Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Θαμπή πατίνα, του Γιάννη Τζανετάκη

Θαμπή πατίνα, ποίηση, Γιάννης Τζανετάκης, εκδόσεις Πόλις 2017

 

Λιτά, απέριττα ποιήματα, δίνουν ανάσες χρόνου, κοφτές ανάσες ζωής που παλλεται. Γιάννης Τζανετάκης και «Θαμπή πατίνα» από τις εκδόσεις «Πόλις». Είναι ο ποιητής και οι μνήμες του. Είναι ο ποιητής μέσα στα ποιήματα. Στο ποίημα «Σαν ύστατη πνοή» γράφει: «Μέσα σε κάθε ποίημα /είμαι γω/όπως στα φιλμ ο Χίτσκοκ/δείτε καλύτερα/πίσω απ' το σκριπτ/στα ράμματα/στο σκοτωμένο αίμα/κάποιου στίχου/μ΄αρέσει να λουφάζω/στις γωνίες/σκύλος/σφιχτά το κόκαλό του /που κρατάει/σαν ύστατη πνοή σαν φυλαχτό/»

Σαφώς και υπάρχει νοσταλγία, αλλά όχι μελόδραμα. Υπάρχει μνήμη, αλλά όχι κατήφεια. Xαμηλόφωνος και ουσιαστικός, δίνει τις νότες του σπαραγμού, αλλά χωρίς μεταμοντέρνες υπερβολές. Μας αφήνει χώρο να φανταστούμε και να αισθανθούμε, να ταξιδέψουμε στο χώρο και στον χρόνο χωρίς να μας πνίγει με τις λέξεις, και χωρίς να εκβιάζει το νόημα. Διαβρωμένες οι αναμνήσεις αλλά παρούσες, ζωντανές να περιμένουν να τις ξεκλειδώσεις.

Νεύματα, χειραψίες, αγγίγματα, πρόσωπα, ήχοι, που ίσως σκόρπισε ο αέρας επανέρχονται εδώ για να συνθέσουν εικόνες από μια εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί, αποτελεί όμως πηγή έμπνευσης για το δημιουργό, που σκαλίζει τις σκιές χωρίς μοιρολατρία, αλλά από απόσταση ικανή. Οι παλιοί ήρωες γερνάνε, οι άνθρωποι αλλάζουν ή φεύγουν από τη ζωή, το τοπίο της ζωής του ανθρώπου αλλάζει και κείνος πρέπει να΄ναι εκεί και να αντέχει. Γράφει: «Oι πεθαμένοι μας γονείς/μια μέρα επιστρέφουν/θαμπή πατίνα/μέσα μας/σκιές/στα σπλάχνα/οστά μας/- σηκώνουνε τα χέρια οι γιατροί-κάποια στιγμή /ο ένας απ΄τους δυο /αβάσταχτα/μισό το άλλο μισό που νοσταλγεί/στα μάτια μας τραβάει την κουρτίνα/» (ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΣΚΙΕΣ)

Λέξεις κοινές, καθημερινές, «αντιποιητικές» ίσως, στίχοι κοφτοί, διόλου απλωμένοι, ποιήματα κορνίζες με θαμπές φωτό, ποιήματα μικρά στιγμιότυπα χαμένης ευτυχίας. Σαν παλιό νοσταλγικό τραγούδι. Σαν λαχτάρα που δεν ικανοποιήθηκε. Και είναι πάντα κάτι που εκκρεμεί εν τέλει. Το στίγμα απ΄ τα ερείπια. Το στίγμα μιας ζωής ξεθωριασμένης, ξεφτισμένης, ή μετέωρης. Και μια συστολή σκόρπια, άλλοτε μια αβεβαιότητα (Μη μου χαλάς/δεν ξέρω/πώς /πώς σε φτιάχνουν πάλι/δεν έχω/άλλο παιχνίδι μη/» (ΜΗ)

Σπίτια, γήπεδα, βιτρίνες, γειτονιές, ποδόσφαιρο, δρόμοι, «όλα εύθραυστα/δειλά/αιφνιδιασμένα/σκόνη που προδίδεται στο φως» (URANYA). Ο ποιητής στριφώνει αναμνήσεις, γενναία αναμετράται με τον ανελέητο χρόνο. Διασώζεται κάτι; Mπορεί να διασωθεί; Ίσως ποίηση είναι ο τρόπος που φιλτράρει κανείς αυτό που διασώζεται μέσα του! Το κλείνει σε στίχους και το κρατά για πάντα, το κλείνει σε στίχους και το ξορκίζει. «Βγάλτε με/ απ' το καστ/βουβός κι εγώ/χωρίς υπότιτλους/και μπάντα/αυτό το φιλμ δεν /θέλω πια/δεν παίζω άλλο» (ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ)

Όσο για τους φίλους είναι αναπόσπαστο κομμάτι της θύμησης και γίνεται μνεία σε αυτούς στο ποίημα «Φίλοι μου ας πετάξατε». Mέσα του ο ποιητής τους κρατά ζωντανούς, και απευθύνεται σε αυτούς με τρυφερότητα και λαχτάρα: «Φίλοι μου ας πετάξατε/στα σύρματα/ας κάθεστε πουλιά/χνούδια στο μπαλκόνι/με άλλα μάτια/ας με κοιτάτε πια/ακόμα σας κρατώ ζεστούς/το χάραμα όπως/πάνω στο παιδί μας/ρίχνουμε τρυφερά ένα σεντόνι».

Ο αφηγητής του Τζανετάκη αναπλάθει ποιητικά το παρελθόν του, κρατώντας ό,τι χρειάζεται ή ό,τι έχει απομείνει, ράβοντας το ένδυμα της μνήμης, ένα είδος προσωπικού απολογισμού τρόπον τινά με τον τρόπο τον δικό του, τη δική του ιδιόλεκτο. Και έχει πάντα την επίγνωση ότι μπορεί ο χρόνος να επιφέρει αλλοίωση σε δομές και πρόσωπα, να αλλάξει τις παραμέτρους. Άλλοι οι άνθρωποι απ' ο,τι ήταν μπλέκουν σε νέες εμπειρίες ή έστω προσπαθούν να ξαναζήσουν τις παλιές, αλλά δεν είναι το ίδιο. Οι συνθήκες αλλάζουν κάθε φορά μοιραία. «Εγώ κι εσύ/θα πάμε πάλι/βαρκάδα στο νησί/άλλοι κι οι δυο/σε άλλη εκδρομή/δίχως ορμές/καθηγητή/να μας φυλάει/ριγώντας θα με πάρεις /στα χέρια σου ξανά/αέρα τώρα/στάχτη στ' ανοιχτά/» (ΑΛΛΟΙ ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ)

Oι εικόνες της ζωής μας ξεθωριάζουν με το πέρασμα του χρόνου, φθίνουμε και μεις ,οι αναμνήσεις «φως μαραμένο». (Oχι είπα/δεν φταίει ο καταρράκτης/ολοένα που με βλέπεις/πιο θαμπά/εγώ σιγά σιγά θαμπώνω/εγώ πίσω απ΄την κουρτίνα/κλαίω βουβά/παιδί που έσπασε το βάζο» (ΕΓΩ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ)

Ασημίνα Ξηρογιάννη