Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Εξ αφορμής. “10.39.43” - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Αγγελική Λάλου

6.01: Ξυπνητήρι. Wake up in New York… ένταση ελαφρώς χαμηλωμένη, με τάση αυξητική, να χτυπούν τους τοίχους του δωματίου οι μικρές μελωδίες της νύχτας, φερμένες από τη μακρινή ήπειρο, από τον άλλον ουρανό που βραδιάζει και ξημερώνει ετεροχρονισμένα, φυλακισμένες στο θαυμαστό μικρόκουτο του κινητού που αν, εκ πρώτης όψεως, ξεγελά για το αθώο της ύπαρξής του, υπαινίσσεται ωστόσο την απειλή της πιο μοντέρνας φυλάκισης εικόνων και ήχων σε μόλις λίγα giga ηλεκτρονικής μνήμης και ανύπαρκτων καλωδιακών ιστών που δεν ησυχάζουν λεπτό, δευτερόλεπτο, κλάσμα δευτερολέπτου. Αρκεί. Δεν άφηνε παραπάνω από 1 λεπτό και 32 δευτερόλεπτα να παραμείνει στο κρεβάτι σκεπτόμενος τις απεριόριστες τεχνολογικές ιδιότητες του i-phone. Δεν του επέτρεπε να αναλογιστεί την εποχή που το ξυπνητήρι είχε την προσωπική του υπόσταση και τον ξεκάθαρο ήχο «ντριιιιιιιιιιιν» σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Δεν έμπαινε καν σε διαδικασίες ανώφελου παραλληλισμού εποχών. Η ζωή είναι στον ενεστώτα συνήθιζε να λέει

“Σκουπίζω τις παλιές φωνές
από το τηλέφωνο.
Μετά κουρδίζω τη συσκευή - ακόμη μπερδεύω
το τηλέφωνο με ρολόι -
Βγάζω το δέρμα μου και κάνω
ένα ζεστό μπάνιο για να ξεχάσω.”

6.22: Το ζεστό να υπερισχύει κατά το 1/5 του κρύου, λίγο παραπάνω από χλιαρό, με τάση προς το ζεστό, σε απόσταση από το κεφάλι τόση, όση και από τη λαβή της θήκης σαπουνιού. Με άλλα λόγια 34 εκατοστά. Dove καθώς με την προηγούμενη μάρκα δεν υπήρξε ευχαριστημένος. Κρατούσε τις σταγόνες του νερού κάτι παραπάνω από τρία δευτερόλεπτα, με άλλα λόγια, σχεδόν μένανε στάσιμες στην περιοχή του στήθους, κάτι που τον εκνεύριζε το ίδιο έντονα με την αναίτια καθυστέρηση του metro σε στάσεις ή με την ανούσια συζήτηση δημόσιων υπαλλήλων σε ταμεία εξυπηρέτησης, περί μαγειρικής, ποδοσφαίρου και λοιπών ασθενειών που επωμίζεται να ακούει κι ο πολίτης. Δεν άφηνε παραπάνω από 19 λεπτά και 3 δευτερόλεπτα την ημέρα να γκρινιάξει για τα κακώς κείμενα της πόλης του. Είχε εξασκηθεί στην εσωτερική γκρίνια, όπως ακριβώς και στον αποπροσανατολισμό του σωματικού πόνου, όποτε αυτός του συνέβαινε. Δεν συνέβαινε συχνά ωστόσο. Έκτοτε βρίσκει τρόπους να αποποιείται τη δυσάρεστη όψη των πραγμάτων

“Το νερό με σφίγγει σαν σίδερο.
Τώρα κατεβαίνω στον πάτο της λίμνης.
Κοιτάζω την οροφή του νερού.”

7.01: Ζεστή πετσέτα μονόχρωμη για το κάτω μέρος του σώματος, ζεστή για το κεφάλι και το λαιμό. 16 λεπτά και 04 δευτερόλεπτα διπλωμένες στα τέσσερα, αφημένες στο πάνω μέρος του καλοριφέρ. Του αρέσει να μπαίνει σε ζεστά περιβάλλοντα, ν’ απλώνουν οι μύες, να διαστέλλονται τα συγκρατημένα νεύρα του, ν’ απλώνει ο ίδιος, να κατατεμαχίζεται σε πολλαπλά δευτερόλεπτα, όπως όταν μπαίνει σε ζεστό σώμα και δεν ορίζει κανένα από τα μέλη του δικού του, παρά μόνο τα χέρια. Τα χέρια είναι αποσπώμενα, απότοκος παιδικής ηλικίας, όταν λόγω φασαρίας του διπλανού, η βέργα μάτωνε πρώτα τα δικά του και μετά του κυρίως υπαίτιου. Εκεί κρύωνε περισσότερο όταν άγγιζε τυχαία τους ανθρώπους, όταν τον άγγιζαν και κείνοι τυχαία κατά την απότομη μετατόπιση του βαγονιού πάνω στις ράγες, τη βιαστική αρπαγή προϊόντων από τα ράφια σούπερ μάρκετ, την ακούσια επαφή δακτύλων για να πάρει τα ρέστα. Έκτοτε έδινε το ακριβές αντίτιμο. Όταν πάλι δεν είχε, έλεγε με αποφασιστική φωνή, μην αφήνοντας χρόνο για αντιδράσεις, δεν χρειάζομαι ρέστα. Κάποτε το προσπάθησε

“Φέτος δεν φόρεσα καθόλου γάντια.
Τα πιάνω όλα με γυμνά χέρια.
Πάει και ο φόβος του τέτανου.
Με γυμνά χέρια κάνω τους λογαριασμούς.”

7.39: Κατεβαίνει τις σκάλες, κλειδώνει δύο φορές. Ο χρόνος κυλάει. Ο φόβος για τον τέτανο επανήλθε μετά από την αναγκαία του συναναστροφή με ανθρώπους. Μικροψυχίες, εμμονές, απροσδιόριστες μελαγχολίες, υποδόριες αγκυλώσεις, ψυχές αλλοπρόσαλλες, περπατάνε, βαδίζουν γρηγορότερα, κυλάνε, τρέχουν, σκοντάφτουν, φωνάζουν, ματώνουν, επουλώνονται, περπατάει μαζί τους, βαδίζει γρηγορότερα, κυλάει μαζί τους, τρέχει κι αυτός, σκοντάφτει, σηκώνεται, φωνάζει… χρόνια, μήνες, βδομάδες, μέρες, ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα, κλάσματα δευτερολέπτων, ασθμαίνοντας περπατάει γρήγορα.

10.39: Πέφτει. Δεν σηκώνεται. Δεν είναι πως δεν θέλει. Δεν μπορεί.
“Εδώ σταματάω γιατί βλέπω μια γυναίκα
να χτενίζει τη φωνή της. Μια γυναίκα εντοιχισμένη
από τα λόγια μου.”

*Σημείωση: Οι στίχοι ανήκουν στον ποιητή Γιάννη Κοντό.