Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 36

Βενιαμίν Φραγκλίνος: Παρατηρήσεις σχετικά με τους Άγριους της Βόρειας Αμερικής

frag

Mεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

O Benjamin Franklin (17/1/1706 – 17/4/1790), εξελληνισμένος ως Βενιαμίν Φραγκλίνος, συγκέντρωσε στο άτομο του, αλλά και στον ευρύτερο βίο του, όλα τα χαρακτηριστικά του Διαφωτισμού. Για την ακρίβεια, κάποιοι θα ισχυριζόντουσαν ότι ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν η επιτομή του Διαφωτισμού. Πέρα απ’ το ότι έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τους Ιδρυτές Πατέρες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν επίσης φιλόσοφος, επιστήμονας, εφευρέτης, πολιτικός – διετέλεσε Κυβερνήτης της Πολιτείας της Πενσυλβάνια για τρία έτη –, ακαδημαϊκός, εκδότης εφημερίδας, δημόσιος λειτουργός, διπλωμάτης, συγγραφέας, και πολλά άλλα ακόμη. Το πρόσωπο του, μεταξύ άλλων, κοσμεί το χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων Η.Π.Α.

Το κείμενο που ακολουθεί έχει αρχικό τίτλο Remarks Concerning the Savages of North America και κυκλοφόρησε το 1784, στην συλλογή κειμένων του Φραγκλίνου με τίτλο Bagatelles and Satires.   

**

Λέμε ότι είναι Άγριοι, επειδή οι τρόποι τους διαφέρουν από τους δικούς μας, που, κατά τη δική μας άποψη, είναι το άκρον άωτο της ευγένειας ∙ έτσι, όμως, βλέπουν κι εκείνοι τους δικούς τους τρόπους.

Εάν, ενδεχομένως, εξετάζαμε τους τρόπους διαφορετικών εθνοτήτων με αμεροληψία, θα διαπιστώναμε ότι δεν υπάρχει λαός τόσο αγενής που να μην έχει έστω και κάποιους κανόνες ευγένειας – αλλά ούτε και τόσο ευγενικός, που να μην του έχουν απομείνει έστω και κάποια ίχνη αγένειας.

Στα χρόνια της νιότης τους, οι Ινδιάνοι είναι κυνηγοί και πολεμιστές ∙ στα γεράματα τους, γίνονται σύμβουλοι. Διότι η διακυβέρνηση τους γίνεται εξολοκλήρου με συμβουλές, ή προτροπές από τους σοφούς. Δεν υπάρχει βία, ούτε φυλακές, ούτε όργανα της τάξης που να επιβάλλουν την υπακοή ή την τιμωρία. Κατά συνέπεια, οι Ινδιάνοι καλλιεργούν τη ρητορική, γιατί ο καλύτερος ομιλητής ασκεί και τη μεγαλύτερη επιρροή. Οι Ινδιάνες οργώνουν τη γη, προετοιμάζουν την τροφή, φροντίζουν και ανατρέφουν τα παιδιά, και συντηρούν και μεταδίδουν σε κάθε επόμενη γενιά την μνήμη των δημοσίων συναλλαγών. Αυτές οι ασχολίες των ανδρών και των γυναικών θεωρούνται φυσικές και έντιμες. Μιας και δεν έχουν παρά ελάχιστες τεχνητές ανάγκες, οι Ινδιάνοι διαθέτουν άπλετο χρόνο για να βελτιωθούν δια της συζητήσεως. Θεωρούν ότι ο δικός μας κοπιώδης τρόπος ζωής είναι καταναγκαστικός και χαμερπής, όταν τον συγκρίνουν με τον δικό τους ∙ ενώ η γνώση μας, για την οποία τόσο υπερηφανευόμαστε, τους φαίνεται σαν κάτι επιφανειακό και άχρηστο. Αυτό κατέστη εμφανές στην περίπτωση της Συνθήκης του Λάνκαστερ, στην Πενσυλβανία, το έτος 1774, που συνομολογήθηκε ανάμεσα στην Κυβέρνηση της Βιρτζίνια και τα Έξι Έθνη. Αφού ολοκληρώθηκαν οι βασικοί διακανονισμοί, οι επίτροποι της Βιρτζίνια ανακοίνωσαν προφορικά στους Ινδιάνους ότι στο Γουίλιαμσμπεργκ υπάρχει ένα Κολέγιο που χορηγούσε υποτροφίες σε όσους  νεαρούς Ινδιάνους επιθυμούσαν να σπουδάσουν σε αυτό, κι ότι εάν τα Έξι Έθνη έστελναν στο Κολέγιο μισή ντουζίνα από τους νέους τους για να φοιτήσουν, τότε η Κυβέρνηση θα μεριμνούσε έτσι ώστε να μην τους λείψει τίποτα, ενώ ταυτόχρονα θα τους δίδασκε την γνώση των χλωμών προσώπων. Ένας από τους κανόνες ευγένειας των Ινδιάνων επιβάλλει μια πρόταση που διατυπώνεται δημοσίως να μην απαντιέται εντός της ίδιας ημέρας που αυτή διατυπώνεται ∙ πιστεύουν ότι έτσι θα είναι σαν να εξετάζουν επιπόλαια το ζήτημα, κι ότι εάν πάρουν τον χρόνο τους για να το μελετήσουν, επιδεικνύουν τον σεβασμό που αρμόζει, γιατί έτσι το εξετάζουν σαν κάτι που το θεωρούν σημαντικό. Κατά συνέπεια, έδωσαν την απάντηση τους την επόμενη ημέρα. Ο εκπρόσωπος των Ινδιάνων ξεκίνησε την ομιλία του εκφράζοντας την βαθιά ευγνωμοσύνη που νιώθουν για την ευγένεια που επέδειξε η Κυβέρνηση της Βιρτζίνια κάνοντας στα Έξι Έθνη την προσφορά αυτή. Διότι γνωρίζουμε, είπε, ότι έχετε την γνώση που διδάσκεται στα κολέγια αυτά σε μεγάλη εκτίμηση, κι ότι η παραμονή των νέων μας στην φροντίδα σας θα σας κοστίσει πολύ ακριβά. Είμαστε, λοιπόν, πεπεισμένοι, ότι με την πρόταση σας έχετε σκοπό να μας ευεργετήσετε, και γι’ αυτό σας ευχαριστούμε με όλη μας την καρδιά. Όμως, όσοι γνωρίζουν, ξέρουν ότι τα διαφορετικά έθνη έχουν και διαφορετικές αντιλήψεις των πραγμάτων ∙ οπότε, δεν θα μας παρεξηγήσετε που οι δικές μας αντιλήψεις σχετικά με αυτό το είδος της παιδείας τυχαίνει να διαφέρουν από τις δικές σας. Κάτι γνωρίζουμε ήδη περί τούτου: ορισμένοι από τους νέους μας σπούδασαν στα κολέγια των Βορείων Επαρχιών, και διδάχθηκαν όλες σας τις επιστήμες. Ωστόσο, όταν επέστρεψαν σ’ εμάς, δεν μπορούσαν ούτε να τρέξουν καλά, ούτε γνώριζαν πώς να ζήσουν στα δάση, ούτε μπορούσαν ν’ αντέξουν το κρύο και την πείνα, ενώ δεν ήξεραν πώς να χτίσουν μια καλύβα, πώς να πιάσουν ένα ελάφι, ή πώς να σκοτώσουν έναν εχθρό ∙ ούτε καν τη γλώσσα μας δεν μπορούσαν να μιλήσουν καλά. Έτσι, μήτε για κυνηγοί έκαναν, μήτε για πολεμιστές, μήτε για σύμβουλοι. Δεν έκαναν για τίποτε απολύτως. Παρ’ όλα αυτά, μολονότι αρνούμαστε να αποδεχθούμε την ευγενική προσφορά που μας κάνετε, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν την εκτιμούμε ∙ και για να σας δείξουμε πόσα σημαίνει για εμάς, εάν οι κύριοι της Βιρτζίνια μας στείλουν μισή ντουζίνα από τους νέους τους, εμείς θα μεριμνήσουμε για την εκπαίδευση τους, θα τους διδάξουμε όλα όσα ξέρουμε, και θα τους κάνουμε Άντρες.

Έχοντας συχνά ευκαιρίες να κάνουν δημόσιες συνελεύσεις, οι Ινδιάνοι έχουν βρει τους τρόπους προκειμένου η διεξαγωγή των συνελεύσεων αυτών να γίνεται με μεγάλη τάξη και ευπρέπεια. Οι γέροι κάθονται στις μπροστινές σειρές, και οι πολεμιστές στις διπλανές, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά κάθονται πίσω-πίσω. Η δουλειά των γυναικών είναι να προσέχουν όλα όσα λαμβάνουν χώρα, να τα αποτυπώνουν στην μνήμη τους – διότι δεν έχουν γραφή – για να τα μεταδώσουν έπειτα στα παιδιά τους. Οι γυναίκες είναι τα πρακτικά των συνελεύσεων, και συντηρούν στη μνήμη τους παραδόσεις από τις ρήτρες συνθηκών που συνάφθηκαν εκατό χρόνια πριν ∙ κι όταν συγκρίνουμε τις μνήμες αυτές με τα γραπτά μας τεκμήρια, διαπιστώνουμε ότι οι καταγραφές έχουν την ίδια ακρίβεια. Αυτός που είναι να μιλήσει, σηκώνεται όρθιος. Οι υπόλοιποι τηρούν βαθιά σιωπή. Όταν ολοκληρώνει την ομιλία του, κάθεται πάλι, και του παραχωρούνται πέντε ή έξι λεπτά για να σκεφτεί εάν έχει παραλείψει κάτι που είχε σκοπό να πει, ή εάν υπάρχει κάτι που επιθυμεί να προσθέσει, έτσι ώστε να ξανασηκωθεί πάλι όρθιος και να το δηλώσει. Θεωρείται εξαιρετικά μεγάλη αγένεια να διακόψεις κάποιον που μιλάει, ακόμη κι αν η συζήτηση αφορά τυπικότητες. Πόσο διαφέρουν όλα αυτά από την διαγωγή μιας ευγενούς Βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων, όπου δεν περνάει ούτε μέρα δίχως αναταραχή που να αναγκάζει τον βουλευτή να βραχνιάζει επαναφέροντας τα μέλη της Βουλής σε τάξη ∙ και πόσο διαφέρουν από τον τρόπο διεξαγωγής των συζητήσεων σε πολλές ευγενείς συντροφιές της Ευρώπης, όπου εάν δεν ολοκληρώσεις την πρόταση σου ταχύτατα, η κουβέντα σου θα διακοπεί από την φλυαρία των συνομιλητών σου, δίχως να σου δοθεί η δυνατότητα να ολοκληρώσεις αυτό που έλεγες.

Η ευγένεια των αγρίων αυτών όσον αφορά τις συζητήσεις φθάνει όντως στα άκρα, μιας και δεν τους επιτρέπει ούτε να διαψεύσουν, άλλα ούτε και να αρνηθούν την αλήθεια των όσων τους λέει κάποιος. Αυτό σημαίνει ότι πραγματικά αποφεύγουν τις διαφωνίες – αλλά έτσι δεν σε βοηθάνε να καταλάβεις ούτε τί μπορεί να σκέπτονται, ούτε ποια είναι η εντύπωση που τους κάνεις. Όλοι οι ιεραπόστολοι που αποπειράθηκαν να τους προσηλυτίσουν στον Χριστιανισμό παραπονιούνται ότι αυτό είναι μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην αποστολή τους. Οι Ινδιάνοι ακούνε υπομονετικά τις αλήθειες του Ευαγγελίου όπως τους τις εξηγούν, κι έπειτα δίνουν τις τυπικές για εκείνους ενδείξεις συγκατάβασης και επιδοκιμασίας. Εύκολα ξεγελιέται κάποιος να νομίζει ότι τους έχει πείσει. Οποία πλάνη. Δεν είναι παρά απλά ευγένεια εκ μέρους τους.

Ένας Σουηδός ιερέας, έχοντας συγκεντρώσει τους αρχηγούς των Ινδιάνων Σουσκουεχάνα, έκανε ένα κήρυγμα, εξιστορώντας τους τα βασικά ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η θρησκεία μας, όπως η πτώση των Προπατόρων επειδή έφαγαν το μήλο, η έλευση του Χριστού για να αποκατασταθεί αυτή η βλάβη, τα θαύματα και το μαρτύριο, και άλλα. Όταν τελείωσε, ένας Ινδιάνος ρήτορας σηκώθηκε για να τον ευχαριστήσει. Όλα όσα μας είπες, του δήλωσε, είναι πολύ σωστά. Είναι στ’ αλήθεια κακό να τρώμε μήλα. Καλύτερα να τα κάνουμε όλα μηλίτη. Σε ευχαριστούμε για την καλοσύνη σου, που ήρθες από τόσο μακριά για να μας πεις όλα αυτά που έμαθες από τις μητέρες σου. Για να σου το ανταποδώσω, θα σου πω μερικά από τα πράγματα που έχουμε μάθει από τις δικές μας μητέρες.

Στην αρχή, οι πατέρες μας είχαν μόνο τη σάρκα των ζώων για να τραφούν, κι αν το κυνήγι τους δεν πήγαινε καλά, βασανίζονταν από την πείνα. Δύο νεαροί κυνηγοί από τον λαό μας, έχοντας σκοτώσει ένα ελάφι, έφτιαξαν μια φωτιά στο δάσος για να ψήσουν ένα από τα κομμάτια του. Πριν προλάβουν να ικανοποιήσουν την πείνα τους, είδαν άξαφνα μια πανέμορφη νεαρή γυναίκα να κατεβαίνει από τα σύννεφα, και να κάθεται στον λόφο απ’ όπου βλέπουμε μακριά, πέρα από τα γαλάζια βουνά. Είπε ο ένας στον άλλο, θα είναι κάποιο πνεύμα που θα μύρισε το ελάφι μας καθώς ψηνόταν, και θέλει να φάει. Ας της προσφέρουμε λίγο. Έτσι, της έδωσαν την γλώσσα του ζώου. Η γεύση άρεσε στην γυναίκα, που τους δήλωσε ότι η καλοσύνη τους θα ανταμειφθεί. Ελάτε στο μέρος αυτό μετά από δεκατρία φεγγάρια, τους είπε, και θα βρείτε κάτι που θα βοηθήσει εσάς, αλλά και τα παιδιά σας, να τραφείτε έως τις ύστατες γενιές σας. Έτσι κι έπραξαν, κι έκπληκτοι βρήκαν φυτά που δεν τα είχαν ξαναδεί ποτέ τους ∙ τα φυτά αυτά τα καλλιεργούμε εμείς από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα, και μας έχουν βοηθήσει πολύ. Εκεί που το δεξί χέρι της γυναίκας ακούμπησε στο έδαφος, βρήκαν καλαμπόκι ∙ και στο σημείο που ακούμπησε το αριστερό της χέρι, βρήκαν φασόλια ∙ κι εκεί όπου αυτή ξάπλωσε στο έδαφος, βρήκαν καπνά. Ο καλός ιεραπόστολος, αηδιασμένος μ’ αυτή την ανούσια διήγηση, τους είπε: αυτά που σας παρέδωσα εγώ είναι ιερές αλήθειες ∙ αυτά όμως που μου λέτε εσείς είναι μοναχά παραμύθια, μύθοι, και ψευτιές. Ο Ινδιάνος, προσβεβλημένος, του απάντησε: αδερφέ μου, φαίνεται ότι οι φίλοι σου δεν μερίμνησαν σωστά για την παιδεία σου. Παρέλειψαν να σου μάθουν τους κανόνες της κοινής ευγένειας. Είδες ότι εμείς, που κατανοούμε και κάνουμε πράξη τους κανόνες αυτούς, πιστέψαμε όλες σου τις ιστορίες. Εσύ γιατί αρνείσαι να πιστέψεις τις δικές μας;

Όταν οι Ινδιάνοι έρχονται στις πόλεις μας, οι δικοί μας μαζεύονται και τους περιτριγυρίζουν, τους κοιτάζουν επίμονα, και τους παρενοχλούν όταν αυτοί επιθυμούν να μείνουν μόνοι τους. Οι Ινδιάνοι το βλέπουν αυτό σαν μεγάλη αγένεια, σαν αποτέλεσμα ελλείμματος διαπαιδαγώγησης στους κανόνες ευγένειας και στους καλούς τρόπους. Μας λένε, έχουμε την ίδια περιέργεια με εσάς, κι όταν εσείς μπαίνετε στις δικές μας πόλεις, θέλουμε να έχουμε την ευκαιρία να σας παρατηρήσουμε. Για να το κάνουμε όμως αυτό, κρυβόμαστε πίσω από θάμνους, στα σημεία απ’ όπου είναι να περάσετε, και ποτέ δεν μπαίνουμε απρόσκλητοι στις συντροφιές σας.

Με παρόμοιο τρόπο, το πώς ο ένας μπαίνει στο χωριό του άλλου υπόκειται σε δικούς του κανόνες. Θεωρείται απολίτιστο ξένοι που ταξιδεύουν να μπουν ξαφνικά σ’ ένα χωριό, χωρίς να έχουν αναγγείλει προηγουμένως την άφιξη τους. Έτσι, με το που θα φτάσουν σε απόσταση ακοής, σταματούν και φωνάζουν, και παραμένουν εκεί που στέκονται έως ότου λάβουν πρόσκληση να περάσουν. Συνήθως, τους προϋπαντούν δυο γέροι, που τους οδηγούν μέσα στο χωριό. Κάθε χωριό διαθέτει κι από μια άδεια κατοικία, που την ονομάζουν σπίτι των ξένων. Εκεί τους αφήνουν να τακτοποιηθούν, ενώ οι γέροι πηγαίνουν από σκηνή σε σκηνή ανακοινώνοντας στους κατοίκους ότι έχουν φτάσει ξένοι που μάλλον είναι κουρασμένοι και πεινούν ∙ κάθε κάτοικος, έπειτα, στέλνει στους ξένους ό, τι του περισσεύει από τρόφιμα για να φάνε, κι ό, τι από δέρματα για να κάτσουνε. Μόλις οι ξένοι ξεκουραστούν, τους φέρνουν πίπες και καπνό ∙ και τότε, κι όχι πιο πριν, ξεκινάει η συζήτηση, με ερωτήσεις σχετικά με το ποιοι είναι, προς τα πού κατευθύνονται, τί νέα φέρνουν, κι άλλα. Η συζήτηση συνήθως τελειώνει με προσφορές εξυπηρέτησης, σε περίπτωση που οι ξένοι χρειάζονται οδηγούς, ή με προσφορά κάθε τι απαραίτητου προκειμένου να συνεχίσουν το ταξίδι τους ∙ και ποτέ δεν ζητείται το παραμικρό αντίτιμο για την φιλοξενία.

Η ίδια ακριβώς φιλοξενία, που στους κόλπους των Ινδιάνων εκτιμάται ως πρωταρχική αρετή, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις όπου οι Ινδιάνοι απαντώνται κατά μόνας. Ο Κόνραντ Βάιζερ, που ασκούσε καθήκοντα διερμηνέα για λογαριασμό μας, μάς διηγήθηκε τα παρακάτω: είχε ζήσει για πολύ καιρό με τους λαούς των Έξι Εθνών, και μιλούσε καλά τη γλώσσα των Μοχώκ. Καθώς διέσχιζε την περιοχή των Ινδιάνων, προκειμένου να διαβιβάσει ένα μήνυμα από τον Κυβερνήτη μας στο Συμβούλιο στην Ονοντάγκα, βρέθηκε στην κατοικία του Κανασετέγκο, ενός παλιού του γνώριμου, ο οποίος τον αγκάλιασε, άπλωσε γούνες για να τον βάλει να κάτσει να ξεκουραστεί, του προσέφερε βραστά φασόλια και κρέας ζαρκαδιού για να φάει, κι ανακάτεψε νερό και ρούμι για να του δώσει να πιει. Όταν ο αγγελιαφόρος μας ήταν πλέον ξεκούραστος κι είχε ανάψει την πίπα του, ο Κανασετέγκο ξεκίνησε να συζητάει μαζί του, ρωτώντας τον πώς τα είχε περάσει όλα αυτά τα χρόνια από τότε που είχαν να ιδωθούν, από πού ερχόταν τώρα, ποια ήταν η αφορμή του ταξιδιού, και ούτω καθεξής. Ο Κόνραντ απάντησε σε όλες του τις ερωτήσεις ∙ κι όταν η συζήτηση άρχισε να εξαντλείται από την πλευρά του Ινδιάνου, προκειμένου να την συνεχίσει, τον ρώτησε: «Κόνραντ, έχεις ζήσει πολύ καιρό με τα χλωμά πρόσωπα, και γνωρίζεις τα έθιμα τους. Έχω πάει μερικές φορές στο Όλμπανι, κι έχω παρατηρήσει ότι μια φορά κάθε επτά ημέρες, κλείνουν τα μαγαζιά τους και μαζεύονται όλοι στο μεγάλο σπίτι. Πες μου, γιατί το κάνουν αυτό; Τί κάνουν εκεί μέσα;» Συναντιούνται εκεί, του απάντησε ο Κόνραντ, για να ακούσουν και να μάθουν καλά πράγματα. «Δεν αμφιβάλλω», του αποκρίθηκε ο Ινδιάνος, «ότι έτσι σου έχουν πει, το ίδιο μου είπαν κι εμένα. Όμως, αμφιβάλλω για την αλήθεια των όσων λένε, και θα σου πω και τους λόγους που αμφιβάλλω. Πήγα πρόσφατα στο Όλμπανι για να πουλήσω δέρματα και να αγοράσω κουβέρτες, μαχαίρια, μπαρούτι, ρούμι, κι άλλα. Ξέρεις ότι συνήθως έκανα τις δουλειές μου με τον Χανς Χάνσον. Αυτή τη φορά, όμως, επιθυμούσα να δοκιμάσω και κανέναν άλλο έμπορο. Παρ’ όλα αυτά, μίλησα πρώτα με τον Χανς, και τον ρώτησα πόσα θα έδινε για δέρμα κάστορα. Μου απάντησε ότι δεν μπορούσε να δώσει περισσότερα από τέσσερα σελίνια τη λίβρα ∙ αλλά, μου είπε, δεν μπορώ να μιλήσω τώρα για δουλειές. Σήμερα είναι η μέρα που συναντιόμαστε για να μάθουμε καλά πράγματα, και πρόκειται να φύγω για να πάω στη συνάντηση. Άρα, σκέφτηκα εγώ, αφού σήμερα δεν θα κάνουμε δουλειές, μπορώ κι εγώ να πάω στη συνάντηση ∙ οπότε, τον ακολούθησα. Ήταν εκεί ένας άνδρας ντυμένος στα μαύρα, που άρχισε να μιλάει στον κόσμο πολύ θυμωμένα. Δεν καταλάβαινα αυτά που έλεγε, αλλά, μόλις κατάλαβα ότι κοιτούσε πολύ προς τη μεριά που καθόμουνα εγώ με τον Χάνσον, σκέφτηκα ότι θα ήταν θυμωμένος που ήμουνα εγώ εκεί. Έτσι, βγήκα έξω, έκατσα κοντά στο σπίτι, έφτιαξα μια φωτιά κι άναψα την πίπα μου, περιμένοντας μέχρι η συνάντηση να τελειώσει. Είχα ακούσει, επίσης, τον άνδρα με τα μαύρα να αναφέρει κάτι για τους κάστορες, και υποπτεύθηκα ότι αυτό ήταν το θέμα που συζητούσαν εκεί μέσα. Με το που βγήκαν λοιπόν έξω, πήγα προς τους εμπόρους για να τους πιάσω κουβέντα. Για πες μου, Χανς, του λέω εγώ, ελπίζω να συμφώνησες να μου δώσεις περισσότερα από τέσσερα σελίνια τη λίβρα. Όχι, μου απαντάει, δεν μπορώ να σου δώσω τόσα, δεν μπορώ να σου δώσω πάνω από τρία σελίνια κι έξι πένες. Οπότε, πήγα και μίλησα και με μερικούς άλλους εμπόρους, αλλά κι αυτοί το ίδιο βιολί: τρία κι έξι πένες, τρία κι έξι πένες. Μ’ αυτό τον τρόπο, ξεκαθάρισε μέσα μου ότι σωστά είχα υποπτευθεί. Όσο κι αν παρίσταναν ότι συναντιούνται για να μάθουν καλά πράγματα, ο πραγματικός σκοπός τους ήταν να συμφωνήσουν πώς να κλέψουν τους Ινδιάνους στην τιμή του κάστορα. Σκέψου το λίγο, Κόνραντ, και στο τέλος θα συμμεριστείς την γνώμη μου. Εάν μαζευόντουσαν τόσο συχνά για να μάθουν καλά πράγματα, τότε μέχρι τώρα κάτι θα είχαν μάθει. Αλλά ακόμη δεν έχουν μάθει τίποτα. Γνωρίζεις τα έθιμα μας. Εάν ένα χλωμό πρόσωπο που διασχίζει την περιοχή μας μπει σε μια από τις καλύβες μας, εμείς του φερόμαστε όπως σου φέρθηκα κι εγώ εσένα. Τον στεγνώνουμε εάν είναι βρεγμένος, τον ζεσταίνουμε εάν είναι παγωμένος, του δίνουμε κρέας και ποτό για να απαλύνουμε την δίψα και την πείνα του, και του στρώνουμε μαλακά δέρματα για να ξαποστάσει και να κοιμηθεί. Δεν ζητάμε τίποτα σε αντάλλαγμα. Αν, όμως, εγώ πάω στο σπίτι ενός χλωμού προσώπου στο Όλμπανι, και ζητήσω τρόφιμα και ποτό, θα με ρωτήσουν «που είναι τα λεφτά σου;» Κι αν δεν έχω λεφτά, τότε θα μου πουν «τράβα φύγε, Ινδιάνικο σκυλί». Καταλαβαίνεις ότι ακόμα να μάθουν αυτά τα καλά πράγματα, κι ότι εμείς δεν χρειάζεται να συναντιόμαστε για να μας τα μάθουνε, επειδή οι μητέρες μας μάς τα δίδαξαν όταν ήμασταν παιδιά. Άρα είναι αδύνατο οι συναντήσεις τους να είναι όπως λένε, για τον σκοπό που λένε, ή για να μάθουν αυτά που λένε. Μαζεύονται εκεί μόνο και μόνο για να σχεδιάσουν πώς να κλέψουν τους Ινδιάνους στην τιμή του κάστορα».