Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

Νικολάι Σεμιόνοβιτς Λεσκόφ: Ο Χαζούλης

serov_leskov

Μεταφράζει η Ελένη Κατσιώλη

"Ο Χαζούλης" είναι ένα από τα τελευταία έργα του, που εκείνη την εποχή δημοσιεύονταν όλο και σπανιότερα επειδή είχαν οξύ σατυρικό πνεύμα. Ο ίδιος είχε πει:

«Τα τελευταία μου έργα για τη ρωσική κοινωνία είναι πολύ σκληρά. […] στο κοινό δεν αρέσουν επειδή έχουν καυστικότητα και ευθύτητα. Εμένα, όμως, δεν με ενδιαφέρει αν του αρέσουν. Ας τα πετάξει... Ξέρω τι αρέσει, αλλά πλέον δεν με ενδιαφέρει αν αρέσω. Θέλω να καυτηριάσω το κοινό και να το βασανίσω».

**

Ποιος πρέπει να θεωρείται βλάκας; Φαίνεται ότι αυτό καθένας το ξέρει, αλλά αν αρχίσεις να αντιπαραβάλεις πώς το αντιλαμβάνονται τότε θα φανεί ότι δεν εννοούν όλοι τον βλάκα με τον ίδιο τρόπο. Στο ακαδημαϊκό λεξικό όπου εξηγείται η έννοια κάθε λέξης, εξηγείται ότι «χαζός είναι ο ολιγόνους άνθρωπος, ο βλάκας, ο  στερούμενος λογικής, ο παράφρων, ο γελοίος…». Για να στηριχθεί αυτή η ερμηνεία παρατίθεται η προφορική έκφραση: «Ήταν και θα είναι αρχιβλάκας».  «Χαζούλης είναι ένα από τα υποκοριστικά του βλάκα».  Κάτι πιο λόγιο από αυτό δεν μπορείς να βρεις ούτε και χρειάζεται. Εν τω μεταξύ στη ζωή συναντάς ανθρώπους με το παρατσούκλι χαζός ή χαζούλης που δεν είναι παρόλ’ αυτά ούτε ανόητοι, ούτε βλάκες και δεν είναι καθόλου γελοίοι… Είναι άνθρωποι ενδιαφέροντες και εδώ θα σας περιγράψω έναν τέτοιο τύπο.
Ζούσε στο χωριό μας ένας μικρός δουλοπάροικος που δεν είχε συγγενείς, ο Πάνκα. Μεγάλωσε στην αυλή του αφεντικού, φορούσε ότι του έδιναν, έτρωγε μαζί με τη γελαδάρισσα και τα παιδιά της. Δουλειά του ήταν «να βοηθάει όλους» και αυτό σήμαινε ότι όλοι οι υπάλληλοι της αγροικίας είχαν δικαίωμα να αναγκάζουν τον Πάνκα να κάνει γι’ αυτούς οποιαδήποτε δουλειά, και έτσι δούλευε ακατάπαυστα. Τον θυμάμαι σαν και τώρα: ήταν χειμώνας, -στον τόπο μας οι χειμώνες είναι άγριοι- με το που ξυπνούσαμε και κοιτούσαμε στα παράθυρα, ο Πάνκα, σκυφτός, έσερνε κιόλας ένα μεγάλο έλκηθρο με δεμάτια σανό και άλλες τροφές για τα ζώα και τα πουλερικά. Όταν πια σηκωνόμασταν αυτός είχε χορτάσει δουλειά και, ίσως, να τον έβλεπες καθισμένο για λίγο στον στάβλο να τρώει ένα κομματάκι παξιμάδι που το συνόδευε με νερό από έναν μικρό ξύλινο κάδο.
Τον ρωτάς καμιά φορά:
-Πάνια, τι, ξερό ψωμί μασάς;
Και αυτός απαντάει αστειευόμενος:
-Τι, ξέρω; -και κοιτάζει το καθαρό νεράκι.
-Μα δεν ζητάς κάτι: λάχανο, αγγουράκι,1 καμιά πατατούλα!
Όμως ο Πάνια απαντάει κουνώντας το κεφάλι:
-Και για ποιο λόγο!... Κι έτσι δεν έφαγα! Δόξα σοι Κύριε!
Ζωνόταν πάλι το έλκηθρο και πήγαινε στην αυλή να σύρει πότε το ένα και πότε το άλλο. Η δουλειά του ποτέ δεν τελείωνε επειδή όλοι τον ανάγκαζαν να τους βοηθάει. Ήταν και σταβλίτης, και στάρι καθάριζε, και στα ζώα έδινε τροφή, και τα πρόβατα οδηγούσε για πότισμα, ακόμα και το βράδυ έπλεκε χορτοπάπουτσα γι’ αυτόν και για άλλους, και ξάπλωνε μετά από όλους, ενώ σηκωνόταν πριν απ’ όλους, από τα χαράματα, και ήταν ντυμένος πάντα πολύ άσχημα και φτωχικά. Και κανείς δεν τον λυπόταν και όλοι έλεγαν:
-Μα αφού είναι χαζούλης.
-Σε τι είναι χαζούλης;
-Σε όλα.
-Για δώσε ένα παράδειγμα;
-Να ένα παράδειγμα! –η γελαδάρισσα δίνει όλα τα αγγουράκια και τις πατάτες στα παιδιά της και σε αυτόν δεν δίνει, ωστόσο ο ίδιος δεν ζητάει τίποτε και δεν παραπονιέται. Είναι χαζός.
Εμείς, τα παιδιά, δεν είχαμε ακούσει καμιά χαζομάρα από τον Πάνκα και μάλιστα νοιώθαμε τη στοργή του μιας και μας έφτιαχνε παιχνιδάκια -μύλους και κουτάκια από φτελιά-, όμως κι εμείς όπως και όλοι οι άλλοι στο σπίτι, με τον ίδιο τρόπο μιλούσαμε γι’ αυτόν, λέγαμε ότι ο Πάνκα είναι χαζούλης και κανείς δεν διαφωνούσε γιατί σύντομα έγινε κάτι που ήταν αδύνατο να το αμφισβητήσουμε.
Είχε προσληφθεί ένας πολύ μα πάρα πολύ αυστηρός διευθυντής που του άρεσε να τιμωρεί τους ανθρώπους για κάθε παράπτωμα. Πήγαινε με την άμαξα και κοίταζε παντού μήπως και δει καμιά παρατυπία! Και αν παρατηρούσε κάτι που ήταν σε αταξία σταματούσε επιτόπου, φώναζε στον ένοχο να πλησιάσει και τον διέταζε:
-Πήγαινε τώρα στην υπηρεσία και πες στον προϊστάμενο ότι σε στέλνω για να σου δώσει είκοσι πέντε βουρδουλιές και αν το σκάσεις θα έρθω στο σπίτι σου και θα φας τις διπλές.
Δεν τολμούσαν να του ζητήσουν συγγνώμη επειδή αυτό δεν μπορούσε να το ανεχτεί και έκανε ακόμα μεγαλύτερη την τιμωρία.
Εδώ και πάλι, στη διάρκεια του καλοκαιριού, πηγαίνοντας ο διευθυντής είδε να περπατάνε πάνω στα νεαρά στάχια πουλάρια που όχι μόνο έσπαγαν τα βλαστάρια, αλλά τσαλαπατούσαν τις ρίζες και τις έβγαζαν με τις οπλές τους…
Ο διευθυντής άρχισε να φωνάζει δυνατά.
Αυτό το χρόνο υπεύθυνος2 για τα πουλάρια ήταν ο μικρός Πετρούσα, ο γιος αυτής της ίδιας γελαδάρισσας της Αρίνας, που δεν χαράμιζε πατάτες για τον Πάνκα και τις έδινε όλες στα παιδιά της. Ο Πετρούσα ήταν τότε δώδεκα χρονών, ήταν πιο μικροκαμωμένος από τον Πάνκα και μαλακός σαν ανθότυρο, γι’ αυτό είχε το παρατσούκλι «τυράκι». Ήταν αγοράκι κακομαθημένο από τη μαμά του, στη δουλειά αδύναμο και μαλθακό στη βία. Έβγαλε τα πουλάρια νωρίς το πρωί «με τη δροσιά» και σαν άρχισε να τρέμει κουβαριάστηκε στα ρούχα του και όταν ζεστάθηκε τον πήρε ο ύπνος και αποκοιμήθηκε, αλλά τα πουλάρια την ίδια ώρα είχαν εισβάλει στα στάχια.
Ο διευθυντής μόλις το είδε αυτό, χτύπησε τον Πέτια και του είπε:
-Άσε τον Πάνκα στη δουλειά σου και εσύ να πας τώρα στο γραφείο και να πεις στον υπεύθυνο να σου δώσει είκοσι βουρδουλιές και αν μέχρι να γυρίσω στο σπίτι μου δεν το έχεις κάνει, τότε θα έρθω εγώ και θα σου δώσω τις διπλές. Αυτά είπε και έφυγε.
 Όμως ο Πετρούσκα ξέσπασε σε δάκρια και άρχισε να τρέμει ολόκληρος, επειδή ποτέ δεν τον είχαν δείρει με μαστίγιο, και είπε στον Πάνκα:
Καλέ μου αδελφέ, Πάνιουσκα, φοβάμαι πολύ… πες μου τι να κάνω;
Ο Πάνκα του χάιδεψε το κεφάλι και είπε:
-Και για μένα είναι φοβερό… Τι να κάνουμε… και τον Χριστό τον έδειραν…
Αλλά ο Πετρούσκα έκλαιγε ακόμα πιο γοερά και έλεγε:
-Φοβάμαι να πάω και φοβάμαι να μην πάω… Καλύτερα να πάω να πνιγώ. Ο Πάνκα προσπάθησε να τον πείσει και ξαναπροσπάθησε και μετά του είπε:
-Στάσου, λοιπόν: μείνε εδώ να κάνεις τις δουλειές μου και τις δουλειές σου κι εγώ θα τρέξω γρήγορα και θα υποφέρω για σένα, ίσως ο Θεός να σε λυπηθεί. Βλέπεις, είσαι ένας δειλός.
Ο Πετρούσκα τον ρώτησε:
-Και πώς θα υποφέρεις για μένα Πάνιουσκα;
-Θα σκαρφιστώ κάτι! Κι έτρεξε ο Πάνκα μέσα από το χωράφι στην έπαυλη με ταχύτητα και μετά από μία ώρα γύρισε πίσω χαμογελώντας.
-Μη φοβάσαι, του λέει, Πέτκα, όλα είναι εντάξει και να μην πας πουθενά, τη γλύτωσες την τιμωρία.
Ο Πέτκα σκεφτόταν: «Δεν έχει σημασία, πρέπει να τον πιστέψω», -και δεν πήγε· το βράδυ ο διευθυντής ρώτησε τον υπεύθυνο:
-Τι έγινε, αυτός ο μικρός εγκληματίας, ήρθε να μαστιγωθεί;
-Πώς όχι, λέει, ήρθε, ευγενέστατε.
-Τον καταχερίσατε;
-Ναι, λέει, τον καταχερίσαμε.
-Και το κάνατε καλά;
-Καλά και με ζήλο.
Η δουλειά τελείωσε και μετά έμαθαν ότι μαστιγώσανε κάποιο μικρό εγκληματία που πήγε στην έπαυλη, όμως δεν ονομαζόταν Πιοτρ αλλά Πάνκα και στο χωριό όλοι κορόιδευαν τον Πάνκα, ενώ ο Πέτια γλύτωσε το μαστίγωμα.
 Έλεγαν, ότι αφού τον έσωσε αυτός ο βλάκας δεν ήταν σωστό να τιμωρηθούν δύο για το ίδιο παράπτωμα.
Λοιπόν, στ’ αλήθεια, δεν ήταν βλάκας ο Πάνκα μας;
Και έτσι συνέχισε να ζει.
Μετά από λίγα χρόνια έγινε ο πόλεμος της Κριμαίας και τότε άρχισαν να επιλέγουν νεοσύλλεκτους. Ξέσπασε κλάμα στο χωριό: κανείς δεν ήθελε να υποφέρει στον στρατό. Ιδιαίτερα οι μητέρες οδύρονταν για τα αγόρια τους –η κάθε μια λυπόταν για τον δικό της γιο.
 Εκείνο τον καιρό, έχοντας ενηλικιωθεί, παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Πάνκα στον γαιοκτήμονα και του είπε:
-Δώστε εντολή να με πάνε στην πόλη, να με παραδώσουν στον στρατό.
-Και γιατί τόση επιθυμία;
-Ε, μα πώς, απαντάει, μου ήρθε ξαφνικά πολύ μεγάλη επιθυμία.
-Γιατί; Το καλοσκέφτηκες!
-Όχι, λέει, δεν έχω τίποτε να σκεφτώ.
-Και γιατί δεν έχεις τίποτε;
-Δεν ακούτε που γύρω κλαίνε, και για μένα που μ’ αγαπάει μόνο ο Θεός δεν υπάρχει κανείς να κλάψει, και γι’ αυτό θέλω να πάω!
Προσπάθησε να τον μεταπείσει.
-Για κοίτα πόσο αδέξιος είσαι! Θα σε κοροϊδεύουν όλοι στον πόλεμο. Αλλά εκείνος του απάντησε:
-Τότε θα είναι ευχάριστο: είναι καλύτερα να χασκογελάνε παρά να τσακώνονται. Ας είναι όλοι πιο χαρούμενοι μήπως έτσι τελειώσει κι ο πόλεμος. Εκείνος για μια ακόμα φορά του είπε:
-Άντε παρηγορήσου, καλύτερα να ζήσεις στο σπίτι! Όμως αυτός επέμεινε στα δικά του.
-Όχι, του λέει, αυτό για μένα θα είναι η πιο μεγάλη παρηγοριά.
Του κάνανε τη χάρη, τον πήγανε στην πόλη, τον έδωσαν στους νεοσύλλεκτους και όταν γύρισαν άρχισαν να τους ρωτούν με περιέργεια:
-Λοιπόν, πώς και έμεινε ο βλάκας εκεί; Τον είδατε μετά την παρουσίαση;
-Μα βέβαια, τους είπαν, τον είδαμε.
-Σίγουρα θα γελάνε εις βάρος του, τι αδέξιος;
-Ναι, είπαν, στην αρχή γελούσαν, αλλά με τα δύο ρούβλια που του είχαν δώσει αμοιβή αγόρασε σκάφες ολόκληρες πίττες με μπιζέλια και χυλό, μοίρασε από μία στον καθένα και ξέχασε τον εαυτό του… Όλοι κουνούσαν το κεφάλι και άρχισαν να του δίνουν τη μισή. Αυτός ντράπηκε και είπε:
-Μα τι λέτε αδέλφια μου, εγώ δεν έχω ανάγκη! Τρώτε. Οι νεοσύλλεκτοι άρχισαν να τον φροντίζουν φιλικά:
-Τι καλός που είσαι!
Το πρωί σηκώθηκε πριν από όλο τον στρατώνα, ετοίμασε τα πάντα και γυάλισε τις μπότες όλων των παλιών στρατιωτών. Άρχισαν να τον παινεύουνε και μας ρωτούσαν οι παλιοί: «Είναι βλάκας, τι είναι;»
Οι υπάλληλοι (του γαιοκτήμονα) τους απάντησαν:
-Δεν είναι βλάκας, αλλά… είναι κάπως λιγάκι εκ γενετής.
Και έτσι με τις ανοησίες του ο Πάνκα υπηρέτησε όλο τον πόλεμο στη «λάντζα», έσκαψε όλους τους τάφους που έμειναν πίσω του και όταν παραιτήθηκε, επειδή ήξερε από ζώα, τον προσέλαβε ένας Τάταρος από την στέπα για να βόσκει τα άλογά του.
Αναχώρησε για τον Τάταρο από την Πένζα και δεν γύρισε πίσω για πολλά χρόνια. Ζούσε νομαδικά με τα άλογα σε κάποια μακρινή απόσταση, κοντά στο άνυδρο Ριν Πεσκόφ, περιοχή όπου ζούσε ένας πλούσιος νομάς, ο μεγάλος Χάνος Τζανγκάρ. Αυτός ο Χάνος όταν πήγαινε στην Σουρά για να πουλήσει άλογα συμπεριφερόταν κάπως ταπεινά, αλλά στην στέπα έκανε ότι ήθελε· όποιον ήθελε τιμωρούσε κι όποιον ήθελε συγχωρούσε.
Ήταν αδύνατον να τον ακολουθήσει κανείς στη μακρινή άγρια έρημο και έτσι έκανε του κεφαλιού του. Όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνος του: υπήρχαν και άλλοι αυτόνομοι που ανάμεσά τους ήταν κι ένας τολμηρός κλέφτης, ο Χαμπίμπουλα, που άρχισε να αρπάζει πολλά από τα καλύτερα άλογά του και για πολύ κανένας δεν μπορούσε να τον πιάσει. Αλλά έγινε και πάλι μια συμπλοκή με αυτούς και με εκείνους τους Τατάρους, τραυμάτισαν τον Χαμπίμπουλα και τον άρπαξαν. Ο Χάνος Τζανγκάρ βιαζόταν να πάει στην Πένζα και ήταν αδύνατο να σταματήσει για να δικάσει και να τιμωρήσει τον Χαμπίμουλα με μια τόσο φοβερή ποινή που θα τρομοκρατούσε και θα έκανε να νοιώσουν φρίκη όλοι οι άλλοι κλέφτες.
Για να μην καθυστερήσει στην αγορά της Πένζα και να μην εμφανιστεί με τον Χαμπίμπουλα σε μέρη που υπήρχε ρωσική εξουσία, ο Χάνος Τζανγκάρ αποφάσισε να σταματήσει στη μικρή πηγή με το λίγο νερό που ήταν ο Πάνκα με ένα άλογο και τον τραυματισμένο Χαμπίμπουλα δεμένο με αλυσίδες αλόγων. Άφησε στον Πάνκα κριθάρι και ένα ασκί με νερό και τον διέταξε αυστηρά:
-Να προσέχεις αυτόν τον άνθρωπο σαν τα μάτια σου! Κατάλαβες; Ο Πάνκα του είπε:
-Σαν τι δεν κατάλαβα! Όλα τα κατάλαβα και όπως είπες έτσι ακριβώς θα γίνει.
Έφυγε ο Χάνος Τζανγκάρ με την ορδή του και άρχισε ο Πάνκα να μιλάει με τον Χαμπίμπουλα:
-Είδες που σε πήγαν οι κλεψιές σου! Τόσο μεγάλο παλληκάρι, η παλληκαριά σου, όμως, δεν είναι για το καλό αλλά για το κακό. Θα ήταν καλύτερα να διορθωθείς.
Αλλά ο Χαμπίμπουλα του απάντησε:
-Αφού μέχρι σήμερα δεν διορθώθηκα τώρα πια δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
-Τι είναι αυτό το «δεν μπορεί»!  Και μόνο να επιθυμεί ο άνθρωπος να αλλάξει, τα άλλα έρχονται από μόνα τους… Η ψυχή σου πρέπει να είναι έτσι όπως των άλλων ανθρώπων: πέτα το κακό και ο Θεός θα αρχίσει από τώρα να σε βοηθάει να κάνεις το καλύτερο και τότε όλα θα πάνε πιο καλά.
Ο Χαμπίμπουλα τον άκουγε και αναστέναζε.
-Όχι, λέει, αυτή η ώρα είναι ακατάλληλη για να το σκεφτώ!
-Και γιατί είναι ακατάλληλη;
-Επειδή είμαι αλυσοδεμένος και περιμένω τον θάνατο.
-Εγώ θα σε απελευθερώσω.
Ο Χαμπίμπουλα δεν πίστευε στ’ αυτιά του, αλλά ο Πάνκα του χαμογέλασε γλυκά και του είπε:
-Δεν σε κοροϊδεύω, σου λέω την αλήθεια. Ο Χάνος μου είπε «να σε προσέχω σαν τα μάτια μου»· ξέρεις τι θα πει να σε προσέχω; Πρέπει, αδελφέ, να προσπαθούμε να μην υποφέρουν οι άλλοι και αυτό τώρα μου είναι χρήσιμο γιατί δεν μπορώ να υποφέρω όταν οι άλλοι βασανίζονται. Θα σου βγάλω τα δεσμά και θα σε βάλω στο άλογο για να φύγεις, να σωθείς, εκεί όπου μπορείς, κι αν αρχίσεις πάλι να κάνεις το κακό, τότε δεν θα έχεις ξεγελάσει εμένα αλλά τον Θεό.
Και μετά έσκυψε, έσπασε τις αλυσίδες και τον ανέβασε στο άλογο λέγοντας:
-Πήγαινε όπου θες.
Και αυτός έμεινε να περιμένει την επιστροφή του Χάνου Τζανγκάρ και περίμενε για πάρα πολύ μέχρι του το ποταμάκι ξεράθηκε και το νερό της πηγής ήταν ελάχιστο.
Τότε έφτασε και ο Χάνος με την ακολουθία του.
Κοίταξε γύρω του και ρώτησε:
-Μα που είναι ο Χαμπίμπουλα;
Ο Πάνκα απάντησε:
-Τον άφησα.
-Πώς τον άφησες; Τι είναι αυτά που μου λες;
-Σου λέω ότι έπραξα σύμφωνα με την προσταγή σου και την επιθυμία σου. Με διέταξες να τον προσέχω σαν τα μάτια μου κι εγώ έτσι τα προσέχω, δίνω την ψυχή μου για τον άλλο… Εσύ ήθελες να βασανίσεις τον Χαμπίμπουλα μέχρι θανάτου, όμως εγώ δεν αντέχω να βασανίζονται οι άλλοι, πάρε με λοιπόν εμένα στη θέση του και βασάνισέ με, αφού η ψυχή μου θα είναι ευτυχισμένη και ελεύθερη από όλους τους φόβους, γιατί εγώ δεν φοβάμαι ούτε μια σταλίτσα εσένα ή και κανέναν άλλον.
Τότε ο Χάνος Τζανγκάρ άρχισε να κοιτάζει σε όλες τις πλευρές και μετά ισιώνοντας στο κεφάλι του το κεντητό φεσάκι είπε στους δικούς του:
 -Ελάτε πιο κοντά. Θα σας πω τι νομίζω.
Οι Τάταροι μαζεύτηκαν γύρω από τον Χάνο Τζανγκάρ και αυτός τους είπε πολύ σιγά: τον Πάνκα δεν πρέπει να τον καταδικάσουμε γιατί μπορεί να είναι άγγελος…
-Ναι είπαν όλοι μαζί οι Τάταροι με σιγανή φωνή –δεν πρέπει να του κάνουμε κακό: εμείς δεν τον καταλάβαμε τόσα χρόνια, και τότε άρχισαν όλα να τους γίνονται ξεκάθαρα: σίγουρα ήταν άγιος.

1891

Σημειώσεις
1. Τα λίγο αλατισμένα αγγουράκια τουρσί είναι πολύ αγαπητά στους Ρώσους.
2. Υπήρχε ένας υπεύθυνος για όλα τα ζωντανά του χωριού, που τα έβοσκε και τα επέστρεφε στους ιδιοκτήτες.