Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

Η ρωσική "πρωτοπορία" της Ελένης Κατσιώλη

katsioli

Γράφει η Ανδρονίκη Μαστοράκη

Γνώρισα την Ελένη Κατσιώλη μέσω των εκδόσεων Εκάτη, ενός ιστορικού εκδοτικού οίκου με μακρά παράδοση στην ποίηση κατά κύριο λόγο, αλλά και σε έργα αναφοράς που αφορούν ποικίλες όψεις του ελληνικού πολιτισμού. Με ένα τέτοιο έργο αναφοράς έγινε η γνωριμία του εκδοτικού οίκου με την Ελένη. Ήταν το δοκίμιο «Αστρολογία: Η νεκρή επιστήμη», του ρωσοπολωνού Θαδδαίου Ζελίνσκι, ενός από τους πιο διάσημους κλασικούς φιλολόγους της εποχής του.

Ο Ζελίνσκι γεννήθηκε το 1859 στην Πολωνία, αλλά 10 χρονών μετέβη στην Αγία Πετρούπολη για τις γυμνασιακές του σπουδές. Κατόπιν σπούδασε αρχαιολογία και κλασική φιλολογία στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Βιέννης και της Λειψίας. Διετέλεσε καθηγητής του πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης κι έπειτα του πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, και υπήρξε μέλος της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών, καθώς και πλήθους επιστημονικών εταιρειών. Έλαβε μέρος σε αρχαιολογικές και επιστημονικές αποστολές στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και τη βόρεια Αφρική. Παρότι είχε επικριθεί έντονα για τη φιλογερμανική του στάση πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξε ένας από τους πιο διακεκριμένους μελετητές της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας. Μάλιστα, τη δεκαετία του ’20 ήταν επανειλημμένα υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (εκείνη την εποχή δεν το έπαιρναν μόνο συγγραφείς, αλλά και φιλόσοφοι –όπως ο Ράσελ–, ιστορικοί –όπως ο Μόμσεν– και πολιτικοί –όπως ο Τσόρτσιλ–, πλέον και τραγουδοποιοί...).

Η μελέτη αυτή, που αποτελεί μέρος μιας σειράς των Εκδόσεων Εκάτη αφιερωμένης στο έργο του Ζελίνσκι, δεν είναι μια στείρα πολεμική της αστρολογίας. Αντίθετα, υιοθετώντας μια νηφάλια και αντικειμενική οπτική, καθώς και γερές δόσεις διακριτικού χιούμορ –ευτυχές σημείο ταύτισης με τη μεταφράστριά του–, ο συγγραφέας επιχειρεί να εξηγήσει την αναγκαιότητα της γένεσης και της ανάπτυξής της για περισσότερα από 2.000 χρόνια, καθώς και τον αναπόφευκτο θάνατό της με την έλευση της σύγχρονης εποχής. Εκκινώντας από τη διάκριση μεταξύ επιστήμης και δοξασίας, ο Ζελίνσκι επισημαίνει ότι «οι δοξασίες είναι δημιουργήματα μιας υπέρτατης ανάγκης της ανθρώπινης ψυχής και εξαιτίας αυτής ζουν όσο υπάρχει η ανάγκη που τις προκάλεσε. Και επειδή εξαρτώνται από συνεχώς μεταβαλλόμενους παράγοντες, γεννιούνται και πεθαίνουν, αντικαθιστώντας πεπερασμένες μορφές (...). Η ιστορία του πολιτισμού της ανθρωπότητας είναι σπαρμένη με τα πτώματα των πεθαμένων δοξασιών».

Η αστρολογία, μας λέει ο συγγραφέας, ήταν φυσικό να γεννηθεί στην Ελλάδα, για μια σειρά από λόγους: η διαύγεια του έναστρου ουρανού που επικρατεί στον νότο καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, η δημιουργική φαντασία των Ελλήνων, που πρόβαλε την πλούσια μυθολογία μας στ’ άστρα, καθώς και το φιλοπερίεργο πνεύμα μας, που δεν ησυχάζει αν δεν απαντήσει σε όλα τα γιατί. Μπολιασμένη αργότερα από τη λαϊκή σοφία των Χαλδαίων Μάγων, την προσωκρατική φιλοσοφία και την πυθαγόρεια αριθμοσοφία, η αστρολογία ενδύθηκε τον μανδύα της επιστήμης. Συνεπικουρούμενη στην πορεία του χρόνου απ’ όλα τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα αλλά και τη θρησκεία, δεν άργησε να εδραιωθεί και να θριαμβεύσει. Και συνέχισε τη θριαμβευτική πορεία της, αντλώντας ενέργεια από την ανθρώπινη ανασφάλεια και τις επιστημονικές εξελίξεις, ωσότου, εκατοντάδες χρόνια αργότερα, πέθανε επειδή «της στέρησαν την ψυχή της», όπως λέει ο Ζελίνσκι, όταν δηλαδή τη θέση της Συμπάθειας του Όλου, της βασικής αρχής που την έτρεφε, κατέλαβε η Παγκόσμια Έλξη. Ο Κοπέρνικος της έδωσε ένα πρώτο χτύπημα, που την ζάλισε προσωρινά, και την στραγγάλισε τελικά ο Νεύτωνας.

*

Δεν ξέρω αν ήταν γραμμένο στ’ άστρα ή όχι, πάντως η γνωριμία της Ελένης με τις εκδόσεις Εκάτη έμελλε να προχωρήσει σύντομα σε αρραβώνα και σε έναν γόνιμο γάμο. Αυτά παθαίνεις όταν βάζεις την ποίηση στη ζωή σου, πόσο μάλλον περιδιαβάζοντας το Παρίσι!  

Η συλλογή Παρίσι αποτελείται από οκτώ ποιημάτων τα οποία εμπνεύστηκε ο Μαγιακόφσκι κατά την επίσκεψή του εκεί το φθινόπωρο του 1924. Αναμφίβολα ο Μαγιακόφσκι αγαπούσε αυτή την πόλη, που παραβρίσκεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε πολλά ποιήματά του. Αλλά σ’ αυτή την αγάπη πάντα υπήρχε μια δόση λύπης, μια δόση νοσταλγίας. «Θα ’θελα να ζω και να πεθάνω στο Παρίσι, αν δεν υπήρχε τόπος τέτοιος σαν τη Μόσχα», γράφει στο ποίημα Αποχαιρετισμός.

Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι γεννήθηκε στη Γεωργία το 1893, όμως μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, το 1906, μετακόμισε μαζί με τη μητέρα και τις δύο αδελφές του στη Μόσχα. Από τα 14 του χρόνια είχε ασπασθεί τις ιδέες του σοσιαλισμού και συμμετείχε ενεργά σε αντιτσαρικές διαδηλώσεις στη γενέτειρά του. Το 1908 έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του, αλλά όντας ανήλικος απέφυγε τη μεταγωγή του. Το 1909, στην απομόνωση της φυλακής, άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία κατασχέθηκαν από τις αρχές. Το 1911 μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, απ’ όπου αποβλήθηκε το 1914, λόγω των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Στο μεταξύ, όμως, γνωρίστηκε με μέλη του ρωσικού φουτουριστικού κινήματος και εισχώρησε στο κίνημα που έμελλε να καθορίσει την ποιητική του πορεία. Το 1912 η φουτουριστική έκδοση Ένα χαστούκι στο πρόσωπο του δημόσιου γούστου περιλάμβανε τα πρώτα δημοσιευμένα ποιήματά του.

Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών. Όμως η πληθώρα των διακηρύξεων, των ομιλιών και των αυτοσχέδιων σχολίων, στο πνεύμα της άρνησης της αξίας της παραδοσιακής κουλτούρας και της προβολής της ποίησης και της τέχνης της νέας Ρωσίας, δεν υπήρξαν απλώς προεκτάσεις της στάσης «να ξαφνιάσουμε τους αστούς» που χαρακτήριζε την πρωτοπορία. Αντιπροσώπευαν απόπειρες σύνδεσης με τη λαϊκή φωνή της επανάστασης και κατάρριψης των μορφικών διακρίσεων ανάμεσα στις διάφορες τέχνες. Το όραμα του μέλλοντος και η έμφαση στο αρχέγονο χαρακτηρίζουν το φουτουριστικό κίνημα, το οποίο αναζητεί νέους εκφραστικούς τρόπους για να αποδώσει τις αξίες, την ταχύτητα και τον δυναμισμό της εποχής που αρχίζει. Η σύνταξη κατακερματίζεται, οι κανόνες στίξης και σελιδοποίησης καταργούνται, τα γράμματα αντιστρέφονται ώστε να απαλειφθεί η διάκριση ανάμεσα στο κείμενο ως σημασιολογική ενότητα και ως έργο τέχνης. Η δύναμη των ήχων δονεί την ποίηση του φουτουριστή Μαγιακόφσκι. Η παραφωνία και η γραμμική ανορθοδοξία των στίχων του τονώνει τον ρωμαλέο λυρισμό του, που έγινε κήρυκας της μπολσεβικικής επανάστασης.

Ωστόσο, παρά τον πληθωρικό ατομικισμό που επέδειξε ο Μαγιακόφσκι και άλλοι πρώιμοι επαναστατικοί λογοτέχνες, όπως ο Σεργκέι Γεσένιν, στη νέα Ρωσία οι τέχνες ήταν προσδεμένες στις επιθυμίες του Κομμουνιστικού Κόμματος και της ηγεσίας του. Όπως η λενινιστική φρουρά του πρώτου κύματος παραχώρησε τη θέση της σε ένα νέο καθεστώς σταθεροποίησης και ελέγχου, έτσι και οι πειραματισμοί και η φουτουριστική παιγνιώδης διάθεση αντικαταστάθηκαν από το ύφος και την πολιτική γραμμή που έμελλε να ταυτιστεί με τη σταλινική Ρωσία: τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα χρόνια δηλαδή που ακολούθησαν την ανάληψη της εξουσίας από τον Στάλιν το 1922, η αισιοδοξία και η ιδεαλισμός νεαρών συγγραφέων όπως ο Μαγιακόφσκι και ο Γεσένιν παραχώρησαν τη θέση τους στην επιφυλακτική επαγρύπνηση, στον κυνισμό και τελικά στην απελπισία.

Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μαγιακόφσκι εξέδωσε δύο θεατρικά έργα (Κοριός και Λουτρό), με επικριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία, τα οποία γνώρισαν την πλήρη αποτυχία εκείνη την εποχή, και χρειάστηκε να περάσουν μερικές δεκαετίες πριν αναγνωριστεί η αξία τους. Η αυξανόμενη δυσαρέσκειά του ποιητή με το καθεστώς, οι επανειλημμένες αποτυχίες του στον έρωτα, μια παρατεταμένη ασθένεια στον φάρυγγα, η αποτυχία των θεατρικών του έργων, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλετάριων Συγγραφέων, η άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό και μια αυτοκαταστροφική διάθεση που τον κατέτρεχε και στο παρελθόν, οδήγησαν τελικά στην αυτοκτονία του, τον Απρίλιο του 1930.

Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. «Αλλά ποιανού είμ’ εγώ, διάολε, συνοδοιπόρος! Ψυχή δεν περπατάει κοντά μου», έγραφε ο ίδιος το 1924 στο Παρίσι.

*

Ωστόσο ο Μαγιακόφσκι δεν υπήρξε ο μόνος επαναστάτης ποιητής της Ρωσίας. Είδαμε ήδη ότι ο Γεσένιν υπήρξε συνοδοιπόρος του, με την τρέχουσα έννοια του όρου. Και μάλιστα αυτοί οι δύο, όπως και οι υπόλοιποι εξεγερμένοι ποιητές που περιλαμβάνονται στην ομώνυμη συλλογή, που εγκαινιάζει μια νέα σειρά των Εκδόσεων Εκάτη αφιερωμένη στη ρωσική διανόηση, δεν δίστασαν να εξεγερθούν απέναντι και στο νέο καθεστώς που η επανάστασή τους είχε εγκαθιδρύσει, μόλις αντιλήφθηκαν τα κακώς κείμενα που το χαρακτήριζαν. Γι’ αυτό και το τέλος τους ήταν το ίδιο τραγικό.

Ο Σεργκέι Γεσένιν γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της ρωσικής επαρχίας, από φτωχούς αγρότες γονείς. Στα 16 του χρόνια αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην ποίηση, και διαπιστώνοντας ότι για να γίνει γνωστός ποιητής έπρεπε να μεταβεί σε μια μεγάλη πόλη, το 1912 μετακόμισε στη Μόσχα. Επειδή όμως οι πιο γνωστοί ρώσοι συγγραφείς τότε ζούσαν στην Αγία Πετρούπολη και όχι στη Μόσχα, το 1917 μετακόμισε πάλι.

Ο Γεσένιν καλωσόρισε και υποστήριξε την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά πολύ σύντομα άρχισε να έχει δεύτερες σκέψεις. Δεν του άρεσε η μεταμόρφωση των αστικών περιοχών που λάμβανε χώρα, και άρχισε να νοσταλγεί την παραδοσιακή απλή αγροτική ζωή και την παλαιά Ρωσία. Το 1918 ξαναγύρισε στη Μόσχα και συνέχισε να γράφει αισιόδοξη, μυθική ποίηση για το μέλλον της Ρωσίας. Λέει στην αυτοβιογραφία του:

Η καλύτερη περίοδος της ζωής μου ήταν το 1919. Τότε τον χειμώνα ζούσαμε σε συνθήκες με θερμοκρασία μείον πέντε βαθμούς. Δεν είχαμε καν ξύλα για τη σόμπα.

Στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έγινα μέλος, γιατί θεωρώ πως είμαι πολύ πιο αριστερός.

Στη Ρωσία τότε δεν υπήρχε χαρτί, δημοσίευσα τα ποιήματα μου μαζί με τον Κούσικοφ και τον Μαριενγκόφ στους τοίχους της μονής Στράστνι ή τα διάβαζα οπουδήποτε στη λεωφόρο. Οι καλύτεροι θαυμαστές της ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μας αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν.

Αυτή η παρέα των ελασσόνων εκείνη την εποχή ποιητών (Γεσένιν, Μαριενγκόφ κ.ά.), στοχεύοντας να αντιπαραταχτούν στους φουτουριστές και να έχουν έτσι μια ελπίδα να κερδίσουν την αναγνώριση που ποθούσαν, δημιούργησαν ένα κίνημα που έγινε ως γνωστό ως Εικονικισμός (Imaginism), επηρεασμένοι από έναν άρθρο σχετικά με το κίνημα του Εικονισμού (Imagism) που είχε δημιουργήσει ο Έζρα Πάουντ. Εντούτοις, εκτός από το όνομα και, φυσικά, το δόγμα ότι η εικόνα αποτελεί ζωτικό στοιχείο της ποίησης, δεν υπήρχε μεγάλη σύνδεση μεταξύ του Εικονισμού του Πάουντ και του ρωσικού Εικονικισμού.

Το 1921 ο Γεσένιν γνώρισε, ερωτεύτηκε και πολύ σύντομα παντρεύτηκε τη διάσημη αμερικανίδα χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν, κι ύστερα από ένα χρόνο την ακολούθησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φαίνεται όμως ότι δεν τον σήκωνε το αμερικανικό κλίμα, και μετά από μια νευρική κατάρρευση επέστρεψε στη Ρωσία. Αλλά και στην πατρίδα το κλίμα είχε αλλάξει εντωμεταξύ δραματικά. Ο Γεσένιν δεν μπορούσε να δεχτεί την ατμόσφαιρα της σκληρότητας και της καταστροφής που είχε παραμείνει από τον εμφύλιο, και ο ανελέητος νόμος της εκδίκησης που επικρατούσε μεταξύ πολλών φανατικών, ακόμα και μετά τον πόλεμο, φάνταζε εγκληματικός στα μάτια του. Ήταν δύσκολο για τον Γεσένιν τόσο ως άνθρωπος όσο και ως ποιητής να προσαρμοστεί στη νέα οικονομική πολιτική του Λένιν. Ως έναν βαθμό θεώρησε τούτη τη δυσκολία προσωπική του αποτυχία και αντέδρασε σε αυτήν με εναλλαγές κατάθλιψης και άγριου ξεφαντώματος. Όρισε τον εαυτό του «χούλιγκαν» και δικαιολογούσε τον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, τους καβγάδες στα μπαρ, τους βλάσφημους στίχους και τα ολονύχτια όργια ως θεμελιώδεις επαναστατικές πράξεις. Η τελευταία τέτοια πράξη ήταν η αυτοκτονία του τον Δεκέμβρη του 1925.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως λίγο πίσω, όταν ο Γεσένιν ήταν ακόμα ένας νεαρός φιλόδοξος και αισιόδοξος ποιητής. Γράφει στην αυτοβιογραφία του: Στα δεκαοκτώ μου χρόνια εξεπλάγην με το γεγονός ότι, παρότι είχα στείλει ποιήματά μου σε διάφορα περιοδικά, δεν τα δημοσίευαν, και αναπάντεχα την κοπάνησα για την Πετρούπολη. Εκεί με δέχτηκαν πολύ εγκάρδια. Τον πρώτο που είδα ήταν ο Μπλοκ (...). Όταν κοιτούσα τον Μπλοκ, έσταζε ο ιδρώτας, γιατί για πρώτη φορά έβλεπα ζωντανό ποιητή.

Ο Αλεξάντρ Μπλοκ υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ρωσικού συμβολισμού, του λογοτεχνικού ρεύματος που δέσποζε στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Γεννημένος το 1880 από διανοούμενους γονείς στην Αγία Πετρούπολη και μεγαλωμένος στη Μόσχα από αριστοκράτες συγγενείς, ο Μπλοκ σύντομα εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές για τις οποίες προοριζόταν και στράφηκε αρχικά στη φιλολογία, αργότερα στη φιλοσοφία και τέλος στην ποίηση, που τον κέρδισε ολοκληρωτικά. Μέχρι να εκδοθούν οι πρώτοι στίχοι του, το 1903, είχε ήδη συγκεντρώσει πάνω από εξακόσια ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία βρήκαν άμεση αποδοχή μετά το ντεμπούτο του. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, μια σταθερή ροή ποιημάτων, θεατρικών έργων και δοκιμίων ξεχύθηκε από την πένα του Μπλοκ αβίαστα.

Η ποίηση του Μπλοκ άρεσε εξίσου στους ποιητές της εποχής του, στους κριτικούς και στο απλό κοινό. Κατάφερε να αποφύγει την αντιπαράθεση με τη λογοκρισία τόσο με τα προεπαναστατικά όσο και με τα μεταεπαναστατικά καθεστώτα και αναδείχθηκε στον πλέον καταξιωμένο συγγραφέα της εποχής.

Η εμπλοκή του με τα πολιτικά υπήρξε ελάχιστη, αν και αμφιλεγόμενη. Οι ιδέες του για την κατάσταση της χώρας εκδόθηκαν το 1918 σε μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο Η Ρωσία και η ιντελιγκέντσια. Ο Μπλοκ κατηγορεί την ανώτερη τάξη στην οποία και ο ίδιος ανήκει ότι έχει δημιουργήσει ένα πολιτισμικό σχίσμα, στρεφόμενη προς την Ευρώπη και υποτιμώντας τον δικό της λαό και την κληρονομιά της. Αυτή η αρνητική στάση απέναντι στους εξουσιαστικούς κύκλους τον ενθάρρυνε να μην καταδικάσει την επανάσταση, παρότι αρχικά δεν την καλόβλεπε. Μια θητεία στο μέτωπο συνέβαλε στη δυσαρέσκειά του, καθώς έβλεπε τη φιλοσοφική ενότητα που αναζητούσε με το έργο του να θάβεται στα συντρίμμια του πολέμου. Υπηρέτησε για λίγο σε μια προσωρινή κυβερνητική επιτροπή που ερευνούσε ύποπτους τσαρικούς αξιωματούχους, κι ύστερα συνέθεσε το αριστουργηματικό ποίημα Οι Δώδεκα, στο οποίο μια ομάδα ρώσων επαναστατών παραλληλίζεται με τους μαθητές του Χριστού. Εδώ ο οραματικός συμβολισμός του Μπλοκ αγγίζει την ένταση του πολιτικού μεσσιανισμού, καθώς το ποίημα μεταστοιχειώνει την Οκτωβριανή Επανάσταση σε γεγονός πνευματικής αναγέννησης. Από το 1918 και έως το τέλος της ζωής του, τον Αύγουστο του 1921, ο Μπλοκ έγραψε ελάχιστα. Σε ένα γράμμα σε κάποιον φίλο του ανέφερε χαρακτηριστικά: Όλοι οι ήχοι σταμάτησαν. Δεν ακούς ότι δεν υπάρχουν πια ήχοι;

Με ηχώ μοιάζουν αυτές οι λέξεις, ενός άλλου εξεγερμένου ποιητή, του Βλαντιμίρ Ραγέφσκι, ο οποίος έγραφε έναν αιώνα πριν: «Εξαφανίστηκε σαν σκιά ο λαός, δεν ακούγεται πια η φωνή του σε ειδήσεις πολεμικών συνθηκών». Οι στίχοι ανήκουν στο ποίημα Ο ποιητής στο μπουντρούμι, που γράφτηκε το 1822, όταν ο Ραγέφσκι ήταν κρατούμενος από τις τσαρικές αρχές για «ανατρεπτική δραστηριότητα στο στράτευμα».

Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, τριάμισι χρόνια αργότερα, θα λάβει μέρος στην εξέγερση των Δεκεμβριστών εναντίον της μοναρχίας. Πολλοί από τους στασιαστές προηγουμένως είχαν συμμετάσχει στην απόκρουση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, κυνηγώντας τα κατά την οπισθοχώρησή τους ακόμα και μέχρι το Παρίσι. Αντί όμως να επιστρέψουν στη μητέρα πατρίδα εμποτισμένοι με ακονισμένο το μίσος τους για τον εχθρό, αυτοί κουβάλησαν από τη Γαλλία τις ανατρεπτικές ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, και με όνειρα για τον μετασχηματισμό της ρωσικής κοινωνίας, η οποία εξακολουθούσε να παραμένει υπό τον αυστηρό έλεγχο του τσάρου και της βάναυσης δουλοπαροικίας. Έτσι συγκρότησαν μυστικές οργανώσεις που μιλούσαν για επανάσταση. Και όταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ πέθανε, τον Νοέμβριο του 1825, αποφάσισαν να ξεκινήσουν την εξέγερση. Στις 14 Δεκεμβρίου 1825 η ομάδα των νέων επαναστατών αξιωματικών, συνοδεία της μπάντας των ρωσικών στρατευμάτων, βάδισε προς στην πλατεία της Γερουσίας στην Αγία Πετρούπολη. Η σύγκρουση των επαναστατών και των δυνάμεων που παρέμεναν πιστές στο νέο τσάρο Νικόλαο Α΄ διήρκεσε όλη την ημέρα, αλλά οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέπνιξαν γρήγορα την εξέγερση. Ακολούθησαν πολυάριθμες συλλήψεις και πολλοί κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Πέντε απ’ αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό και εκατοντάδες σε καταναγκαστικά έργα στην ανατολική Σιβηρία, κυρίως στο Ιρκούτσκ, μεταξύ αυτών και ο Ραγέφσκι.

Δεν ήταν όμως μόνο οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης που οδήγησαν στην εξέγερση των Δεκεμβριστών. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν το φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού, που ανθούσε εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, αλλά και ο αντίλαλος της ελληνικής εθνεγερσίας. Το 1822, όταν ο Ραγέφσκι κλεισμένος στο μπουντρούμι έγραφε τους στίχους που προαναφέραμε, έγραψε και μια ποιητική επιστολή με τίτλο Προς τους φίλους στο Κισινιόφ, όπου αναφέρει την «αυγή» της Ελληνικής Επανάστασης και το «χρέος» συμβολής στην «ιερή υπόθεση» ενός λαού και της ελευθερίας που «ξύπνησαν από τη νάρκη». Μεταξύ αυτών των φίλων στο Κισινιόφ ήταν και ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας Αλεξάντρ Πούσκιν. Στο Κισινιόφ, υπό την επίβλεψη του στρατηγού Ιβάν Ίνζοφ, είχε μετατεθεί ο Πούσκιν ένα χρόνο νωρίτερα, έπειτα από επιθυμία του Καποδίστρια, ο οποίος με επιστολή του στον στρατηγό τού ζητούσε να δείξει φροντίδα στον νεαρό ποιητή, συμπληρώνοντας: «Δεν υπάρχει ακρότητα στην οποία να μην υπέπεσε ο ατυχής αυτός νέος, όπως δεν υπάρχει και τελειότητα που δεν θα μπορούσε να επιτύχει με την υψηλή ποιότητα των χαρισμάτων του». Ο ποιητής ήταν τότε μόλις 22 ετών. Όταν αργότερα οι φίλοι του Δεκεμβριστές θα εξοριστούν, ο Πούσκιν θα τους αφιερώσει το ποίημα Στα βάθη των σιβηρικών ορυχείων, όπου διακηρύσσει τη συμπαράστασή του και την πίστη του ότι «αγάπη και φιλία θα φτάσουνε μέσα από πύλες ζοφερές, όπως η ελεύθερη φωνή μου, στων καταδίκων τις φωλιές».

Δεν θα σας κουράσω με βιογραφικές λεπτομέρειες για τον Πούσκιν. Είναι ο πιο διάσημος και πολυσυζητημένος ποιητής της Ρωσίας και στοιχεία για τη ζωή και το έργο του υπάρχουν άφθονα σε βιβλία και στο διαδίκτυο, για όποιον θελήσει να τα αναζητήσει. Θα κλείσω με τον τελευταίο εξεγερμένο ποιητή της ανθολογίας, τον Νικολάι Νεκράσοφ, ο οποίος γεννήθηκε την ίδια χρονιά που ο Πούσκιν μετατέθηκε στο Κισινιόφ, το 1821. Ο Νεκράσοφ άρχισε τη σταδιοδρομία του ως στρατιωτικός, σύντομα όμως την εγκατέλειψε και στράφηκε στη λογοτεχνία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να τον διώξει ο πατέρας του από το σπίτι και να του στερήσει κάθε οικονομική βοήθεια. «Ψωμολυσσώντας κάθε μέρα για τρία χρόνια», όπως λέει ο ίδιος, κατάφερε στο τέλος να γίνει ο μεγαλύτερος εκδότης της νέας ρεαλιστικής σχολής μυθοπλασίας της Ρωσίας. Ένας σύγχρονός του αναφέρει ότι εάν κατέρρεε το ταβάνι σε κάποιο από τα σουαρέ που διοργάνωνε η ερωμένη του Νεκράσοφ, «το μεγαλύτερο μέρος της ρωσικής λογοτεχνίας θα αφανιζόταν». Εξαιτίας των επαναστατικών μηνυμάτων της ποίησής του και της τεράστιας δημοτικότητάς του, η κυβέρνηση επέτρεψε μόνο μία έκδοση των έργων του κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Επέλεξα να επικεντρωθώ σε κάποια άγνωστα ή κάπως παραγνωρισμένα στοιχεία των συγγραφέων και όχι στη μετάφραση, αφενός γιατί γι’ αυτόν τον άθλο θα μας μιλήσει καλύτερα η ίδια η μεταφράστρια και αφετέρου γιατί ήθελα να τονίσω μια επίσης παραγνωρισμένη σύνδεση αυτών των βιβλίων με το παρόν: αυτή τη χρονική στιγμή, με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της χώρας, η επιλογή της μετάφρασης και έκδοσης τέτοιων έργων αποτελεί από μόνη της μια επαναστατική πράξη, και γι’ αυτό αξίζουν πολλά συγχαρητήρια τόσο στην Ελένη Κατσιώλη όσο και στις Εκδόσεις Εκάτη.