Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Θανάσης Χειμωνάς: "Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος ποτέ δε θα έγραφε"

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου

 

Ο Θανάσης Χειμωνάς, με την αφορμή της κυκλοφορίας του βιβλίου "Παραφροσύνη" (Εκδόσεις Πατάκη) μιλά στο Vakxikon.gr.

 

Κύριε Χειμωνά, πείτε μου λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο, "Παραφροσύνη".
Είναι η ιστορία ενός νεαρού δοκιμιογράφου, του Ανδρέα Φανόπολου, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γυναίκες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, η μία ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο, η άλλη είναι μια πολύ διάσημη ηθοποιός, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να γίνει πρόεδρος στο πολιτικό κόμμα που ανήκει, την Πράσινη Θύελλα.

 

Επιδιώκετε μέσω του βιβλίου σας να κάνετε κάποιο πολιτικό σχόλιο για όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα μας;
Πολιτικό σχόλιο όχι… Ποτέ δεν ήθελα τα βιβλία μου να είναι διδακτικά, να υποδεικνύουν στον αναγνώστη ποιο δρόμο να ακολουθήσει και πώς να σκεφτεί. Αλλά σίγουρα αυτά που έζησα στην πολιτική και στο ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια με επηρέασαν, μου δημιούργησαν την ανάγκη να μοιραστώ αυτά που έζησα με τον αναγνώστη, με τη μορφή όμως ενός καθαρά λογοτεχνικού κειμένου.

 

Είναι αναμενόμενο, βέβαια, τα όσα συμβαίνουν γύρω μας να επηρεάζουν το έργο των λογοτεχνών.
Ναι… Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και το 2000, όταν έγραψα το δεύτερο μου μυθιστόρημα, το "Σπασμένα ελληνικά", που περιέγραφε τον έρωτα ενός Έλληνα με μια Αλβανίδα. Πολλοί είχαν πει ότι ήθελα να γράψω ένα δυνατό αντιρατσιστικό κείμενο. Η αλήθεια όμως είναι ότι εγώ δεν ήθελα να πω στον κόσμο ότι δεν πρέπει να είναι ρατσιστές, απλώς με είχε ενοχλήσει εκείνη την εποχή ο ρατσισμός των Ελλήνων και αυτό ήταν που με οδήγησε να γράψω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Δεν επιλέγω ποτέ τις ιστορίες μου, δε σκέφτομαι "θα γράψω για αυτό ή για εκείνο το ζήτημα", οι ιστορίες επιλέγουν εμένα. Κάποια στιγμή έρχονται ιδέες στο μυαλό μου, τις επεξεργάζομαι και όταν πλέον έχουν αρχή, μέση και τέλος τις βγάζω στο χαρτί.

 

Θεωρείτε ότι η σύγχρονη γενιά λογοτεχνών, στην οποία ανήκετε κι εσείς, έχει αξιοποιήσει επαρκώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας;
Σε μεγάλο βαθμό ναι. Νομίζω ότι το χαρακτηριστικό της δικής μου της γενιάς, των late 90s, του 2000, όπως μας αποκαλούν, αλλά και όσων συγγραφέων ακολούθησαν, είναι ότι υπάρχει ένας πλουραλισμός στον τρόπο έκφρασης και στα θέματα, υπάρχουν πολλά και εντελώς διαφορετικά στυλ, κάτι που δεν το βλέπαμε σε παλιότερους συγγραφείς. Πάντως, πιστεύω ότι εκ των πραγμάτων ο συγγραφέας δίνει το στίγμα της εποχής του, περνάει μέσα από την ματιά του.

 

Πολλοί κατηγορούν τους νέους για αναλγησία, ειδικά στα πολιτικά ζητήματα. Τι γνώμη έχετε για τη νέα γενιά και ειδικότερα για τη νέα γενιά λογοτεχνών; Θωρείτε ότι προσπαθούν να φέρουν αλλαγές μέσω του γραπτού λόγου;
Υπάρχει όντως μια αποστασιοποίηση των νέων από την πολιτική -αυτό είναι δεδομένο και δεν έχει να κάνει μόνο με τους νέους συγγραφείς ασφαλώς. Και ως έναν βαθμό μπορεί κανείς να πει ότι είναι και δικαιολογημένο. Εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπάρχουν κόμματα που να απευθύνονται στη νέα γενιά, τα κόμματα απευθύνονται σε κομματικές πελατείες, οι ψηφοφόροι έχουν εξελιχτεί σε πελάτες που ψηφίζουν αυτόν που θα τους βολέψει, που θα τους διορίσει, που θα τους μειώσει τους φόρους. Πέρα από την πολιτική πάντως, θεωρώ ότι βγαίνουν συνεχώς εξαιρετικοί νέοι συγγραφείς, οι οποίοι όχι μόνο ασκούν μια κριτική σε αυτά που γίνονται, αλλά παράγουν και πολύ καλά κείμενα.

 

Είστε αισιόδοξος λοιπόν!
Για τη νέα γενιά λογοτεχνών ναι, για την Ελλάδα όχι!

 

Θεωρείτε ότι λόγω κρίσης γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εκδώσει κανείς ένα βιβλίο; Είναι δύσκολο να είναι κανείς σήμερα συγγραφέας;
Πάντα ήταν δύσκολο να είναι κανείς συγγραφέας. Είναι ελάχιστοι στην Ελλάδα αυτοί που ζούνε μόνο από τα γραπτά τους. Ουσιαστικά η συγγραφή είναι ένα χόμπι που μπορεί κάπου-κάπου να σου δίνει και ένα χαρτζιλίκι… Έχει τύχει να διαβάσω εξαιρετικά μυθιστορήματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να βρουν εκδότη… Είναι δύσκολα τα χρόνια, ο Έλληνας γενικά δε διαβάζει και πλέον θα ξοδέψει ακόμα λιγότερα χρήματα για την αγορά βιβλίων. Επίσης, ο Έλληνας γράφει περισσότερο από όσο διαβάζει! Πριν την κρίση έβγαιναν 10000 βιβλία το χρόνο, εξωφρενικός αριθμός για μια χώρα που η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι ζήτημα αν διαβάζει ένα με δυο βιβλία ετησίως… Είναι ακόμα πιο δύσκολο για έναν νέο συγγραφέα που δε θα πουλήσει. Τα βιβλία, δηλαδή, που ακολουθούνε συγκεκριμένες συνταγές κουτσά-στραβά θα βγούνε, ο εκδότης ξέρει ότι θα γίνουν επιτυχία και ότι θα βγάλει χρήματα. Κάποιος που θα γράψει κάτι πιο "δύσκολο", θα ζοριστεί. Αλλά πιστεύω πως πρέπει όλοι να προσπαθούμε, αξίζει τον κόπο.

 

Εσείς γιατί γράφετε; Ποια είναι η δική σας κινητήρια δύναμη;
Είναι μια ανάγκη η συγγραφή για μένα. Έτσι ξεκίνησε τουλάχιστον πριν εικοσιένα χρόνια. Είχα περάσει μια δύσκολη φάση στη ζωή μου και ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα διήγημα, το "Άλλοθι", το οποίο είχα σκοπό να κρατήσω στα συρτάρια μου, όπως συμβαίνει συχνά με τα πρώτα γραπτά των συγγραφέων. Οι γονείς μου το διάβασαν, τους άρεσε και με πίεσαν να το βγάλω προς τα έξω. Τελικά κυκλοφόρησε το 1997, σε μια συλλογή που κυκλοφόρησαν τότε τα Νέα. Και κάπως έτσι μπήκα κι εγώ στα γράμματα… Είναι πάντως μια ανάγκη που νιώθω ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αν δει κανείς την πορεία μου, θα παρατηρήσει ότι βγάζω ένα βιβλίο κάθε δύο περίπου χρόνια, υπάρχει κάτι μέσα μου που πρέπει να βγει και αυτό είναι το εκάστοτε βιβλίο.

 

Τι είναι αυτό που δεν έχει βγει ακόμα;
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι. Κάθε φορά που βγάζω ένα βιβλίο, για έναν περίπου χρόνο αδειάζω εντελώς, αισθάνομαι ότι δε θα ξαναγράψω ποτέ. Αλλά όταν περνά αυτό το διάστημα, δημιουργείται η επόμενη ιδέα που γίνεται το επόμενο μου βιβλίο.

 

Έχετε δηλώσει σε συνέντευξη σας ότι το γεγονός πως οι γονείς σας ήταν λογοτέχνες δε σας επηρέασε καθόλου στο να γίνετε συγγραφέας. Αληθεύει αυτό;
Συνειδητά τουλάχιστον όχι. Όπως είπα και πριν, μέχρι τα 26 μου δεν είχα γράψει τίποτα και ούτε σκόπευα. Ακόμα και λίγους μήνες πριν γράψω το πρώτο μου διήγημα αν μου έλεγε κάποιος ότι θα γινόμουν συγγραφέας, θα γελούσα. Δεν είχα ποτέ βλέψεις να γίνω συγγραφέας, αθλητικός συντάκτης ήθελα να γίνω, κάτι που τελικά έκανα στο ξεκίνημα της προηγούμενης δεκαετίας. Δε θα έλεγα ότι ζούσα σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον ούτε με πίεσαν ποτέ οι γονείς μου να διαβάσω κάποιο βιβλίο. Διάβαζα αρκετά ως έφηβος, μετά σταμάτησα για ένα διάστημα και στη συνέχεια ξαναήρθα σε επαφή με την λογοτεχνία λόγω των σπουδών Φιλολογίας στο Στρασβούργο. Αν κάποια πράγματα είχαν πάει καλύτερα στο διάστημα που προηγήθηκε του πρώτου μου διηγήματος, ίσως και να μην είχα γράψει ποτέ.

 

Θεωρείτε δηλαδή ότι οι πνευματικές ζυμώσεις γίνονται κατά τη διάρκεια κακής ψυχολογίας;
Θεωρώ πως όταν κάποιος γράφει και γενικά όταν δημιουργεί στο χώρο της τέχνης, κάτι δεν πάει καλά, με την έννοια ότι κάτι τον ενοχλεί και τον αναγκάζει να το κάνει. Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος ποτέ δε θα έγραφε, ποτέ δε θα δημιουργούσε. Σε έναν κόσμο που θα ήταν όλοι ευτυχισμένοι, δε θα υπήρχε τέχνη. Η τέχνη και η συγγραφή είναι μια διέξοδος, ένας τρόπος να περάσεις σε ένα παράλληλο σύμπαν, ένας τρόπος να φύγεις από αυτά που σε βασανίζουν και να πας κάπου όπου αισθάνεσαι πιο άνετα.

 

Θεωρείτε ότι το επιτυγχάνετε αυτό;
Όταν γράφω ναι. Αισθάνομαι πολύ όμορφα, αισθάνομαι ότι κάνω κάτι που πρέπει -χωρίς αυτό το "πρέπει" να έχει αρνητική χροιά.

 

Σε ποιον χώρο θα σας είχαμε δει αν δεν ήσασταν συγγραφέας;
Πολλά πράγματα ήθελα να κάνω. Θα ήθελα να ήμουν ποδοσφαιριστής. Έχω ασχοληθεί με την πολιτική. Έχω ένα συγκρότημα, τους Snob, με τον φίλο και επίσης συγγραφέα, Δημήτρη Σωτάκη. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι είμαι συγγραφέας, δεν αλλάζει αυτό! Αν έχω κάποιο ταλέντο, είναι αυτό.

 

Μετανιώνετε για κάτι συγγραφικά;
Όχι. Ακόμα κι αν μπορούσα να ξαναγράψω τα βιβλία μου, δε θα άλλαζα τίποτα. Έτσι ένιωσα, έτσι έπραξα, δε θα άλλαζα τίποτα γενικά.

 

Όνειρα και στόχοι για το μέλλον;
Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Προφανώς να συνεχίσω να γράφω, όσο πάει και όσο αντέξω. Και να συνεχίσουν τα βιβλία μου να έχουν νόημα σε αυτόν που τα διαβάζει. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα εξαιρετικών συγγραφέων, οι οποίοι κάποια στιγμή το έχασαν, αλλά συνέχισαν να γράφουν χρησιμοποιώντας το όνομα τους και για να διατηρήσουν το status του συγγραφέα. Αυτό είναι λυπηρό. Αν κάποια στιγμή διαπιστώσω ότι δεν έχω να γράψω κάτι, θα σταματήσω, δε θα μπω στη λογική να γράφω για πάντα. Αλλά αυτό ελπίζω να μη συμβεί ποτέ.