμους του.
Ο διαβάτης έφυγε διαολοστέλνοντάς τον.
Ο χρόνος και το πέρασμά του! Ο χρόνος γι' αυτόν ήταν προδότης.
Ο χρόνος αρχής αποδεδειγμένα. Ίσως και του τέλους.

Με τεντωμένα τα δάχτυλα των χεριών του, μετρούσε δίχως να ξέρει τι, χωρίς να τον νοιάζει αυτό το Γιατί.
Μονολογούσε ή μάλλον συνδιαλεγόταν με το διώκτη του - τον τροφοδότη ζωής του. Άλλοτε γελούσε, άλλοτε έκλαιγε. Άλλοτε χτυπούσε δυνατά τα χέρια του μεταξύ τους κι άλλοτε τα σήκωνε ψηλά προς τον ουρανό σα να προσπαθούσε να φτάσει το Θεό που τον δημιούργησε. Το Θεό που τόσο αδίστακτα τον εξόρισε από την αγκαλιά του, κάνοντας τον να γευτεί την αιμάτινη γεύση του απηνή διωγμού της αδικίας από τη γέννησή του, σ' όλο της το μεγαλείο.
Το Θεό-Τιμωρό του.
Το Θεό που μια ζωή πάλευε να εκδικηθεί, για το Κακό που τον βρήκε εξ’ αιτίας του.
Αφουγκράστηκε... κι ένιωσε κάτι παράξενο να τον αγγίζει.
Μια αίσθηση... Η αύρα του χρόνου, της μοίρας, του τέλους που ορίζει κάθε αρχή;
Μια φωνή...

Λίγο πιο κάτω, στη στροφή του δρόμου, μέσα στο στενό σοκάκι ένας νεαρός πάλευε με τον εαυτό του, τα πάθη και τις αδυναμίες του. Με πρόσωπο κάτωχρο, πεσμένος κάτω, χωρίς να 'χει τη δύναμη να ανασηκωθεί…, άπλωσε τα χέρια του στον ουρανό για να προσευχηθεί. Για να πάρει βοήθεια απ΄ το Θεό-Πατέρα του.
Αλλά... μάταια. Τη βοήθεια που έψαχνε, μόνο ο ίδιος του ο εαυτός μπορούσε να του τη δώσει. Η σκληρή αλήθεια της ύπαρξης!
Κάποιος τον πλησίασε. Φαινόταν πλούσιος. Το χρυσό του
δαχτυλίδι έλαμπε τόσο, σα να ήθελε να συναγωνιστεί τη χρυσοκίτρινη στίλβη των αστεριών. Μόνο αυτό πρόδιδε τη θέση
και τις πράξεις του. Αυτό και η οπτασιακών αποχρώσεων σκόνη της πλάνης και της λήθης... που θαμπώνει ακόμα και τα πιο αθώα μάτια μιας ψυχής με καταστροφική συνείδηση.
Ο νεαρός κάτι του είπε τραυλίζοντας. Έτρεμε. Κάτι ζητούσε. Ίδρωνε. Πάγωνε. Άφριζε.
Ο κύριος με το δαχτυλίδι απλά τον κοιτούσε. Τον παρατηρούσε.
Το ασθενικά αδυνατισμένο κορμί του σπαρταρούσε στο πλακόστρωτο σοκάκι, κι η φωνή του με πολλή δυσκολία έβγαινε.
Του ζητούσε τη λύτρωση. Τον οίκτο που κανείς δεν ένιωσε για ‘κείνον. Ζητούσε συμπόνοια, κατανόηση. Ίσως αγάπη. Ζητούσε μια μετάβαση σ' άλλη μορφή ύπαρξης μ' άλλο τρόπο ζωής.
Όμως...ΟΧΙ!
Ένα σκληρό,αδυσώπητο ΟΧΙ βγήκε από το στόμα του πλουσίου συνοδευόμενο από ένα σαρκαστικό, αιάντειο γέλιο, και τρόμαξε το κακόμοιρο το παιδί. Προς στιγμή... δεν ανέπνεε.
Ο κύριος - σωτήρας ή καταστροφέας του - το κοίταξε ερευνητικά για να διαπιστώσει αν ήταν... «καλά».
Πήγε να φύγει. Έκανε δύο βήματα. Κοίταξε πάλι πίσω. Μετάνοιωσε για το αμείλιχτο ΟΧΙ του;
Ξαναγύρισε.
Έμεινε για λίγο ακίνητος με το πρόσωπό του στραμμένο στον μικρό. Κι έτσι όπως ήταν όρθιος, στητός, αγέρωχος πάνω του, ξαναγέλασε. Αυτή τη φορά μ' όλη του τη δύναμη, εξουσιαστικά, βροντερά, ηδονικά. Σαν το Θεό της δημιουργίας απέναντι στα «κατώτερα» δημιουργήματά του. Σαν το ερπετό της διαφθοράς απέναντι στο αμαρτωλό ζεύγος του Παραδείσου. Σαν τη μοίρα απέναντι στο χέρι του Χάρου.
Τον έφτυσε χλευαστικά σαν άλλος Φαρισαίος απέναντι σ' έναν «μικρό» Ιησού. Κι έπειτα κάτι έψαξε στις τσέπες του, γεμάτος μ'
ένα αδικαιολόγητο μένος.
Ελεημοσύνη;
Τα μάτια του μικρού γυάλισαν από περιέργεια και γέμισαν ελπίδα. Πρός στιγμή πίστεψε πως ο Δαίμονάς του τον λυπήθηκε.

Πως θα τον σπλαχνιζόταν και θα τον έκλεινε με θάλπος στη μεγάλη του αγκαλιά.
Όμως... τον πλάνεψε.
Ένα πιστόλι.... μια σφαίρα....ένας άλλος τρόπος ένδειξης οίκτου, μια άλλη μορφή λύτρωσης.
Ένας κρότος.

Ό,τι έμεινε....Μια σάρκα κουλουριασμένη να ποτίζει το πλακόστρωτο με τα ζωτικά της υγρά και.... μια ανάμνηση.
Το άδικο δίκαιο της πυγμής, της στιγμής, της μοίρας. Σκέφτηκε...
Είπε....ΑΔΙΚΟ. Όχι! Απλά το χέρι της μοίρας.
Ένα αόρατο χέρι μ΄ενα διαπεραστικό άγγιγμα που κόβει κάθε πνοή ζωής, που κόβει κάθε μπουμπούκι με προοπτικές για ν΄ανθίσει.