κι εγώ να γίνω μπόρα,
να σμίγουν τα χειλάκια μας
χίλιες φορές την ώρα!
Αυτή είναι κι η μόνη αλήθεια μου: ένας φροντιστής σκηνής σαν κι εμένα λιώνει αγγίζοντας το ποτήρι με το έγχρωμο νερό, που λίγο πριν κράταγε στα χεράκια της ο Όσκαρ, εκείνη δηλαδή η μικρή με τη λεπτή και γυάλινη κι άσπαστη φωνούλα, εκείνο δηλαδή το κοριτσάκι το ντυμένο αγόρι, το συνέχεια πια στα όνειρά μου, το συνέχεια πια στη δική μου φαντασία, κι όχι στου Βέρντι, πανταχού παρόν, έτοιμο για όλα, έτοιμο για άριες πολύ πέρα από του έργου του, για ντουέτα πολύ πιο πέρα από τις νότες του.
Την έβλεπα να φτάνει από το σπίτι της ακόμα κοριτσάκι. Και την κοίταγα, τη δεκαεπτάχρονη κιόλας σολίστ, κι έλεγα όσο πιο δυνατά μπορούσα μέσα μου: -Ε, και; Τόσα κοριτσάκια είναι σαν κι αυτήν, γιατί να με νοιάζει αυτή ειδικά, δεν βλέπω νά ’χει τίποτα να με τραβήξει. Στητό κορμάκι έχει, γλυκιά κι αδύνατη είναι, αλλά- Αλλά γιατί ν’ αναστατώνομαι έτσι ολόκληρος άντρας μόλις ντυθεί, μόλις μεταμφιεστεί απέξω της σ’ αγόρι, σ' αυτόν τον άχαρο Όσκαρ που σας λέω, τον τόσο ρηχά απ’ τον λιμπρετίστα και τον συνθέτη αναπτυγμένο, σ’ εκείνο, δηλαδή, το άλλο παιδάκι το επί σκηνής σαν ορντέβρ, για όσο πατάει η γάτα; Τι είν’ εκείνο που με κάνει τότε να καρφώνομαι πάνω της σαν χαζός, να μη μπορώ να τραβήξω τα μάτια μου απ' τα πόδια της, να μού ’ρχεται να τα βροντήξω όλα κάτω με τη μία, την αυλαία να ρίξω απότομα καταμεσής της δράσης σαν Μικρός Θεός του θεάτρου που είμαι, και να τρέξω καταπάνω της σαν άγριος κυνηγός ελαφιών, των ζαρκαδιών των πόλεων διώκτης, να πέσω πάνω της σαν τεχνητή βροχή κι αέρας το ίδιο επίσημος, να την απαγάγω σαν Κουασιμόδος έξαλλος με των ανθρώπων τις υποκρισίες, σκαρφαλώνοντας στην Παναγία των Παρισίων με την Εσμεράλδα λιπόθυμη αλλά σωσμένη στα χέρια μου, απ’ τα πιο δύσκολα σημεία ανεβαίνοντας στον ουρανό του ναού, στης αίθουσας τον πιο μεγάλο πολυέλαιο σαν σε φωλιά να τη φτάσω, κι εκεί, πίσω τελείως απ’ τ' άπλετα φώτα, να την πάρω, να την κάνω δίκια μου, δικό μου!
Τέτοια σκεφτότανε ο ερωτοχτυπημένος φροντιστής, ο θαμπωμένος θαυμαστής των όψεων των πόθων, αυτού του τόσο πρόχειρου και τιποτένιου τρανσβεστιτισμού, που όμως ξυπνούσε μιαν αθωότητα παράξενα επικίνδυνη, εξασκώντας έλξη εντυπωσιακή πάνω του. (Θυμήθηκα τώρα τον ταξιτζή εκείνον τον ωραίο, που τρελαμένος από το καταπληκτικά σεξουαλικό περπάτημα της γκόμενας εκείνης κατά μήκος του δρόμου ενώπιον μας, γύρισε και μού ’πε αφοπλιστικά: -Να την πάρεις, αλλά έτσι ακριβώς όπως τη βλέπουμε τώρα: Όρθια, χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή να περπατάει!).
Έτσι, λοιπόν: πριν και μετά τη μικρή δεν την ήθελα, καθόλου μάλιστα. Ούτε θα γύριζα να την κοιτάξω καν. Έτσι όμως, επί σκηνής, ντυμένη ακριβώς έτσι, ακούγοντάς την να τραγουδάει αυτά τα λόγια μ’ αυτήν ακριβώς τη φωνή, μου τα ’παιρνε όλα κι έφευγε, κι έκανα τα λάθη της ζωής μου! Ξεχνούσα μια καρέκλα εδώ κι ένα μαχαίρι δεν ακουμπούσα εκεί. Δεν φρόντιζα πια για κανέναν και για τίποτα στης Λυρικής τα μέρη! Στο νου μου μέσα, όπως κοίταγα μαγεμένος πίσω απ’ τις κουΐντες μη χάσω ούτε το παραμικρό απ’ του ερωτικού μου αντικειμένου την εξαίσια σαδιστική υποκειμενικότητα, στο νου μου μέσα τριγύριζε επίμονα το πώς, το πότε. Ερωτήματα πολύ πέρα πια απ' το γιατί, από το διότι.
Έγινα εγώ η αυλαία της υπερρεαλιστικής ώς τότε σχέσης μας αυτής, κι όπως έτρεξε εκείνο το τελευταίο βράδυ της τελευταίας παράστασης προς τα έξω να δρο¬σιστεί, χω¬ρίς κανείς μες στο χο¬ρό και τις μουσικές να πάρει είδηση, χωρίς κανείς ακόμα κι από τα παρασκήνια να μπορέσει να αφουγκραστεί του απίστευτου πόθου μου την υπεράνω όλων κίνηση, την τύλιξα κάνοντας κι εγώ ένα πολύ γρήγορο βήμα μπροστά, και τυλίχτηκα γύρω της σαν αγκαλιά βελούδινη τεράστιου ρόδου αιμάτινου, βρέθηκα μαζί της διακτινισμένος σ’ ένα σκοτάδι διπλό κι αυτό, σαν την υπόστασή της που μ’ είχε τόσο ξετρελάνει. Ακούμπησα σε έκσταση αδιανόητη τα χείλια μου στα χείλια της, τον αληθινό ανδρισμό μου πάνω στο ψεύτικο δικό της αποφασιστικά. Ένιωσα μια έξαψη κι από την πλευρά της απρόσμενη, σαν να την ξεδιψούσα πιο νερό κι από το νερό εγώ. Υγράνθηκαν μαγικά τα χείλη της, σαν για καιρό στεγνά, γι’ αυτή τη μοναδική ώρα ώς τώρα ζώντας.
Ούτε της κουρτίνας το χοντρό ύφασμα, ούτε των ρούχων μας η άδολη παρεμβολή στάθηκαν εμπόδιο στης αλλόκοτης αυτής συνεύρεσης τον Θρίαμβο. Περάσαμε σε μιαν άλλη διάσταση, τα σώματά μας ενώθηκαν μ’ αυτόν τον πρωτόγνωρο τρόπο για μια υπέροχα σύντομη αιωνιότητα, και πρόλαβε να με φιλήσει και τρυφερά, ένα δευτερόλεπτο πριν την ελευθερώσω και την ξανασπρώξω κι εγώ τρυφερά στη σκηνή, ακριβώς τη στιγμή που ’πρεπε: τη στιγμή ακριβώς της δολοφονίας του Ρενάτο από τον Ρικάρντο, για να πει πάλι: -OH CIEL! ΕΙ TRUCIDATO! Θέ’ μου! Τον δολοφόνησαν!
Δεν έχουν, βέβαια, καμιά σημασία τα μετά. Την κοίταξα πάλι απ’ της δικής μου, ταπεινής δουλειάς την άδοξη απόσταση, και τώρα την αγαπούσα τελείως αλλιώς: και σαν καθησυχαστικό παρελθόν πια, όχι μόνο σαν εξοντωτικό μέλλον, κι ακόμα πιο εξοντωτικό παρόν. Τα χείλια της είχα καταφέρει να τραγουδήσουν για μάς αποκλειστικά έναν σκοπό διπλό, πάνω και κάτω χωρίς λόγια και ήχο διασπαστικό, αλλά τόσο και για τους δυο μας αποκαλυπτικό, που λέω να μην τον, να μην την ξεχάσω ποτέ, μα ποτέ στη ζωή μου!