Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 42

Ντίνο Μπουτζάτι: Ο Μπαμπαού

Μεταφράζει ο Πέτρος Φούρναρης

 

Ο Ντίνο Μπουτζάτι (1906-1972), θεωρείται από τους μεγάλους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την φανταστική λογοτεχνία. Το πιο γνωστό του έργο είναι το μυθιστόρημα του Η έρημος των Ταρτάρων, αλλά είναι γνωστός και για τις συλλογές διηγημάτων του εκ των οποίων η πιο σημαντική έχει τίτλο "Οι επτά αγγελιοφόροι".

Οι ήρωες του Μπουτζάτι πάσχουν από υπαρξιακή αγωνία -με την αυστηρή έννοια του όρου που αναπτύχθηκε από τους υπαρξιστές φιλοσόφους του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα -, προσπαθούν, δηλαδή, να δώσουν νόημα στην ύπαρξη τους, να θεραπεύσουν την Σαρτρική Ναυτία τους, αλλά τελικά ζουν εγκαταλελειμμένοι σε έναν ακατανόητο κόσμο όπου επικρατεί ο παραλογισμός και η παρεξήγηση· τελικά πεθαίνουν εντελώς μόνοι, χωρίς να περιμένουν βοήθεια, αγάπη ή κατανόηση, εξαπατημένοι από τους άλλους, αλλά περισσότερο εξαπατημένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό.

Το διήγημα που παρατίθεται εδώ είναι από την τελευταία συλλογή διηγημάτων του, που εκδόθηκε λίγο πριν το θάνατο του, με τίτλο Οι δύσκολες νύχτες. Το βιβλίο είναι αντιπροσωπευτικό όσον αφορά τη θεματική του, αφού εκεί μπορεί κανείς να βρει όλα σχεδόν τα θέματα που πραγματεύτηκε ο Μπουτζάτι σε όλα τα προηγούμενα έργα του: η αναμονή, το ιλιγγιώδες πέρασμα του χρόνου, η αβεβαιότητα του έρωτα, τα ζώα, οι ηλικιωμένοι, η ψευδαίσθηση της αλαζονικής ομορφιάς, η ματαιότητα της δόξας, η ανεπανόρθωτη μοναξιά, οι νυχτερινοί εφιάλτες και άλλα. Η καινοτομία του βιβλίου ίσως είναι ότι σε όλα αυτά τα θέματα διαφαίνεται μια διαβαθμισμένη ειρωνεία-όχι ασυνήθιστο για τον συγγραφέα- από το χιούμορ μέχρι την γελοιοποίηση, από το ευτράπελο μέχρι τον σκληρό κι αποκαλυπτικό σαρκασμό.

Το διήγημα Ο Μπαμπαού που είναι και το πρώτο κατά σειρά που εμφανίζεται στο βιβλίο είναι ένας ύμνος εναντίον του ρατσισμού και παράλληλα ένας ύμνος προς την φαντασία.

**

Ο μηχανικός Ρομπέρτο Πάουντι, υποδιευθυντής στην Κόμπραξ και σύμβουλος στην Πολεοδομία, έγινε έξω φρενών όταν ένα βράδυ έπιασε την Έστερ, την γκουβερνάντα, να κατευνάζει μια ιδιοτροπία της στιγμής του μικρού Φράνκο λέγοντας του: “Πρόσεξε, γιατί αν δεν είσαι καλός, θα έρθει τη νύχτα ο Μπαμπαού”.

Ήταν αφόρητο, κατά την γνώμη του, να διαπαιδαγωγείς καταφεύγοντας σε ηλίθιες προλήψεις που μπορούσαν να δημιουργήσουν θλιβερά συμπλέγματα στην ακόμη άγουρη παιδική ψυχή. Τα έψαλλε στην νεαρή κοπέλα, που έφυγε κλαίγοντας, κι έβαλε ο ίδιος το γιο του στο κρεβάτι, που σύντομα ησύχασε.

Το ίδιο κιόλας βράδυ ο Μπαμπαού, αιωρούμενος, ψηλά στον αέρα, όπως συνήθιζε, παρουσιάστηκε στο υπνοδωμάτιο του μηχανικού Παουντί, όπου κοιμόταν μόνος και τον αναστάτωσε κάμποση ώρα.

Ο Μπαμπαού, ως γνωστόν, ανάλογα με τον τόπο και τις τοπικές συνήθειες έπαιρνε και διαφορετικές μορφές. Σε κείνη την πόλη από αμνημονεύτων χρόνων είχε πάρει τα χαρακτηριστικά ενός γιγαντιαίου μαύρου ζώου, κάτι μεταξύ ιπποπόταμου και τάπιρου.

Την πρώτη φορά που θα τον δεις είναι φρικτός, αλλά με μια αντικειμενική ματιά θα δεις ότι, λόγω μιας μαλακής ρυτίδας στο στόμα και μιας σχεδόν στοργικής λάμψης στις σχετικά μικροσκοπικές κόρες των ματιών του, η έκφρασή του είναι κάθε άλλο παρά μοχθηρή.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι σε σοβαρές περιπτώσεις ήξερε να εμπνεύσει ανησυχία, ακόμα και φόβο, μα συνήθως εκτελούσε τα καθήκοντά του με διακριτικότητα. Πλησίαζε στο κρεβατάκι του μικρού που θα επίπληττε χωρίς καν να τον ξυπνήσει και περιοριζόταν να μπει στα όνειρά του όπου άφηνε- αυτό πρέπει να το παραδεχτούμε- το ανεξίτηλο ίχνος του. Ξέρουμε ωστόσο ότι στα όνειρα των πολύ μικρών παιδιών χωράνε τα πάντα, μπαίνουν χωρίς καμιά δυσκολία ακόμα και τέρατα μαμούθ όπως ο Μπαμπαού, κι εκεί μπορούν να επιφέρουν αλλαγές εντελώς ελεύθερα.

Φυσικά, όταν το παμπάλαιο πλάσμα παρουσιάστηκε στον μηχανικό Παουντί, το πρόσωπό του δεν ήταν και τόσο μειλίχιο. Αντιθέτως είχε την μορφή, μεγεθυσμένη εννοείται, του καθηγητή Γκαλλούριο, που είχε διοριστεί εδώ και δυο μήνες ειδικός επίτροπος της Κόμπραξ, μιας εταιρείας που αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες. Αυτός ο καθηγητής, άνθρωπος πολύ αυστηρός και δίχως άλλο δύστροπος, ήταν ακριβώς το μαύρο τέρας του Παουντί, του οποίου η διαπρεπής θέση, με ένα τέτοιο καθεστώς επιτροπείας μέσα στην επιχείρηση, κινδύνευε σοβαρά.

Ο Παουντί ξύπνησε μουσκεμένος από τον κρύο ιδρώτα και πρόλαβε να διακρίνει τον επισκέπτη που το έσκαγε μέσα από τον τοίχο (από το παράθυρο δεν χωρούσε να περάσει τόση μάζα) δείχνοντας τους μνημειώδης θόλους από τα οπίσθια του.

Το επόμενο πρωί φρόντισε να μην ζητήσει συγνώμη από την κακομοίρα την Έστερ. Το γεγονός, όπως είχε διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια, ότι ο Μπαμπαού υπήρχε πραγματικά είχε μεγαλώσει μέσα του, μαζί με την οργή του, και την ακλόνητη απόφαση να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον βγάλει από την μέση.

Τις επόμενες μέρες, με χιουμοριστική διάθεση όπως είναι φυσικό, διερεύνησε το θέμα μαζί με τη σύζυγό του, τους φίλους και τους συνεργάτες του. Κι έμεινε κατάπληκτος όταν κατάλαβε ότι η ύπαρξη του Μπαμπαού ήταν γενικά επιβεβαιωμένη ως ένα φυσικό συμβάν, όπως η βροχή, ο σεισμός ή το ουράνιο τόξο. Μονάχα ο δόκτωρ Γκεμόνιο, από το δικηγορικό γραφείο, φάνηκε ότι έπεσε από τα σύννεφα: ναι, από μικρός είχε ακούσει να μιλάνε για αυτό το θέμα, αλλά όχι ξεκάθαρα• όπως και να το κάνουμε είχε πειστεί ότι επρόκειτο για ένα μύθο χωρίς κανένα νόημα.

Σαν να διαισθάνθηκε την μεγάλη του απέχθεια, ο Μπαμπαού άρχισε από τότε να επισκέπτεται με αξιοσημείωτη ακρίβεια τον μηχανικό, φορώντας πάντα την δυσάρεστη μάσκα του καθηγητή Γκαλλούριο και κάνοντας γκριμάτσες, τραβώντας τον από τα πόδια, κουνώντας το κρεββάτι του, ενώ μια νύχτα έκατσε πάνω στο στήθος του και παρά λίγο θα τον έσκαγε.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που ο Παουντί στην επόμενη σύγκλιση του δημοτικού συμβουλίου μίλησε για αυτό σε μερικούς συναδέλφους: μπορεί κανείς να επιτρέψει, σε μια μητρόπολη που διατείνεται ότι πρωτοπορεί, την διαιώνιση ενός παρόμοιου αίσχους που ταιριάζει μόνο στον Μεσαίωνα; Δεν είναι ώρα να πάρουμε, επιτέλους, αποφασιστικά μέτρα;

Αρχικά υπήρχαν φευγαλέες συζητήσεις στον διάδρομο καθώς και ανεπίσημες ανταλλαγές απόψεων. Με λίγα λόγια το κύρος που είχε ο Παουντί ως μηχανικός του άνοιγε το δρόμο για μια τέτοια συζήτηση. Δεν είχαν περάσει δυο μήνες και το ζήτημα ήρθε στο δημοτικό συμβούλιο. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι, προς αποφυγήν γελοιοποίησης, η ημερήσια διάταξη δεν αναφερόταν ονομαστικά στον Μπαμπαού, αλλά στην παράγραφο 5 γινόταν λόγος μόνο για έναν “αξιοθρήνητο παράγοντα διατάραξης της νυχτερινής ησυχίας της πόλης”

Αντίθετα από ό,τι περίμενε ο Παουντί, το θέμα όχι μόνο έγινε αντικείμενο προβληματισμού, αλλά ακόμα και η άποψή του, που φαινόταν λογική, συνάντησε σθεναρή αντίσταση. Ειπώθηκαν γνώμες που υπερασπίζονταν μια γραφική και άκακη παράδοση που χανόταν στα βάθη των αιώνων, που τόνιζαν σε γενικές γραμμές την μη επικινδυνότητα του νυχτερινού τέρατος-εκτός των άλλων τελείως σιωπηλό-, κι άλλες που φανέρωναν τα εκπαιδευτικά πλεονεκτήματα της συγκριμένης παρουσίας. Ήταν και κάποιος που μίλησε ακόμα και για “επίθεση στην πολιτιστική κληρονομιά της πόλης”. σε περίπτωση που θα παίρνονταν κατασταλτικά μέτρα εναντίον του. Και ο ομιλητής επιδοκιμάστηκε με βροντερά χειροκροτήματα.

Από την άλλη, σε ζητήματα ουσίας, τελικά επικράτησαν επιχειρήματα που δεν μπορούν να αγνοηθούν, πάνω στα οποία βασίζεται συχνά η λεγόμενη πρόοδος, κι έτσι διαλύθηκαν και τα τελευταία ψήγματα του μυστηρίου. Ο Μπαμπαού κατηγορήθηκε ότι αφήνει φθοροποιά σημάδια στις παιδικές ψυχές κι ότι μερικοί από τους εφιάλτες που δημιουργεί έρχονται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές της παιδαγωγικής. Τέθηκαν επί τάπητος ακόμα και λόγοι υγιεινής: ναι, είναι αλήθεια ότι το νυχτερινό τέρας μαμούθ δεν λέρωνε την πόλη, ούτε σκόρπιζε εκκρίματα οποιουδήποτε είδους, αλλά ποιος μπορούσε να εγγυηθεί ότι δεν ήταν φορέας βακτηρίων και ιώσεων; Επίσης δεν ήξερε κανένας τίποτα θετικό σχετικά με τα πολιτικά του πιστεύω: πώς να αποκλείσει κανείς ότι οι υποδείξεις του, φαινομενικά τόσο απλοικές αν όχι πρωτόγονες, δεν έκρυβαν ανατρεπτικές τάσεις;

Η συζήτηση τελείωσε στις δύο μετά τα μεσάνυχτα• οι δημοσιογράφοι δεν προσκλήθηκαν επειδή το προς συζήτηση θέμα ήταν πολύ λεπτό. Η πρόταση του Παουντί έγινε δεκτή με μια μικρή πλειοψηφία 5 ψήφων. Όσο για την εφαρμογή της, ορίστηκε μια ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων της οποίας πρόεδρος ήταν ο ίδιος.

Στην πραγματικότητα είναι άλλο πράγμα να λες ότι θα διώξεις τον Μπαμπαού κι άλλο ότι θα τον εξοντώσεις. Το σίγουρο ήταν πως δεν μπορούσες να βασιστείς στην πειθαρχία του ως πολίτη, πολύ περισσότερο που ήταν αμφίβολο αν μπορούσε να καταλάβει τη γλώσσα. Ούτε ήταν πιθανό να τον συλλάβουν και να τον δώσουν στο δημοτικό Ζωολογικό κήπο. Τι είδους κλουβί θα περιόριζε ένα ζώο-αν επρόκειτο για ζώο- που ήταν ικανό να ξεφεύγει μέσα από τοίχους; Ακόμα και για δηλητήριο δεν γινόταν λόγος: ποτέ δεν είχε δει κανείς τον Μπαμπαού να τρώει ή να πίνει. Φλογοβόλο ίσως; Μια μικρή βόμβα ναπάλμ; Ο κίνδυνος για τους δημότες ήταν υπερβολικός.

Η λύση, κοντολογίς, αν όχι απίθανη, φαινόταν πολύ δύσκολη. Ο Παουντί αισθανόταν ήδη να του φεύγει μέσα από τα χέρια η επιτυχία που τόσο επιθυμούσε, και τότε μια αμφιβολία τον κυρίεψε: εντάξει, η χημική σύσταση και η σωματική δομή του Μπαμπαού ήταν άγνωστες, αλλά όπως συμβαίνει στα περισσότερα πλάσματα που είναι καταγεγραμμένα στο μητρώο των θρύλων, δεν θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι πιο αδύναμος και ευάλωτος από όσο φανταζόταν; Ποιος ξέρει; ίσως μια σφαίρα, ριγμένη στο σωστό σημείο, να ήταν αρκετή για να απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Οι δυνάμεις ασφαλείας μετά την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου προσυπογραμμένη από τον δήμαρχο, δεν μπορούσαν παρά να συνεργαστούν. Ορίστηκε στους κόλπους της άμεσης δράσης, μια ειδική περίπολος, εφοδιασμένη με περιπολικά που διέθεταν ενσύρματη επικοινωνία. Το πράγμα ήταν πολύ απλό. Το μόνο ασυνήθιστο γεγονός ήταν μια κάποια απροθυμία των υπαξιωματικών και των αστυνόμων να συμμετέχουν στην επιχείρηση• επρόκειτο για φόβο; για ένα σκοτεινό προαίσθημα ότι θα παραβιαστεί μια απαγορευμένη είσοδος; ή απλώς για μια νοσταλγική εμμονή σε κάποιες ευαίσθητες μνήμες της παιδικής ηλικίας;

Η συμπλοκή έγινε μια παγωμένη νύχτα με πανσέληνο. Η περίπολος, που ενέδρευε σε μια σκοτεινή γωνιά της πλατείας Τσικουετσέντο, εντόπισε τον περιπλανώμενο που αεροβατούσε ήσυχος περίπου τριάντα μέτρα από το έδαφος, ίδιος με μικρό ζέπελιν. Οι αστυνομικοί με τα υποπολυβόλα να σημαδεύουν προχώρησαν μπροστά. Γύρω δεν υπήρχε ψυχή. Η επαναλαμβανόμενη ηχώ από το σύντομο κροτάλισμα των πυρών έφτασε πολύ μακρυά.

Η σκηνή ήταν αλλόκοτη. Αργά ο Μπαμπαού στριφογύρισε χωρίς να ξαφνιαστεί, έχοντας τα πόδια του στον αέρα κι έπεσε μέχρι που ξαπλώθηκε πάνω στο χιόνι. Εκεί έμεινε ανάσκελα και δεν ξανακουνήθηκε. Η τεράστια, τεντωμένη κοιλιά του, γυαλιστερή σαν γουταπέρκα, αντιφέγγιζε το φως του φεγγαριού .

“Να κάτι που δεν θα ήθελα να ξαναδώ ποτέ”, θα πει μετά ο υποδεκανέας Ονόφριο Κοταφάβι. Μια κηλίδα αίμα μεγάλωνε, κάτω από το θύμα, και φαινόταν μαύρη στο φως του φεγγαριού.

Τηλεφώνησαν αμέσως σε αυτούς από την Σαρδηνία για να μαζέψουνε το πτώμα. Δεν ήρθαν εγκαίρως. Σε λίγα λεπτά το γιγαντιαίο “πράγμα” μάζεψε με ταχύτητα αστραπής, όπως μαζεύει ένα τρύπιο μπαλόνι, κατέληξε σε μια μικρή κάμπια, έγινε ένα μικρό μαύρο σκουλήκι πάνω στο λευκό χιόνι, τελικά κι αυτό εξαφανίστηκε και δεν υπήρχε πια τίποτα. Έμεινε μόνο η αποκρουστική κηλίδα αίμα που λίγο πριν ξημερώσει σβήστηκε κι αυτή από τις αντλίες νερού των οδοκαθαριστών.

Είπανε ότι στον ουρανό, την ώρα που το πλάσμα πέθαινε, έλαμπαν όχι ένα αλλά δυο φεγγάρια. Διηγήθηκαν ότι πάνω από ολόκληρη την πόλη νυχτερινά πουλιά και σκυλιά θρηνολογούσαν πολύ ώρα. Διαδόθηκαν φήμες ότι πολλές γυναίκες, γριές και κοριτσόπουλα, ξύπνησαν από κάτι σαν κάλεσμα, βγήκαν από τα σπίτια τους και γονατιστές προσεύχονταν γύρω από τον δύσμοιρο. Όλα αυτά δεν βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα.

Πραγματικά, το φεγγάρι συνέχισε χωρίς εμπόδιο το προδιαγεγραμμένο από την αστρονομία ταξίδι του, οι ώρες πέρασαν κανονικά η μία μετά την άλλη, κι όλα τα παιδάκια του κόσμου συνέχισαν τον ήσυχο ύπνο τους χωρίς να φαντάζονται ότι ο αστείος εχθρός-φίλος είχε φύγει οριστικά.

Ήταν πιο ευαίσθητος και τρυφερός από ότι πίστευαν. Ήταν φτιαγμένος από κείνο το συστατικό που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό και που στη κοινή γλώσσα ονομάζουμε παραμύθι ή αυταπάτη: ας είναι αληθινό.

Κάλπαζε, τρέχα, κάλπαζε φαντασία που είσαι ακόμα ζωντανή. Ο πολιτισμένος κόσμος σε καταδιώκει σκληρά για να σ’ αφανίσει, δεν θα σ΄ αφήσει ποτέ να βρεις τη γαλήνη.