Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

Αθηνά Λατινοπούλου: Άλλη μια μέρα (διήγημα)

© Στράτος Προύσαλης

© Στράτος Προύσαλης

Ξύπνησε! Τα μάτια της, με το πρώτο μαλθακό φως, άρχισαν να προσωποποιούν το περιβάλλον, ενώ απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε το δροσερό αεράκι γκαστρώνοντας την διάφεγγη κουρτίνα.
     Δίπλα της εκείνος ρέγχαζε με σαματά, ξαπλωμένος ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια αδρανοποιημένα στο πλάι. Η πιζάμα ξεκούμπωτη, άφηνε να χάσκει η τριχωτή κοιλιά του που ιδρωμένη φούσκωνε και ξεφούσκωνε ρυθμικά, όπως μια πίπιζα σε πανηγύρι.
     Κουνώντας σαν εκκρεμές το κεφάλι συνειδητοποίησε σκύβοντας σιμά του: «Τα μαλλιά του άσπρισαν και τα μάγουλα γέμισαν ρυτίδες!»
     Γύρισε, άναψε το πορτατίφ και απλώνοντας το χέρι πήρε τον καθρέφτη. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της ψιθύρισε και πάλι: «Αχ… Γεράσαμε. Τα μάτια μου σακούλιασαν, το δέρμα μου σταφίδιασε. Κάποτε είχα δέρμα στην τσίτα κι απαλό, χείλη σαρκώδη. Κάποτε…».      
     Κατηφορίζοντας τη ματιά της ξεκούμπωσε τη νυχτικιά αδράχνοντας  το μαστό της. Τον πίεσε ευελπιστώντας να τον δει να τουρλώνει, αλλά μάταια, πλαδαρός χύθηκε απ’ τα δάχτυλά της σαν αραιό ζυμάρι. Έμεινε ανέκφραστη να κοιτάζει στον καθρέφτη. Μα δεν άργησε να λάμψει το πρόσωπό της. «Βλέπω ωστόσο κάτι που δεν αλλοιώθηκε. Κάτι που είναι ακόμη πολύ ζωντανό κι αυτό είναι το βλέμμα μου. Η   σπιρτάδα του εξακολουθεί να υπάρχει όπως και το πέταγμα της καρδιάς μου καλέ!» είπε θριαμβευτικά. «Χωρίς τον καθρέφτη αισθάνομαι όμορφη, ζωντανή, γεμάτη όνειρα!» Τον άφησε ανάποδα στο κομοδίνο απαξιωτικά. Χαμογέλασε. «Σήμερα χαίρομαι που θα απολαύσω, άλλη μια μέρα, γεμάτη μικρές εμπειρίες. Θα κουρνιάσω στην αγκαλιά του αγαπημένου μου κάνοντας μαζί, για άλλη μια φορά, όλα εκείνα τα μικρά, απλά κι αγαπημένα που τόσο μας αρέσουν!» Σκέφτηκε.
     Τον χάιδεψε διακριτικά. Εκείνος άνοιξε τα μάτια, την κοίταξε και την άγγιξε τρυφερά. Εκείνη ένιωσε γλυκιά αναστάτωση τρίβοντας το κορμί της πάνω του σαν μαθητριούλα. Την τράβηξε σιμά του, την έκλεισε στα δυο του μπράτσα με λατρεία!
     Μετά αίφνης, έστρεψαν το βλέμμα συγχρόνως στο ρολόι που σκαρφαλωμένο στον τοίχο έτρεχε κάνοντας γύρους και κυνηγώντας λες, αντάμα, τη ζωή που τους προσπερνούσε.
     Αναπήδησαν, ετοιμάστηκαν, έφαγαν αρπαχτά και βγαίνοντας από την πόρτα βιαστικά κατηφόρισαν το δρόμο προς το λιμάνι.
     Έφθασαν, εκεί στον όρμο όπου το λιγοστό πρωινό κύμα παφλάζοντας πάνω στις βάρκες τις έκανε να τρεμουλιάζουν, εκεί όπου οι αλκυόνες κράζοντας βουτούσαν κατακόρυφα σχίζοντας τη δροσερή αύρα και τρυπώντας το υδάτινο μετάξι έπιαναν τη λαχταριστή τους λεία. Εκεί που τα παγκάκια έρημα με το ξύλο τους νωπό απ’ τη δροσιά του άφωτου, προσκαλούσαν τους πρώιμους επισκέπτες της αυγής.                                                      
     Κι έκατσαν. Το πρόσωπό τους έλαμπε από ευχαρίστηση, καθώς κοίταγαν ίσια μπροστά και ξεμάκραινε το βλέμμα πέρα μακριά, εκεί χαμηλά, όπου η κυκλική γραμμή του ουρανού φαίνεται να ακουμπάει τη γη, εκεί που τα βουνά σιγά σιγά σκουραίνουν κι η περιγυριά πασπαλίζεται από ρόδινο γλυκό φως. Ο ορίζοντας παύει να υπάρχει κι η ατμόσφαιρα φλέγεται, γίνεται όλο και πιο κόκκινη, τα βουνά όλο και πιο μαύρα, το νερό της θάλασσας βάφεται πορφυρό σα να προσφέρθηκαν σα να σφάχτηκαν μόλις χιλιάδες κοκόρια, θυσία στη γιορτή για το γένεθλο της καινούργιας μέρας!            
     Και τότε μπλέξανε τα χέρια εκστασιασμένοι απ’ την πολύ αρεσιά, μα χωρίς λαλιά, μη διαταράξουνε το ροδαλό ξημέρωμα που καθώς ξετυλιγόταν κατακαθόταν πάνω σε κάθε αγάντα, σε κάθε ακρόδεσμο, ακρόπρωρο, φλάμπουρο, σε κάθε προβλήτα και αγκυροβόλιο, με κείνες τις πρώτες απαστράπτουσες ακτίνες που ξεγλίστραγαν αργά αλλά σταθερά στήνοντας λες έναν πολύχρωμο και υπέρλαμπρο ομαδικό χορό.
     Ξάφνου έπαψαν να αισθάνονται τα σώματά τους παρά μόνον τα μάτια τους! Σα να βρίσκονταν μοναχά εκείνα εκεί αιωρούμενα, κόκκινα απ’ το αντιφέγγισμα σαν τέσσερες γυαλιστερές χάντρες που αχόρταγα  ρουφούσαν τις απίστευτες αυτές εικόνες, όπου μόνο μια δύναμη υπέρτατη μπορούσε να ζωγραφίσει. Κι οι καρδιές σκιρτούσαν, τα στόματα σιωπούσαν, οι ψυχές γαλήνευαν, τα χέρια πίεζαν το στήθος καθώς πλεξούδιαζαν και τα κορμιά ανατρίχιαζαν από ηδονή!
     Και τότε εκεί καθισμένοι ομάδι, συναισθάνθηκαν πόσο απλόχερα τους χαριζόταν όλο αυτό το απαράμιλλο μεγαλείο. Τόσο μεγάλο δώρο! Προσπαθούσαν να δουν κατάματα τον εαυτό τους, να καταλάβουν αν είναι άξιοι να το δεχθούν, άξιοι να το αντικρίζουν και τότε, λαμπικάρισαν μέσα τους πολλά, καθώς τους φανερώθηκε πόσο πολύτιμη είναι μια κουκίδα χρόνου!                     
     Κι μέρα ήρθε! Το φως γιόμισε ωσάν πλημμυρίδα ορμητική και κατέκλυσε το κάθε σημείο.
     Ανοίγοντας τα χέρια εισέπνευσαν βαθιά. Εκπνέοντας τους ξέφυγε μια μικρή φωνή μεγάλης απολύτρωσης αφού για άλλη μια φορά βεβαιώθηκαν πόσο τυχεροί είναι, γιατί γεννήθηκαν και «ταξιδεύουν», βλέπουν ακούν και απολαμβάνουν, γελάνε και κλαίνε, απογοητεύονται και παλεύουν, παίρνουν και δίνουν, γιατί, αγαπούν κι αγαπιούνται!

*Τελευταίο βιβλίο της Αθηνάς Λατινοπούλου: "Οι κορδέλες της δικής μου πραγματικότητας" (αφηγήματα, Οίστρος 2010).