Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 42

Δημήτρης Θεοδωρίδης: Στην Αλίκη

photo © Στράτος Προύσαλης

Δεν έχω
Δεν έχω υπάρξει
Δεν έχω υπάρξει ποτέ. Ευτυχισμένος; Ποτέ;
Και δε θέλω
Όχι, αρνούμαι πια να θέλω
Ξέρεις τι θα πει αυτό;

Κουράστηκα πολύ
Και τώρα πίνω κάτι χάπια και αλκοολ για αυτό
με βλέπεις να γράφω τέτοια
Αλλά έχω ψυχή
καλή κι οι
καλές ψυχές μικρέ δεν πάνε στον παράδεισο
απλούστατα δεν είναι για εδώ
Περσόνα νον γκράτα, που λένε
Γαμώ τη γη τους

Κι εγώ που λες μικρέ θέλω να φύγω
Νιώθεις Να φύγω
Εκείνη η Α. που λες - ωραίο κεφάλαιο
Ούτε η Α. με ένιωσε ωστόσο και κανείς δε θα με νιώσει
Κανείς δε θα τανύσει το κορμί του να με σώσει. Ούτε ο ίδιος μου ο πατέρας

Κι ο Καμύ που έλεγε: «Η μεγαλύτερη πράξη ελευθερίας
είναι η αυτοκτονία»
Κι ο πατέρας μου που έλεγε: «Γιατί δεν αυτοκτονείς; Ένας περισσότερος ένας λιγότερος τι πειράζει;
Κι εγώ που λέω «αυτό που ζούμε είναι μια ειρκτή»
Δυστυχής ανταμοιβή το θείο δώρο σας
Μερικοί εγκλωβισμένοι κι άλλοι ευτυχισμένοι μέσα στο νήδυμο υπνάκο
Αυτό
Ζηλεύω Κι εγώ
Τους ζηλεύω

Να γίνω θέλω κι εγώ εκείνος ο φίλος ο χθεσινός
Ο σεξιστής
Ο γαμάω και φεύγω και δεν πληρώνω
Έτσι κι εγώ
Νιώθεις;
Μη νιώθεις μικρέ.
Να νιώθεις είναι- φθορά μεγάλη είναι- με νιώθεις;
Να νιώθεις. Πολύ. Μεγεθυμένα
Σε καίει. Σε ποτίζει. Δηλητήριο

Άκου με
Μου λες ότι στο κάτω κάτω δεν έχουμε τίποτα και κάνεναν
τον εαυτό μας και κανέναν
Εμάς έχουμε ναι
Έχουμε;
Σε μια κοινωνία υπηρέτη της εγωμανίας έχουμε;
Με όρους αντεστραμμένους και λαούς πυροβολημένους Έχουμε λες;
Ένας αιώνας εμπορεύματος
Ο αιώνας του εγώ
Το εγώ ως εμπόρευμα
Το εγώ του αιώνα Αιωνίως εγώ
Πούλα Γέλα Πόζα
Ακου...
Αυτόν τον εαυτό κάποιοι τον κάναμε εμπορεύσιμο προϊόν
Άθυρμα τον προσδοκιών μιας μεγάλης ζωής. Φθηνής. το "ΦΘ" με ταφ να ακουστεί!
Ναυτία κι αηδία

Κι οι όροι τους που λες δε μου αρκούν
Είμαι ανοικονόμητο μέγεθος εγώ
Δεν ακολουθώ
Δεν αναγνωρίζω
Νιώθεις; Μη!

Τώρα τι ρωτάς;
Θα σου πω, μικρέ- μείνε κοντά στο συνειρμό πριν αναλυθώ σε δάκρυα και τα σκατώσω όλα
Ανγνωρίζω λοιπόν τα πνεύματα που πενθούν και πεθαίνουν μόνα
Μέρα με τη μέρα μόνα
Κλεισμένα
σε κάμαρες, καβάτζες, σε στοές
Μοναχικά
Αναγνωρίζω εκείνους που πλαντάζουν για τον καθένα μας
Που έχουν συνείδηση του τίποτα
Που συνειδητοποιούν τη ματαιότητα όλης
της ύπαρξης
Αναγνωρίζω την ψυχή που θρύμμα θρύμμα γίνεται αέρας καπνός Τίποτα

Κι εσύ μικρέ μου λες να ζήσω
Να ζήσω; Ναι, ας ζήσω
Ας φτύσω
Ας γαμήσω
Ας φάω
Ας κοιμηθώ
Και άντε ας πούμε να ξυπνήσω
Να ντοπαριστώ
Να καλλωπιστώ
Να καταναλωθώ
Το αντικείμενο του πόθου είναι ένα κινητό καλό
Με οθόνη μεγάλη και θήκη από χρυσό
Το αυτοκίνητο καλό
Και το κουφάρι μου αδειανό

Ε, ας ζήσω

Λοιπόν, δε θέλω ρίμες

Ξέχασα να σου πω
πως αφού τα κάνω όλα αυτά ύστερα θα ψοφήσω
Σοφή
Σαφέστατα σοφή επιλογή κι η ψυχή κενή

Κι αν δε θέλω μικρέ μου;
Κι αν προτιμώ
το δωμάτιο το στενό
Με τσιμέντο γεμάτο κι έναν άνθρωπο μελαχρινό
Με χαμόγελο ακριβό
Σαν την πουτάνα τη φεράρι που νομίζεις ότι εποφθαλμιώ

Τον άνθρωπο τον άνθρωπο θα πάρω και
ξέρω γω να ζω

Τώρα, μου λες, αγγίζω ευαίσθητες χορδές
Εγώ το μόνο που μπορώ να πω είναι πως με το ζόρι τα κρατώ
όλα
Τη μάνα
την τέχνη μου που λες
την Α. (αυτή η Α. ξέχασα να σου πω μοιάζει με άγγελο, αλλά δε θάχεις δει παρόμοιο κανέναν στις περιγραφές ή στις Αγίες Γραφές)

Με το ζόρι λοιπόν τα κρατώ και
δε μπορώ
Αδυνατώ
Το εξασθενημένο ανθρωπάκι που σου μιλάει
Δεν έχει τη δύναμη να κοιταχτεί
Ούτε είναι είκοσι ούτ' έχει μέσα του ορμή
Κι ας είναι το τριάντα ένας μικρός αριθμός
Είναι συρμός ολόγιομος συρμός, με όντα και βιώματα που μοιάζουνε με τσόντα
Κακή
Νιώθεις;
ΜΗ!

Κι η νύχτα γλιστράει και χάνεται
το δωμάτιο μικρό
Και με ζώνουν οι σκέψεις
Και
Χύνεται στο πάτωμα ο καπνός
Λίγος καπνός
ένας άστριφτος καπνός που δεν είναι αρκετός
Λίγο τρίμα λίγη ουσία
Λίγο λίγο χάνομαι
Βουτάω κι εγώ
Έχεις χάσει
Έχεις όντως χάσει
Με έχεις χάσει
Εμένα
Εσένα
Εμάς

Δε μας παρατάς Παραληρώ
Με χάνεις
Μαζεύω τον καπνό
Στρίβω τσιγάρο
Ένα
Ακόμα ένα
Ακόμα, μικρέ

Έχω αναλωθεί
Παραναλωθεί.