Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

Καρλ Ριστικίβι: Επιλογή ποιημάτων

karl-ristikivi

Μεταφράζει η Μαγδαληνή Θωμά

O Karl Ristikivi (1912 Pärnumaa, Estonia – 1977 Stockholm) θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Εσθονούς συγγραφείς. Το έργο του, ποιητικό και πεζογραφικό απηχεί τα ιστορικά και φιλοσοφικά ενδιαφέροντά του, διατρέχοντας την ιστορία του πολιτισμού μέσα από μυθολογικές και ανθρωπολογικές αναφορές. Η τραυματική, συγκρουσιακή σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον κιόλας από την παιδική του ηλικία, τού καλλιέργησαν έναν μοναχικό ψυχισμό και τροφοδότησαν το σύμπαν της δημιουργίας του με μύθους, μεσαιωνικούς θρύλους και χριστιανικά ιδεώδη. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σουηδία, όπου και πέθανε, χωρίς να μπορέσει να επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα του.

Η εκλογή των ποιημάτων έγινε από τον τόμο: «Karl Ristikivi, Inimese Teekond», Tallinn 1972.

**

Νοσταλγία του σπιτιού – πόθος μισεμού
δικλείδα δέντρου με δυο διχάλες
ακόλουθος σκιάς - ακόλουθος του ανέμου
στο όριο του δάσους και του πελάγους.
Φόβος της γέννησης – φόβος θανάτου
δεμένο κορδόνι σε δύο άκρες
το να υπάρχεις – να μην υπάρχεις
ένα απ' τα δυο είν' όνειρο
και τ' άλλο, ούτε αυτό.

*

Ακόμα και η πορεία της σαύρας πάνω στην πέτρα αφήνει χνάρι
κι ας μην το βλέπουμε.
Κάθε σκέψη που φθάνει και φεύγει
θα μείνει κάπου.
Κι εκείνο που κάποτε χάρισες με γέλιο,
μπορεί να χαθεί
μα θα μείνει το γέλιο.
Και η χαρά που δεν ήξερες πώς να αδράξεις,
μένει πάντα να περιμένει.
Κι οι ανείπωτες λέξεις το ίδιο,
μέσα στη σκέψη είναι ειπωμένες
και κάπου κάπως είναι βαλμένες.
Μα πώς αλλιώς ο αριθμός των ημερών μας
μπορεί του χρόνου να γεμίσει τις αποθήκες
Και πώς αλλιώς μία μόνο στιγμή ματιάς
μπορεί την πέτρα μακριά να την κυλήσει.

Αυτός που έχει δεχτεί το λίγο
το κουβαλάει μες στην καρδιά του
κι εκείνος που έχει πάρει πολλά
τ' αφήνει να πέσουν μες απ' τα χέρια.

Όλοι οι δρόμοι κάτω απ' το χρόνο γίνονται ίσοι.

*

Από τη συλλογή Hårsfjärden, Fantaasia g-moll

V
Sing me a song of a lad that is gone,
say, could that lad be I?
Βρέθηκα κάποτε κι εγώ σε μιαν Αρκάδια οδό
παρόλο που γεννήθηκα σε φτωχικό καλύβι
κι όσο το σκέφτομαι, ποθώ μια μέρα να ξαναβρεθώ
ανέμελα να τριγυρνώ σε μιαν Αρκάδια οδό
στου χρόνου εκείνη την φθαρμένη πρώτη ήβη.

Κι όμως το ξέρω πως δεν έχει γυρισμό
κείνος ο δρόμος ο παλιός είναι χαμένος
και δύναμη άλλη πια δεν μου 'μεινε να ζω
πήρα τον δρόμο που δεν έχει γυρισμό
περιπλανιέμαι μοναχός και κουρασμένος.

Όπου κι αν πάω, είναι εμπρός μου το νερό
μαύρο νερό και έρημα χαλίκια
και τον βαρκάρη, όσο κι αν ψάξω, δεν θα βρω
έφυγε μόνος κι είν' εμπρός μου το νερό
και το τραγούδι του το πήρανε τα φύκια.

Γι αυτό και κάθομαι μονάχος κι αδαής
να βλαστημάω τη χαμένη μου ελπίδα
και μη μου πείτε, έτσι ζούμε, τι θαρρείς,
ούτε που ξέρετε εσείς, οι αδαείς,
για τη δική μου, την ανύπαρκτη πατρίδα.

IX

Το καράβι κόβει τα κύματα όπως τα τραγούδια
κι ό,τι υπήρξε μένει το ίδιο,
μια άλλη αρχή και μια πορεία, το κέρδος, η ζημιά
κι όπως μεγαλώνει του Προμηθέα το συκώτι
έτσι μεγαλώνεις  κι εσύ, για να ταΐσεις το άγριο όρνιο.
Συνετά, σοφά, ανεπαίσθητα
σου παραδίδει ο βεστιάτορας το φθαρμένο σου πηλίκιο.
Καλό σας βράδυ, λοιπόν! Στο επανιδείν! Σε περιμένει το κρεβάτι σου
σαν φέρετρο να σου θυμίσει
αυτό που είναι καημός για τους άλλους και για σένα παρηγοριά:

πως όλοι παραμένουμε ευθυτενείς και μόνοι
την ώρα που μας περνάει ο βαρκάρης απέναντι, στη γη της Στυγός.

ΦΤΕΡΕΣ

I

Στη χώρα της Μαρίας1 μόνο, η φτέρη αυτή,
βεντάλια δροσιάς της παρθένου
υγρή από πάχνη μια νύχτα του Αη Γιάννη
στο μάγουλο πάνω

Φυτρώνει στα ερείπια και κατεβαίνει
σε δέντρα παλιά βαθιά μες το χώμα
η ρίζα φαρμάκι στο γλυκιά γη
Δρυόπτερις η Αρρενόπτερις.

Από το δέντρο παραφυλάει ένας δρυίδης
η νύχτα έχει εννέα γιους.
Εννιά λουλούδια το μαξιλάρι σου κι εσύ βλέπεις
πώς μένεις μόνος δίχως κανένα.

Πότε ήρθες Μαρία στη γη τη δικιά μας
και χάιδεψες τούτες τις φτέρες μαλακά;
Πότε τους έδωσες το όνομά σου;
Κάνε τώρα να γίνει το θαύμα!

II

Της δειλίας το μάτι παραφυλάει
μέρα και νύχτα.
Της δειλίας το βλέμμα τρυπά
σαν το βελόνι του εντομολόγου,
τα βλέπει όλα, μα και κανένα
βλέπει τα οικεία σαν κερδισμένα
μα δεν τολμά να κοιτάξει μακριά.

Της δειλίας τα μάτια είναι ανοιχτά
τρομαγμένα
μην της πάρει κανένας
αυτά που δεν έχει.

III

Κρύσταλλο πάγος η φτέρη στο τζάμι
στο κλειστό παράθυρο
που σφράγισε η νύχτα.
Λευκό φτερό μέσα στο κρύο
απ' το πουλί που χάθηκε ο παγωμένος ίσκιος.

Θολό το φως του μακρινού πλανήτη
γυρίζει πίσω απ' τον καθρέφτη
αιώνες μετά.

Ο χρόνος ζαρώνει σαν χαρτί καμένο
το φίδι δαγκώνει την ουρά του.
Το ερμητικό δωμάτιο φυλάει τα μυστικά του
που αφήνουνε τον Γεδεώνα Φελ2 απορημένο.  

Σημειώσεις
1. «Χώρα της Μαρίας» είναι μια άλλη ονομασία της Εσθονίας.
2. O Gideon Fell είναι ο πρωταγωνιστικός ήρωας των ιστοριών μυστηρίου του Αμερικανού συγγραφέα, John Dickson Karr.