Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Οι Γρύπες, του Πέτρου Φούρναρη

Οι Γρύπες, θεατρικό μονόπρακτο, Πέτρος Φούρναρης, εκδόσεις Βακχικόν 2018

(Ακούγονται κρωξίματα πουλιών και δυνατός αέρας)

(Ο Βασίλης μπαίνει ακροποδητί μέσα στο ξυλουργείο και κλείνει την πόρτα. Φοράει κοντό παντελόνι, τριμμένο μαύρο σακάκι και παντόφλες. Πλησιάζει τον γέρο να δει αν κοιμάται. Βγάζει ένα μπουκάλι απ’ την εσωτερική τσέπη του σακακιού και πίνει, το ξαναβάζει στην τσέπη. Ψάχνει σε διάφορες γωνιές. Μη βρίσκοντας τίποτα, πάει προς την πόρτα για να φύγει. Ξαναγυρνάει. Ο χοντρός ροχαλίζει μέσα στο φέρετρο. Κοιτάει κάτω απ’ το καπάκι. Φεύγει χτυπώντας την πόρτα με δύναμη)

(Παύση)

ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΕΞΩ     Πατέρα! Πατέρα! Πατέρα!

ΓΕΡΟΣ                       (πετάγεται) Ποιος; (βλέπει πως δεν υπάρχει κανείς και ξανακλείνει τα μάτια του) Κωλόκαιρος! (χτυπάει πένθιμα μια καμπάνα κι ανοίγει τα μάτια του. Κάνει τον σταυρό του και ξανακλείνει τα μάτια του)

ΓΙΩΡΓΟΣ                   (από έξω) Στο διάολο πρωί-πρωί. Ουστ! (ανοίγει η πόρτα) Ξουτ, που θέλετε να μαγαρίσετε και στα ζεστά. Ξουτ, συφοριασμένες. (κλείνει την πόρτα. Δεν φοράει φόρμα εργασίας) Ξύπνιος είσαι γέρο;

ΓΕΡΟΣ                       Πάλι τα ίδια σήμερα! Μια αυτός, μια η καμπάνα δεν έκλεισα μάτι.

ΓΙΩΡΓΟΣ                   Σαν τις μύγες πέφτουν κάθε χειμώνα.

ΓΕΡΟΣ                       Ποιος είναι σήμερα;

ΓΙΩΡΓΟΣ                   Ρώτησα τον Βασίλη, καθώς ερχόμουν, αλλά δεν μου είπε.

ΓΕΡΟΣ                       Δεν σου μιλά, πάλι;

ΓΙΩΡΓΟΣ                   Έψαχνε ξεβράκωτος έξω στο δένδρο κι ούτε που με πρόσεξε. Θα βάλω κανένα ξύλο πριν ξεπαγιάσουμε εδώ μέσα. Ήπιος χειμώνας σού λέει.

ΓΕΡΟΣ                       Για κανένα μπουκάλι θα ‘ψαχνε.

ΓΙΩΡΓΟΣ                   (βάζει ξύλα στη σόμπα) Τώρα τελευταία το ‘χει παρακάνει. Βρωμά το στόμα του από ένα χιλιόμετρο. Ποιον να ‘χει αγγαρέψει πάλι και του το φέρνει!

ΓΕΡΟΣ                        Εμάς να μη σκοτίζει.

ΓΙΩΡΓΟΣ                    Θα βρούμε τον μπελά μας μ’ αυτόν. Άκου που σου μιλώ. Θυμάσαι που ‘βαλε φωτιά στον θάλαμο και παρά λίγο να τους κάψει όλους σαν τα ποντίκια; Θα λαμπαδιάζαμε κι εμείς με τόσα ξύλα. Δεν καίγονται τα χέρια σου τόσο κοντά στη φωτιά;

ΓΕΡΟΣ                        Καίγονται!

ΓΙΩΡΓΟΣ                    Μην τον μαζεύεις εδώ μέσα. Τώρα που άρχισε πάλι να μεθάει, θα τους κάνει όλους μαλλιά κουβάρια στον θάλαμο κι αν συμβεί κάτι οι ψυχίατροι θα λένε πως τον ποτίζουμε εμείς. Κοίτα πώς πύρωσε. Τώρα δεν είναι καλύτερα;

ΓΕΡΟΣ                        Καλύτερα.

ΓΙΩΡΓΟΣ                    Θα καείς.

ΓΕΡΟΣ                        Ας καώ.

ΓΙΩΡΓΟΣ                    Τι να σε κάνω καμένο; (στέκεται όρθιος δίπλα στη σόμπα) Κοιμήσου. Θα ‘χουμε μανούβρες μετά.

ΓΕΡΟΣ                        Κανένα ντουλάπι;

ΓΙΩΡΓΟΣ                    Στο τέταρτο περίπτερο, και μια πόρτα στο ενδέκατο. Αλλά έπεσε ένας κλάδος πάνω στην εκκλησιά.

ΓΕΡΟΣ                        Δίπλα στο έβδομο!

ΓΙΩΡΓΟΣ                    Δεν σκοτώθηκε κανείς, αλλά θέλει καινούργια μαδέρια στη στέγη, επισκευή το τέμπλο, πριόνισμα ο κλάδος.