Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Τίνα Κουτσουμπού: Ελπίδες και όνειρα

photo © Στράτος Προύσαλης

Στριμωγμένη ανάμεσα στον μισογκρεμισμένο τοίχο και τη στάση του λεωφορείου η σιλουέτα παλεύει με το ζόρι να κρατήσει την ισορροπία της για να μην πέσει στο έδαφος. Λίγοι δίπλα της οι περαστικοί παραμερίζουν φοβισμένοι στη θέα τού σπορ αυτοκινήτου που καβαλάει απειλητικά το κράσπεδο. Ο οδηγός αδιαφορώντας συνεχίζει την φρενήρη οδήγησή του. Στο πέρασμά της, η διαολεμένη μαύρη καλλονή, μια ΜASERATI αφήνει τρακαρισμένα αυτοκίνητα, φαγωμένα μάρμαρα, διαχωριστικά νησίδων και φρενάρει απότομα μπρος σε ένα σωρό από λάστιχα Μichelin που είναι και το τέλος της διαδρομής. Το αγαπημένο μου σημείο. Έφτασα αισίως τους εκατό πόντους. Τέλος πίστας και περνώ θριαμβευτής στην επόμενη. Με το αίσθημα της αδιαμφισβήτητης επιτυχίας μου μετρώ τα πτώματα που άφησα πίσω σαν ασυνείδητος ραλίστας στο play station και τεντώνομαι να ξεπιαστούν τα μέλη μου. Είμαι από το πρωί αφοσιωμένος, πωρωμένος να περάσω όλα τα επίπεδα. Έτσι γίνεται πάντα με μένα όταν μου λείπει η έμπνευση. Συχνά αποξεχνιέμαι στον υπολογιστή ψάχνοντας το χαμένο μου οίστρο. Τα πλήκτρα του χτυπούν φρενιασμένα. Πάνω που αναρωτιέμαι αν θα συνεχίσω στο επόμενο πιο δύσκολο επίπεδο, η φωνή τού κολλητού μου στο τηλέφωνο με επαναφέρει στην καθημερινότητα.«Απόψε λέμε να βγούμε. Έρχεσαι;» Αρνούμαι ευγενικά. Πρέπει να τελειώσω το βιβλίο. Αποφασισμένος να μην ξανακάνω διάλειμμα αγγίζω απαλά το ποντίκι του υπολογιστή και αρχίζω, με όχημα την φαντασία, Να Γράφω…

Εδώ και ώρα βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα του γραφείου μου. Έχει κάνει ένα μεγάλο στρογγύλεμα από το σχήμα της πλάτης μου από τις πολλές ώρες που είμαι σκυμμένος στα χαρτιά μου. Έχω ήδη φορέσει τα γυαλιά μου και βουτώ με φόρα στο γαλάζιο φόντο της οθόνης. Κατέβασα από το google εκείνο το άρθρο για τα καγκουρό, τις φάρμες και τις μεγαλουπόλεις της Αυστραλίας. Είναι ό,τι ζητώ. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω. Στο ανοιχτό παράθυρο κάτω αριστερά χοροπηδά ένα μωρό κοάλα. Μου αρέσει και το αποθηκεύω. Θα μου κρατήσει παρέα. Η μασκότ μου μέχρι να ολοκληρωθεί το κείμενό μου. Πεντακόσιες λέξεις ακόμη και θα μπει τελεία. Ένα ολοκαίνουργο βιβλίο θα εμφανισθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Ανυπομονώ να δω γραμμένο στη σελίδα μου στο facebook, απ’ όλες τις λογοτεχνικές ομάδες που είμαι μέλος, το: «Καλοτάξιδο» . Κοιτάζω με αγωνία το ρολόι μου. Έχω ακόμη καιρό. Για την ακρίβεια πέντε ώρες και δέκα λεπτά. Μέχρι να έρθει ο κύριος Νικολάου, ο επιμελητής μου. Με είχε ειδοποιήσει από την προηγούμενη. Βιαζόταν να παραλάβει τα γραπτά και να τα δώσει στο ατελιέ για τα γραφιστικά, πριν κλείσει ο μήνας.

Ο εκτυπωτής ήταν από ώρα έτοιμος και το κουμπί λειτουργίας αναβόσβηνε. Περίμενε την εντολή του υπολογιστή για να αρχίσει να ξεδιπλώνει τις κολλαρισμένες του γυαλιστερές σελίδες. Ήταν ένας καινούργιος LASER «του κουτιού» που μόλις τον είχα αγοράσει με τα λεφτά από τις πωλήσεις του νέου μου βιβλίου. Μετά από κόπους χρόνων, τώρα αξιώθηκα να πιάσω λίγα χρήματα στα χέρια μου. Ο εκδότης μού το είπε καθαρά με φωνή παγερή από το τηλέφωνο, πως αν δεν λιώσω στο γράψιμο όλο το καλοκαίρι να μην περιμένω τίποτε πια από αυτόν. Μάλλον με θεωρούσε προ πολλού χαμένη υπόθεση, καμένο χαρτί για τις εκδόσεις του και έψαχνε τον τρόπο να με ξεφορτωθεί ευγενικά. Κι εγώ έπρεπε να πλάσω μια ιστορία ενδιαφέρουσα, συνταρακτική, σύγχρονη και ανατρεπτική. «Και γιατί όχι και κάτι από την δική μου», μονολόγησα με δέος μόλις συνέλαβα την ιδέα και βάλθηκα ως άλλος Δον Κιχώτης να παλεύω με στοιχειά και χίμαιρες, να μάχομαι το άλλο κομμάτι του εαυτού μου με όπλο μια πένα…

Τώρα, οι σκέψεις μου ποτισμένες με το άρωμα του αχνιστού μου καφέ ξετυλίγονταν στην οθόνη σε γραμματοσειρά ARIAL GREEK μέγεθος 12. «Πίστευε στον εαυτό σου, έχεις δυνατότητες», μου είχε πει ο κύριος Νικολάου όταν ξεκίνησα αυτό το απολαυστικά βασανιστικό μαρτύριο της γραφής. Κι εγώ, παρά τις μικρές εισπρακτικές επιτυχίες που είχαν σημειώσει τα βιβλία μου μέχρι σήμερα, συνέχιζα να ταλαιπωρούμαι μουτζουρώνοντας χαρτιά. Όλα τ’ άντεξα: Τα ξενύχτια που με βρήκαν, τις απογοητεύσεις, την έλλειψη οίστρου και έμπνευσης .Έπρεπε, πάσει θυσία, αυτή τη φορά να πετύχω. Η κρίση είχε βρει και την πένα μου όμως δεν το έβαζα κάτω. Ήμουν βλέπεις πεισματάρης. Αυτό το είχα πάρει απ’ τον… Άλκη!

Ο Άλκης! Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να τον πλάσω. Ο νεαρός ήρωας του βιβλίου μου, αντιπρόσωπος της γενιάς που παλεύει με την οικονομική κρίση, μου έμοιαζε. Απόφοιτος της πληροφορικής, πότε άνεργος πότε παραδίδοντας λίγα ιδιαίτερα μαθήματα κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί, τα απογεύματα χαλάρωνε καθισμένος μπρος στην οθόνη τού υπολογιστή που του χάρισε ο παππούς Αλκιβιάδης. Είχε το όνομά του κι ήταν φυσικά ο χαϊδεμένος του.
«Άντε παιδί μου μην απελπίζεσαι. Πήρες το πτυχίο σου με άριστα. Κάτι θα βρεθεί όσο κι αν είναι δύσκολοι οι καιροί», έλεγε στον Άλκη κάθε φορά που τον επισκεπτόταν στο παλιό τους πατρικό. Έμενε μαζί με τη θεία Ελπινίκη. Σκληρό καρύδι ο παππούς, αυτοδημιούργητος, έζησε την ανέχεια και τη φτώχεια στο πετσί του. Δυο φορές πρόσφυγας. Την πρώτη όταν ήλθε μωρό από τις ακτές της Μικρασίας στην Αμμόχωστο. Τη δεύτερη, τότε στην εισβολή το ’74. Ό,τι είχε με θυσίες χτίσει, γκρεμίστηκε σε μια στιγμή. Άτιμος ο πόλεμος δεν χαρίστηκε σε κανένα. Έμεινε σε συγγενείς του στην Αθήνα και ξανάφτιαξε τη ρημαγμένη του ζωή από την αρχή. Ο Άλκης, του χρωστούσε τις ανέσεις που του εξασφάλισε μετά τον θάνατο του πατέρα του, μα πιο πολύ ένιωθε ένα μεγάλο ψυχικό δέσιμο με τον γερόλυκο παππού κι αυτό που πάντα αποζητούσε, ήταν οι φιλοσοφικές τους συζητήσεις. Αμπελοφιλοσοφίες που ο καλοπροαίρετος παππούς, έκανε να μοιάζουν με ρήσεις σπουδαίου επιστήμονα…Της ζωής.

Τον έφερε στο μυαλό του. Ψηλός, αδύνατος, καλοντυμένος με την τσάκιση στο παντελόνι του ατσαλάκωτη και στη μέσα τσέπη το ρολόι της γιαγιάς δώρο στη γιορτή του. Ανέκαθεν το παρουσιαστικό του απέπνεε έναν αέρα αρχοντιάς.
Αν και του Άλκη δεν του έλειπαν οι παρέες, ήταν πολλές οι φορές που προτιμούσε την συντροφιά του παππού από εκείνη των φίλων του. Τον τελευταίο καιρό επηρεασμένος από τις δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον, ζούσε λίγο απομονωμένος από τις φοιτητικές του παλιοπαρέες. Οι εξελίξεις στην οικονομία και τα εργασιακά, η πολιτική αστάθεια παγκοσμίως και η ζοφερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, του είχαν μαυρίσει την ψυχή και ανταποκρινόταν χωρίς ενθουσιασμό και με το ζόρι στα καλέσματα των φίλων του. Μόνο η παρέα του παππού Αλκιβιάδη λειτουργούσε θετικά στον ψυχισμό του. Έβρισκε τις ιστορίες του απ’ τα παλιά και τις απόψεις του για τον κόσμο όχι μόνο φιλοσοφημένες, αλλά και πολύ προχωρημένες για τα εβδομήντα χρόνια του. Άλλωστε επιδοκίμαζε σχεδόν πάντα την ενασχόλησή του με την λογοτεχνία. Έλεγε πως είναι το αλατοπίπερο που κάνει τη ζωή υποφερτή και πως μαζί της ταξιδεύεις ανέξοδα και ακούραστα.

Έκλεισε αποφασιστικά τον υπολογιστή μου και ετοιμάστηκε. Ο γερόλυκος παππούς του σίγουρα δεν τον περίμενε. Ευδιάθετος και με ένα κουτί γλυκά, τα αγαπημένα του, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας για να αντικρύσει την ξαφνιασμένη θεία Ελπινίκη που χαμογέλασε πλατειά για αυτή την ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς.

«Ήρθες παιδί μου! Ελπινίκη ετοίμασε και φέρε μας να τσιμπήσουμε κάτι εδώ στο μπαλκόνι».

Η φωνή του βαθειά, αγαπημένη, γνώριμη, τον έκανε να νιώσει ζεστασιά, να χαλαρώσει.

«Ήθελα να σου δείξω κάτι Άλκη μου. Έλαβα ένα σημαντικό γράμμα που απαιτεί να πάρω μια δύσκολη απόφαση. Είναι μια ιστορία ξεχασμένη αυτός ο μεγάλος νεανικός μου έρωτας, να όμως που τώρα με ξαναβρήκε… για να ξοφλήσω έστω και αργά εκείνη την υπόσχεση».

Ο εγγονός του, τον κοίταξε με περιέργεια και απορημένο βλέμμα γνέφοντάς του να συνεχίσει.«Σε παρακολουθώ κι είμαι όλος αυτιά παππού».

Σηκώθηκε κι έσιαξε το γιλέκο του. Στο αριστερό του χέρι έπαιζε πάντα το ρολόι της γιαγιάς με τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν το καντράν. Ήταν φανερό πως έψαχνε να βρει μιαν άκρη για να ξετυλίξει την ιστορία του. Ξεκίνησε μετά από λίγα λεπτά μπαίνοντας αμέσως στο θέμα.

«Η Μαρία... μια γυναίκα που είχα αρραβωνιαστεί πολύ μικρός, όταν ήμουν σχεδόν στην ηλικία σου, έμαθα πως δυστυχώς πέθανε πριν από ένα μήνα. Όντας άκληρη θέλησε να αφήσει σε μένα ένα μεγάλο κτήμα στην Μελβούρνη και το 50% των μετοχών μιας επιχείρησης που πουλά προγράμματα υπολογιστών. Αλληλογραφούσαμε πολύ σπάνια αλλά ήξερε πως έχω έναν εγγονό. Φαίνεται κρατούσε τη σκέψη της ακόμη σε μένα. Μεγάλη περιπέτεια Άλκη μου. Τι να σου πρωτοεξηγήσω. Θα τα μάθεις τώρα πια αναγκαστικά. Ο δικηγόρος της μας περιμένει εκεί. Τι λες; Έχουμε μια μικρή περιουσία στην Αυστραλία. Πάμε να ζήσουμε μαζί την περιπέτεια;»

Ο Άλκης έμεινε άφωνος να τον κοιτάζει μέσα από τα μυωπικά γυαλιά του. Πότε πήγε στην Αυστραλία; Πότε αρραβωνιάστηκε; Ποια ήταν αυτή η Μαρία; Πώς είχε τόση περιουσία; Και γιατί τον θυμήθηκε τώρα; Μύρια ερωτήματα τρύπαγαν το μυαλό του. Ο παππούς τον ξάφνιαζε άλλη μια φορά. Ποτέ δεν βαριόταν μαζί του.

Εκείνο το βράδυ καθισμένοι οι δυο τους στο μικρό μπαλκονάκι του παππού με συντροφιά το φεγγαρόφωτο και τα αρώματα από τις γλυσσίνες και τα γιασεμιά του κήπου ειπώθηκαν μικρά-μεγάλα μυστικά και ξεδιπλώθηκαν οι αναμνήσεις της περασμένης νιότης του.

Ο Άλκης, γύρισε στο σπίτι προβληματισμένος και σκεπτικός. Όσα του ανιστόρησε ο γερο-Αλκιβιάδης τον συγκίνησαν. Η Μαρία γνώρισε τον παππού στην Κύπρο κι αρραβωνιάστηκαν. Η εισβολή κι οι συγκυρίες τούς χώρισαν. Ο παππούς βρήκε καταφύγιο σε συγγενείς στην Αθήνα κι εκείνη στην μακρινή Αυστραλία. Εκεί ζούσε όλα αυτά τα χρόνια. Μόνο μια φορά είχε δει κάποια κάρτα στη βιβλιοθήκη του παππού. Μα κι εκείνος να μην αναφέρει ποτέ του τίποτε!

«Πώς να ‘ναι άραγε η Αυστραλία;», μονολόγησε ο Άλκης κι άνοιξε τον υπολογιστή. Θα έφευγαν σ’ ένα μήνα, ικανό διάστημα για τις σχετικές προετοιμασίες κι είχε αρχίσει ήδη να κάνει σχέδια για έναν άγνωστο τόπο, σ’ άλλη ήπειρο με άλλους ανθρώπους που έπρεπε να μάθει τον πολιτισμό τους. Άρχισε να σερφάρει στο διαδίκτυο σε διευθύνσεις και ιστότοπους με τουριστικές πληροφορίες και ειδήσεις από αυτή την όμορφη μακρινή χώρα. Τα γράμματα χοροπηδούσαν εμπρός στα μάτια του και ρουφούσαν τις εικόνες ενός άλλου παραδείσου, καλώντας τον να τον εξερευνήσει.

Ήρθαν στο νου του όλοι οι νέοι τής γενιάς του που έψαχναν απεγνωσμένα την τύχη τους έξω από τα ελληνικά σύνορα, με μόνο εφόδιο τις γνώσεις, τα νιάτα τους και κινητήριο δύναμη την θέλησή τους για δημιουργία και προκοπή. Κρίμα να χάνεται έτσι η σπουδαγμένη νεολαία της πατρίδας σκέφτηκε. Μα μπορούσε να τους θρέψει μόνο η εσωτερική φωνή που τους φώναζε«Mείνε»; Η ανθρωπιά, η καλοσύνη, το φιλότιμο, ο ήλιος κι η θάλασσα, σίγουρα δεν ήταν αρκετά. Κι ούτε κάποιες αναιμικές φωνές για γρήγορη επάνοδο στην ανάπτυξη.

«Έρχεται ο παρ’ ολίγον εγγονός σου Μαρία. Η πληροφορική είναι άλλωστε το φόρτε μου κι ο παππούς… Σου χρωστά ακόμη εκείνη την υπόσχεση».

Την επομένη ο Άλκης, στρώθηκε στη δουλειά. Διάβασε μελέτες κι αναφορές, αποστήθισε αριθμούς και νούμερα, γνώρισε την ιστορία, τα αξιοθέατα ενημερώθηκε και για τις προοπτικές απασχόλησης στη χώρα, θαύμασε τα επιτεύγματα της ελληνικής παροικίας, διαπίστωσε για άλλη μια φορά το δαιμόνιο της ελληνικής φυλής και τηλεφώνησε αποφασισμένος στον παππού.

«Το ’ξερα πως θα έπαιρνες την σωστή απόφαση παιδί μου. Λίγες φορές στη ζωή σού έρχεται καλή ζαριά. Εκμεταλλέψου την ευκαιρία. Η ζωή βοηθάει τους τολμηρούς»,του έγνεψε με νόημα.

«Αναχώρηση QUANTAS AIRWAYS,πτήση 342 για Μελβούρνη.
«Παρακαλούνται οι επιβάτες να επιβιβαστούν άμεσα από την πύλη 4».

Ο Άλκης, με τις αποσκευές του πλησίασε στον έλεγχο των διαβατηρίων. Δίπλα ο παππούς προχώρησε στητός μέσα στο ατσαλάκωτο κουστούμι του.

«Περιμένουμε να μας καλέσεις, παλιόφιλε». Ο φίλος του, με κρυφή ζήλεια, τον αποχαιρέτησε στο αεροδρόμιο.
«Δεν λέμε αντίο εμείς ρε πεζεβέγκη» του ψιθύρισε εκείνος χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.

Στη θέση 45 C δίπλα στο παράθυρο του air bus,ο Άλκης, κοιτάζει τα σύννεφα που περνούν από δίπλα του. Μοιάζουν σαν ξεφτισμένο άσπρο βαμβάκι. Σε λίγο μια άλλη ζωή θα τον μπλέξει στα υφάδια της. Ανασαίνει ανακουφισμένος. «Για όλα υπάρχει λύση» συλλογίζεται και γέρνει στο παράθυρο να πάρει έναν υπνάκο μέχρι να φτάσουν στη Μελβούρνη.

Χτένισα πάλι το κείμενο πατώντας πάνω με τον κέρσορα. Λίγο ακόμη μου έλειπε για το τέλος. Κι ήταν το τέλος που ήθελα εγώ. Για ποιόν άραγε; Μόνο για τον Άλκη ή και για τον εαυτό μου; «Τώρα γεννήθηκε μια ιδέα» , είπα στον εαυτό μου. «Δες το και σαν ευκαιρία, αν κάτι πάει στραβά. Προς το παρόν θα επιμείνουμε ελληνικά». Στην τελευταία γραμμή σταμάτησα ευχαριστημένος. Για τον ήρωά μου για το βιβλίο μου, για τον εαυτό μου.

Άραγε τι θα έλεγε ο εκδότης μου; Πολύ θα ’θελα να δω την αντίδρασή του όταν θα του παρέδιδα πρωτόλειο! Είχα βλέπεις δώσει μιαν υπόσχεση στον εαυτό μου να παλέψω. Κι έπρεπε κι εγώ σαν τον ήρωα του βιβλίου μου να μην την αθετήσω. Θα μου κόστιζε ακριβά: την άρνηση έκδοσης του βιβλίου μου και την προσθήκη του ονόματός μου στις λίστες των χρόνια ανέργων της στατιστικής υπηρεσίας.

Περνούν λίγα λεπτά μέχρι να σβήσει ο υπολογιστής.«Καλή επιτυχία στο νέο μου βιβλίο» εύχομαι στον εαυτό μου και κλείνω το μάτι στο κοάλα-μασκότ, που με παρακολουθεί στη γραμματοσειρά. Το βλέπω να μου γνέφει με νόημα και να μου σιγοψιθυρίζει ενώ χοροπηδά στην επόμενη γραμμή. Έπειτα, μ’ ένα κλικ το μαύρο σκοτάδι της οθόνης το καταπίνει.

Ανοίγω τώρα την πόρτα στον κύριο Νικολάου, τον επιμελητή μου, μα δεν ανησυχώ. Ξέρω πως αν το θελήσω … ο Άλκης, ο ήρωάς μου με περιμένει ακόμη κι έχω διορία 5 μέρες και δέκα λεπτά για την επόμενη πτήση… στη Γη των Καγκουρό. Εκεί που ζουν οι χαμένες ελπίδες και ζωντανεύουν τα όνειρα.

*Tελευταίο βιβλίο της Τίνας Κουτσουμπού είναι η συλλογή διηγημάτων "Του καιρού τα γυρίσματα" (εκδόσεις Διάνυσμα 2016).