Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 42

Εξ αφορμής. “τοκ τοκ” - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Αγγελική Λάλου

Όλα ξεκίνησαν από ένα στοίχημα. Περισσότερο από όλα με ενοχλούσε να μην μπορώ να κρατήσω την υπόσχεση που έδινα σε μένα τον ίδιο. Εκείνα τα βράδια της Κυριακής, τότε που οι δικοί μου έλειπαν στις γνωστές χοροεσπερίδες του κύκλου τους, μια του πατέρα, μια της μητέρας, έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου. Στην αρχή ξεκίνησε ως αθώο παιχνίδι, για να περνάω την ώρα μου, αφού –με δείκτη ευφυΐας κατά πολλές μονάδες πάνω από το κανονικό– τελείωνα αμέσως τα μαθήματα και άρχιζα με μαθηματική ακρίβεια να βαριέμαι 13 λεπτά αφότου είχα κλείσει τη σχολική τσάντα, εκεί στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού που είχε κληρονομήσει η μητέρα από την πλευρά του πατέρα της, μεγαλοδικηγόρου της Θεσσαλονίκης με το γραφείο του να στέκει ακόμα σε οροφοδιαμέρισμα της οδού Τσιμισκή.

“Τόκ τόκ, ποιός είναι ποίος χτυπά
την πόρτα τέτοιαν ώρα;”

Έτσι ξεκινούσε το παιχνίδι της πρόκλησης. Η φωνή μου επιμελώς αλλαγμένη, όσο πιο βαριά μπορούσα, με την τάση να τρεμοπαίζει, σε μια προσπάθεια να φοβίσει ακόμη και μένα τον ίδιο, απαντούσα ευθύς αμέσως με την εντολή. “Έχει ένα καινούργιο σκοτάδι στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας που πρέπει να γευτείς για 27 ολόκληρα λεπτά”. Ακολουθούσα την αυτοδιαταγή σαν υπνωτισμένος, με την πλήρη επίγνωση πως ήμουν στα πρόθυρα να κατουρηθώ από την τρομάρα μου αλλά και με το έμφυτο εκείνο πείσμα, κληροδότημα του σκληρού παππού από την πλευρά του πατέρα μου, ότι θα τα καταφέρω αγόγγυστα. Κλεινόμουν για 27 ολόκληρα λεπτά, μετρώντας τα δευτερόλεπτα μόνος, ακονίζοντας τη μαθηματική μου ιδιοφυΐα, κληρονομικό θησαύρισμα και των δύο αδελφών του πατέρα μου, κι έβγαινα στο 28ο λεπτό θριαμβευτής, αν και κάτι λίγο κατουρημένος στο εσώρουχο, ετοιμοπόλεμος για την επόμενη πρόκληση που θα μου επέβαλλε η άλλη μου φωνή.

“-Τόκ τόκ, εγώ είμαι και χτυπώ
κι είμαι ο μπαμπάς ο κυνηγός
λύκος κυνηγημένος
τίποτα δεν σας έφερα από τον κόσμον έξω”

Όχι πως καταλάβαιναν φυσικά οι άλλοι το σημαντικό τούτο παιχνίδι. Πως όλα είναι θέμα απόδειξης στον εαυτό μας, πως μπορούμε να τον σπάμε σε χιλιάδες κομμάτια προκειμένου να προσαρμοστούμε στο σκοτάδι κάθε μελλοντικής απειλής. Κάποια στιγμή άρχισα να βαριέμαι τα μέρη όπου κλεινόμουν. Ωστόσο, λίγο πριν απογοητευτώ και πάρω απόφαση πως θα έπρεπε να αφήσω το αγαπημένο μου παιχνίδι να πέσει κάτω, μου καρφώθηκε η ιδέα να κουλουριάζομαι στα σκοτάδια των άλλων. Το ομολογώ, ήταν πιο περιοριστικό. Γι’ αυτό ίσως και πιο ερεθιστικό. Δεν γινόταν στην τύχη βέβαια. Τους αναζητούσα σε πολυσύχναστους χώρους και τους πλησίαζα πάντα με την τότε προσφιλή μου έκφραση

“-Τόκ τόκ, ο κόσμος είν’ εδώ, μπαμπά
έξι εν συνόλω γουρουνάκια και λυκόπουλα
πόκερ τρελό ήδη στήσαμε
να δούμε ποιός ποιός ποιός θα φαγωθεί”

Οι περισσότεροι μετά από αυτό με απέφευγαν διακριτικά, κάποιοι συγκαταβατικά χαμογελούσαν και σταδιακά εξαφανίζονταν, μερικοί με παρηγορούσαν συμβουλευτικά. Λίγοι όμως καταλάβαιναν τη σημασία του παιχνιδιού. Με αυτούς και μόνο με αυτούς ξεκινούσε η διαδικασία της πρόκλησης. Ερήμην τους φυσικά. Εγώ και οι δύο φωνές ορίζαμε τους κανόνες, ξενιστές οι άλλοι με φιλοξενούσαν στα σκοτάδια τους σε χρόνο που όριζα πάντοτε εγώ και σε σημεία της ζωής τους που θεωρούσα ολοένα και πιο ευάλωτα. Ενίοτε προέβαλαν κι αντιστάσεις

“-Ανοίξτε τόκ, δε σας μεγάλωσα έτσι εγώ
λυκόπουλα προσκοπισμού
να παίζετε μ’ αγριόχοιρους.”

Είχα τον τρόπο μου να τους καλμάρω, να γίνομαι, όταν κινδύνευε ν’ αποκαλυφθεί η παρουσία μου εντός τους, διάφανος, ανεπαίσθητος. Επίκτητο χάρισμα που απέκτησα μετά από αιώνες σκληρής εξάσκησης κι αμέτρητες ώρες διαλογισμού. Με βρήκε όμως το δικό μου, μια νύχτα που κοιμόμουν. Δεν πρόλαβα να κρυφτώ. Με κατάπιε ολόκληρο. Αναγνώρισα τη φωνή του. Έμοιαζε με τη δική μου.

“Αστόχαστα ξανοίχτηκες
καταπατώντας
τα βάθη και τα εδάφη μου.
Έτσι προχώρησα κι εγώ προς την ακτή
όχι από πείνα μα κατά τη φύση μου
και ξαφνικά πια γίναμε
τα πιθανά θηράματα
εσύ δικό μου
κι εγώ των ανθρώπων.
Οι αμοιβαίοι κίνδυνοι
oδήγησαν στο γεγονός”
Τώρα πια, ακούω από κάτω το χώμα να τρίζει.

 

*Οι στίχοι ανήκουν στον Γιάννη Βαρβέρη.