Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Επτά σπίτια, του Θεοδόση Κοντάκη (όλη η συλλογή)

Πρώτο σπίτι

Γεννήθηκα στην πόλη. Το σπίτι των πρώτων μου αναμνήσεων δεν διέφερε από τα άλλα σπίτια γύρω του: τα τρία τέταρτα του κόσμου μου ήταν γκρίζοι ορθογώνιοι τοίχοι. Όμως δεν μου έλειψε το γάλα, το ψωμί, τα φρούτα, ένα γλυκό χαμόγελο.

Το παράθυρο έβλεπε απέναντι, στο λόφο. Ήταν κι αυτός, έτσι θυμάμαι, χτισμένος μέχρι τη μέση με ανάλογους τοίχους και παράθυρα (από το τελευταίο και πιο ψηλό κάποτε με κοίταζε, έλεγα, ένα παιδί ίδιο με μένα). Από τη μέσα και πάνω όμως ο λόφος δεν είχε ούτε σπίτια ούτε ανθρώπους –εκεί, ήμουν βέβαιος, κατοικούσαν τα όνειρα. Στην κορφή του, όπως μου είχαν πει, κατοικούσε ο Θεός. Αυτή η πυραμίδα ήταν για μένα η βέβαιη θέα, με σαφή τα τρία της μέρη. Όμως το μυστήριο ήταν πάντα η άλλη πλευρά του λόφου και κυρίως η θάλασσα, που τη μάντευα στο βάθος.

Ήταν σίγουρο ότι περνούσαμε συχνά στην άλλη πλευρά, με αυτοκίνητο, διασχίζοντας την περιφερειακή λεωφόρο· σε όλη τη διαδρομή η θάλασσα δεν εμφανιζόταν πουθενά. Όμως οι δυο πραγματικότητες δεν συνδέθηκαν ποτέ στο παιδικό μυαλό: ένα νοητό νήμα έπρεπε να ξεκινάει από το δωμάτιο, να περνάει την κορφή και να κατεβαίνει μυστικά στη θάλασσα, η οποία θα ήταν ήρεμη, με ένα μόνο απαλό κύμα για να πάρει το παιδικό σώμα και να το βαφτίσει. Έτσι σκεφτόμουν συχνά, ειδικά όταν είχα λίγο πυρετό, όταν η μητέρα ακουγόταν να ετοιμάζει κάτι ζεστό για το φλογισμένο λαιμό, μέχρι τη μέρα που γελαστή όπως πάντα, αλλά με μια θλίψη που για πρώτη φορά διέκρινα γύρω από τα αμίλητα χείλη, απλά άφησε στο κομοδίνο μου ένα σημείωμα: «Αυτό δεν είναι πια το σπίτι σου». 

 

Δεύτερο σπίτι

Η κάμερα συλλαμβάνει έναν νέο άνδρα με γυρισμένη την πλάτη να περπατάει, με μια βαριά βαλίτσα· μέσα σ’ αυτήν είναι ό,τι του απέμεινε από το σπίτι.

Ανάγκη η φυγή για τον πρώιμο νοσταλγό: «αρκετά μεγάλος για να γνωρίζει πως το παρελθόν δεν είναι ποτέ αθώο, μα και αρκετά νέος για να ελπίζει για μια νέα ζωή σε άλλο τόπο». Λίγο χθεσινό φαγητό, κρύο σε αλουμινόχαρτο- υπολείμματα φροντίδας. Το πατρικό του έκλεισε τα παντζούρια του αθόρυβα: ένα-ένα. 

...

Η ταινία τώρα ρολάρει ανεξέλεγκτα, πίσω μπρος: πίσω στο παιδικό δωμάτιο τα παιχνίδια ζωντάνευαν τις νύχτες, βγαίνανε από τα κουτιά τους· το παιδικό χέρι συντόνιζε τη σιωπηλή παράσταση. Μπροστά, ένα δωμάτιο, ακόμα άδειο, κίτρινο: μόνο η ανάγκη και ένα ξένο, αβέβαιο φως. Το κάδρο είναι έτοιμο, απλώς περιμένει τον ερχόμενο. Αυτός είναι ακόμα ταγμένος στο δρόμο…

Η μυθολογία ξεκινάει εδώ· φιγούρες μυθικές, οι γονείς αρχίζουν να αποκτούν στίγμα. Τώρα αποκτούν την εικόνα τους, νεογέννητοι· μετά την πρώτη νιότη γεννά ο ερχόμενος τους γονείς του, πλάσματα διάφανα, άυλα σχεδόν, για να μπορούν να καθρεφτίζονται καθώς η παλιά γενιά μικραίνει όσο αποσύρεται από το κέντρο· μέχρι να γίνει ένας λεκές πάνω στο φακό.

Η πρωτεύουσα της μοναξιάς είναι μια άσημη επαρχιακή πόλη. «Άφιξη αμαξοστοιχίας…» ακριβώς στο κέντρο, ώρα βραδινή, με την πλατεία γεμάτη γνώριμα –μεταξύ τους- πρόσωπα. Ένα καινούργιο ζευγάρι μάτια «θα δει τη μικρή μας πόλη». Μια μικρή, ασήμαντη εποποιία μόλις αρχίζει. Kοιτάξτε όλοι: μην αφήνετε καμιά μικρή ζωή απαρατήρητη.

Αν μπορούσε αυτός ο φακός να δει μέσα από τα μάτια του. Στα στενά δρομάκια, μια-δυο γυναίκες μεσόκοπες, με το χέρι στα πάνω κουμπιά του παλτού τους· τα δάχτυλα έτοιμα να σχηματίσουν το σημείο του σταυρού. «Σαν εξωπραγματικό.»

Περπατώντας την πόλη ένα δεκεμβριάτικο βράδυ, θα δεις σίγουρα έναν-δυο τρελούς, ειδικά αν έχει ομίχλη. Μήπως είναι η ματιά που τρελαίνεται λίγο-λίγο καθώς μικραίνει η μέρα και η πόλη τόσο μικρή, και πιο πολύ όταν ακούγεται εκείνο ο οξύς ήχος που επαναλαμβάνεται καθώς κλείνει η μπάρα στη διάβαση των γραμμών: το τρένο έρχεται πάλι, η πόλη τόσο πιο μικρή αν ακολουθήσεις με τη ματιά τις γραμμές πέρα, στο βάθος. Μα εδώ μιλούν μόνο οι πέτρες κι οι ράγες και το χώμα:

«Εδώ είν’ ο τόπος για να σπείρεις τους μύθους και τα παραμύθια σου, η στιγμή είναι τώρα, η πιο μικρή μέρα του χρόνου: δεν είσαι πια παιδί, όμως μπορείς ακόμα να περιμένεις την ώριμη ώρα. Τότε θα θερίσεις. Εδώ δεν είναι σπίτι δικό σου· φρόντισε να περάσεις αθόρυβα, κλεφτά, κι ο φακός τότε θα δει: τον δρόμο μπροστά, την απλωσιά του κάμπου γύρω, το βάθος της γης που τρέφει το σπόρο, τον χρόνο που κυλά μια μπρος μια πίσω, και μια υποψία -μακρινή φωνή- για το ανέβασμα από τον κάμπο στην πλαγιά που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Εδώ οι πέντε διαστάσεις που τις νιώθεις έτοιμες να γεννηθούν είναι ακόμα η μια μέσα στην άλλη τυλιγμένες, έτσι όπως έχουν το ψωμί τους μέσα στο μαντήλι οι γυναίκες που βλέπεις τώρα να περνούν αμίλητες, με τη ματιά τους στυλωμένη στη γη.»

 

Τρίτο σπίτι   

Μένω σε σκυλόσπιτο. Τρέφομαι με ό,τι ξεμένει από τα κρεοπωλεία –συνήθως εντόσθια· έτσι εκτίω την ποινή μου, άγνωστο μέχρι πότε.

Η ράχη του σκύλου, αν δεν ανήκει σε κάποια εντυπωσιακή ράτσα, είναι μια ευθεία μαζί με το σβέρκο και το κεφάλι· το βλέμμα στο χώμα. Αν μπορούσε να αρθρώσει, ίσως θα έλπιζε στ’ αλήθεια σε κάποιο συμπέρασμα για σκύλους: κι αυτό δεν θα τον έσωζε.

Προς το παρόν, λερώνω τη μούρη μου με αίμα, χωρίς επιλογή· γιατί είμαι σκύλος. Ένα υγρό βλέμμα, ό,τι σπουδαίο έχω να πω.

 

Τέταρτο σπίτι         

Το αφεντικό με φόρτωσε στην καρότσα του αμαξιού και με άδειασε στην έρημο. Δεν με λυπήθηκε να περπατάω τρεις μέρες με τη γλώσσα έξω. Ίσως δεν θα έπρεπε να του κρατάω κακία για τη γελοία αυτή σκηνή ή, ακόμα περισσότερο, επειδή εξαιτίας της ταλαιπωρίας μου δεν θα μπορούσα καν να λυπηθώ αν θα πέθαινα ντροπιασμένος· γιατί μου είχε δώσει όλη την εκπαίδευση που μου χρειαζόταν: είχα μάθει όσα γνώριζε και ο ίδιος, αν και κοιτώντας το χώμα. Αυτή λοιπόν με έσωσε, νομίζω, αν και δεν μπορώ να πω αν εγώ έκανα κάτι που να προκάλεσε την ακόλουθη σκηνή.

Βρέθηκα λέει, λοιπόν, σε ένα άνετο δωμάτιο, πάνω σε μαλακά, καλοσιδερωμένα και καλοστρωμένα σεντόνια. Ήταν για μένα μια απρόσμενη, απίστευτη έκπληξη, ασήμαντη όμως και δευτερεύουσα (όπως και το ότι, αν και έξω από το παράθυρο έβλεπα και πάλι την ίδια άμμο να την πυρπολεί ο μεσημεριανός ήλιος, το δωμάτιο ήταν απόλυτα ευχάριστο σε θερμοκρασία, και χωρίς την τεχνητή ψύξη που έκανε τ’ αυτιά μου να ανατριχιάζουν όταν το αφεντικό με έπαιρνε στο σαλόνι) μπροστά σε μια άλλη, πολύ πιο αλλόκοτη αλλά και ανώτερης ποιότητας, τουλάχιστον με βάση τη μέχρι τότε διαμόρφωσή μου, που με περίμενε και που σταδιακά ξεδιπλωνόταν μπροστά μου. Γιατί στο δωμάτιο υπήρχαν κάδρα με πίνακες που είχα δει όποτε με κουβαλούσαν στα μουσεία: Ρέμπραντ, Τιτσιάνο και Βελάσκεθ. Κάποιοι μικρότεροι κρέμονταν στον τοίχο του μπάνιου, ακριβώς δίπλα στο δωμάτιο. Από τη φθορά που είχαν υποστεί, ανόητο να το πιστέψω, φαίνονταν αυθεντικοί, φιλοτεχνημένοι και αυτοί (στο μπάνιο!) από μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης, ή έστω από κάποιους μαθητές τους, κάτι που δεν θα μείωνε βέβαια ούτε στο ελάχιστο την έκπληξη ενός διωγμένου και άτυχου περιπλανώμενου που βρέθηκε, άγνωστο πως,  σε αυτό το ναό της ομορφιάς.

Γιατί, πέρα από τους πίνακες υπήρχαν και εκδόσεις βιβλίων που ήταν φανερά παλιές και αυθεντικές και σπανιότατες. Πράγμα που βιάζομαι να προσπεράσω αντί να κουράσω τον αναγνώστη με τις συνήθεις πια βιβλιογραφικές λεπτομέρειες, γιατί κάτι τέτοιο θα του ήταν εντελώς άχρηστο. Για τον ίδιο λόγο, εξάλλου, δεν άνοιξα την πόρτα για να βγω στο διάδρομο, γιατί θα έπρεπε αυτός ο διάδρομος, σύμφωνα με τις προβλέψεις που μου επέτρεπε η παιδεία που μου είχε δώσει το αφεντικό, να οδηγούσε σε νέους διαδρόμους, και αυτοί πάλι σε νέους κ.ο.κ.,  καλυμμένοι βέβαια όλοι με πίνακες, αγάλματα, χειρόγραφα, παρτιτούρες, μπομπίνες, μηχανικές κατασκευές κάθε εποχής, αληθινές και φανταστικές, που θα απλώνονταν μπροστά μου για να μου δώσουν υλικό για αρκετές σελίδες ώστε να γίνω κι εγώ μέρος αυτού του συνολικού μουσείου του ανθρώπινου πολιτισμού· όμως θυμήθηκα με τρόμο την παλιά μου ασχολία να παρατηρώ τον εαυτό μου μέσα στο χώρο σε διάφορες όψεις, κάτι που τώρα θα έδινε σίγουρα τροφή για εντελώς άβολα και γελοία, ακόμη και για σκύλους, στιγμιότυπα -«Ο Σκύλος καθιστός μπροστά στον Ερμή του Πραξιτέλη», «Ο Σκύλος με τεντωμένα τα αυτιά ακούει αποκηρυγμένη συμφωνία του Μάλερ»-, ενώ εξάλλου ήδη το δωμάτιο, με όλη του την άπλα, τη θέα και τη μετρημένη ζέστη του με στενοχωρούσε· κάτι που προετοίμαζε με αλάνθαστο ένστικτο την επόμενη και τελευταία σκηνή, όπου χτυπάει η πόρτα και πρέπει να πω «Ορίστε», λες και κάτι μου έδινε το δικαίωμα να ορίζω τους χώρους του άγνωστου αυτού οικοδομήματος, όμως αυτό είπα και, σαν μέσα από κάποιες σελίδες βιβλίου από αυτά που έκαναν ακόμη πιο στενόχωρο το παλιό μου ενδιαίτημα, εμφανίστηκε ένας υπηρέτης, και μάλιστα με στολή αναγεννησιακή.

«Άει στο διάολο», σκέφτηκα, «αυτό πια είναι χοντρό», καθώς σιχτίριζα την παλιά μου βιβλιόφιλη φαντασία που μου εμφάνισε αυτόν τον καραγκιόζη, ενώ μπορούσε να μου εμφανίσει έστω μια σκυλίτσα, γιατί το αφεντικό με είχε πολύ στερημένο. «Ο κύριος θα επιθυμούσε να περιηγηθεί;» Ο κύριος ήμουν, φαίνεται, εγώ. Κοίταξα το πουκάμισο με τους φραμπαλάδες που κάποιος θα μου είχε φορέσει και του υπενθύμισα ότι δεν ήμουν ούτε ο Μαγγελάνος αλλά ούτε κι ο Παυσανίας για να περιηγηθώ και ότι το μόνο που ήθελα ήταν να με πάει μια βόλτα. «Βεβαίως, ο κύριος, όπως και αν το λέει, θα έχει στη διάθεσή του άπλετους χώρους για μια δημιουργική περιπλάνηση».

Του εξήγησα ότι αν ήθελα να ακολουθήσω κυκλικές διαδρομές, θα ήταν προτιμότερο να επιστρέψω στο αφεντικό μου, άσε που η δική μου μυρωδιά, μαζί αυτή που ερχόταν από τους παλιούς τόμους, αλλά και με μια άλλη –σαν θειάφι- που σιγόμπαινε από τη στιγμή που άνοιξε αυτός την πόρτα, δημιουργούσαν ένα μείγμα ανοίκειο για τη φύση μου· και ότι, προκειμένου να του δαγκώσω τα άσπρα γάντια του, θα τον συμβούλευα αντ’ αυτού να μου ανοίξει το παράθυρο για να ξαναβγώ έξω. «Δεν θα το πρότεινα αυτό καθόλου στον κύριο· βρισκόμαστε ακριβώς στη μέση της ερήμου. Άλλωστε, μου είπαν ότι έχετε το σπάνιο προνόμιο να ανήκετε εδώ. Άλλοι θα παρακαλούσαν για κάτι τέτοιο. Ξέρετε, δεν είναι πολλοί αυτοί που ανήκουν στους εκλεκτούς».

Αυτό ήταν. Η μυρωδιά του θειαφιού τώρα μου χτυπούσε αλύπητα τα ρουθούνια. Γρύλισα ότι η σκηνοθεσία αυτή ήταν εντελώς, να το πω έτσι, κακογραμμένη, ότι παρά τη δυνατή μου όσφρηση δεν θα αφήσω αυτή τη φάρσα να με σύρει από τη μύτη και πως η δυνατότητά μου για διάλογο σύντομα θα εξαντληθεί και θα καταφύγω στη χρήση των δοντιών μου, τα οποία ήδη έδειχνα. Με την ίδια αταραξία αλλά και με κάποια αποδοκιμασία στον τόνο του: «Δεν μπορείτε να κλοτσήσετε μια τέτοια ευκαιρία. Όσοι έμειναν εδώ έζησαν μια ζωή αληθινά άξια λόγου. Άλλωστε… από εδώ κανείς δεν έφυγε, κύριε.» «Πίσω μου σ’ έχω!», ούρλιαξα σπάζοντας το παράθυρο, «Καλύτερα να πεθάνω εκεί έξω».

Σε λίγα λεπτά η άμμος έκρυβε το επιβλητικό οίκημα από τα μάτια μου· άλλωστε κοιτούσα στην αντίθετη κατεύθυνση, γιατί μάντευα τη θάλασσα. Ο ήλιος με τύφλωνε και μαγνήτιζε τα βήματά μου. Σε τρεις μέρες σώθηκα.

 

Πέμπτο σπίτι

Οι θαλασσινοί με περιποιήθηκαν και μου έδωσαν σπίτι για τρεις μέρες. Κάποτε ήταν αυτό το όνειρό μου.

Την πρώτη μέρα με γιατροπορέψανε και μου δώσανε πολύ νερό να πιω. Τη δεύτερη μέρα με βάφτισαν άνθρωπο. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, με λίγο μόνο κύμα. Μπήκα και βγήκα από το νερό πολλές φορές, γιατί έτσι είπαν ότι θα είχε νόημα η τελετή. Κάθε φορά που έβγαινα, ένιωθα σαν πρωτόγονο πλάσμα που βγαίνει από το νερό για πρώτη φορά και δείχνει στα όμοιά του πώς να κάνουν τα πρώτα δειλά βήματα στη στεριά. Κάθε φορά που ξανάμπαινα, έλεγα πώς ήταν αστείο αλλά εδώ μέσα μπορούσα ακόμη και να κατοικήσω. Μέχρι που νύχτωσε και η δεύτερη μέρα, ο χρόνος δεν πονούσε: τον άφηνα να με κυλάει στο κύμα.

Την τρίτη μέρα άρχισα να σκέφτομαι. Εξάλλου, αυτή έπρεπε να’ ναι και η τελευταία. Θυμήθηκα ότι δεν πολυσυμπαθώ τον καυτό ήλιο της πατρίδας μου, χώρια που όλο απλωνόμουν σε φαντασίες μαύρων νερών· κι αυτές ήταν που με ρουφούσαν.

Φαίνεται πως όποιος πνίγεται ούτε ακούγεται ούτε ακούει όσους είναι έξω, ακούει όμως φωνές από μέσα. Άκουγα λοιπόν μια φράση που πρέπει να είχα ξεσηκώσει, παραλλαγμένη, από κάποιο βιβλίο : «Πρέπει ν’ ανέβω ένα βουνό.» Και έπειτα, από το βυθό: «Αυτό είναι πια το σπίτι σου.»

 

Έκτο σπίτι   

Το σπίτι όπου βρέθηκα ήταν στο τέρμα του ανηφορικού επαρχιακού δρόμου. Το τελευταίο του χωριού πριν από το παλιό μονοπάτι για την κορφή του βουνού.

Από τότε που ξύπνησα από το λήθαργο μπορούσα να ακούσω, από την κάτω μεριά, το λεωφορείο να στέκεται για λίγο και έπειτα να ξαναπαίρνει τον κατηφορικό δρόμο, δυο φορές τη μέρα: το ξημέρωμα και το ηλιοβασίλεμα. Η μέρα χωριζόταν έτσι σε δύο κανονικά τμήματα για τους ανθρώπους αυτούς.

Ούτε ξέρω πώς βρέθηκα τόσο ψηλά. Φαντάζομαι πως οι θαλασσινοί με ανέβασαν όσο μπορούσαν και μετά με δώσανε σε κάποιους άλλους: «Του δώσαμε τρεις μέρες ψωμί και νερό. Τον πλύναμε καλά-καλά και τονε στήσαμε ξανά στα δυο του πόδια. Μα τ’ άλλα που ζητάει, δεν τα ξέρουμε. Εμείς είμαστ’ άνθρωποι πραχτικοί, με τετράγωνο μυαλό καθώς λένε. Από κει και πέρα φροντίστε σεις, που κάθεστε στα ψηλά». Ίσως να με άκουγαν να ψιθυρίζω επίμονα, όπως αμυδρά θυμάμαι, ότι πρέπει να περάσω ένα βουνό.

Τώρα είχα πια χάσει τη φωνή μου, αλλά δεχόμουν με ευχαρίστηση επισκέψεις. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγες μέρες έπρεπε να φύγω. Όμως δεν μου έλειψε το φρέσκο γάλα, το χωριάτικο ψωμί, τα φρούτα του δάσους, ένα γλυκό χαμόγελο. Οι γυναίκες έρχονταν σε μικρές παρέες και μου άφηναν λουλούδια. Μου έλεγαν: «μπορείς να μείνεις όσο θέλεις». «Πρέπει να είναι όμορφες», σκεφτόμουν –τα λουλούδια τους έβγαζαν ένα άρωμα που με μεθούσε. Το βλέμμα μου ήταν πάντα στυλωμένο στην κορφή.

Πρέπει να κοιμόμουν για λίγα λεπτά και να έμενα ξύπνιος άλλα τόσα. Ίσως να ονειρευόμουν ότι ήμουν ξύπνιος. Το βουνό ζωντάνευε κάθε τόσο, επίμονα αλλά όχι βασανιστικά. Παλιότερα, μου φαινόταν φοβερό να βλέπω τον εαυτό μου μπροστά μου, άπιαστο, ακίνητο και ανέκφραστο. Τώρα όμως έκανα με ευχαρίστηση βόλτες πάνω στην κορυφογραμμή. Το σχήμα του βουνού βοηθούσε, καθώς η κορφή ήταν ψηλή αλλά σχεδόν επίπεδη. Ακόμα και σε κάποια σημεία όπου έμοιαζε πιο επικίνδυνη, κάπως πριονωτή και με κενά που κανονικά θα κλόνιζαν το βήμα, δεν χαλούσε σε καμιά περίπτωση την όμορφη αίσθηση του περιπάτου. Εξάλλου μου φαινόταν πως τα σύννεφα από κάτω σε κάθε περίπτωση θα μ’ έσωζαν, σαν ένα στρώμα από βαμβάκι.

Κάποια κοπέλα πρέπει, φεύγοντας απ’ το δωμάτιο, να έκλεισε λίγο πιο δυνατά την πόρτα, γιατί τώρα ακούστηκε πάταγος από βράχια που κυλούσαν. Νόμισα για μια στιγμή πως  θα γκρεμιζόμουν, όταν κάποιος με φώναξε με το βαφτιστικό μου όνομα, κάτι αρκετά σπάνιο για τ’ αυτιά μου. Το είπαν, σαν χορωδία, πολλές φωνές μαζί, αλλά που ενώνονταν μέχρι να φτάσουν σε μένα. Το βουνό, συμπέρανα μέσα στο όνειρό μου, δεν μπορεί παρά να έχει μονάχα μια φωνή […].

Τις επόμενες μέρες που είχα ακόμα πυρετό, αυτό που με έδενε με το βουνό μού εμφανιζόταν με όλο και πιο παράξενα οράματα, φωνές και βλέμματα ανθρώπων που γνώριζαν το δρόμο για πιο πάνω. Δεν ξέρω αν ήταν και αυτό ένα από τα οράματα, αλλά ένα κορίτσι μου έδειξε να καταλάβω ότι στη γωνία του δωματίου υπήρχε ένα σκοινί λεπτό, μα αρκετά ανθεκτικό για να σκαρφαλώσει κανείς και να βρεθεί κατευθείαν στην κορφή του βουνού.

Και πραγματικά, μπορούσα να δω ένα κορδονάκι να κουνιέται, μάλλον από τον αέρα, η αίσθησή μου όμως ήταν επειδή οι άνθρωποι εδώ το χρησιμοποιούσαν συχνά για να μετακινούνται, και τώρα με καλούσε κι εμένα. Γύρω του υπήρχε ένα ευγενικό φως· προφανώς το ταβάνι είχε ένα άνοιγμα: από κει θα ξανοίγονταν οι χωρικοί στον ουρανό. Τότε θυμήθηκα πως η βουνοκορφή φώτιζε και μετά το ηλιοβασίλεμα και μπορούσα να τη βλέπω καθαρά για όσο καιρό ήμουν ξαπλωμένος.

Το φως γινόταν τώρα εντονότερο μέσα στο δωμάτιο. Ήθελα ν’ αφήσω το σώμα μου στο κρεβάτι και να σηκωθώ, μια ακατανίκητη δύναμη όμως με κρατούσε ακόμα δεμένο. Το βλέμμα μου, θολό, έβλεπε μπροστά. Φαινόταν τώρα πώς μάλλον ήταν ένα χέρι αυτό που με καλούσε απαλά. Θυμήθηκα πως, πράγματι, το τελευταίο από τα κορίτσια δεν το είχα νιώσει να βγαίνει από το δωμάτιο. Πρέπει να με είχε δει να κάνω εμετό, γι’ αυτό με λυπήθηκε και έμεινε, απαρατήρητο, πίσω από την κουρτίνα που θρόιζε ανεπαίσθητα· ένα θρόισμα και το ίδιο.

Πρέπει να κατάλαβε ότι το στομάχι μου ήταν άρρωστο. Ένιωθα τα μάτια της κοπέλας πίσω από την κουρτίνα να κοιτούν μέσα στο στομάχι μου, κατευθείαν πάνω στο έλκος που με βασάνιζε. Ίσως αυτό το χέρι θα μου γιάτρευε την πληγή. Πράγματι, κάτι μου έδειχνε για ένα δαχτυλίδι. «Το δαχτυλίδι!», επέμενε, ακριβώς εκεί πρέπει: εκεί που αρχίζει το στομάχι, ένα άσχημο πρήξιμο στον οισοφάγο· είναι ακόμα καιρός, τώρα. «Μην αργείς: θα γκρεμιστείς!». Και μου έτεινε επίμονα το χέρι της -το δαχτυλίδι σπιθοβολούσε-, αργούσα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε, πρέπει να κρεμόμουν έτοιμος να πέσω στη χαράδρα αλλά ήμουν μεθυσμένος απ’ το φως.

Ήταν ανάγκη να σηκωθώ –ένιωθα πως ο χρόνος τελείωνε. Δε θυμάμαι καθόλου αν περπάτησα· για μια στιγμή πάντως μου φάνηκε πως άγγιξα το χέρι του κοριτσιού, γιατί ο ίλιγγος είχε περάσει. Τώρα όμως που οι δυνάμεις μου πια μου επέτρεπαν να το φτάσω, ανακάλυψα ότι ήμουν αρκετά ξύπνιος για να μπορέσω να κρατήσω άλλο ζωντανά αυτά τα οράματα. Μέσα στο δωμάτιο δεν υπήρχε κανένας άλλος. Παρατήρησα το χέρι μου: μου φαινόταν τώρα άδειο σαν πληγή. Η κουρτίνα άδεια κι αυτή, αν και θρόιζε ακόμα λίγο. Την έκανα πέρα και κοίταξα έξω.

Για κάποιο παράξενο λόγο, αν και ήμουν πια τελείως ξύπνιος, είχα μπροστά μου τη θέα όχι από το παράθυρο, αλλά από την κορφή: καμιά γη δεν με περίμενε πιο ψηλά. Έβλεπα τώρα την απέναντι πλευρά, αυτή που ήταν παλιότερα η δική μου. Κοιτάζοντας ολόγυρα την επίπεδη πεδιάδα που άχνιζε κάτω, μπόρεσα να ξεχωρίσω καθαρά την πόλη μου και τη φωνή της. Μια βαριά ανάσα σαν στεναγμός ανέβαινε ως εδώ, τόσο αβοήθητη που με έκανε να δακρύσω. Εδώ πάνω βέβαια, μόλις που έφταναν όλα αυτά· θα μπορούσα και να μην τα διέκρινα αν δεν τα είχα ζήσει κάποτε και ο ίδιος. Μου φάνηκε πώς είδα χέρια να υψώνονται, σαν να ζητούσαν κάτι από μένα. Ήταν αρκετά μακρύς ο δρόμος, αφού θα έπρεπε να κατέβω από το βουνό, πίσω προς τη θάλασσα, και από κει να κάνω τον κύκλο που θα οδηγούσε ξανά προς την πόλη. Το λεωφορείο όμως σε λίγο θα ξεκινούσε· ο οδηγός μου έκανε νόημα να βιαστώ.

 

Υστερόγραφο: Το έβδομο σπίτι        

Κατοικώ στο κέντρο της πόλης, εκεί που κάποτε είχα ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Το διαμέρισμά μου, όμως, βρίσκεται τώρα στον όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας. Εδώ ζω ήδη είκοσι χρόνια…

Όμως έχω μέσα στο μυαλό μια φωνή που με βεβαιώνει πως αυτό δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, το σπίτι μου. Και αυτή η φωνή γίνεται όλο και πιο επίμονη τις άυπνες νύχτες, όταν κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω: τα αυτοκίνητα, τους λιγοστούς διαβάτες, βιαστικούς και ελάχιστους, τους τεράστιους όγκους απέναντι. Το μάτι, ψάχνοντας, μαγνητίζεται από τις φωτεινές πινακίδες νέον, τεράστιες κι αυτές, ειδικά αυτή που δείχνει μια γυναίκα με μπλε φόρεμα, με στήθη που αναβοσβήνουν με νόημα: μια με το πράσινο φως, το δεξί, που με καλεί και μια με το κόκκινο που υπόσχεται γάλα φαρμακωμένο –βέβαιο θάνατο.

Όμως η γαλανή κοιλιά της με ταξιδεύει, διάφανη, αφήνοντας με λίγο-λίγο να σχηματίσω αυτό που θα υπάρχει, ίσως, πέρα απ’ τον τοίχο: ένας τόπος, ένα χωριό παίρνει μορφή όσο περνούν οι νύχτες. Αυτή θα με έφερνε εκεί, αν έβρισκα έναν χάρτη, ένα μέσο… Εκεί θα χτίσω. Φτάνει να βρω τα παλιά μου σύνεργα, που πρέπει να είναι χωμένα στο πατάρι…

Είναι σίγουρα εντελώς γελοίο το θέαμα που θα παρουσίαζα, βραδιάτικα στη στάση του λεωφορείου με καπέλο εξερευνητή και ένα παμπάλαιο σάκο εκστρατείας στον ώμο, από τον οποίο μάλιστα θα περισσεύει το περίφημο εκείνο κουπί· όμως αυτό έκανα, και χωρίς καμιά καθυστέρηση κιόλας, μιας και σε λίγο θα περνούσε το τελευταίο λεωφορείο.

Και αυτή την παράταιρη εικόνα περιέφερα, ένας θεός ξέρει γιατί, και μέσα στο λεωφορείο, ανάμεσα σε πολύ νεότερούς μου, που έβγαιναν για διασκέδαση, μεθυσμένους και νοσοκόμες που σε λίγο θα ξεκινούσαν το νυχτερινό τους μεροκάματο, και που όλοι αυτοί δεν θα ασχολούνταν δα μαζί μου, πέρα από ένα ειρωνικό ξεφύσημα πάνω από τον ώμο τους, μια ματιά απορίας. Όμως ο οδηγός φαινόταν να γνώριζε. Αυτό μου έλεγε το πίσω μέρος του κεφαλιού του, ειδικά όταν σε μια στιγμή μου φάνηκε ότι άγγιξε με το δάχτυλο τον κρόταφό του –αν και θα μπορούσε να το έδειχνε σε οποιονδήποτε επιβάτη, ή απλώς να ξύστηκε- όμως αναμφίβολα έπρεπε να εννοούσε, ειδικά για μένα, πως: «το ‘ξερα εγώ».

Και πράγματι πρέπει να ήξερε πριν από μένα, αφού, όταν κατέβηκε και ο τελευταίος συνεπιβάτης, με κοίταξε και δεν χρειάζεται καν να πω ότι ήταν ο ίδιος που με είχε πάρει από τον τόπο μου πριν από είκοσι χρόνια για να με ξαναφέρει στην πόλη, και ένιωσα ακριβώς πού με οδηγούσε –και είναι παράξενο ότι άργησα, έστω και τόσο, να το καταλάβω- όταν συνέχισε να πηγαίνει και μετά το τέρμα, και έξω από τα όρια της πόλης, πλάι στο κύμα και μετά προς το βουνό. Άρα ο τόπος, ο τόπος μου υπήρχε –η διαδρομή λοιπόν, λέει, θα τέλειωνε σε λίγο…

Ο αμίλητος οδηγός τελείωσε την αποστολή του ακριβώς την ώρα που χάραζε το πρώτο φως. Χωρίς ν’ αφήσω το σάκο μου στάθηκα εκεί, άπραγος για λίγο: δείλιαζα. Παρόλα τα σύνεργά μου, ήμουν απροετοίμαστος πράγματι να το ζήσω. Έτσι κι αλλιώς, αν και δεν το είχα καλοσκεφτεί, δεν το είχα δει ποτέ απ’ έξω: μόνο ό,τι έφτιαχνα μέσα απ’ το δωμάτιο. Γι’ αυτό τώρα μου φάνηκε κάπως δύσκολο να το ξαναχτίσω. Το μέρος δεν ήταν ακριβώς στην πλαγιά ενός βουνού, όπως νόμιζα πάντα, ούτε σε κανένα μεγάλο υψόμετρο. Ήταν κάτι ανάμεσα, ένα μείγμα όπως μου πέρασε τώρα από μυαλό, από διάφορες εικόνες. Κάτι σαν οροπέδιο απλωμένο λίγο πριν από την κορφή ενός λόφου, με τα λίγα σπίτια του να αχνοφέγγουν τώρα καθώς κοιτούσα, μια αριστερά μια δεξιά: σε κάθε ματιά, καινούργια σπίτια έρχονταν στο φως, σαν να τα γεννούσε η γη. Γύρω-γύρω ήδη ξεχώριζαν τα δέντρα, που πριν λίγο ήταν ολόμαυρα. Σαν κάποιος να τραβούσε ένα χαλί πάνω από αυτό το σκηνικό, εμφανίζονταν ολοένα περισσότερες λεπτομέρειες. Σε λίγο ήταν όλα στη θέση τους.

Δεν είχα καν την αίσθηση ότι περπατούσα προς τα εκεί: ακόμα υπνοβατούσα. Κι όμως είχα πλησιάσει πια αρκετά, και μια σκιά γυναικεία εμφανίστηκε μπροστά από ένα σπίτι όπου αναγνώρισα το παράθυρο και τη μισάνοιχτη κουρτίνα. Μια επίμονη φράση στ’ αυτιά μου: «Τα κορίτσια μεγάλωσαν πια»…

Η εικόνα ήταν πια γεμάτη. Σκέφτηκα μήπως ήταν ανάγκη μόνο αυτό ν’ αντικρύσω, και άρα μήπως τώρα έπρεπε, αφού φυτέψω το κουπί στη γη -στην είσοδο του χωριού- να γυρίσω την πλάτη μου και να φύγω: να το αφήσω να ζήσει. Έτσι κι αλλιώς, ήδη ένα χέρι είχε βιαστικά ξανακλείσει την κουρτίνα. Μα αυτή, ανεμίζοντας, θαλασσιά, με ξυπνούσε· τώρα ήταν αδύνατο να το αποφύγω; γιατί αυτό που θα γινόταν δεν χρειαζόταν ούτε τρεις μέρες, ούτε τρία λεπτά -θα γινόταν αμέσως.

Έσκυψα και φίλησα το χώμα. Στη στιγμή, άρχισαν οι τοίχοι να ξεθωριάζουν, να γίνονται σαν φτιαγμένοι από ριζόχαρτο. Πριν προλάβω να συνέλθω από το πρώτο ξάφνιασμα, άρχισαν ένας-ένας να πέφτουν: πρώτα τα πιο μικρά σπίτια, έπειτα τα μεγαλύτερα, η εκκλησιά στην πλατεία, μέχρι που χάθηκε και το ψηλό καμπαναριό. Τα δέντρα έχασαν τα φύλλα τους, τα ζωντανά τους χρώματα, σαν να τα χτύπησε πρόωρος, αφύσικος χειμώνας ή σαν να καίγονταν, αβοήθητα, από μέσα τους· σε λίγο είχαν όλα γίνει μαύρα.

Περίλυπος για το δημιούργημά μου, στάθηκα στα πόδια μου και κοίταξα τριγύρω. Τώρα δεν προχωρούσα άλλο, αλλά αυτό δεν είχε και κανένα νόημα: δεν υπήρχε τίποτε να δει κανείς πέρα από γυμνή γη και στάχτη –μέχρι και την κορφή του λόφου. Θυμήθηκα τον οδηγό με το δάχτυλο στον κρόταφο· τώρα δεν ήταν ούτε το λεωφορείο εδώ, ένα σημάδι ζωής. Μου φάνηκε σχεδόν αστείο ότι, αν είχα πεθάνει, δεν θα είχα αφήσει πίσω μου ούτε μια σωστή διαδρομή: μια πορεία γεμάτη κύκλους, και αυτούς σε τόπους ανύπαρκτους, σαν αυτό τον όλεθρο που έβλεπα τώρα μπροστά μου. Μου έκανε κατάπληξη, πόσο αληθινή μπορούσε να είναι η ανυπαρξία –γιατί την έβλεπα τώρα με τα ίδια μου τα μάτια, κάτω από τον ήλιο που ήδη πυρπολούσε το κεφάλι μου και το ξερό χώμα.

Κι όμως τώρα ήταν που, αν είναι να συνεχίσω να ζω, έπρεπε να περπατήσω, μόνο να περπατήσω. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως η πόλη μου δεν θα ήταν και πολύ μακριά∙ το ίδιο πρέπει να είχα σκεφτεί κι άλλοτε, όταν ακόμα το χωριό έσφυζε από ζωή. Κοντοστάθηκα για λίγο αναποφάσιστος, έπειτα σήκωσα το σάκο μου και ξεκίνησα –να χτίσω κάπου αλλού τον τόπο μου.-