Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 42

Σχόλιο στην «Καταπάτηση» του Νίκου Μπακόλα

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

 

Ο Νίκος Μπακόλας συνιστά αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο σημαντικές, λογοτεχνικές φωνές του αιώνα που πέρασε. Τούτο, όχι μόνο διότι η συνεισφορά του στην πνευματική διαμόρφωση του τόπου κρίνεται ουσιώδης, αλλά γιατί ο ίδιος, με τη γραφή του κατόρθωσε να εισάγει άλλες παραμέτρους στην πρόσληψη του λογοτεχνικού κειμένου, διατηρώντας πάντοτε μια θέση ετοιμότητας στο κίνημα του μοντερνισμού, όπως το τελευταίο εκδηλώθηκε στον ελλαδικό χώρο. Η συνεισφορά του στη διαμόρφωση της πεζογραφικής σχολής της Θεσσαλονίκης κρίνεται σημαντικότατη. Ο ίδιος, μαζί με τον Χριστιανόπουλο, τον Πεντζίκη, τον Βαφόπουλο και άλλους εκφραστές του έμμετρου ή του πεζογραφικού λόγου αποτέλεσαν τους πυλώνες της πνευματικής Θεσσαλονίκης, οι οποίοι τόσο αποφασιστικά προσέγγισαν μια οραματική, ρεαλιστική γραφή, με τα στοιχεία αυτά συσσωματωμένα κατάλληλα, διεσπαρμένα. Ακριβώς ετούτη η διασπορά τους μες στο έργο, η εξισορρόπηση δηλαδή της ιστορικής αύρας με την ατμοσφαιρικότητα ενός διαφορετικού, κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος χαρακτηρίζει την εργογραφία των Θεσσαλονικέων δημιουργών.Μνημονεύουμε τον Γιώργο Ιωάννου, τον έτερο της δημιουργικής αυτής σχολής, ο οποίος επισήμανε τη δυνατότητα της λογοτεχνικής, αυτής σχολής να συλλάβει και να μεταδώσει έναν ιστορικό και συνάμα επίκαιρο ρυθμό. Ο Ιωάννου σημειώνει: «Πρέπει να ζούμε και να ξαναζούμε την ιστορία μας (…). Η πόλη αυτή -η Θεσσαλονίκη- που είναι και κάτι άλλο από την Αθήνα, και εκφράζει μια άλλη περιοχή και έχει άλλη ζωή, άλλη ιστορία, άλλο πνεύμα που απορρέει από διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες - πρέπει να γίνει περισσότερο σεβαστή από τους πνευματικούς ανθρώπους της, οι οποίοι μαζί με την υψηλή τέχνη τους, καλό είναι να διασώζουν πότε-πότε και μερικά δείγματα του παλμού της (…) Σιγά σιγά επιβάλλεται να αγγίξουμε τις πληγές μας. Να τα πούμε όλα και να τα πούμε τώρα και να μην αφήσουμε τίποτε…»

Θα μπορούσαμε λοιπόν, να συμπεράνουμε πως οι κορυφαίοι δημιουργοί της Θεσσαλονίκης κατόρθωσαν να οριοθετήσουν με εξαιρετική επιτυχία, θα τονίζαμε τα ειδικά, εκείνα χαρακτηριστικά, τα οποία προκύπτουν στο τοπίο της γενέθλιας γης. Μιλούμε για ένα ρεαλισμό απόλυτα ταυτόσημο με την αστική μεταβολή, η οποία σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά τις πρώτες δεκαετίας του 29ου αιώνα, εμποτισμένο τόσο με την ιστορική μνήμη όσο και με έναν διακριτικό υπερβατισμό, Μία ροπή σαφής μεθοδευμένη από τις ευρωπαϊκές, καλλιτεχνικές κατευθύνσεις, αλλά και από μία χαρακτηριστική διάθεση ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων, μέσω ενός συμβολοποιημένου, λογοτεχνικού κώδικα. Ο Πεντζίκης, ο Ιωάννου αλλά και ο Νϊκος Μπακόλας, καθένας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πάντοτε όμως με μία σύμπνοια ιδεολογική, επικεντρωμένη στα «ανθρώπινα» εφάρμοσαν μια ανάλογη εξειδίκευση, εμπλουτίζοντας το λόγο τους με ειδικά χαρακτηριστικά. Καθώς αναπαραστατικά σημειώνει ο Γιώργος Αριστηνός στη μελέτη του για το έργο του Γ. Χειμωνά, η σχολή της Θεσσαλονίκης αρθρώνει έναν λογοτεχνικό λόγο, ικανό να επιτρέψει τελικά το πέρασμα από τις θρηνωδίες και τους άσκοπους, αναχρονιστικούς ρομαντισμούς του ιδεολογικού ερείσματος, στο δοξολόγημα της πεζογραφίας. Το πολιτικό σώμα δηλαδή εγκαταλείπεται, καθώς εύστοχα επισημαίνει η Τζίνα Πολίτη, η ιστορία μαρτυρείται με όλη την τρυφερότητα και την αγριοσύνη που αρμόζει στη μνήμη και τις γενιές, δίχως καμιά εκζήτηση και αναζητείται τελικά ο τρόπος για να κατατεθεί με όλη τη γλαφυρότητά του το ανθρώπινο δράμα, ο στυγνός νατουραλισμός με τον οποίο φέρεται ο ίδιος ο βίος. Η λογοτεχνική σχολή της Θεσσαλονίκης εκτίμησε σε πολλαπλά επίπεδα τη λογοτεχνία, θέσπισε μια ουσιώδη, κριτική σκέψη, σχεδόν ισάξια υπαινικτική με την ποιητική εκφορά και διαφοροποιήθηκε στο μέγιστο βαθμό από το συρμό. Διαμόρφωσε δηλαδή ένα ορισμένο ύφος, έξω και πέρα τα πρότυπα, φανερώνοντας μια κατ΄ουσίαν, αισθητική απόκλιση.

Στη σύντομη αυτή δοκιμή μας, θα αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω διατυπώσεις το λογοτεχνικό έργο του Νϊκου Μπακόλα, την «Καταπάτηση.» Ζητούμενο δεν συνιστά η αναγνώριση όλων εκείνων των νεωτερικών στοιχείων, τα οποία σηματοδοτούν μια μοντέρνα θεώρηση της πεζογραφίας. Στο έργο του Μπακόλα, καθώς θα διαπιστώσουμε με μια συμπερασματική αυθαιρεσία,- ας μας συγχωρεθεί ετούτη, λαμβάνοντας υπόψη την ακατανίκητη έλξη του έργου του-, θα αναγνωρίσουμε την επίδραση και τη δυναμική του μύθου, τη χρήση του συμβόλου, τον εγκιβωτισμό της αφήγησης μες στο λογοτεχνικό κύκλωμα, τη συναισθηματική φόρτιση, παράγοντες ουσιαστικότατους αν θέλουμε να μιλούμε με ακρίβεια για το έργο του Μπακόλα. Πρόκειται για τις προσωπικές αναφορές, εκείνες προικίζουν με άφταστο τρόπο τη δυναμική του έργου, συνοψίζοντας στου κόλπους του τόσο την ατομική ιστορία, ιδωμένη πάντοτε στο ίδιο γεωγραφικό χώρο, όσο και την ατμοσφαιρικότητα μιας Θεσσαλονίκης που επώασε στους κόλπους της οράματα, διέψευσε προσδοκίες, επέτρεψε τη συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών, εθνοτήτων, διατηρώντας πάντοτε μια άλλη, αμεσότερη σχέση με τη ρεαλιστική καταγραφή του μύθου και της πραγματικότητας.

Ο Μπακόλας ακολουθώντας την επιδίωξη της διαμόρφωσης μιας προσωπικής αισθητικής, -ανάλογα έπραξε τόσο ο Πεντζίκης όσο και ο θλιβερά αισθησιακός Χριστιανόπουλος-, επιστρατεύει το υλικό εκείνο με το οποίο τρέφεται όχι μόνο η ατομικότητα μα και η συλλογική μνήμη. Ο δημιουργός αντιδρά στους μεθοδευμένους, φυσικούς κανόνες της τέχνης του και ρηγματώνει με έναν υπερβατικό τρόπο τη γραμμική ακολουθία της, όπως διαμορφώθηκε μες στη διάρκεια ενός χρόνου ελληνικού. Τονίζουμε την παράμετρο αυτή, τη συγκεκριμένη αυτή ιδιότητα του χρόνου, προκειμένου να λάβουμε υπόψη έναν υψηλό βαθμό εντοπιότητας, όπως τονίστηκε ήδη στα προλεγόμενα. Η «Καταπάτηση» αρθρώνεται με διαπλεκόμενες μεταξύ τους ιστορίες, των οποίων καίριο χαρακτηριστικό αναγνωρίζεται η προσωπική μνήμη, το καταξοχήν, εμψυχωτικό στοιχείο της γραφής. Στην ιστορική μνήμη, αλλά και σε εκείνη που συγκροτείται μες στα πλαίσια της ατομικής μυθιστορίας, ο χρόνος λαμβάνει μια ψυχολογική διάρκεια. Πάει να πει χειραφετούνται στο μέγιστο βαθμό οι τεχνικές του χρόνου, οι εξειδικεύσεις της λήθης και της μνήμης. Αναφερόμενοι στον ατομικό μύθο, εννοούμε εκείνον, ο οποίος ολοκληρώνεται με το θάνατο του προσώπου, έναν θάνατο πρωτίστως πνευματικό. Η ερμηνεία του προσώπου, μες στο σχηματοποιημένο χρόνο επιτυγχάνεται μέσω υπαινικτικών διατυπώσεων, εώς εκείνο να φτάσει στην οριστική μεταμόρφωσή του. Στην κατάσταση εκείνη του ανείπωτου, όπως η τελευταία αποσαφηνίζει το ποιητικό έργο του Γιώργου Σαραντάρη στην ενδελεχή μελέτη της Ηρούς Τσαρνά. Η έκθεση του υποκειμένου πραγματοποιείται με τον ειδικό ρυθμό ενός εσωτερικού μονολόγου, κύριο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου. Ο Στέλιος Ξεφλούδας, ο Ν. Γ. Πεντζίκης εισήγαγαν τη νέα, αυτή φόρμα διανοίγοντας ορίζοντες αποκαλυπτικούς ως προς τα ανθρώπινα, ψυχικά δρώμενα. Ο Μπακόλας συνιστά ακόμη έναν ουσιαστικό μύστη ετούτης της τεχνικής προσέγγισης, συνδυάζοντας ακόμα και στην αφήγησή του την ιδιότυπη, αναπαραστατική αυτή μνήμη. Ο μονόλογος του Μπακόλα λαμβάνει έναν χαρακτήρα ποιητικής τάξεως, έναν μη ακουστό, έναν αμίλητο, εκείνον διά του οποίου ο συγγραφέας σχηματοποιεί τις περσόνες, τις λαϊκές μορφές, ενσωματώνοντας στο λόγο του, όχι μόνο τραυματικές εμπειρίες πολιτικής υφής, μα και μύχιους, εσωτερικούς συλλογισμούς, σχεδόν γειτνιάζοντες των ψυχικών καταβολών, αν όχι αυτούς τους ίδιους.

Το ζήτημα της τροφοδότριας μνήμης συνιστά ένα πρωταρχικό χαρακτηριστικό στην έκφραση του Νίκου Μπακόλα. Ο Γιώργος Σαραντάρης σημειώνει σχετικά πως «η γλώσσα της πρώτης ποίησης είναι η γλώσσα της μνήμης, πλατωνική και θεωρητική. Οι άλλες γλώσσες, οι πιο μουσικές, μας διαφθείρουν ως γλώσσες ηδονής.» Τούτη τη διόλου εργαστηριακή, γλωσσική επάρκεια χρησιμοποιεί ο Μπακόλας, ο λόγος του δεν είναι ηδονοθηρικός ή μουσικός, αλλά ψυχολογικός, αισθηματοποιημένος, διατηρώντας το συγκριτικό προνόμιο της πρόκλησης των πιο φυσικών επιδράσεων. Μιλούμε φυσικά για τα απόλυτα, συγκινησιακά πρότυπα, εκείνα τα οποία φιλοδοξεί να επιτύχει ο δημιουργός. Η γλώσσα του Νίκου Μπακόλα συνιστά την πρώτη ενσυνείδητη γλώσσα, με την έννοια ότι ανταποκρίνεται πλήρως στις εκφραστικές φιλοδοξίες του δημιουργού, τις πιο αγνές. Η οριακή χρήση της δυναμικής της γλώσσας αναγνωρίζεται σε όλους τους εκφραστές της λογοτεχνίας, η οποία διαμορφώνεται στη Θεσσαλονίκη από το μεσοπόλεμο και ύστερα. Η γλώσσα δεν εξαντλείται σε περιγραφές, δεν αποτελεί ένα μέσο επικοινωνίας, επιδιώκει τη σιωπή, μία ας πούμε αυτοκατάλυσή της, στα πλαίσια της γενικότερης αυτοαναφορικότητας, με την οποία προικίζεται η σύγχρονη, εντόπια δημιουργία. Η εκδίκηση του μύθου απέναντι στη γλώσσα, ετούτη είναι η βασική επιδίωξη της γραφής του Μπακόλα. Ο θάνατος του γλωσσικού οργάνου, η ανελαστική πλέον χρησιμοποίησή του καθίσταται αρκετή, μία πορεία προς το θάνατό της, μοναδική κατεύθυνση προκειμένου η ίδια να υπερβεί τα σύνορα των δυνατοτήτων της. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Μπακόλας, καθώς και άλλοι έπειτα από εκείνον, όπως ο Γιώργος Χειμωνάς, επιβεβαιώνουν στην ελληνική λογοτεχνία εκείνο το οποίο προκλήθηκε με τον τζοϋσικό «Οδυσσέα», δηλαδή την τελική παγίωση του ρήγματος ανάμεσα στην παράδοση και το σύγχρονο, λογοτεχνικό λόγο.

Δεν θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στη λογοτεχνική δημιουργία του Νίκου Μπακόλα, αν δεν σταθούμε κριτικά εμπρός στο σύμβολο και την υπόστασή του μες στη πεζογραφική σύνθεση. Ας μας επιτραπεί,σ την περίπτωση του εν λόγω δημιουργού η παράδοξη, περιφραστική επισήμανση, καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με μια πεζογραφία συμβατή, μα με ένα αιρετικό σχήμα που ξεπερνά και υπερβαίνει τις αρχές της καταγωγικής φόρμας του. Σχετικά με το σύμβολο ανακαλούμε τις επισημάνσεις του Μάκριτζ, σύμφωνα με τον οποίο το σύμβολο είναι μία εικόνα ή ένα μοτίβο, που ορίζεται ως πραγματικό στα συμφραζόμενα και πέρα από το καθ΄αυτό ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα όμως εκτείνεται και πέρα ή έξω από την ίδια τη φύση του, δηλαδή υπερισχύει της θέσης του μες στο λόγο, της επιδιωκόμενης αναγωγής. Στην περίπτωση του Μπακόλα το σύμβολο αναπτύσσει μια ανάλογη λειτουργία, με μόνη διαφορά το γεγονός πως ολόκληρος ο λόγος μετατρέπεται σε σήμανση, με φυσικές περιπλοκές, πανινωδίες και ανταποκρίσεις, που ξεπερνά τη θέση του την ίδια. Ο λόγος-σύμβολο στοιχειώνει κραυγές για πρωτόγονες συγκινήσεις. Ετούτη είναι μια αξεπέραστη δυναμική στο έργο του Μπακόλα, μια καταληκτική δημιουργία, μες στην οποία συμπυκνώνεται ολόκληρη η δημιουργική και μυθολογική ένταση μιας εξελισσόμενης διαρκώς πλοκής, αναπαραγόμενης μες στα όρια της μνήμης.

Η αναπαραγωγή της «Καταπάτησης» σηματοδοτεί μια ενότητα στο έργο του Νίκου Μπακόλα. Μιλούμε για θέματα προειπωμένα, αναφορές ήδη αναλυμένες, στην προηγούμενη εργογραφία. Ετούτη η ενότητα συνιστά ένα βασικό χαρακτηριστικό στο έργο του Νίκου Μπακόλα, μία μη διαρρηγμένη συλλογικότητα σε όλο το χρονικό, δημιουργικό φάσμα. Υφίστανται ζητήματα τα οποία παραμένουν σε μια διαρκή δυναμική, η έντασή τους κρίνεται ιδεολογικής φύσεως, κατέχουν μια αξιωματική θέση στη βιολογική, σχεδόν εργογραφία του Μπακόλα. Ανάμεσα σε αυτά τα θέματα σημαντική θέση κατέχει εκείνο του θανάτου. Με τη γνώριμη τεχνική του υποννοούμενου επιχειρήματος, ο συγγραφέας αναπαριστά το θάνατο από την πλευρά των ζωντανών ανθρώπων, η εικονογραφία του παραμένει γλαφυρή, η ένταση του γεγονότος καταλυτική και ψύχραιμη, ανθρώπινη διαρκώς. Στο θάνατο ο Νίκος Μπακόλας αναγνωρίζει ένα είδος αισθητικής, μία αξία ηθικης φύσεως, ίσως εκείνο το οποίο ο Γιώργος Χειμωνάς εντοπίζει στο επιθανάτιο γεγονός. Μια ψύχραιμη δηλαδή κατάλυση της σαρκικής ωραιότητας, μια παράθεση της τερατωδίας του. Ο ρεαλισμός του Μπακόλα τροφοδοτείται από τις πιο ταπεινές πτυχώσεις στην αισθητική του θανάτου. «Η αποφορά του σώματος» συνιστά μία ένδειξη της ρεαλιστικής, της ωμότατης αισθητικής προσέγγισης του Μπακόλα σε ένα θέμα, το οποίο πια στερείται του φυσικού συναισθηματισμού και εκτείνεται στην πλέον ανθρώπινη διάστασή του. Ο δημιουργός ομολογεί ή υποδεικνύει απερίφραστα πια την εικαστική απεικόνιση του θανάτου μέσα από τη λογοτεχνική καταγραφή, την ιστορία ή την προσωπική μυθιστορία, όπως η τελευταία θρέφει και θρέφεται από την ίδια την εμπειρία.
Μιλώντας παραπάνω για τη φυσική γλώσσα και την αντίστοιχη αυτή ροπή της, οφείλουμε να σημειώσουμε πως μοναδική τεχνική επιδίωξή της συνιστά η χρήση του γλωσσικού οργάνου ως ένα μέσο εμπλοκής των ιστοριών, οι οποίες συνθέτουν την «Καταπάτηση.» Ετούτη συνιστά τη μόνη τεχνική σκοπιμότητα στο έργο του Νίκου Μπακόλα. Σε κάθε σημείο της εκφοράς του, ο λόγος κινείται στην επίτευξη των συναισθηματικών σκοπιμοτήτων, την έκφραση των όρων εκείνων, οι οποίοι κινούνται σε εσωτερικότερα επίπεδα, αποκαλύπτοντας το βάθος της στόχευσης στη συνειρμική, κατά το δυνατόν, γραφή του Νίκου Μπακόλα. Μία από αυτές αποτελεί και η αποκάλυψη του μέλλοντος, η απεικόνιση μιας τοπογραφίας ολότελα ξένης προς το βιωμένο παρελθόν του ίδιου του συγγραφέα και των προσώπων της μνήμης του. Μες στην αίσθηση του παρελθόντος ο λόγος εξακολουθεί να διαθέτει μία στόχευση προς το μέλλον. Κάπως έτσι θα πρέπει να ερμηνεύσουμε τις διακριτικά προφητικές αναφορές του Μπακόλα, υποψίες για τη μελλοντική εγκαθίδρυση ενός αστικού τρόπου ζωής, όπως προκύπτει μέσα από την εξελικτική πορεία της μεταβιομηχανικής Θεσσαλονίκης. Η τρυφερότητα της νεότητας, η ωραιότητα του ανέγγιχτου σώματος, του φυσικού τοπίου, η ίδια η ομορφιά του προσώπου και του οικείου σώματος συνιστούν αγαπημένες σημάνσεις, στοιχεία συγκριτικά μιας νέας εποχής, μιας διαφορετικής, τεχνικά επεξεργάσιμης αισθητικής, όπως παρουσιάζεται στην επίκαιρη μορφή της. «Η αργή αρρώστια» επιβεβαιώνει την οπτική του Μπακόλα γύρω από τον αστικοποιημένο τρόπο ζωής, έναν τρόπο ζωής διαρκώς επεκτεινόμενο στις μελλοντικά υδροκέφαλες πόλεις των απρόσωπων σχέσεων, των νέων, βαθύτατα αντιαισθητικών, αστικών κέντρων, όσων θα στερούνται οσμές και οράματα.

Η λογοτεχνία του Νίκου Μπακόλα δεν συνιστά μια απλή ηθογραφία, έναν βουκολικό νατουραλισμό,έναν ψυχολογισμό ρηχό, μια ανώδυνη σχηματοποίηση. Ο λόγος του δημιουργού είναι σκληρός, ανθρώπινος, φυσικά τραχύς, σε μια διαρκή ένταση. Η λογοτεχνία του Νίκου Μπακόλα δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τη διακριτική αισιοδοξία του Νίκου Καρούζου όταν ανάγει τα ποιήματα σε ιώδια, γάζες και επιδέσμους, παρηγοριές και διαλείμματα. Στην «Καταπάτηση» υφίστανται οι υπόννοιες, η δυναμική ενός κινδύνου που αφορά το μέλλον και έχει μια παρελθοντική καταγωγή. Η πεζογραφία του Νίκου Μπακόλα εγκαταλείπει τη φυσιολογία της γλώσσας και επικεντρώνεται στην ανθρώπινη παθολογία. Η λογοτεχνία του Νίκου Μπακόλα εισάγεται στην ελληνική εργογραφία δίχως να μαρτυρά ανυπόψιαστα σύμπαντα. Ο λόγος του Μπακόλα «εμπήκε μες στο σπίτι, σαν θανατικό, αναπάντεχα τέλειο.» Σπαραχτικά ειλικρινές, για να συμπληρώσουμε τον Θεοτόκη.