Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 42

Άνθρωποι που γελάνε, του Αργύρη Παλούκα

Άνθρωποι που γελάνε, ποιήματα, Αργύρης Παλούκας, εκδόσεις Κριτική 2018

Η ποίηση του Αργύρη Παλούκα έχει τη δύναμη να ανοίγει δρόμους αυτογνωσίας στον αναγνώστη, ώστε ο δεύτερος να «αναγνωρίζει» στα βιβλία του πρώτου (Το ξέφτι, Μανδραγόρας 2007• Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί, Κέδρος 2009• Θέλω το σώμα μου πίσω, Μεταίχμιο 2011) και δικά του βιώματα. Επιστρέφοντας τώρα με μια νέα ποιητική σύνθεση, ο Παλούκας μάς φέρνει Ανθρώπους που γελάνε (Κριτική 2018), επιμένοντας στις εικόνες που δανείζεται από την πάτρια φύση και την οικεία ψυχοσύνθεση, μιλώντας πάντα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τρυφερότητα αλλά και με αντίστοιχη γλώσσα: ανεπιτήδευτη και απολύτως ακριβή (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Έχοντας κατακτήσει τον ουσιαστικό μινιμαλισμό χωρίς να στεγνώσει, την αποστασιοποίηση χωρίς οποιαδήποτε ευκολία και ρηχή επικαιρικότητα, καταθέτει όσα έχει να πει με ψύχραιμο ενθουσιασμό, απαλλαγμένο από ζέοντα πάθη αλλά παλλόμενο από συναίσθημα. Στοχάζεται χωρίς αφορισμούς και προσπαθεί να δει καθαρά μέσω της ποιητικής ματιάς τα πιο βαθιά και στοιχειώδη ανθρώπινα ζητήματα: την ταυτότητα, το «μέσα που μιλάει», την απώλεια και την πίστη που εφευρίσκει το σώμα.

Τολμάει να επιστρέψει στα παλιά και στα άδικα χωρίς να κρύβει τη νοσταλγική του διάθεση: επινοώντας το άπειρο ανάμεσα σε αγαπημένους, ακολουθώντας το αίμα που διατρέχει την αγάπη, διαπιστώνοντας συχνά πόσο δυνατή και επικίνδυνη είναι η ανάγκη για τη συντροφιά. Παραδοχή. Ίσως η λέξη αυτή να μπορεί να χωρέσει τους απόντες ή σκιώδεις γελαστούς ανθρώπους που ο Παλούκας γνώρισε, και μας συστήνει.

Είναι όμως και οι εικόνες: η θάλασσα στον ορίζοντα —αμετανόητα καλοσυνάτη— σαν προσδοκία ιδανική, αλλά και πιο μικρά κι ασήμαντα υλικά (πράγματα) που αποκτούν ζωή και συνεπώς υπόκεινται στη φθορά και στον θάνατο. Είναι τα ρούχα, τα ζωντανά, σκύλοι και άλογα, κουπιά στο πέλαγος, δέντρα και ρίζες νοητές αλλά και μίσχοι σε γκρεμούς. Μέσα από την ποιητική μεταστοιχείωση ο Παλούκας προβάλλει ακόμα και την επαναστατικότητά του στον τελεσίδικο καμβά της απώλειας.

Στο τέλος όμως πάντα κάτι μένει. Με μικρές αλλά απαραίτητες δόσεις ειρωνείας, που προφυλάσσουν όλα τα λόγια και τις εικόνες από τη γλυκερότητα, φαίνεται ότι ο Αργύρης Παλούκας κοσκινίζει και συνδέει προσεκτικά τα υλικά του σε μια καθόλου μηχανική αναζήτηση της ψυχικής ομορφιάς.

Mαρία Ιωαννίδου