Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 42

Άντον Τσέχοφ: Στο εξοχικό

Μεταφράζει η Ελένη Κατσιώλη

 

«Σας αγαπώ, είστε η ζωή μου, η ευτυχία μου, τα πάντα! Με συγχωρείτε για την εξομολόγηση, αλλά δεν έχω τη δύναμη να υποφέρω και να σιωπώ. Δεν ζητώ αμοιβαιότητα αλλά συμπόνια. Ελάτε σήμερα στις οκτώ το βράδυ στο παλιό κιόσκι… Το βρίσκω περιττό να υπογράψω, αλλά μη φοβάστε την ανωνυμία. Είμαι νέα, όμορφη… τι άλλο θα θέλατε;»

Διαβάζοντας αυτό το γράμμα ο παραθεριστής Πάβελ Ιβάνιτς Βίχατσεφ, οικογενειάρχης και σοβαρός άνθρωπος, σήκωσε τους ώμους και έξυσε με απορία το μέτωπο.

«Τι διάολο! –σκέφτηκε. Εγώ είμαι παντρεμένος άνθρωπος, και ξαφνικά αυτό το περίεργο… ηλίθιο γράμμα! Ποιός να το ’γραψε;»

Ο Πάβελ Ιβάνιτς περιεργάστηκε το γράμμα, το διάβασε ακόμα μια φορά και έκανε φτου! νευριασμένος.

-«Σας αγαπάω!» -είπε κοροϊδευτικά. Βρήκε τον πιτσιρίκο! Πιστεύει στ’ αλήθεια, ότι θα τρέξω γι’ αυτήν στο κιόσκι!.. Εγώ, κοριτσάκι μου, από καιρό έχω ξεσυνηθίσει αυτά τα ρομάντζα και τα αρώματα της αγάπης… Χμ! Θα πρέπει να είναι καμιά άμυαλη, καμιά αχαΐρευτη… Μα τι σου είναι αυτές οι γυναίκες! Τι σουρλουλού, συγχώρα με Θεέ μου! Μα να γράφει τέτοιο γράμμα σ’ έναν άγνωστο και, μάλιστα, παντρεμένο! Είναι εντελώς ανήθικο!»

Στη διάρκεια των οκτώ χρόνων της έγγαμης ζωής του, ο Πάβελ Ιβάνιτς είχε ξεσυνηθίσει τα λεπτά συναισθήματα, και μην έχοντας πάρει κανενός είδους γράμμα εκτός από ευχετήριες κάρτες, όσο κι αν προσπαθούσε να κάνει τον παλικαρά, αυτό το γράμμα του έφερε έντονη αμηχανία και τον αναστάτωσε.

Μία ώρα μετά την παραλαβή του ήταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι και σκεφτόταν.

«Φυσικά, δεν είμαι παιδάκι και δεν θα τρέξω σ’ αυτό το ηλίθιο ραντεβού, αν και παρόλ’ αυτά θα ήταν ενδιαφέρον να μάθω ποιος το έγραψε! Χμ… Αναμφίβολα ο γραφικός χαρακτήρας είναι γυναικείος… Το γράμμα είναι γραμμένο με ειλικρίνεια, μέσα από την ψυχή, δεν πρέπει να ’ναι αστείο… Μπα, θα ’ναι καμιά ψυχοπαθής ή καμιά χήρα. Οι χήρες είναι γενικά ελαφρόμυαλες και εκκεντρικές. Χμ… Ποιά θα μπορούσε να είναι;»

Να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα ήταν ακόμα δυσκολότερο, γιατί σε όλη τη συνοικία των εξοχικών ο Πάβελ Ιβάνιτς δεν είχε ούτε μία γνωστή, εκτός από τη γυναίκα του.

«Περίεργο… -απόρησε. «Σας αγαπώ!»… Πότε πρόλαβε να με ερωτευθεί; Παράξενη γυναίκα! Ερωτεύτηκε έτσι, στα καλά καθούμενα, ακόμα δεν έχουμε συστηθεί ούτε γνωριστεί, χωρίς να ξέρει τι σόι άνθρωπος είμαι!… Θα πρέπει να είναι ακόμα πολύ νέα και ρομαντική, αφού μπορεί να ερωτευθεί με μερικές ματιές… Μα… ποια να είναι;»

Ξαφνικά ο Πάβελ Ιβάνιτς θυμήθηκε ότι τις προάλλες, την ώρα που έκανε περίπατο ένα γύρω στη συνοικία, συναντήθηκε μερικές φορές με μια ξανθούλα νεαρούλα με ανοιχτογάλανο φόρεμα και με γαλλική μυτούλα. Η ξανθούλα όλο και του έριχνε ματιές και, όταν εκείνος κάθισε στο παγκάκι, κάθισε κι εκείνη κοντά του…

«Αυτή; -σκέφτηκε ο Βίχατσεφ. –Αποκλείεται! Είναι δυνατόν ένα τέτοιο τρυφερό, αέρινο πλάσμα να ερωτευθεί έναν γέρο, ένα μπαγιάτικο μύδι όπως εγώ; Όχι, δεν είναι δυνατόν!»

Στη διάρκεια του γεύματος ο Πάβελ Ιβάνιτς κοίταζε χαζά τη γυναίκα του και συλλογιζόταν:

«Γράφει ότι είναι νέα και όμορφη… Που σημαίνει ότι δεν είναι γριά… Χμ… Μιλώντας ειλικρινά κι εγώ δεν είμαι τόσο γέρος και άσχημος που να είναι αδύνατον να με ερωτευθούν… Και μ’ αγαπάει η γυναίκα μου! Περίεργο πράγμα ο έρωτας, ακόμα και σκυλομούρα μπορεί να ερωτευθείς…»

-Πού ονειροπολείς; -ρώτησε η γυναίκα του.

Ε! να… κάπως μου πονάει το κεφάλι… -είπε ψέματα ο Πάβελ Ιβάνιτς.

Σκέφτηκε ότι είναι βλακεία να δίνει προσοχή σ’ αυτό το τιποτένιο πράγμα, ειρωνεύτηκε και το γράμμα και την αποστολέα του, αλλά αλίμονο! –ο σατανάς είναι πιο δυνατός. Μετά το γεύμα ο Πάβελ Ιβάνιτς είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι του και αντί να κοιμηθεί, σκεπτόταν:

«Αυτή, μάλλον, ελπίζει ότι θα πάω! Μα… την ανόητη! Μα, μα, φαντάζομαι, πως θα νευριάσει και θα τσινάει με φούρια αν δεν με βρει στο κιόσκι!.. Κι εγώ δεν θα πάω… Ασ’ την!»

Μα, επαναλαμβάνω, ο διάολος είναι δυνατός.

Εξάλλου, έτσι θα πάω, από περιέργεια… -σκέφτηκε μετά από μισή ώρα ο παραθεριστής. –Θα πάω και θα ρίξω μια ματιά από μακριά, να δω τι φρούτο είναι… Έχει ενδιαφέρον να ρίξω μια ματιά. Θα έχει γέλιο, και όχι μόνο! Να πάω! Και γιατί να μην γελάσω, και όχι μόνο, αφού παρουσιάστηκε η κατάλληλη ευκαιρία!»

Ο Πάβελ Ιβάνιτς σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται.

Για πού στολίζεσαι; -τον ρώτησε η γυναίκα του, παρατηρώντας ότι φοράει καθαρό πουκάμισο και μοντέρνα γραβάτα.
-Έτσι… θέλω να περπατήσω… Έχω πονοκέφαλο… Χμ…

Ο Πάβελ Ιβάνιτς στολίστηκε σαν γαμπρός, περίμενε μέχρι τις επτά και βγήκε από το σπίτι. Όταν μπροστά στα μάτια του, στον πλημμυρισμένο από φως κίτρινο φόντο του ήλιου που έδυε, φιγουράρισαν οι σιλουέτες των αραιών παραθεριστών και παραθεριστριών, άρχισε να χτυπάει η καρδιά του.

«Ποιά να ’ναι απ’ αυτές; -σκέφτηκε, λοξοκοιτάζοντας συνεσταλμένα τα πρόσωπα των παραθεριστριών. –Αλλά καμιά ξανθούλα… Χμ… Αφού έγραψε ότι θα είναι, θα κάθεται ήδη στο κιόσκι…»

Ο Βίχατσεφ μπήκε στην αλέα, στο τέλος της οποίας φαινόταν ελάχιστα, εξαιτίας του νεαρού φυλλώματος των μεγάλων φλαμουριών, το «παλιό κιόσκι»… Σύρθηκε αργά προς αυτό…

«Θα ρίξω μια ματιά από μακριά… -σκέφτηκε. Μετακινήθηκε αναποφάσιστα μπροστά. –Μα, γιατί τρέμω; Δεν πάω, εδώ που τα λέμε, για ραντεβού! Μα τι… ηλίθιος! Προχώρα τολμηρά! Και τι θα γινόταν, λοιπόν, αν έμπαινα στο κιόσκι; Μα, μα… δεν πρέπει!»

Ακόμα δυνατότερα χτύπησε η καρδιά του Πάβελ Ιβάνιτς… Άθελά του -αυτό ο ίδιος δεν το επιθυμούσε- και εντελώς ξαφνικά φαντάστηκε τον εαυτό του στο ημίφως μέσα στο κιόσκι… Από τη φαντασία του περνούσε η λυγερόκορμη ξανθούλα με το ανοιχτογάλαζο φόρεμα και τη γαλλική μυτούλα… Φαντάστηκε πως αυτή, ενώ ντρεπόταν για τον έρωτά της και είχε τρεμούλα σε όλο της το σώμα, προχωράει διστακτικά κοντά του, αναπνέει φλογερά και… ξαφνικά τον σφίγγει στην αγκαλιά της.
«Αν δεν ήμουν παντρεμένος… τότε θα μπορούσα…» σκεφτόταν, προσπαθώντας να βγάλει απ’ το κεφάλι τις αμαρτωλές ιδέες. «Εξάλλου… για μια φορά στη ζωή μου δεν θα ήταν άσχημα να δοκιμάσω, αφού έτσι μπορεί να πεθάνεις και να μη μάθεις ποτέ τι ήταν αυτό το πράγμα… Και η γυναίκα μου… άντε, τι θα πάθει αυτή; Δόξα τω θεώ, οχτώ χρόνια ούτε ένα βήμα δεν απομακρύνθηκα από κοντά της… Οχτώ χρόνια άσπιλης υπηρεσίας! Φτάνει… είναι κρίμα… Θα το κάνω λοιπόν και σε πείσμα όλων θα διαπράξω μοιχεία!»

Με τρεμούλα σε όλο το σώμα και συγκρατώντας το λαχάνιασμα, ο Πάβελ Ιβάνιτς άρχισε να προχωρά προς το κιόσκι, το περιτριγυρισμένο από κισσό και άγριες κληματαριές, και κοίταξε μέσα… Μύριζε υγρασία και μούχλα…

«Φαίνεται ότι δεν είναι κανείς…» -σκέφτηκε, μπαίνοντας στο κιόσκι, και κει πια στη γωνία είδε μια ανθρώπινη φιγούρα…
Η φιγούρα ήταν ανδρική… Προσπαθώντας να δει στο μισοσκόταδο, ο Πάβελ Ιβάνιτς αναγνώρισε τον αδελφό της γυναίκας του, τον φοιτητή Μίτια, που κατοικούσε μαζί τους στο εξοχικό.

-Α! εσύ είσαι;... –μούγκρισε με δυσαρεστημένη φωνή, ενώ έβγαζε το καπέλο του και καθόταν.

-Ναι, εγώ… -απάντησε ο Μίτια.

Πέρασαν δύο λεπτά σε σιωπή…

-Με συγχωρείτε Πάβελ Ιβάνιτς, -άρχισε να λέει ο Μίτια- θα σας παρακαλούσα να με αφήσετε μόνο… Συλλογίζομαι τη διδακτορική εργασία, και.. και η παρουσία κάποιου τώρα με ενοχλεί…

-Να πας κάπου στη σκοτεινή αλέα… -παρατήρησε μειλίχια ο Πάβελ Ιβάνιτς. Στο φρέσκο αέρα είναι ευκολότερο να σκέφτεσαι, και ακριβώς εδώ στον πάγκο θα ήθελα να τον πάρω για λίγο… Εδώ δεν έχει τόση ζέστη…

- Εσείς θέλετε να κοιμηθείτε, αλλά εγώ πρέπει να συλλογιστώ την εργασία μου… -γρύλισε ο Μίτια- η εργασία μου είναι σοβαρότερη…

Πάλι έπεσε σιωπή… Ο Πάβελ Ιβάνιτς, που είχε αφήσει τη φαντασία του να λειτουργεί και κάθε λίγο και λιγάκι άκουγε βήματα, ξαφνικά αναπήδησε και άρχισε να λέει με κλαψιάρικη φωνή:

-Μα σε παρακαλώ, Μίτια! Είσαι μικρότερος από μένα και πρέπει να με σέβεσαι… Είμαι άρρωστος και… και θέλω να κοιμηθώ… Φύγε!

Αυτό είναι εγωισμός… Γιατί απαραιτήτως πρέπει να είσαστε εσείς εδώ και όχι εγώ; Για λόγους αρχής δεν φεύγω…

-Άντε, σε παρακαλώ! Έστω, είμαι εγωιστής, τύραννος, ανόητος…, αλλά, σε παρακαλώ, φύγε! Για μια φορά στη ζωή μου σε παρακαλώ! Σεβάσου με!

Ο Μίτια κούνησε το κεφάλι…

«Τι ζώο… -σκέφτηκε ο Πάβελ Ιβάνιτς. –Μ’ αυτόν εδώ δεν γίνεται ραντεβού! Δεν πρέπει να είναι εδώ!»

-Άκουσε, Μίτια, -είπε, -σε παρακαλώ για τελευταία φορά… Δείξε ότι είσαι έξυπνος άνθρωπος, ουμανιστής και μορφωμένος!
-Δεν καταλαβαίνω, γιατί μου φορτώνεστε; –ανασήκωσε τους ώμους ο Μίτια και συνέχισε: -δεν φεύγω, μα δεν φεύγω. Για λόγους αρχής θα μείνω εδώ…

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στο κιόσκι ένα γυναικείο πρόσωπο με γαλλική μυτούλα.

Βλέποντας τον Μίτια και τον Πάβελ Ιβάνιτς σκυθρώπιασε και εξαφανίστηκε…

«Έφυγε! –σκέφτηκε ο Πάβελ Ιβάνιτς, ρίχνοντας ένα εχθρικό βλέμμα στον Μίτια. –Είδε αυτόν τον άτιμο και έφυγε! Η υπόθεση πήγε χαμένη!»

Αφού περίμενε λίγο ακόμα ο Βίχατσεφ σηκώθηκε, φόρεσε το καπέλο και είπε:

-Είσαι ζώον, παλιάνθρωπος και αχρείος! Ναι! Ζώον! Πρόστυχο και… και ηλίθιο! Μεταξύ μας όλα τελείωσαν!

-Χαίρομαι πολύ! –μούγκρισε ο Μίτια, ενώ σηκωνόταν και φορούσε το καπέλο. –Να ξέρετε όμως, ότι με αυτή τη συμπεριφορά μού κάνατε τόσο κακό, που μέχρι το θάνατο δεν θα σας συγχωρήσω!

Ο Πάβελ Ιβάνιτς βγήκε από το κιόσκι κι έξω φρενών από θυμό, άρχισε να πηγαίνει γρήγορα προς το εξοχικό του… Δεν ησύχασε ούτε με τη θέα του έτοιμου τραπεζιού για το γεύμα.

«Μια φορά στη ζωή μού παρουσιάστηκε η ευκαιρία και με εμπόδισαν! Τώρα θα είναι προσβεβλημένη… χάλια!»

Στη διάρκεια του φαγητού ο Πάβελ Ιβάνιτς και ο Μίτια κοίταζαν τα πιάτα τους και σιωπούσαν σκυθρωποί… Και οι δύο μισούσαν ολόψυχα ο ένας τον άλλο.

-Για ποιό λόγο αυτό το χαμόγελο; -πέταξε ο Πάβελ Ιβάνιτς στη γυναίκα του. –Μόνο μερικοί ηλίθιοι γελούν χωρίς λόγο!
Η γυναίκα κοίταξε το θυμωμένο πρόσωπο του άντρα της και έσκασε στα γέλια…

-Τι στο καλό γράμμα πήρες σήμερα το πρωί; -τον ρώτησε.

-Εγώ; Εγώ κανένα… -τα έχασε ο Πάβελ Ιβάνιτς. – Μα τι λες! Έχεις φαντασία…

-Μα ναι, πες το! Ομολόγησε, πήρες! Αφού αυτό το γράμμα εγώ στο έστειλα! Λόγω τιμής, εγώ! Χα-χα!

Ο Πάβελ Ιβάνιτς έγινε κατακόκκινος κι έσκυψε στο πιάτο.

-Ηλίθια αστεία, -μούγκρισε.

-Μα τι να κάνω! Κρίνε το από μόνος σου… Χρειαζόταν να σφουγγαρίσουμε, ε! και πώς να σε διώξουμε από το σπίτι; Μόνο με τέτοιο τρόπο βγαίνεις… Μη θυμώνεις, χαζέ … Για να μη σου φαίνεται βαρετά στο κιόσκι, έστειλα ένα τέτοιο γράμμα και στο Μίτια! Μίτια, ήσουν στο κιόσκι;

Ο Μίτια γέλασε σαρκαστικά και σταμάτησε να κοιτάζει με μίσος τον αντίζηλο.