Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Μάγκι Κάσιντι, με θυμάσαι;

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Σε λίγες μέρες η Αμερική εκλέγει τον νέο της πρόεδρο. Όλα τα βλέματα είναι προσηλωμένα στο αποτέλεσμα που θα κρίνει τη διεθνή, πολιτική σκηνή για την επόμενη δεκαετία. Μια περίοδος ασταθής, ένας καινούριος αιώνας που κάνει τα πρώτα του βήματα μ΄αμηχανία και ορμή εφηβική. Αυτό που έτσι αυθαίρετα ονομάσαμε δυτικό κόσμο οφείλει πολλά απ΄την προσωπικότητά του στην Αμερική που θα προκύψει στις αρχές του Νοέμβρη. Δίχως εχθρούς πια, με συνείδηση των ιστορικών λαθών που τόσο στοίχισαν στ΄ακυρωμένο τους δέος, αυτές οι μοναχικές πολιτείες που αχαρτογράφητες προσμένουν με τον χώρο και τις σημασίες τους θυμούνται τους νεκρούς στρατιώτες και ζουν μες στο πένθος, πιστές στο Κονγκρέσο και τις προοπτικές του Χόπερ. Εν μέσω φυλετικών και θρησκευτικών διωγμών, με τις ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού ολότελα αποστεωμένες και ανυπόληπτες οι Ηνωμένες Πολιτείες τραβούν την ιστορική τους πορεία. Λένε πως η ιστορία γράφεται απ΄τους ηττημένους. Μια τέτοια Αμερική καλείται ν΄αναγεννήσει το καινούριο αφήγημα ενός παρθένου αιώνα. Μια σκληρή Αμερική, με πληγές, με τη βαρυτική δύναμη των αναμνήσεων απ΄το Βιετνάμ, το Γκουαντάναμο, το Ιράκ, την Σερβία, την Συρία. Η Νέα Υόρκη στέκει σήμερα κοσμόπολις του μέλλοντος. Η μοίρα της, όπως και η μοίρα μιας ολόκληρης ηπείρου επαφύεται στα χέρια της απαρχαιωμένης, πάλαι ποτέ θρυλικής Αμερικής. Οι καλύτερες μα και χειρότερες στιγμές αυτού του φαινομένου που εδώ και χρόνια διανύει τις ύστερες ώρες του συμπυκνώνονται σε σκόρπια φύλλα και στιγμές. Η σκιά του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα θα σκεπάζει τούτον τον κόσμο για πάντα. Η Αμερική δεν είναι άλλο απ΄τα πιο σπουδαία παιδιά της. Τη γενιά των μπητ, όσους υπηρέτησαν την πρωτοπορία μέσα απ΄τις σκοπιές της τέχνης. Αθλητές, ήρωες της λαϊκής ιστορίας, άνθρωποι σύμβολα που ονομάζουν πια γέφυρες, κάποιος Κραίην που σκοτώνεται χαράματα στο Μπρούκλιν, προσωπικότητες διεθνούς εμβέλειας που στελέχωσαν όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. *

Αυτή την Αμερική που ξερνά ο καιρός μας τη συνθέτουν τ΄άκρα. Στο ενδιάμεσο πνέουν ψίθυροι παλιάς, αφροαμερικάνικης μυθολογίας, ενώ η μεγάλη Pax Americana μ΄έμβλημά της το Ντιτρόιτ ρευστοποιεί τ΄όραμα και γερνά. Απ΄τα βάθη των ρηγμάτων, μέσα απ΄την αγκαλιά του αγίου φθάνουν ουρλιαχτά και αντηχήσεις. Ένας νέος αφιερώνει το μεγάλο του ποίημα στους καθρέφτες. Με κάτι τριμμένα ρούχα, μ΄οπτασίες ανεξήγητες τινάζει το λαιμό του, πίνει ρεύμα ηλεκτρικό και υδατογραφεί ξανά το μεγάλο ναό. Μες στ΄αμφιθέατρο τραγουδά τους στίχους της ζωής του. Εκείνο το 1955 η Αμερική γεννιέται στις ακτές του ωκεανού. Σπασμένοι αμφορείς απ΄τα ναυάγια του νέου κόσμου ξεβράζονται στο Μαϊάμι μία η ώρα τη νύχτα. Απ΄το Σαν Φραντσίσκο φθάνουν συγκεχυμένες πληροφορίες. Λένε ο Γκίνσμπεργκ άφησε σαν τους μάγους τα ποιήματά του μες στ΄αμφιθέατρο να τιναχτούν ως τη στέγη, να φυσήξουν την ακοίμητη αστεροέσσα. Νοσοκομεία, το Κάνσας με τους νεκρούς του, συνοικίες του τσαγιού μ΄ανθρώπους και εμπορεύματα στους κήπους των μαγαζιών, ψηλές κορυφές των πιο φιλόδοξων κτιρίων αυτού του κόσμου. Πρόσωπα που χάθηκαν μες στους συρμούς της αγελαίας, αμερικανικής ζωής μας, φίλοι δραπέτες των ειρηνικών διαδηλώσεων, υψωμένες γροθιές, ένας, δύο, τρεις νεκροί έφηβοι και οι σημαίες του νότου που υψώνονται μεσίστιες. Η φωνή του θα ταξιδέψει απ΄το Σαν Φραντσίσκο ως την άκρη αυτής της περίφημης πολιτείας. Η φωνή του στο πλάι εκείνων που σήμερα συνθέτουν την τάξη των αυτοχείρων.

Το ποίημά του είναι γραμμένο για όσες περιπτώσεις απέμειναν ακατόρθωτες, για την Μάγκι Κάσιντι, φίλη φίλου που πεθαίνει μες στον παγωμένο βορά, χαρίζοντας κάτι απ΄τον εαυτό της στα παιδιά της ομάδας χόκεϋ. Το ποίημά του γράφτηκε για τη μεγάλη, δυτική νύχτα, τις κοκκαλιάρικες λεγεώνες που όλο επιστρέφουν απ΄τη Μέση Ανατολή. Άρρωστοι στρατιώτες, χαλασμένα, αμερικανικά νιάτα στο βωμό της διεθνούς ευημερίας, αυτόκλητοι παρασημοφορεμένοι λοχίες β΄ τάξεως, με χέρια ως τους αγκώνες, όπως τ΄αγάλματα. Ο Κάρλ Σόλομον, ο ίδιος ο ποιητής, όσα δεν ονομάζονται και δεν περιγράφονται στο Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ, η αλουμινένια μοναξιά μας, ο θείος Σαμ αγέραστος από τότε μες στις σάλες των δημοτικών μεγάρων, θαύματα του ενός και μόνου θεού και τίποτε παραπάνω. Για τίποτε απ΄όλα αυτά δεν προορίστηκε ποτέ το Ουρλιαχτό. Μόνον για να ξανανιώσουν οι φίλοι με πόση αγάπη και με πόση μοναξιά ζει αυτός ο κόσμος. Να νιώσει το φορτίο που διαμορφώνει τα τραγούδια. Μονάχα γιατί η καρδιά μας πρέπει να μάθει ν΄αντέχει το λάστιχο, τη φωτιά, το τσιμέντο, τις κατεδαφισμένες πολιτείες, τα ακρωτηριασμένα παιδιά, τις εκατόμβες της εποχής μας. Επειδή δεν πρέπει να θυσιάσουμε κομμάτι απ΄τη φαντασία μας, αξίζει όσο χιλιάδες συνθήματα τούτο το επιβλητικό ποίημα. Απ΄το 1955 η ποίηση βρίσκει τον δρόμο της. Αποφασισμένη να μας ξεσηκώσει, να καταλύσει τις βολικές μας ζωές να θυμηθεί όσα έφταιξαν, μικρά και μεγάλα για να φθάσει αυτός ο κόσμος να μοιάζει και να είναι νικημένος υψώνεται μαζί με μια ολόκληρη γενιά στο Σαν Φραντσίσκο. Γράφει και είναι αμερικανική η ποίηση του Γκίνσμπεργκ. Μα δείχνει τον δρόμο για να προσθέσει στα αναγνωρίσιμια είδη της ποίησης αυτό το είδος της βιωματικής αναπαράστασης κάθε στίχου και κάθε οράματος.

Απ΄το Σαν Φραντσίσκο έφθασε πριν από χρόνια στον τηλέγραφο κάποιο σήμα. Μιλούσε για παιχνίδια και τ΄αρχαίο σύμπαν που κομματιάστηκε και ακόμη, απέτιε φόρους τιμής στους πεφορτισμένους του Άρλιγκτον. Έλεγε πως οι εργάτες παρελαύνουν τούτη την ώρα προς την Ουάσιγκτον, πως ο θεός συμφώνησε με την Αμερική για το είδος της πίστης που αρμόζει σ΄αυτήν την μεγάλη πολιτεία. Έλεγε πως κάθε τι αμερικάνικο που χάνεται, έλεγε και πίσω του οι επιτελείς μετονόμαζαν δρόμους, πλατείες, λεωφόρους. Οδός χαμένων ελπίδων, οδός των οραμάτων και του πνεύματος. Έλεγε για μια χώρα ανώνυμη, σ΄έναν αποκλεισμένο χώρο. Τ΄αμφιθέατρο σείστηκε, τα νέα ταξίδεψαν πολύ μακριά απ΄τον Σαν Φραντσίσκο. Αυτό το ποίημα άγγιξε πράγματα που ως τώρα η Αμερική φοβάται. Άγγιξε το θαύμα της, ανέτρεψε τις βεβαιότητες, τραγούδισε τον καιρό σε ώρες και ακτές ανατολικές.

Με το Ουρλιαχτό του ο Γκίνσμπεργκ, γνήσιος και κορυφαίος εκπρόσωπος μιας μεγάλης γενιάς, αποκάλυψε το αίσθημα της Αμερικής που γεννιόταν. Την αποκάλυψε για πρώτη φορά και ποτέ πια ξανά. Η σημερινή Αμερική κυοφορεί την κραυγή της, θυμάται εκείνη τη νύχτα στο Σαν Φραντσίσκο και γέρνει το πρόσωπο ταπεινωμένη για το τέλος της που περιφρόνησε. Η λαμπερή, νεκρή της ομορφιά φέρνει στην επιφάνεια περισσότερο από ποτέ, την ποίηση που μας κληροδότησε ο Γκίνσμπεργκ και που πια με ορισμένες μετατροπές και αναγωγές, ταιριάζει απόλυτα στους δολοφονικούς ρυθμούς μας.

*Όταν τα παραπάνω γράφονται ο Τραμπ δεν έχει εκλεγεί. Το προβάδισμα ανήκει στην αντίπαλό του. Μερικές μέρες αργότερα ο κροίσος επιβεβαιώνει το νόμο που θέλει τον κόσμο να ελκύεται απ΄το διαφορετικό, το αντισυμβατικό. Μερικές πινελιές ακόμη και το μείγμα για ένα νέο είδωλο είναι έτοιμο. Φαίνεται λοιπόν πως η απόσταση των σημερινών Η.Π.Α. απ΄εκείνη την ιδέα που εμπέδωσε η ανθρωπότητα μεγαλώνει.

Ένας οικουμενικός κυβερνήτης ρυθμίζει τις ζωές μας με κάθε του κίνηση. Με τη δέουσα υποτέλεια η μία μετά την άλλη οι χώρες υποβάλλουν τα σέβη τους στον δυσάρεστο οικοδεσπότη της επόμενες δεκαετίας. Εσπευσμένες προσκλήσεις και αλληλογραφία μ΄εγκάρδιο περιεχόμενο και ανάλογο ύφος. Απόψε η Αμερική μοιάζει πιο θελτική από ποτέ.

Αυτό το σύστημα δεχτήκαμε να διατρέχει τους αρμούς του κόσμου μας, βεβαιώνοντας πέραν πάσης αμφιβολίας πως η αδικαιολόγητη, ιστορική μας αφέλειά είναι μια υπόθεση αταβιστική δίχως περιθώρια βελτίωσης. Ίσως ένα πολύτιμο συμπέρασμα για το είδος των απόψεων που εκφέρουμε, για το είδος των ιδεών που υπερασπιζόμαστε.Για τη συνέπεια με την οποία η πλάνη μας προσθέτει σελίδες στο μεγάλο εκείνο βιβλίο της ιστορίας που οι ίδιοι γράφουμε και ζούμε.