Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

Η ειρωνεία στην ποίηση και η περίπτωση του Σταύρου Καμπάδαη

kampadais

Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης

Η ποίηση τα τελευταία χρόνια, μέσα σε μία ελιτίστικη εκδοχή, αναζητώντας τα "μεγάλα" θέματα, μοιάζει να έχει εξοβελίσει το χιούμορ, την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό. Μοιάζει σα να θεωρείται από πολλούς ποιητές ότι το γέλιο σε ένα ποίημα δεν αρμόζει ή δεν βοηθά στην ανάδειξη του "μεγάλου" και "σοβαρού" θέματος που πραγματεύεται ο/η δημιουργός.

Κι όμως ξεχνούν ότι η ειρωνεία έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό της την αντίθεση ανάμεσα στο φαινόμενο και το πραγματικό, προκαλεί από μόνη της συγκίνηση, γιατί λειτουργεί διαμέσου της φαινομενικής απουσίας. Άλλωστε, το αρχαιοελληνικό δράμα στηρίζεται ακριβώς στην τραγική ειρωνεία, όπως και η ίδια η εποχή μας. Λησμονούμε συχνά πως η ειρωνεία διατρέχει όλη τη Νεοελληνική ποίηση, σχεδόν από τη γέννησή της.

Η ειρωνεία στους κλασικούς

Το ειρωνικό στοιχείο καταγράφεται έντονο και στον Σολωμό και τον Κάλβο -σύμφυτα με το ρομαντικό πνεύμα της εποχής. «Στην αισθητική του ΙΗ΄ αιώνα κυρίαρχη αρχή ήταν η αρμονία. Στη ρομαντική αισθητική (δηλαδή κατά την περίοδο μετά τη Γαλλική Επανάσταση) η έννοια της αρμονίας άλλαξε• δημιουργοί και κριτικοί αναζητούσαν τώρα την αρμονία των αντιθέτων. Η ουσία του ρομαντικού ήρωα είναι ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία με τη φύση, την κοινωνία, τον εαυτό του… Μ' άλλα λόγια το πραγματικό ειρωνεύεται το ιδανικό, ή ακριβέστερα οι αναπόφευκτες πραγματικότητες της ζωής ειρωνεύονται την επιβεβλημένη ανάγκη του ανθρώπου να φτάσει την τελειότητα. Αντιστρόφως, όμως, το ιδανικό μπορεί να ειρωνεύεται το πραγματικό»1. Βέβαια, καθώς οι ρομαντικοί περιγράφουν τα πράγματα από μέσα, αποφεύγουν τη γενική και συμπυκνωμένη διατύπωση επιλέγοντας τις λεπτομερείς περιγραφές και τη συναισθηματική υπερχείλιση (λυρισμός, ποιητική και συναισθηματική ένταση), η ειρωνεία τους, αραιωμένη σε όλη την έκταση, δεν είναι τόσο αισθητή όσο στους κλασικού).

Ειρωνεία εντοπίζεται άφθονη και στον Εμμανουήλ Ροΐδη με έντονη σατιρική διάθεση. Ο Ροΐδης αξιοποιεί όλες τις μετα-ρομαντικές τεχνικές τόσο της παρωδίας όσο και της ειρωνείας που ενισχύονται τόσο από τις επιμέρους θεματικές του (άμεση κριτική, συγκατάβαση προς τις απόψεις του ήρωα ή τις πράξεις) όσο και από τη γλωσσική ποικιλία γλώσσα που μεταχειρίζεται.

Ο πιο ιδιαίτερος είναι βέβαια ο αβυσσαλέος καρυωτακικός σαρκασμός, άλλοτε εμφανής, ενίοτε υπόκωφος).  Ο Καρυωτάκης εισέβαλε στην ποίηση βλέποντάς την ως τον δικό του χώρο στον οποίο προσέτρεξε δραπέτης από τη φυλακή της πραγματικότητας, όπως τη βίωνε ψυχολογικά. Χωρίς, λοιπόν, να βλέπει την ποίηση ως ένα μέσο κοινωνικής ανάδειξης και προβολής, λειτούργησε ως ο "εσωτερικός εχθρός" μέσα στα καλλιτεχνικά τείχη του κοινωνικού ερμητισμού των ποιητών. Η ειρωνεία του λειτούργησε ως ένα ένδυμα που εξέφραζε την προσωπική του μελαγχολία• μια προσπάθεια αποτίναξης του μαύρου φορέματος της ματαιότητας και της απαισιοδοξίας. Έτσι, μετατράπηκε σε μέσο έκφρασης της ηθικής του και της ποιητικής του αντίληψης. Η παρακμή, που καταγράφει, γίνεται το περίγραμμα εντός του οποίου εξαπολύεται η κοινωνική του σάτιρα.

Από την άλλη, χαρακτηριστική είναι η ειρωνεία στον Καβάφη -κοντύτερα στο αρχαιοελληνικό τραγικό πνεύμα- καθώς είναι εκείνη που μεταδίδει την ποιητική συγκίνηση και τη συναισθηματική ένταση στην καβαφική ποίηση2. Αν το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ειρωνείας είναι μια αντίθεση ανάμεσα σ’ ένα φαινόμενο και σε μια πραγματικότητα, τότε σαφώς όλο σχεδόν το έργο του Αλεξανδρινού υποστυλώνεται σε τέτοιες αντιθέσεις, γραμμένο με γλώσσα ειρωνική3. Η ποίηση του Καβάφη είναι δραματική καθώς «λειτουργεί με τα μέσα της "δραματικής ενάργειας", δηλαδή με τη "ρητορική ή δραματική φαντασία" (που ένα από τα στοιχεία της είναι ή "τραγική ειρωνεία"): με ρητορικά σχήματα (παρενθέσεις, επαναλήψεις, αναδιπλώσεις κτλ.) και, προπάντων, με τη διαγραφή ιστορικών και ψυχολογικών χαρακτήρων και με την έκφραση του εσωτερικού δράματος του ίδιου του ποιητή, "που φανερώνεται με όλη την τάξη της δραματικής τέχνης"»4.

Σύγχρονος ποιητικός σαρκασμός

Μολονότι τις «τελευταίες δεκαετίες η εγελιανή παράδοση που εξισώνει την ειρωνεία με την άρνηση έχει βρει πολλούς υποστηρικτές. Η ειρωνεία έχει θεωρηθεί ναρκισσιστικό προϊόν μίας "ειρωνικής εποχής δίχως πίστη και συνήθως αντιπαρατίθεται νοσταλγικά στο "ειλικρινές" παρελθόν»5. Ωστόσο, η ειρωνεία στην τέχνη μοιάζει να κερδίζει όλο και περισσότερους εκφραστές.

Βέβαια σε μία εποχή που ταλανίζεται από μία πρωτοφανή κρίση και κοινωνική κατάρρευση, το γέλιο μέσα στην ποίηση φαντάζει ασόβαρο και παράταιρο. Φαντάζει σαν  αυθάδεια στα δεινά και τις κοινωνικές ή υπαρξιακές αγωνίες. Έτσι, λίγοι δημιουργοί αξιοποιούν την ειρωνεία ως δομικό υλικό της ποιητικής τους6. Αν και αρκετοί την εντάσσουν στη φαρέτρα τους, ωστόσο παρατηρείται ότι τούτη αποτελεί μόνο ένα λογοτεχνικό σχήμα, χωρίς να μπορούμε να πούμε ότι θεμελιώνουν στο σαρκασμό την ποιητική τους, όπως ενδεικτικά καταγράφουμε ορισμένους ποιητές παρακάτω.

Από τις πρόσφατες σχετικά εκδόσεις αξίζει να προσέξουμε την ειρωνεία στην ολιγόλεκτη ιαπωνική φόρμα που χρησιμοποιεί ο Μάνος Μαυρομουστακάκης7, όπου με ειρωνική διάθεση και μία τάση ευφυολόγησης και διασκευής παροιμιών προχωρά σε εύστροφα στιχουργήματα που διακρίνονται από έναν αποφθεγματικό σαρκασμό συνθέτοντας το λαϊκό παροιμιώδες ύφος και υλικό με την ολιγόστιχη φόρμα. Στην ίδια φόρμα με αρκετές συλλογές χαϊκού ο Χάρης Μελιτάς8 αναδύει μία έντονη ειρωνική διάθεση απέναντι σε κοινωνικές καταστάσεις και πολιτικά συμβάντα ξεχωρίζοντας για το ιδιαιτέρως σκωπτικό του ύφος προκαλώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί και να συν-αισθανθεί όσα πληγώνουν την κοινωνία και τον δημιουργό.

Πιο πολιτικός ο Κώστας Κρεμμύδας9 υιοθετεί μία σκληρά ειρωνική στάση που εντείνει τη διάθεση οργής με μία ριζοσπαστική εκφραστική. Το καυστικό του ύφος περικλείεται σε λίγους στίχους μέσα σε μία μεγάλη σύνθεση μπολιάζοντάς την με το περιπαικτικό ύφος. Από κοντά οφείλουμε να υπογραμμίσουμε και τη βαθιά ειρωνεία του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου10 και του Αλέξανδρου Αραμπατζή11.

Από τη νεώτερη -βιολογική- γενιά, η Κατερίνα Ζησάκη12 αφήνει μέσα από το σουρεαλιστικό της στίχο και τον παραλογισμό να αναβλύζει μία σαρκαστική διάθεση που ποτίζει με ένα μαραζωμένο μειδίαμα τον αναγνώστη. Παρομοίως και ο Πέτρος Σκυθιώτης13, που με το καυστικό χιούμορ του αφήνει ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη εκφράζοντας έναν βαθύ πόνο• ανασύρει το χαμόγελο προκειμένου να απομακρύνει την απογοήτευση και την μελαγχολία.

Ο Γιώργος Σπανός14 αξιοποιεί την ποιητική αυτοαναφορικότητα την οποία εμπλουτίζει εξπρεσιονιστικά με φυσικές εικόνες που παραμορφώνουν τον περιβάλλοντα χώρο με μία αίσθηση δηκτικής διάθεσης και σαρκαστικού μειδιάματος. Αναλόγως η Αλεξάνδρα Βερύκοκου15 αξιοποιεί το συμβολικό βάρος παραμυθιών και τους προσδίδει μία υπαρξιακή και αλληγορική διάσταση με στοχαστική και ειρωνική διάθεση ματαιότητας, ενώ οφείλουμε να υπογραμμίσουμε και τη σαρκαστική διάθεση του Στέφανου Παντελίδη16.

Στην ίδια λογική και ο Κύπριος Μιχαήλ Παπαδόπουλος17 με ένα στίχο που ξεπερνά την υποκειμενική θολότητα και την ονειρική αναπαραστατική αποτύπωση του παραδοσιακού σουρεαλισμού και γεννά μία πολύτροπη και πολυδιάστατη γλωσσική αντικειμενικότητα με έναν συναισθηματικό πλούτο.

Η ειρωνεία στην ποίηση του Καμπάδαη

Ο Σταύρος Καμπάδαης ποιητικά εκφράζει μία εποχή άρνησης και δηκτικής αμφισβήτησης των καλλιτεχνικών στερεοτύπων και των κοινωνικών σχέσεων. Με ευθύτητα σαρκάζει κοινωνικές καταστάσεις, την τέχνη και ακόμα τον ίδιο του τον εαυτό σε μία αντιελιτίστικη οπτική. Άλλωστε, η ποίηση δεν μπορεί να μπει σε ψευδεπίγραφα καλούπια ποιότητας και σοβαρότητας.

Ήδη από τη «Διαπόμπευση» αποκαλύπτει μία βαθιά ειρωνική διάθεση που -συνήθως στο τέλος των ποιημάτων- αφήνει ένα χαμόγελο ανακούφισης στον αναγνώστη. Στο «Γιατί καθετί που πουλιέται δεν έχει καμία αξία», παραμένει η ζωηράδα του ύφους με ειρωνικές αποχρώσεις χωρίς αθυροστομία και με τον "σκηνικό" τρόπο της «διαπόμπευσης». Διατηρεί αμείωτη μα ωριμότερη τη ζωντάνια της έκφρασής του με τη χαρακτηριστική αμεσότητά της και διαλογική παραστατικότητα. Το ίδιο ύφος, πιο ώριμο, πιο ειλικρινές και οικείο απαντάται και στο «Με την τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι;» και αργότερα στο «Ανταπόκριση από πλανήτη ψυχή» και πρόσφατα στο «Ε, ψιτ κύριος! Ποια είναι η ιστορία σου;».

Ο Καμπάδαης δεν συνθέτει ερήμην της τραυματικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Λειτουργεί ως ένας ειρωνικός εκφραστής αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας, την οποία σατιρίζει και σαρκάζει με ευθύτητα που ξαφνιάζει και προκαλεί. Ο περιπαικτικός σαρκασμός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της.  Εξάλλου, η ειρωνεία αποτελεί έναν συναισθηματικό μηχανισμό να εκφράσει ο δημιουργός για όσα τον ενοχλούν18.

Η ειρωνεία του εκφράζει μία βαθιά αντιηρωική, αντιιδανική στάση. Είναι ένα συναίσθημα αντίστασης διά της δηκτικής διάθεσης απέναντι στο άδοξο, το ασήμαντο για τα τηλεοπτικά παράθυρα, μα τελικά τόσο σημαντικό για τον άνθρωπο. Αποκτά το χαρακτήρα μίας διαμαρτυρίας που κραυγάζει την αγανάκτηση του δημιουργού, αλλά δε γίνεται από μόνη της κραυγή, αποκαλύπτοντας κι επισφραγίζοντας την πικρία και το αδιέξοδο του ποιητή. Εξάλλου, η ειρωνεία κρύβει πάντα μία πηγαία απογοήτευση.

Άλλωστε, κατά τον Muecke «ζούμε σ’ έναν κόσμο που μας ασκεί διάφορες αντιφατικές πιέσεις. Η σταθερότητα είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά αναζητώντας την διατρέχει κανείς τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί σ’ ένα συμπαγές, κλειστό πολιτικό, ηθικό ή διανοητικό σύστημα. Χρειαζόμαστε την αναγέννηση που προκύπτει από την αλλαγή, αλλά όχι την παλινδρόμηση από τη μία καινοτομία στην άλλη»19.

Έτσι, το δηκτικό ύφος γίνεται ένα εκφραστικό μέσο το οποίο αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο συναίσθημα της κοινωνικής κι ατομικής ανασφάλειας, της δυσκολίας και άρνησης προσαρμογής σε μία κατασκευασμένη πραγματικότητα με μία αίσθηση ανικανοποίητου και παρακμής. Η κοινωνική παρακμή καθρεφτίζεται σε μία ειρωνική αντιμετώπιση της ζωής ως μέσο ψυχικής αυτοπροστασίας μέσω της ποιητικής δημιουργίας χωρίς τη χρήση συμβόλων (σε αντίθεση πχ με τον Καρυωτάκη ή τον μεταπολεμικό σουρεαλισμό του Σαχτούρη).

Κατά τον Cleanth Brooks «η ειρωνεία τραβάει τη συγκίνηση διά του κενού, γιατί λειτουργεί με τη φαινομενική απουσία, δηλαδή με τη δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται. Η ειρωνεία είναι βέβαια ένας διανοητικός τρόπος αντίληψης, που όμως συνοδεύεται από τα δικά του χαρακτηριστικά συναισθήματα και από τις δικές του συγκινήσεις»20.

Η έκφραση του Καμπάδαη ξεχωρίζει με την αμεσότητα και τη δυναμική του καθημερινού λόγου. Αθυρόστομη, ειρωνική και σπειροειδής όπως ο προφορικός λόγος• τόσο οικείος και τόσο ειρωνικός ώστε μοιράζει χαμόγελα σαν να συνδυάζει τη stand-up comedy με την ποίηση. Άλλωστε η θεατρικότητα της ποιητικής του ευνοεί την παραπάνω παρατήρηση.

Μία σκηνική παραστατικότητα πηγάζει από το "διάλογο" που ανοίγει ο ποιητής με το κοινό• σα να απευθύνεται ο σκηνικός υποκριτής με μία comedian mask στους θεατές/ακροατές. Η ίδια η αμεσότητα της έκφρασής του ευνοεί τη θεατρικότητα. Μάλιστα μέσα στο μονολογικό κλίμα, οι εσωτερικοί διάλογοι21 και το β΄ ενικό πρόσωπο σχηματίζουν μία δεύτερη σκηνή, σαν την αφήγηση του τραγικού αγγέλου22.

Μέσα όμως από το θεατρικοσαρκαστικό ύφος και το -φαινομενικά- χαλαρό ύφος, με διάφορες τεχνικές του χιούμορ ή της παρωδίας, ο Καμπάδαης περνάει ισχυρά μηνύματα και θίγει σοβαρά υπαρξιακά και κοινωνικά θέματα και αυτή ακριβώς είναι η μεγαλύτερη αξία της ποιητικής του: η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την ποίηση μέσα από μία γραφή που ξαφνιάζει και προκαλεί το ειρωνικό υπόβαθρο και την αμεσότητά της. Μιλά για την ποίηση και την τέχνη23, τον θάνατο και τον έρωτα μέσα από έναν πρωτότυπο θεματικό υβριδισμό δίνοντάς τους μία υπαρξιακή διάσταση. Εκθέτει κοινωνικές καταστάσεις μέσα από ένα πρίσμα που διαθλά τον βαθύ εσωτερικό πόνο ο οποίος καταφέρνει να αναδυθεί μόνο μέσα από το δηκτικό χιούμορ24.

Η Margaret Rose θεωρεί την παρωδία ως έναν τρόπο αυτοσυνειδησίας25. Υπό αυτό το σκεπτικό ο ποιητής με την αξιοποίηση της αυτοαναφορικότητας θέτει τον εαυτό του μέσα σε μία κατάσταση -ως ποιητικό υποκείμενο ή ως παρατηρητή- σε ένα πνεύμα προσωπικής κοινωνικής επανατοποθέτησης26.

Παράλληλα, ο ποιητής "δένει" την ειρωνεία του μέσα από το υποκριτικό προσωπείο με τη συνειρμική -φαινομενικά αυθόρμητη- γραφή του27. Ο υπερρεαλισμός του όμως ξεπερνά το επιφανειακό άγγιγμα της επιθετικής έκφρασης. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο με σχεδόν γονιδιακή προέλευση- ορίζεται από τη συνειρμικότητα την οποία ελέγχει ο ποιητής για να καταλήξει στο ξάφνιασμα του αναγνώστη/ακροατή. Έτσι, σε μία σουρεαλιστική λογική με κίνηση στους συνειρμούς ο ποιητής ξαφνιάζει το κοινό. Βασικό γνώρισμα της ειρωνείας του είναι ακριβώς το ξάφνιασμα, το απρόοπτο τέλος των συνθέσεών του.

Σημειώσαμε ήδη ότι κάθε ειρωνεία ξεδιπλώνεται πάνω ακριβώς στην αντίθεση μεταξύ του φαινομενικού και του πραγματικού (το ευρυπίδειο φαίνεσθαι και είναι). Κι ο Καμπάδαης αξιοποιεί ακριβώς αυτή την αντίθεση μέσα στη συνειρμική αφηγηματική του γραφή. Οι αντιθέσεις του προκύπτουν με φυσικότητα μέσα στις αναλογίες που δημιουργεί με τη γλαφυρότητα της γλώσσας του και το σαρκαστικό της περιεχόμενο, δημιουργώντας έτσι μία απρόοπτη κατάληξη.

Εξάλλου, η ασυμφωνία μεταξύ ύφους και θέματος, η εισαγωγή άσχετου υλικού μέσα σε άλλο θέμα (εδώ το απρόοπτο) και η ανάμειξη της επίσημης γλώσσας και με άλλες διαλέκτους (εδώ η αργκό), αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της αντίθεσης στην ποίηση. Κατά δε τον Feinberg «η αντίθεση μεταξύ ύφους και θέματος μπορεί να καταλήξει σε επιτυχή παρωδία και παρενδυσία στην ποίηση και την πρόζα»28.

Εμπνευσμένες μεταφορές ξεπηδούν από τις συνθέσεις του29 • οι αλληγορίες του ξαφνιάζουν με την πρωτοτυπία τους και το οικείο (κι αθυρόστομο ενίοτε) ύφος τους30. Παράλληλα, κοινωνικές παραστάσεις ενσωματώνονται στην ποιητική του ως θεμελιώδεις πυλώνες που ενισχύουν ως συναισθηματικό "σκηνικό" -με την κριτική που ασκεί- την ειρωνεία της ποιητικής του ή το ξάφνιασμα του κοινού31. Ακόμα και οι ερωτήσεις με το ρητορικό τους σχήμα32 εξυπηρετούν την έκφραση ειρωνείας ή η υποκριτική αμφιβολία απέναντι σε μία κατάσταση.

Στο ίδιο ειρωνικό και ασυμβίβαστο ύφος υπακούουν και οι τίτλοι του. Άλλοτε είναι ονόματα φιλικών προσώπων ή του καλλιτεχνικού χώρου που λειτουργούν ως μότο ή αφιερώσεις κι άλλες φορές είναι μακροσκελείς εξυπηρετώντας μία περιγραφική ανάγκη και υπηρετώντας εξαρχής τη δηκτική διάθεση του δημιουργού.

Εκφραστικά, λοιπόν, ο σαρκασμός του εξάγεται είτε με την αντίθεση είτε με το απρόοπτο κι ενισχύεται από τη σουρεαλιστική αφηγηματική ροή. Η ειρωνεία γίνεται ένα όπλο που σε συνδυασμό με το απρόοπτο και τη μικρή φόρμα ενδυναμώνει το αναβλύζον συναίσθημα συγκινώντας τον αναγνώστη/ακροατή. Και καθώς η ειρωνεία εξασθενεί στα μακροσκελή ποιήματα, ο ποιητής υιοθετεί τη σύντομη φόρμα που εκτοξεύει το σαρκασμό.

Η ποίηση του Καμπάδαη αποζητά μέσα στα κύματα της ειρωνείας τα εξόριστα όνειρα. Όνειρα ασυμβίβαστα και συχνά προκλητικά, σαν τη γλώσσα και την έκφρασή του. Η ειρωνεία του, όπως είπε αλλού ο Muecke33 πρέπει να εξεταστεί περισσότερο ως διανοητική από ηθική άποψη γιατί η αρετή του είρωνα είναι η πνευματική εγρήγορση και ευκινησία. Ο σαρκασμός του ξυπνά τη λογική του αναγνώστη/ακροατή «θέτοντας σε κίνηση μια διαλεκτική, η κατάληξη της οποίας δεν είναι αναγκαστικά εν των προτέρων γνωστή στο μέτρο μάλιστα που η ειρωνεία είναι ένας τρόπος έμμεσος και συγκαλυμμένος, ενώ το χιούμορ και το κωμικό είναι πρακτικές ευθείες και ανοιχτές»34.

Για τον Jankélévitch -σε μία ακραία διαχρονική βάση αν λάβουμε υπόψη την εποχή μας- «η ειρωνεία είναι το αντίδοτο στο σχολαστικισμό, στις ψευδείς τραγωδίες, στις μονομανίες, στην τάση για την απόλυτη πίστη ή τις ολοκληρωτικές οδύνες»35.

Άλλωστε, η ειρωνεία στην ποίηση οδηγεί κι αυτή σε ένα είδος ποιητικής κάθαρσης μέσα από μια διαδικασία ανάλογη με τη διαδικασία της λυρικής και της δραματικής ποίησης . Αν τα αρχαία είδη κάθαιραν το κοινό μέσω αντίρροπων ψυχολογικών καταστάσεων βάσει του συναισθηματικού φορτίου των λέξεων, ο σαρκασμός στην ποίηση το επιτυγχάνει με τη συσσώρευση συγκινήσεων που παράγονται από αντιθέσεις που δημιουργεί η ενιαία ενέργεια της λεκτικής και της δραματικής ειρωνείας.

«Η ειρωνική γλώσσα προσφέρει την κάθαρση γιατί εκφράζει συγκίνηση συμπυκνωμένη σε μια διανοητική έκφραση, διατυπωμένη όμως με τέτοιον τρόπο (με τον οικονομικότερο τρόπο), που στην επαφή της με τον αναγνώστη να αποσυμπυκνώνεται ακαριαία και να παρασύρει τη συγκίνησή του με την ενέργεια μιας περιδίνησης» .

Σημειώσεις
1. Κατερίνα Κωστίου, Ρομαντική ειρωνεία, στο Η ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα, Ειρωνεία, Παρωδία, Χιούμορ στο αφηγηματικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα, διατριβή επί διδακτορία, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 131-139.
2. Nάσος Bαγενάς, H ειρωνική γλώσσα του Kαβάφη, 1979.
3. Κλ. Παράσχος, Η ειρωνεία του Καβάφη, Καθημερινή (8/11/1961).
4. Νάσος Βαγενάς, Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Αθήνα, εκδ. Στιγμή, 1994, σσ. 91-104.
5. Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην Ποιητική της Ανατροπής: σάτιρα, παρωδία, χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σελ. 97.
6. Σημειώνουμε πως ο πολυσχιδής Γιάννης Βαρβέρης με όπλο του την ειρωνεία, το αδιάπτωτο χιούμορ και τον καυστικό σαρκασμό κι έχοντας αναπτύξει μια καλά επεξεργασμένη μέσα στα χρόνια ιδιόλεκτο, υπηρέτησε την ποίηση όσο λίγοι. Και η Κατερίνα Γώγου, στη γενιά του ’70, χρησιμοποίησε έντονα το ειρωνικό στοιχείο μέσα από ποικίλες τεχνικές. Η δική της ειρωνεία εξέφραζε την πολιτική ασυμβίβαστη ανυπακοή και την αντιεξουσιαστική οργή απέναντι στο κατεστημένο.
7. Μάνος Μαυρομουστακάκης, «190+1 χαϊκού», Γαβριηλίδης, 2016.
8. Χάρης Μελιτάς, «ελαφρόπετρα» (2016), «ποτάμι κόκκινο» (2013), «μαύρη σοκολάτα» (2011), «πατέ στρουθοκαμήλου» (2008)
9. Κώστας Κρεμμύδας «Σαντιγκάρ», Μανδραγόρας, 2013.
10. Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, «Άνω τελείες και τέτοια», Μανδραγόρας, 2013.
11. Αλέξανδρος Αραμπατζής & Κώστας Κρεμμύδας, «ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ κορέκτ», Μανδραγόρας, 2014.
12. Κατερίνα Ζησάκη, «ιστορίες από το ονειροσφαγείο», Μανδραγόρας, 2014.
13. Πέτρος Σκυθιώτης, «συνθήκη ισορροπίας», Θράκα, 2014.
14. Γιώργος Σπανός, «ΠροσΦΥΓΗ», Γαβριηλίδης, 2015.
15. Αλεξάνδρα Βερύκοκου, «ταΐζοντας τον σκύλο», Γαβριηλίδης, 2015.
16. Στέφανος Παντελίδης, «πάω γυρεύοντας (κατά τον δαίμονα εαυτού)», vakxikon.gr, 2016.
17. Μιχαήλ Παπαδόπουλος, «ανθρω πεινώ», Μανδραγόρας, 2016.
18. Δήμος Χλωπτσιούδης, Η δηκτική αμφισβήτηση του Καμπάδαη, κριτική στην ποιητική συλλογή «ε, ψιτ κύριος! Ποια είναι η ιστορία σου;» (vakxikon.gr, 2016).
19. D.C. Muecke, The Compass of Irony, Menthuen, Λονδίνο & Νέα Υόρκη 1980, σ. 247. μτφρ. Κατερίνα Κωστίου.
20. Cleanth Brooks, Irony as a Principle of Structure, Literary Opinion in America, Morton Zabel, New York, 1951, σ. 729-41.
21. Βασίλης, Σοφία, Ειρήνη, Κατερίνα, Μαρία («διαπόμπευση»).
22. Το μόνο ψεύτικο εγώ, στη στέπα τα ψοφίμια τα τρώνε τα τσακάλια («γιατί καθετί…»), εγώ μόνο μπύρα, σεβασμός στο κατοικίδιο του 4ου ορόφου («με την Τρίτη»).
23. Χριστίνα («διαπόμπευση»), συνέντευξη με μία κριτικό λογοτεχνίας, ντρέπομαι πάντα το ίδιο, βιβλίο τρίτης δημοτικού («ε, ψιτ κύριος…»).
24. Γωγώ, Ε-Γ-Ω, Δήμητρα, Ειρήνη, Σοφία, Αθηνά, Διαμαντής Α. («διαπόμπευση»), Ν.Γ.Πεντζίκης, Χρ. Βακαλόπουλος, κάπως έτσι, φιλοξενία, με ενδιαφέρει, πάντως η καρδιά είναι αριστερά («γιατί καθετί…»).
25. Margaret Rose, Parody: Ancient, Modern kai Post-modern, Cambridge, Cambridge University Press, 1993.
26. Δούλος που πήρε το όνομα του αφέντη του, δουλειά («γιατί καθετί…»), όταν ήρθε, όταν γράφτηκε με τον προδότη, ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή («με την Τρίτη»), το οικοδόμημα αυτό («ε, ψιτ κύριος»).
27. Να κοιταχτούμε ίσια στα μάτια, τον κρίκο στο δάχτυλο, λέτε-λέτε, τίτλος-υπότιτλος, οι πιτσιρικάδες, όταν κλείνεις («γιατί καθετί…»).
28. Leonard Feinberg, Introduction to Satire, intr. F. Nilsen, Iowa State University Press, 1967, σελ. 125.
29. το οικοδόμημα αυτό («ε, ψιτ κύριος»), Ν.Γ. Πεντζίκης, Χρ. Βακαλόπουλος, κάπως έτσι, φιλοξενία, με ενδιαφέρει («γιατί καθετί…»), Έκτορας ή γαμήσι, η μικροκάμερα φωτογράφισε, η έκφραση («με την Τρίτη»).
30. Όλγα, Στράτος, Μαρία, Μανώλης Ρ., Σοφία, Κατερίνα Γ. («διαπόμπευση»).
31. Μαρία, Βασίλης, Ειρήνη, Μαρία, Γωγώ, Ηλίας Π., Βαβέλ, Διαμαντής Α. («διαπόμπευση»), διάγνωση, κάπως έτσι, όλο πενθούν, δουλειά, όταν σε ρωτάνε, με ενδιαφέρει, στον καθρέφτη, παύση πυρός («γιατί καθετί…»), μετά από ένα σημείο, αυτά στα έχω πει με άλλα λόγια, ώχου! Δεν αντέχω το μελό, τέλος πάντων, όπως πρέπει και στο ζεϊμπέκικο, Γ.Α/sequel III, περιμένω να χτυπήσει τηλέφωνο («με την Τρίτη»).
32. Τσαρλς Μπ., Μανόλης Α. («διαπόμπευση»), Χρ. Βακαλόπουλος, Ν. Μπαΐκας («γιατί καθετί…»).
33. D.C. Muecke, The Compass of Irony, Menthuen, ό.π.
34. Pierre Schoentjes, Poétique de l’ironie, Inédit, Παρίσι 2001, σ. 222-223, μτφρ. Κατερίνα Κωστίου.
35. Vladimir Jankélévitch, η ειρωνεία, μτφρ. Μιχάλης Καραχάλιος, Πλέθρον Αθήνα 1997 (1936).
36. Νάσος Bαγενάς, Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή, Αθήνα 2004, σ. 102.
37. Νάσος Bαγενάς, Η ειρωνική γλώσσα, ό.π.