Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 41

Μουσείο Λαογραφίας, του Δημήτρη Φύσσα

Μουσείο Λαογραφίας, νουβέλα, Δημήτρης Φύσσας, εκδόσεις Εστία 2017

 

Η επιστολική νουβέλα «Μουσείο Λαογραφίας» στήνεται πάνω σε ένα ενδιαφέρον εύρημα: ο αφηγητής, ζωγράφος Λεών χρηματοδοτείται για να υλοποιήσει έναν υπερμεγέθη πίνακα με τίτλο «Ο μυστικός δείπνος του κοινοτισμού», εγκαταλείπει μια μεγάλη ελληνική πόλη και μια γυναίκα και αποσύρεται σε ένα εξαιρετικά απομονωμένο χωριό το οποίο φαντάζει ειδυλλιακό μέχρι να συνειδητοποιήσει ο ήρωας ότι κάτι δεν πάει καλά με τον γυναικείο πληθυσμό του. Πάνω σε αυτή την ιδιαίτερη πλατφόρμα, ο συγγραφέας συνθέτει ένα πολυεπίπεδο, ευφάνταστο και πολυκύμαντο έργο το οποίο αποδομεί τους πιο σημαντικούς άξονες του ανθρώπινου βίου.

Μέσα από τις είκοσι τρείς επιστολές τις οποίες ο Λεών απευθύνει στη γυναίκα με την οποία διατηρούσε σχέση, ο Φύσσας, με παιγνιώδη και άμεσο τρόπο, θίγει θέματα που αφορούν στην τέχνη, στην πολιτική με εστίαση στην Αριστερά, στη θρησκεία, στον κοινοτισμό ενάντια στον αστικό τρόπο ζωής, στο χρήμα, στο έθνος, στον έρωτα, στις σχέσεις, στην απόπειρα έκφρασης. Η επιλογή της δόμησης της αφήγησης μέσω των αναπάντητων επιστολών, αν και παραπέμπει στην κλασική επιστολική λογοτεχνία, εξυπηρετεί άψογα το εν λόγω έργο δίνοντας τη δυνατότητα, μέσα από την προσωπική οπτική του ήρωα, να αποσυντίθενται και να αποκαθηλώνονται όλες οι σταθερές της σύγχρονης κοινωνικής δομής. Ταυτοχρόνως, θίγεται με υποδόριο σαρκασμό, η μοναξιά, η δυστοκία της επαφής, η αλλοτρίωση που οδηγεί συχνά στην ψευδαισθησιακή αναπαράσταση των σχέσεων ή των επί μέρους επιπέδων τους. Η επιλογή του προφορικού λόγου στην αφήγηση δίνει μια αίσθηση ζωντάνιας και αμεσότητας διευκολύνοντας την αληθοφάνεια του συγγραφικού πονήματος και την αξιοπιστία του αφηγητή.

Ωστόσο η συχνή επιστροφή στην φράση «…αλλά είπαμε είναι φανταστικός αυτός ο τόπος» δημιουργεί ερωτήματα σε σχέση με την ευστάθεια των λόγων του Λεών διαμορφώνοντας ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης όπου όλα τίθενται υπό διαπραγμάτευση και αυτό είναι μαγικό: η εξιδανίκευση ενός τρόπου και ενός τόπου ο οποίος παραπέμπει αφενός στον αγροτικό ή φυσικό ή κοινοτικό τρόπο ζωής, αφετέρου στις παραδοσιακές αξίες «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» σιγά σιγά αποσυντίθεται αφήνοντας πίσω, όχι βέβαια συντρίμμια, αλλά έναν τεράστιο χώρο όπου ο αναγνώστης μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε όσα γνώρισε, τον πλάνεψαν, τον συντρόφευσαν, τα αγάπησε, τα απέρριψε και σε όσα ανελλιπώς καραδοκούν. Η διαφυγή και η φυγή δεν είναι λύση, είναι όμως μια πρόσκαιρη διέξοδος, μια σύντομα ανάσα, μια αναπόφευκτη κατάσταση.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αλλαγή της στάσης του άντρα σε σχέση με τον έρωτα και την εξέλιξη της ερωτικής σχέσης συμβαδίζει, στην πορεία της ανάγνωσης, με την αλλαγή της θέασης του κόσμου: τίποτα δεν είναι στατικό και τίποτα δεν είναι όπως εμφανίζεται. Το χιούμορ, ο κυνισμός συχνά γλυκόπικρος, η καυστική ειρωνεία είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του Φύσσα τα οποία, σε συνδυασμό με τις ιστορικές παραπομπές, τα δεδομένα του πολιτικού σχολιασμού και το αναπάντεχο αίσθημα του παράλογου, διαμορφώνουν ένα έργο που δεν αφήνει τίποτα ανεξερεύνητο. Το «Μουσείο Λαογραφίας» είναι ένα μουσείο ανατομίας του ανθρώπινου πολιτισμού, μια παιγνιώδης ενατένιση πάνω σε όσα στηρίζουν τον άνθρωπο σε ετούτη την πορεία και συχνά τον αφήνουν με «άδεια χέρια».

Άξιος μνείας είναι και ο ρόλος της γυναίκας στο εν λόγω κείμενο. Η γυναίκα γίνεται η αφορμή για την συνειδητοποίηση των παθογενειών του φανταστικού τόπου. Η γυναίκα μετατρέπεται σε αποδέκτη της ανάγκης για επικοινωνία, σε μάρτυρα της απόπειρας για μύηση. Η γυναίκα αποτελεί τον φορέα της αποκάλυψης της αλήθειας. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο μισογυνισμός, στο συγγραφικό σύμπαν του Φύσσα, αποτελεί την αφορμή ώστε να μπορέσει να γίνει αναφορά στον ρατσισμό, στην έννοια του «κατώτερου» και του «ανώτερου» όντος, στην παρακμιακή προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης μέσω «εμφανισιακών», έμφυλων, θρησκευτικών ή φυλετικών χαρακτηριστικών.

Εν κατακλείδι, η νουβέλα του Δημήτρη Φύσσα είναι ένα ιδιαίτερο συγγραφικό πόνημα, ένα ψηφιδωτό που διαπερνά τους τόπους και τις εποχές φτάνοντας γρήγορα στο όριο: τι είναι αυτό που καταλήγουμε εντέλει να πιστεύουμε, τι ακολουθούμε και τι συνεχίζουμε να διεκδικούμε σθεναρά όταν όλα αποσυντίθενται, όταν όλα βρίσκονται μπροστά μας τελείως γυμνά; Τα πιο μεγάλα ερωτήματα με τα πιο απλά λόγια - υπόγεια, ύπουλα, διορατικά. Ένας «λαός» που σταυρώνεται και εντέλει, διασταυρώνεται. Οι αντιλήψεις μας. Με μια γραφή απογυμνωμένη από τερτίπια. Σα να μιλάει η ψυχή μας δυνατά…

Τζούλια Γκανάσου