Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

Εξ αφορμής. διατηρητέο κορμί - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Silenced Eyes

photo © Silenced Eyes

Στην οδό Κασσάνδρου με Ρακτιβάν νοίκιασες το πρώτο σου φοιτητικό σπίτι. Να βλέπει στην πρασιά και ν’ ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα στα δυο και όχι μονοκόμματα από κάτω προς τα πάνω. Τα τρία σπίτια στη Δεσπεραί, στη Βενέζη και στη Παναγία Φανερωμένη τ’ απέρριψες όταν το βλέμμα καρφώθηκε στα ρολά. Γύρισες την πλάτη να φύγεις κι ήταν σαν να τίναζες χώμα από τους ώμους. Τα παντζούρια έχουν το μοίρασμα του φωτός και την υγρασία της νύχτας, μουρμούρισες. Το έκανες συχνά. Το πρωινό σώμα εξοικειώνεται σε νυχτερινό οριζόντιο και όχι σε κάθετο της φυγής. Τα ονόματα των σωμάτων που πλάγιασαν σιμά σου επίτηδες λησμονούσες σε μπερδεμένες στάσεις και σκοτεινές γωνίες.    

“Σκοτεινό κορμί καθώς εκκλησία
Ψιθυρίζει ο άνεμος στα υπέρθυρα
ονόματα ξεχασμένα∙
ώσπου υποχωρούν τα θεμέλια.”

Τα βράδια με το χαλασμένο ασανσέρ να κολλάει μεταξύ τρίτου και τέταρτου ορόφου τακτοποιούσες τα βιβλία της ξύλινης ντουλάπας με τα χαλασμένα χερούλια, από το αριστερό στο δεξί ράφι εναλλάξ. Πρώτα μ’ αλφαβητική σειρά, κατόπιν με θεματική. Με την ράχη προς τα μέσα και τις σελίδες να χάσκουν μπροστά. Τα κλειστά συστήματα σε εκνεύριζαν και κάθε κλειστή αλήθεια όπως εκείνον τον Μάη που εγκλωβίστηκες στο χαλασμένο ασανσέρ της Μπότσαρη. Δεν βγήκες παρά την επομένη. Το άνοιγμα του έγκλειστου έμελλε να γίνει το πρώτο σου μέλημα.

“Πού ανοίγουν όλα τούτα;
Οι θύρες, τα μάτια, οι φλέβες”

Ρωτούσες από την δεύτερη κι’ όλας βδομάδα όλους τους εραστές και τις ερωμένες της σάρκας σου, που προκειμένου να σε κατακτήσουν οριζοντίως σε έστηναν σε τοίχους κάθετα και πίεζαν το υλικό σου μέχρι ραγίσματος.    Κοίταζες κατά την πρασιά με τ’ ανοικτά παντζούρια να γρυλίζουν μεταξύ νύχτας και άπνοιας με την πλάτη προς τα πίσω και το βλέμμα να χάσκει μπροστά. Τα υπομονετικά σπίτια σε εκνεύριζαν και κάθε υπομονετική σιωπή όπως εκείνη του Φλεβάρη που υπέμεινες στο εγκαταλειμμένο δώμα της Κλεισούρας. Δεν μίλησες παρά την επομένη. Κάθε τοίχος σιωπηλός έμελλε να γίνει η υπαρκτή πληγή σου.

“Τα σπίτια γέρνουν
Βγάζουν λειχήνες στους τοίχους
δυσφορούν στους θορύβους, ραγίζουν
Κάποτε σηκώνονται και φεύγουν”
 
Δεν έφυγες όμως από την κλεισούρα του σπασμένου παραθύρου. Επέστρεφες κάθε βροχερό Γενάρη να κάνεις ίσκιους με τα τέσσερα δάχτυλά σου στα λευκά γκρεμίσματα των δώδεκα μηνών σου. Δεν είχε φωνή καμία η πόρτα και το παράθυρο και ο φεγγίτης του μπάνιου με τον αναρριχώμενο φίκο της πρασιάς που μεγάλωνε αφύσικα μεγεθύνοντας την έγκλειστη σιωπή ενός υπομονετικού σώματος.  

“Διηγείται το σώμα
ώσπου βλασταίνει μέσα του
ζωγραφίζοντας παράξενους ίσκιους”

Βλάστησες τόσο στη Κασσάνδρου με Ρακτιβάν που με χώμα περίσσιο έβγαινες στις γύρω γειτονιές για παρελθόντες τσάρκες και παράξενες αλήθειες. Με παράθυρα σπασμένα και μια ταμπέλα απαγορευτική υψίστης σημασίας έγινες διατηρητέο κτίριο, αντί να πεις εγκαταλελειμμένο κορμί, σάρκα ανέγγιχτη, αντί να πεις βλέφαρο ερειπωμένο, να πεις… να πεις σάπιο χώμα.   

“Σκάβεις τα περασμένα
ψάχνοντας ‘κείνο που σε κράτησε ως εδώ
Δεν είναι το ίδιο χώμα∙
κι αν είναι, δεν είσαι ο ίδιος εσύ”

Την ταμπέλα που σφήνωσες παραπλανητικά μέσα στα σκέλια της οδού σου, μόνο εσένα ξεγελάει. Άλλωστε την ερήμωση της ψυχής τη βαδίζουμε μονάχοι.

Σημείωση
Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στον Πάνο Κυπαρίσση.