Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Γουόλτερ Ντε Λα Μερ: Ο Γρίφος

Μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

Ο Γουόλτερ Ντε Λα Μερ (Walter de la Mare, 25/04/1873 – 22/6/1956) ήταν ένας πολυγραφότατος Βρετανός ποιητής και συγγραφέας, ο οποίος έγινε διάσημος χάρη στις ιστορίες του, οι οποίες ανήκουν κυρίως σε δυο διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους είδη λογοτεχνίας: την παιδική λογοτεχνία και την λογοτεχνία τρόμου, υπερφυσικού και ψυχολογικού – και στα δύο είδη λογοτεχνίας, ωστόσο, τα γραπτά του Ντε Λα Μερ έδιναν έμφαση στην ρομαντική φαντασία και το παράξενο. Όσον αφορά την αξία και την απήχηση των ιστοριών του, αρκεί, ενδεχομένως, να αναφερθεί ότι μεταξύ των θαυμαστών του Ντε Λα Μερ συγκαταλεγόταν και ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ. Το διήγημα με τίτλο «ο Γρίφος» είναι ένα από τα διασημότερα διηγήματα του Γουόλτερ Ντε Λα Μερ, και ίσως η περισσότερη ανθολογημένη ιστορία του. Αξίζει να σημειωθεί η ερμηνεία του διηγήματος αυτού αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζήτησης τόσο μεταξύ των ακαδημαϊκών ιστορικών και θεωρητικών της λογοτεχνίας, όσο και μεταξύ του απλού αναγνωστικού κοινού, χωρίς να έχει υπάρξει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κάποιο πόρισμα.

**

Ήταν, που λέτε, επτά παιδιά: η Αν, η Ματίλντα, ο Τζέιμς, ο Γουίλιαμ, ο Χένρυ, η Χάριετ και η Δωροθέα, και πήγαν να ζήσουν με τη γιαγιά τους. Το σπίτι της γιαγιάς τους, που σ’ αυτό ζούσε από τότε που ήταν παιδί όπως κι εκείνα, είχε χτιστεί στα Γεωργιανά χρόνια. Το σπίτι όμορφο δεν ήταν • από χώρο, πάντως, είχε μπόλικο, κι ήταν τετράγωνο και γερό, και ένας ψηλός κέδρος άπλωνε τα κλαδιά τόσο, που σχεδόν ακουμπούσαν τα παράθυρα.

Τα παιδιά, με το που κατέβηκαν από την άμαξα (τα πέντε είχαν κάτσει μέσα και τα δύο μαζί με τον οδηγό), τα οδήγησαν μέσα στο σπίτι για να τα παρουσιάσουν στη γιαγιά τους. Έτσι, μαυροντυμένα όπως ήταν, στήθηκαν μπροστά στην ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν στο παράθυρο στην κόχη του δωματίου • κι εκείνη ρώτησε το κάθε παιδί πως το λένε, επαναλαμβάνοντας τα ονόματα με τη ευγενική και τρεμουλιαστή της φωνή. Μετά έδωσε σ’ ένα απ’ τα παιδιά μια εργαλειοθήκη, στον Γουίλιαμ έναν σουγιά, στην Δωροθέα μια χρωματιστή μπάλα, και σε όλα πρόσφερε κι από ένα δώρο που ταίριαζε στην ηλικία του καθενός • κι έπειτα φίλησε όλα τα εγγόνια της, απ’ το μεγαλύτερο στο μικρότερο.

«Λατρεμένα μου» είπε «θέλω να σας βλέπω όλα να είστε χαρούμενα και ζωηρά στο σπίτι μου. Εγώ είμαι μεγάλη γυναίκα, και δεν μπορώ να παίζω μαζί σας. Αλλά θα σας προσέχει η Αν, και η κυρία Φεν. Και πρέπει όλα να έρχεστε να βλέπετε εμένα, τη γιαγιάκα σας, κάθε πρωί και κάθε βράδυ, και να μου χαρίζετε χαμόγελα, που μου θυμίζουν το δικό μου παιδί, τον Χάρι. Αλλά όλη την υπόλοιπη ημέρα, όταν θα έχετε τελειώσει το σχολείο, θα είστε ελεύθερα να κάνετε ό, τι θέλετε, μονάκριβα μου παιδιά. Αλλά είναι μοναχά ένα πράγμα, και μόνο ένα, που θέλω να θυμάστε. Στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα στη σοφίτα, που το παράθυρο της είναι πάνω στην πέτρινη σκεπή, έχει σε μια γωνιά ένα παλιό μπαούλο από ξύλο βελανιδιάς. Μπορείτε να παίξετε όπου αλλού θέλετε στο σπίτι, αλλά όχι εκεί». Μιλούσε τρυφερά στα παιδιά και τους χαμογελούσε • αλλά ήταν μεγάλη σε ηλικία, και το βλέμμα της ήταν λες και δεν αντίκριζε τον κόσμο τούτο.

Τα επτά παιδιά, αν και στην αρχή ήταν μελαγχολικά και μαζεμένα, σύντομα άρχισαν να νιώθουν άνετα και χαρούμενα στο μεγάλο σπίτι. Μπορούσαν να βρουν πολλά να τους τραβήξουν την προσοχή και να τα διασκεδάσουν • τα πάντα, εξάλλου, τους φαίνονταν καινούργια. Δυο φορές τη μέρα, μια το πρωί και μια το βράδυ, επισκέπτονταν τη γιαγιά τους, που έμοιαζε όλο και πιο αδύναμη με κάθε μέρα που περνούσε, κι εκείνη τους μίλαγε για τα παιδικά της χρόνια και τη μητέρα της, χωρίς ποτέ να λησμονά να περνάει απ’ το μαγαζί με τα ζαχαρωτά. Κι έτσι πέρασαν οι εβδομάδες…

Είχε πέσει το σούρουπο όταν ο Χένρυ ανέβηκε μόνος του απ’ το δωμάτιο των παιδιών στη σοφίτα για να δει το ξύλινο μπαούλο. Άγγιξε με τα δάχτυλα του τα σκαλιστά φρούτα και λουλούδια, και μίλησε στις ανάγλυφες κεφαλές στις γωνίες του μπαούλου, που είχαν ένα σκοτεινό χαμόγελο στα πρόσωπα τους. Και μετά, αφού έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω του, άνοιξε το καπάκι του μπαούλου και κοίταξε μέσα. Αλλά αυτό δεν έκρυβε κανέναν θησαυρό • ούτε χρυσάφι, ούτε μπιχλιμπίδια, ούτε τίποτα που να έδειχνε φανταχτερό στο μάτι. Το μπαούλο ήταν άδειο, εκτός απ’ το ότι το εσωτερικό του ήταν ντυμένο με μετάξι στο χρώμα του μαραμένου τριαντάφυλλου • φάνταζε πιο σκοτεινό τώρα που ο ήλιος είχε δύσει, και είχε μια γλυκιά μυρωδιά αποξηραμένων λουλουδιών. Κι ενώ κοίταζε μέσα στο μπαούλο, ο Χένρυ άκουσε το απαλό γέλιο και το κροτάλισμα των σερβίτσιων απ’ το δωμάτιο των παιδιών στο κάτω πάτωμα, κι είδε απ’ το παράθυρο το φως της ημέρας να χάνεται. Όλα αυτά, παραδόξως, του θύμισαν την μητέρα του, που, ντυμένη με το αστραφτερά λευκό της φόρεμα, συνήθιζε να του διαβάζει όταν σουρούπωνε • κι έτσι, χώθηκε μέσα στο μπαούλο, και το καπάκι έκλεισε αργά και απαλά από πάνω του.

Όταν τα άλλα έξι παιδιά κουράστηκαν να παίζουν, πήγαν με τη σειρά στο δωμάτιο της γιαγιάς τους να της πουν την καληνύχτα της και να πάρουν ζαχαρωτό. Εκείνη, τα κοίταζε ανάμεσα απ’ τα κεριά, μ’ ένα βλέμμα σαν να σκεφτόταν κάτι και να μην ήταν σίγουρη. Την επόμενη μέρα, η Αν ανακοίνωσε στη γιαγιά της ότι ο Χένρυ είχε χαθεί από προσώπου γης.

«Ω, πολύ κρίμα, μικρή μου. Μάλλον θα πρέπει να έχει φύγει καιρό τώρα» είπε η γριά, και σώπασε για μια στιγμή. «Να θυμάστε όμως, όλοι σας, να μην πλησιάζετε το ξύλινο μπαούλο».

Η Ματίλντα, ωστόσο, δεν μπορούσε να ξεχάσει τον αδερφό της τον Χένρυ, και δεν ευχαριστιόταν να παίζει χωρίς εκείνον. Τριγυρνούσε από εδώ κι από’ κει μέσα στο σπίτι, πάντα αγκαλιά με την ξύλινη κούκλα της, και σκεφτόταν που μπορεί να είχε πάει ο αδερφός της, σιγοτραγουδώντας ό, τι της κατέβαινε στο νου για την εξαφάνιση του. Κι όταν ένα φωτεινό πρωινό κρυφοκοίταξε μέσα στο μπαούλο, της φάνηκε τόσο ευωδιαστή κρυψώνα, που πήρε την κούκλα της και κούρνιασε μέσα – όπως είχε κάνει κι ο Χένρυ.

Στο σπίτι, λοιπόν, έμειναν να παίζουν η Αν, ο Τζέιμς, ο Γουίλιαμ, η Χάριετ και η Δωροθέα. «Κάποια μέρα θα γυρίσουν, παιδάκια μου» έλεγε η γιαγιά, «ή μπορεί να πάτε εσείς να τους βρείτε. Μην ξεχνάτε αυτό που σας είπα, όσο μπορείτε, και να με ακούτε».

Η Χάριετ και ο Γουίλιαμ, που λέτε, κάνανε πολύ παρέα, και παριστάνανε το ζευγαράκι • ο Τζέιμς και η Δωροθέα, απ’ την άλλη μεριά, προτιμούσαν πιο άγρια παιχνίδια, και τους άρεσε να κυνηγούν, να ψαρεύουν και να παλεύουν.

Ένα σιωπηλό απόγευμα του Οκτώβρη, εκεί που η Χάριετ κι ο Γουίλιαμ συζητούσαν χαμηλόφωνα στο δωμάτιο της σοφίτας, χαζεύοντας τα καταπράσινα λιβάδια απ’ το παράθυρο στην πέτρινη σκεπή, άκουσαν πίσω τους το τσίριγμα και το τρεχαλητό ενός ποντικιού. Άρχισαν να ψάχνουν να βρουν τη μικρή και σκοτεινή τρύπα απ’ όπου αυτό είχε ξεπεταχτεί. Αλλά δεν την βρήκαν, κι έτσι άρχισαν να αγγίζουν με τα δάχτυλα τους τα σκαλίσματα του μπαούλου, και να δίνουν ονόματα στις κεφαλές με τα σκοτεινά χαμόγελα, όπως είχε κάνει κι ο Χένρυ. «Το βρήκα!» είπε ο Γουίλιαμ, «εσύ, Χάριετ, θα κάνεις την Ωραία Κοιμωμένη, κι εγώ θα κάνω τον Πρίγκιπα που βγαίνει απ’ το δάσος με τα αγκάθια και μπαίνει στο δωμάτιο». Η Χάριετ έριξε ένα ήρεμο και επιφυλακτικό βλέμμα στον αδερφό της, αλλά μπήκε και ξάπλωσε στο μπαούλο, κάνοντας την κοιμισμένη, κι ο Γουίλιαμ, πατώντας στις νύχια των ποδιών του, έσκυψε πάνω απ’ το μπαούλο, και βλέποντας πόσο μεγάλο ήταν, χώθηκε μέσα για να φιλήσει την Ωραία Κοιμωμένη και να την ξυπνήσει απ’ τον ήσυχο ύπνο της. Αργά-αργά, το σκαλιστό καπάκι έστριψε τους αθόρυβους μεντεσέδες του • και μόνο η φασαρία του Τζέιμς και της Δωροθέας έμεινε να αποσπά, που και που, την προσοχή της Αν απ’ το βιβλίο της.

Η ηλικιωμένη γιαγιά τους, ωστόσο, ήταν πολύ αδύναμη, η όραση της θολή, και δύσκολα άκουγε τι γινόταν.

Το χιόνι έπεφτε απ’ τον ουρανό και απλωνόταν στη στέγη • μέσα στο μπαούλο, η Δωροθέα έκανε το ψάρι, και ο Τζέιμς έπαιζε τον εσκιμώο που είχε στηθεί όρθιος μπροστά απ’ την τρύπα στον πάγο. Αντί για καμάκι, τη σημάδευε μ’ ένα μπαστούνι. Το πρόσωπο της Δωροθέας είχε γίνει κατακόκκινο, και τα μάτια της, πίσω απ’ τα ανακατεμένα μαλλιά της, πετούσαν σπίθες • το μάγουλο του Τζέιμς ήταν χαραγμένο από μια γυριστή γρατζουνιά. «Πρέπει να παλέψεις, Δωροθέα, κι εγώ μετά θα κολυμπήσω και θα σε τραβήξω έξω. Έλα, κάνε γρήγορα!», φώναζε γελώντας καθώς πήγαινε ολοένα και πιο κοντά στο ανοιχτό μπαούλο • και το καπάκι έκλεισε σιγά και απαλά, όπως και τις άλλες φόρες.

Η Αν, που τώρα είχε μείνει μόνη της, και παραήταν μεγάλη για να την νοιάζουν τα ζαχαρωτά, πήγαινε να καληνυχτίσει την γιαγιά, κι η γριά γυναίκα, πίσω απ’ τα γυαλιά της. την κοίταζε λυπημένα. «Λοιπόν, καλή μου» της είπε η γριά σκύβοντας και κουνώντας το κεφάλι, σφίγγοντας τα δάχτυλα της Αν με τη ροζιασμένη της παλάμη, «είμαστε δυο μοναχικά γεροντάκια, η αλήθεια να λέγεται». Η Αν φίλησε το απαλό και πλαδαρό μάγουλο της γιαγιάς της, και την άφησε καθισμένη στην κουνιστή της καρέκλα, με τα χέρια ακουμπησμένα στα γόνατα και το κεφάλι της γυρισμένο στο πλάι να την κοιτάζει.

Όταν η Αν ξάπλωνε στο κρεβάτι, είχε συνήθειο να διαβάζει τα βιβλία της στο φως των κεριών. Σήκωσε τα γόνατα της κάτω απ’ τα σκεπάσματα και στήριξε επάνω τους το βιβλίο. Η ιστορία που διάβαζε μιλούσε για νεράιδες και καλικάντζαρους, και το φως του φεγγαριού που έπεφτε καθώς η ιστορία κυλούσε, ήταν λες και φώτιζε τις λευκές σελίδες ∙ ήταν σαν να άκουγε τις χαρωπές νεραϊδίσιες φωνές – τέτοια ήταν η ησυχία που είχε πέσει στα πολλά δωμάτια του σπιτιού, και τόσο μελιστάλαχτες ήταν οι λέξεις του παραμυθιού. Έπειτα, έσβησε το κερί, και με τον ταραγμένο αχό μιας βαβέλ να ηχεί στ’ αυτιά της, και μ’ ένα πλήθος αχνών και φευγαλέων εικόνων να περνούν γοργά μπροστά απ’ τα μάτια της, αποκοιμήθηκε.

Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι της καταμεσής της νύχτας, μέσα σε όνειρο, με τα μάτια ορθάνοιχτα αλλά δίχως να βλέπει τον κόσμο, και διέσχισε σιωπηλά το άδειο σπίτι. Πέρασε με απαλά αλλά σίγουρα βήματα έξω απ’ το δωμάτιο, που μέσα η γιαγιά ροχάλιζε κοφτά, καθώς κοιμόταν με βαρύ ύπνο, και ανέβηκε την πλατιά σκάλα. Ο μακρινός και λαμπερός Βέγας στεκόταν έξω απ’ το παράθυρο της σοφίτας, πάνω απ’ την πέτρινη σκεπή. Κάτω απ’ τη σκεπή, η Αν μπήκε στο παράξενο δωμάτιο και βάδισε προς το ξύλινο μπαούλο, λες και κάτι την τραβούσε από το χέρι. Μόλις βρέθηκε από επάνω του, σαν να έβλεπε σε όνειρο ότι εκεί ήταν το κρεβάτι της, ξάπλωσε το κορμί της στο ευωδιαστό, τριανταφυλλί μετάξι. Αλλά ήταν τέτοια η σκοτεινιά του δωματίου, που το καπάκι, καθώς έπεφτε, δεν το έπιανε η ματιά.

Καθώς κυλούσαν οι μεγάλες ώρες της ημέρας, η γιαγιά καθόταν μπροστά απ’ το παράθυρο στην κόχη του δωματίου. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα, και κοιτούσε με θολό και διερευνητικό βλέμμα τους ανθρώπους και τα αμάξια που πηγαινοέρχονταν και έτρεχαν στον δρόμο. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, ανέβαινε τη σκάλα και στεκόταν έξω από την πόρτα της μεγάλης κρεβατοκάμαρας στην σοφίτα. Το ανέβασμα της έκοβε την ανάσα. Τα γυαλιά μυωπίας παρέμεναν στηριγμένα στην μύτη της. Στηρίζοντας το σώμα της στην πόρτα, κοιτούσε προς το παράθυρο, που το τζάμι του γυάλιζε στην ζοφερή σιγαλιά του δωματίου. Αλλά δεν μπορούσε να δει πολύ μακριά, γιατί η όραση της ήταν θολή, και το φως της ημέρας αδύναμο. Ούτε μπορούσε να μυρίσει το φευγαλέο άρωμα, που έφερνε στο νου φθινοπωρινά φύλλα. Η σκέψη της, όμως, ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι από αναμνήσεις – γέλια και δάκρυα, σκέψεις για παιδιά που είχαν πια παλιώσει, φιλίες που πέρασαν και ύστατοι αποχαιρετισμοί. Κι έτσι, συζητώντας μπερδεμένα κι ακαταλαβίστικα με τον εαυτό της, η γριά γυναίκα επέστρεφε πίσω στην καρέκλα της μπροστά απ’ το παράθυρο.