Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Τάσος Λειβαδίτης: 1957-1966 Προς το νέο ουμανισμό της ποίησης της β' περιόδου [Μέρος 2ο]

Γράφει η Βάγια Κάλφα
- διαβάστε το α' μέρος -
kalfaleivaditis26.jpg
Η έννοια της αποστολής: από το κοινωνικό όραμα στην αναζήτηση της προσωπικής ταυτότηταςΣτη δεύτερη περίοδο της ποίησής του ο Λειβαδίτης συχνά αναφέρεται σε μια αποστολή που είτε δεν έχει εκπληρώσει είτε καλείται να φέρει εις πέρας, ενώ η αποτυχία του τού προκαλεί άγχος και ενοχή.

Η αποστολή αυτή ξεκινάει ως συμμετοχή στον αγώνα (στην πρώτη περίοδο της ποίησής του), ο οποίος δεν ευοδώθηκε. Τότε, ο ποιητής είχε αναλάβει το ρόλο του συναγωνιστή με την ενεργό συμμετοχή του στον αγώνα αφενός και του υμνητή του, μέσα από την ποίησή του αφετέρου. Με την ήττα της επανάστασης, ο Λειβαδίτης χάνει το ρόλο του συντρόφου, ενώ μένει μετέωρος και ο ρόλος του ως πολιτικού ποιητή, καθώς απογυμνώνεται η ποίησή του από το περιεχόμενο και την ιδεολογία της.

Απόρροια της κατάρρευσης του αγώνα είναι η κατάρρευση εκείνων των ψηφίδων που συνέθεσαν το πρόσωπο του Λειβαδίτη στην πρώτη περίοδο και κατά συνέπεια, η απώλεια της ταυτότητάς του. Ο ποιητής έχοντας χάσει ό,τι τον καθόριζε, μέχρι τώρα, το ρόλο του στον αγώνα που τον τροφοδοτούσε με κάποιες ιδιότητες, κίνητρα και ιδεολογίες, πλησιάζει στον καθρέφτη και βασανίζεται προσπαθώντας να βρει ποιος είναι πραγματικά, άδειος πια από προθέσεις και πράξεις, έργα και όνειρα:

Ποιος είσαι, λοιπόν, πίσω απ’ αυτό το πρόσωπο που η κάθε
μέρα τ’ αλλάζει,
ποιος είσαι πίσω απ’ τις πράξεις που κάνεις τη μέρα, πίσω
απ’ τις πράξεις που συλλογίζεσαι τη νύχτα.
Αρίθμητα πρόσωπα μέσα σου, καθένα ζητάει να υπάρξει
σκοτώνοντας το άλλο- ποιο είναι το αληθινό; Ποιο είναι
αυτό το πρόσωπο
που κανίς καθρέφτης δεν μπορεί να σου το δώσει;
Αρπαγές, βιαιότητες, τρόμοι, εγκλήματα που δεν έκανες
ορίζουν το αίμα σου. Κάθε χειρονομία σου είναι βαρειά
από χιλιάδες ξένα κι άγνωστα πεπρωμένα. (…)(47)     
 
Αξίζει να προσεχθεί πως ο Λειβαδίτης μιλά αφενός για ένα πρόσωπο που αλλάζει καθημερινά και αφετέρου για αναρίθμητα πρόσωπα που θέλουν να υπάρξουν την ίδια στιγμή μέσα του και το ένα αποκλείει το άλλο για να υπάρξει. Δύο περιορισμοί στην πορεία του ποιητή προς την αυτοπραγμάτωση είναι, από τη μία πλευρά ο χρόνος και από την άλλη οι αντικρουόμενες επιθυμίες που υπάρχουν πίσω από κάθε σκέψη, όνειρο ή πράξη και ανάμεσα στις οποίες καλείται κάθε στιγμή να επιλέξει.   

Είναι σημαντικό ακόμα, κάτι που αποδεικνύει το επίπονο της διεργασίας που συντελείται μέσα του, πως κατά την ανίχνευση του πραγματικού προσώπου του, ο ποιητής δε στέκεται μόνο στις πράξεις του που είναι ορατές από όλους κι άρα δέχονται κριτική αποτίμηση, αλλά ελέγχει και τα ενδόμυχα, βλέποντας πίσω από κάθε πράξη τα πραγματικά κίνητρά της προτού τη καταχωρίσει μέσα του στις προσωπικές του νίκες ή ήττες. Έτσι η μη πραγμάτωση μίας κακίας, λόγου χάριν, όπως φαίνεται στο ποίημα «Μικρή υπαρξιακή παρένθεση», αν οφείλεται σε φόβο ή στην προσήλωση στις καθιερωμένες αξίες μιας υποκριτικής ηθικής και όχι σε συνειδητή κι ελεύθερη επιλογή, προσμετράται ως κακία.  

Αυτή η πολλαπλότητα των αντιφατικών ιδιοτήτων και η απουσία ενιαίου –συνεπούς και εύκολα ανιχνεύσιμου- προσώπου εμφανίζεται ήδη στην πρώτη συλλογή της περιόδου, όπου ο ποιητής αναγνωρίζει ταυτόχρονα την πιστή του πλευρά και την άπιστη, τη φιλοδοξία και τη δειλία του, άλλοτε παρουσιάζεται ως σύντροφος αφοσιωμένος  στον αγώνα και άλλοτε προδίδει την επανάσταση και κλείνεται εγωιστικά στο μικρόκοσμό του ακολουθώντας, σαν κοινή πόρνη, περαστικές γυναίκες(48):

Θα ’ταν αστείο, αλήθεια, κάποτε να γράψω ην ιστορία μου-
χριστιανός κι άθεος, φιλόδοξος και δειλός, σύντροφος και
κοινή πόρνη
με το ’να χέρι ακουμπισμένο στις σημαίες μας και τ’ άλλο
στα σκέλια των περαστικών γυναικών (Συμφωνία, αρ. 1, 233)

Προοδευτικά, η συνύπαρξη αυτών των αντιφατικών εαυτών παίρνει τον χαρακτήρα δυισμού. Ενδεικτικά αυτού του δυϊσμού είναι το ποίημα «Πίνακας αγνώστου ζωγράφου» (414) και το πεζό ποίημα «Ο Άλλος» (432-433) από την ενότητα Ποιήματα (1958-1964). Στο πρώτο, ο ποιητής περιγράφει την παρουσία μέσα του δύο αντίθετων εαυτών οι οποίοι «σαν δύο ακροβάτες που μισιούνται θανάσιμα» «όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν κι ετοιμάζει το θάνατο ο ένας του άλλου», όταν έρθει, όμως, η μεγάλη ώρα της Τέχνης, παρουσιάζονται ξαφνικά «αδερφωμένοι», «πάνω απ’ το μίσος και τον κίνδυνο και το θαυμασμό και τον χρόνο».

Κι αν οι αντιθέσεις είναι γόνιμες για το έργο ενός δημιουργού, συχνά είναι για τον ίδιο, σε προσωπικό επίπεδο, ανυπόφορες και βιώνονται δραματικά. Στο πεζό ποίημα «Ο Άλλος», ο ποιητής νιώθει πως ένας άλλος, σκοτεινός εαυτός υπάρχει μέσα του και αποφασίζει για εκείνον. Τον ρίχνει στις πιο χυδαίες πράξεις χωρίς τη θέλησή του, στην απάτη, τη ραδιουργία, το φόνο, σε σκέψεις ποταπές, ονειροπολήσεις για μεγάλες δόξες, στο φόβο και τη δυσπιστία για τους άλλους και την αμέσως επόμενη στιγμή στον εξευτελισμό απέναντί τους, ενώ τον φτάνει ένα βήμα πριν από την αυτοκτονία.


Ενώ σε άλλο ποίημα της ίδιας ενότητας, η πολλαπλότητα των εαυτών και ο δυϊσμός φτάνει στο σημείο να στερεί από τον ποιητή την ίδια του τη ζωή, καθώς πεθαίνει χωρίς να έχει μάθει ποιος είναι και για τι έζησε:
Όλα τόσο μακρινά, τόσο θαμπά, τόσο ανεπίστρεπτα
σα να ’ζησε τη ζωή μου ένας άλλος και μένα δε μου δόθηκε,
παρά μονάχα
να πεθάνω(49).

Η εύρεση του πραγματικού του προσώπου, γίνεται λοιπόν στο εξής αποστολή του ποιητή, ενώ σε κάποια άλλα σημεία, η αποστολή αυτή συγκεκριμενοποιείται: ορίζεται ως ταπείνωση. Ο άνθρωπος, κατά το Λειβαδίτη, οφείλει, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού να απαλλαγεί απ’ ό,τι του στερεί αυτό το ταπεινό πρόσωπο, πρωτίστως από τις φιλοδοξίες και τις σκοπιμότητές του και σταδιακά να οδηγηθεί πίσω στον εαυτό του, αυτόν που υπήρξε πριν την αλληλεπίδρασή του με τους άλλους. Άλλωστε, όσα πίστεψε αληθινά μέχρι τότε (φιλοδοξίες, ιδανικά, έρωτες) αποδείχτηκαν μάταια και μάλιστα τον ζημίωσαν πολύ(50).

Έτσι, στη Συμφωνία, προβάλλονται ως πρότυπα προς μίμηση για την αυτοπραγμάτωση, όχι οι παραδοσιακοί ήρωες, αλλά οι τύποι του περιθωρίου, οι οποίοι εισάγονται σε αυτή την περίοδο(51) και γίνονται πρωταγωνιστές (μαζί με τα πρόσωπα της οικογένειας του ποιητή) της ποίησης της τρίτης φάσης του Λειβαδίτη.

Στη Συμφωνία, ο ποιητής προβάλλει την αγνότητα του τρελού και του τυφλού, υμνεί τους ζητιάνους (242), οι οποίοι, ενώ οι άλλοι προσπαθούν να τους εξευτελίσουν χύνοντάς τους κρασιά ή τραβώντας τις καρέκλες τους όταν πηγαίνουν να καθίσουν, αυτοί ξεσκονίζουν το πόδι του διπλα-/ νού τους/ που το άγγιξαν πέφτοντας/ και κοιτάζουν γύρω σα να ’φταιξαν και χαμογελάνε/ προσπαθώντας με τα’ αποφάγια και τον περίγελο/ να ησυχάσουν αυτή την απελπισμένη πείνα μέσα τους/ που ζητάει να τους εξευτελίζει. Αξίζει να προσεχθεί το μόττο της τελευταίας ενότητας της συλλογής: «Και πηγαίνετε να πεθάνετε εσείς που πρέπει να πεθάνετε» από τον «Ζαν Κριστόφ» του Ρομαίν Ρολλάν, το οποίο ο ποιητής αφιερώνει στους ανθρώπους αυτούς και τους προτρέπει να το ακολουθήσουν σαν να ήταν μοίρα τους.

Η αποτυχία να πετύχει αυτή την ταπείνωση, να συμβιβαστεί με τη θνητότητά του απομακρύνει τον άνθρωπο από τη φύση του, του δίνει πλαστές ταυτότητες και τελικά του δημιουργεί άγχος από τις μέριμνες να ανταποκριθεί σε αυτές, δημιουργώντας του βαθιά συναισθήματα ενοχής (την οποία συχνά βιώνει και ως αμαρτία). Η ενοχή αυτή φαίνεται να έχει τόσο προέλευση από την παραδοσιακή χριστιανική αντίληψη περί ενοχής και αμαρτίας(52), όσο και υπαρξιακή χροιά.

Ντοστογιεφσκικός ποιητής ο Λειβαδίτης, αντιλαμβάνεται πως η ενοχή είναι δεμένη με την ανθρώπινη φύση και εκδηλώνεται σε ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος: είτε προδώσει είτε όχι, είτε αγαπήσει είτε μισήσει, είτε υπακούσει είτε αντισταθεί(53), ενώ η ετυμηγορία- καταδίκη του είναι ο θάνατος. Ως αμάρτημα, επομένως, μπορεί να ειπωθεί πως ορίζεται η θνητότητα, η ίδια η ζωή πάνω από την οποία πέφτει πάντα η σκιά του θανάτου και της ματαιότητας. Ως επανόρθωση, δε, αυτού του αμαρτήματος ορίζεται η αυτοπραγμάτωση, το σβήσιμο, στην προκειμένη περίπτωση όσων υπονοεί αυτή η θνητότητα (φιλοδοξίες, πάθη κ..ά) και μία στροφή στο περιθώριο η οποία δεν είναι φυγή, αλλά θέλει την τόλμη ενός ασκητή που αντιστέκεται σε αυτά.   

Η αποστολή του ανθρώπου, κατά τον Λειβαδίτη της δεύτερης περιόδου, συνεπώς, μετατοπίζεται από την κοινωνία και τη συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες στο άτομο, το οποίο καλείται να βρει την προσωπική του ταυτότητα και να αυοπραγματωθεί. Αν δεν το κάνει, ένας λόγος είναι οι κοινωνικές νόρμες, τις οποίες ενδύεται και σύμφωνα με τις οποίες δρα: έτσι, άλλοτε δρα ως φορέας μίας ιδεολογίας, άλλοτε σύμφωνα με το φύλο του και τις απαιτήσεις των ρόλων που η κοινωνία κατασκευάζει, άλλοτε σύμφωνα με επάγγελμά του το οποίο τελικά τον καθορίζει αντί να καθορίζει αυτός αυτό. Το πώς τον βλέπουν οι άλλοι και τι περιμένουν από αυτόν μπορεί να τον κάνει να φερθεί ανάλογα. Συχνά, δε, η υπόθεση και μόνο του ανθρώπου για το τι πιστεύουν οι άλλοι γι αυτόν και τι του αναμένεται να κάνει –χωρίς απαραίτητα να ισχύει αυτή η υπόθεση- μπορεί να τον καθορίσει(54).

Το παρελθόν μπορεί επίσης να καθορίσει τον άνθρωπο. Κάθε μέρα που περνάει και γίνεται παρελθόν ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να επιλέξει και/ ή να αλλάξει τη ζωή του. Το παρελθόν, η γεγονότητα(55) , κατά τους υπαρξιστές, είναι μέρος του ανθρώπου, που τον περιορίζει αλλά και τον ελευθερώνει ταυτόχρονα. Τον περιορίζει με την έννοια ότι έγινε και δεν αλλάζει, την ίδια στιγμή όμως τον καλεί να το ξεπεράσει. Τότε όμως μπαίνει σε δίλημμα ότι αρνείται τη γεγονότητά του, αισθάνεται ότι ζει αναυθεντικά(56) , ότι προδίδει ό,τι φέρει, πράγμα το οποίο είναι αναγκαίο ωστόσο να κάνει για να προχωρήσει. Αν δεν το κάνει, προδίδει το μέλλον του, αυτό που μπορεί να γίνει. Έτσι, ο άνθρωπος, συμπιεσμένος μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος βρίσκεται σε μία αναμονή, υπό συνεχή άρνηση ή αίρεση, η ταυτότητά του γίνεται μία διαρκής μάχη μέσα στη ροή ενός χρόνου που συνεχώς φεύγει(51) και ο άνθρωπος οφείλει να αποφασίζει κάθε στιγμή πώς θα τον διαχειριστεί, κάθε στιγμή να εκλέγει τον εαυτό του και την εκδοχή μέσα από όλες της ζωής του.  

Αν καταφέρει να το κάνει, θα γίνει υπεύθυνος των επιλογών του και δε θα μπορεί να αποθέσει τις ευθύνες των πράξεών του σε κάτι έξω από αυτόν, που υποτίθεται ότι τον καθορίζει. Έτσι θα είναι ελεύθερος. Μία ελευθερία ωστόσο καθόλου ανώδυνη και καθόλου αυτονόητη για τον ποιητή.

Ανθρώπινη ζωή ντετερμινισμός ή ελευθερία

Αυτή την περίοδο εισάγεται στην ποίηση του Λειβαδίτη το ζήτημα του κατά πόσο ο άνθρωπος επιλέγει τη ζωή που ζει, τις πράξεις και τις σκέψεις του ακόμα, τους έρωτες και τα σχέδιά του, ή αν είναι προκαθορισμένα όλα αυτά, όπως και η όλη διαδρομή του στον κόσμο, από κάτι ανώτερο. Αυτό το ερώτημα δεν ετέθη στην προηγούμενη περίοδο, καθώς ο ποιητής τότε, ιδεολογικά στρατευμένος, αισθανόταν πλήρης και δικαιωμένος από τη ζωή του.

Αντίθετα, στη δεύτερη περίοδο, ο Λειβαδίτης βλέπει τις ματαιώσεις, τόσο σε προσωπικό (φιλικό και ερωτικό) όσο και σε συλλογικό επίπεδο (κόμματος και ιδεολογίας), αναρωτιέται κατά πόσο επέλεξε ο ίδιος την πορεία του -και συνεπώς είναι άξιος καταλογισμού ευθυνών- ή κάτι, έξω και πέρα από εκείνον, τον οδήγησε να ακολουθήσει μία προκαθορισμένη πορεία. Συχνά αισθάνεται αλλοτριωμένος από τον εαυτό του, αλλά και ξένος μέσα σε έναν κόσμο που προοδευτικά απογυμνώνεται και στερείται νοήματος.

Στο ερώτημα σχετικά με την ελεθερία εκλογής ή την ύπαρξη αιτιοκρατίας στη ζωή του ανθρώπου ο ποιητής δεν δίνει οριστική ή καθησυχαστική απάντηση. Κάποιες φορές απρόσμενα εκφράζει την πίστη του στη δυνατότητα του ανθρώπου να πάρει το πεπρωμένο του στα χέρια του, στην πρώιμη φάση της περιόδου κυρίως(58) , ενώ αλλού –και κατά κύριο λόγο αυτό φαίνεται να υποστηρίζει- αναφέρεται σε μία φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, κατά τον τρόπο του θετικισμού και της αριθμητικής(59), ή δείχνει να αποδέχεται τη μαρξιστική αντίληψη περί επαναληπτικότητας της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία όλα είναι προκαθορισμένο να ξαναγίνουν με άλλα πρόσωπα κάθε φορά(60) .

Αηδίες- ο χρόνος έγινε για να κυλάει
οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο
με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού(61).

Στην Καντάτα ο ποιητής με τον τρόπο της αρχαία τραγωδίας(62) δίνει την τραγική μοίρα των ανθρώπινων προσδοκιών και διαψεύσεων με την εισαγωγή προσώπων(63) τα οποία με τον δικό τους λόγο και τρόπο αποδίδουν την προσωπική τους ματαίωση. Εκεί, όπως και στους Τελευταίους ο Λειβαδίτης φαίνεται να καταφάσκει στο ζήτημα του ντετερμινισμού ή τουλάχιστον να βλέπει πως η πίστη των ανθρώπων σε αυτόν, τον κάνει, μέσω της αυθυποβολής και της συνεπαγόμενης παραίτησης από κάθε προσωπική επέμβαση, να κερδίζει έδαφος στη ζωή των ανθρώπων.   

Ο άνθρωπος με το κασκέτο της Καντάτας, λόγου χάρη, καθισμένος στα σκαλοπάτια μιας σύγχρονης συνοικιακής πόλης (σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες τις οποίες προτάσσει ο ποιητής στην αρχή της συλλογής), εξιστορεί στα παιδιά που μαζεύονται γύρω του την περιπέτειά του, που είναι η περιπέτεια του μεταπολεμικού ανθρώπου, του αγωνιστή που βασανίστηκε από το καθεστώς κι ανακαλεί στη μνήμη τους τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός κυνηγήθηκε και σταυρώθηκε από τους ανθρώπους (324).

58. Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και
κάτι μίλησαν μεταξύ τους.
59. Και τον ρώτησαν: Είσαστε πολλοί;
60. Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή
ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω απ’ το παράθυρο,
61. το πλήθος.
62. Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων
μαρτύρων;
63. Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κά-
ποτε, πριν πολλά χρόνια, ξανά ειπωθεί.
64. Και τους πήρε φόβος μεγάλος.
 
Ο παραλληλισμός της ιστορίας του μεταπολεμικού ανθρώπου με αυτήν του Χριστού, υποβάλλει τον προβληματισμό πως και ο άνθρωπος, όπως είναι πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωσή του Θεού, είναι ίσως γραφτό να ακολουθήσει την ίδια μοίρα με το γιο Του, αυτή των διαψεύσεων, της προδοσίας και των ματαιώσεων και εν τέλει να βιώνει τη δική του σταύρωση και ανάσταση μέσα από τα χαλάσματα.

Ομοίως, στην ίδια πάντα συλλογή, ο σοφός δείχνει να καταφάσκει και αυτός στο ζήτημα του ντετερμινισμού (313), καθώς βλέπει πίσω από κάθε πράξη την ματαίωσή της, τη σκιά του αναπότρεπτου τέλους και του θανάτου να πέφτει πάνω από ανθρώπους και πράγματα, καθιστώντας τους πρώτους τραγικούς, καθώς νομίζουν πως ελέγχουν τα δεύτερα και ορίζουν τη ζωή και τη μοίρα τους, τα δε δεύτερα άπιαστα.  

Όταν, λοιπόν, σε κάθε αρχή, εσύ ακούς αόρατο το τέ-
λος ν’ ανεβαίνει κιόλας τα σκαλοπάτια,
όταν την ώρα που λένε: «σ’ αγαπώ», βλέπεις να πέφτουν
πάνω τους αθόρυβα
τα δειλινά όλων των αποχωρισμών. Όταν μέσα σε κάθε
πράξη, εσύ μαντεύεις,
τυλιγμένο στο αιώνιο σάβανό του, εκείνο το άλλο,
το καίριο, που δεν έγινε, κι ούτε θα γίνει ποτέ. και που
πέθανε
τη στιγμή ακριβώς που θέλησε να υπάρξει-
   
Ενδιαφέρον ακόμη, παρουσιάζει στο παραπάνω χωρίο, ο υπαινιγμός στην ύπαρξη μίας δεύτερης, ουσιαστικής (οντολογικά μιλώντας) πραγματικότητας πίσω από την φαινομενική πραγματικότητα την οποία ο σοφός διαβάζει και η οποία διαφεύγει από το μέσο άνθρωπο. Ο Λειβαδίτης, εξ ονόματος του σοφού, δείχνει να υποστηρίζει πως η πορεία του ανθρώπου είναι προδιαγεγραμμένη(64), με έναν τρόπο, αιτιοκρατικό, και ο ίδιος δεν έχει ουσιαστικά περιθώρια επιλογής. Καθετί που συμβαίνει στη ζωή του, όσο τυχαίο και αν μοιάζει στο πρώτο κοίταγμα, σε δεύτερη ανάγνωση, είναι ένας κρίκος στην εξ’ αρχής δοσμένη αλυσίδα της ζωής του, ένα κομμάτι μέσα στη συνέχεια της ύπαρξής του, η οποία έχει ξεκάθαρα αρχή, μέση και τέλος.

Στην ίδια λογική, το ποίημα «Γέγραπται»(65) από τα Ποιήματα (1958-1964) η αγαπημένη του Λειβαδίτη, καθώς προχωράει δίπλα του, σταματάει και πηγαίνει να κοιταχτεί σε μία βιτρίνα για να φτιάξει τα μαλλιά της και ο ποιηής κοιτώντας την διαπιστώνει πως καθρεφτίζεται στη βιτρίνα ενός γραφείου τελετών. Αυτή την εικόνα ο ποιητής δεν την προσπερνάει ως τυχαία, αλλά βλέπει στο εξής επάνω στη λάμψη του προσώπου της τη σκιά του θανάτου που απειλεί την ομορφιά, τα νιάτα κι εν τέλει επιστεγάζει όλη την ύπαρξη.

Από αυτή την υποψία της μοίρας, υπό το πρίσμα του θανάτου, ξεκινάει και η αγωνία (των γυναικών κυρίως) να προβλέψουν ή να προλάβουν το μέλλον. Καταφεύγουν σε χαρτορίχτρες, μέντιουμ, αστρολόγους και ξορκίστρες, πράγμα το οποίο ο ποιητής δεν παρωδεί, αλλά βλέπει μάλλον με συμπάθεια:

Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους
ή ακόμα και σε κείνες τις παλλαϊκές ξορκίστρες
που γυρίζουν στις βρώμικες, αποπνιχτικές τους κάμαρες,
ανάμεσα στο Υπερπέραν και τη φτωχή χύτρα που βρά-
ζει η φακή,
και που πεθαίνουν μες στη θλίψη και την ερήμωση,
ενώ είχαν προμαντέψει, για λίγες δεκάρες,
όλες τις ευτυχίες. (Καντάτα, 317)  
 
Ανοιχτό, συνεπώς, μένει το ζήτημα της επιλογής ή του ντετερμινισμού (με πρόκριση της αιτιοκρατίας μάλλον) στη διαμόρφωση του ατόμου και της πορείας του, αλλά και της συλλογικής πορείας κατ’ επέκταση, καθώς ο ποιητής δε δίνει εύκολες απαντήσεις, αλλά προχωρά σε συνεχείς επαναδιαπραγματεύσεις μέσα του.

Συνοψίζοντας, σε αυτή την περίοδο παρατηρείται μία μετάβαση του ποιητή προς έναν νέο ουμανισμό, όπου το ανθρώπινο χρέος μετασχηματίζεται. Το χρέος πια δεν συνοψίζεται στην κοινωνική αποστολή, αλλά αποκτά ιδιωτικό χαρακτήρα και αφορά στην αναζήτηση από την πλευρά του ατόμου της προσωπικής του ταυτότητας και, μέσω της εύρεσής της, στην αυτοπραγμάτωση.

Ο ποιητής στην ποίηση αυτής της περιόδου προχωρά από την εξιδανίκευση του αγώνα στην κατανόηση των ανθρώπινων κινήτρων κι από τη μαζικότητα της κοινής ιδεολογίας στον ψυχισμό του ατόμου και στην αγωνία του να βρει την προσωπική του αποστολή.

Μελετά την ψυχολογία των φύλων, θίγει ορισμένα στερεότυπα των ρόλων που κατασκευάζει και αναθέτει η κοινωνία σε άνδρες και γυναίκες και αναζητά έναν τρόπο κατανόησής τους –αλλά και του εαυτού του- πέρα από αυτά. Προβληματίζεται γύρω από το ζήτημα της ελευθερίας του ανθρώπου να καθορίζει τη ζωή του κι αναζητά τους περιορισμούς της ελευθερίας του άλλοτε στην κοινωνία, άλλοτε στην ιστορία κι άλλοτε στο ίδιο το άτομο.

Τα στοιχεία αυτά τα οποία εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ποίηση αυτής της περιόδου συναντώνται συστηματικά στο Εκκρεμές και μέσω αυτού περνούν αφομοιωμένα στην ποίηση ης τρίτης περιόδου. Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί πως για αυτή τη συλλογή διηγημάτων δεν έχει γίνει λόγος παρά μόνο ελάχιστα από τους μελετητές και πάντα με τη μορφή νύξης στο πλαίσιο της συνολικότερης αποτίμησης της λογοτεχνικής παραγωγής αυτής της περιόδου. Το έργο, ωστόσο, όπως ήδη από το 1989 παρατήρησε ο Ζήρας(66), μπορεί να προσφέρει τα κλειδιά για την κατανόηση της ποίησης της τρίτης περιόδου, η οποία συχνά, και λόγω ίσως του εκδοτικού κενού που μεσολάβησε από το κλείσιμο της δεύτερης περιόδου (έξι χρόνια), μελετήθηκε αποκομμένη, σα να είχε γεννηθεί ab ovo.

Σημειώσεις
(47) Βλ. «Μικρή υπαρξιακή παρένθεση», σελ. 388
(48) Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός πως στην πρώτη περίοδο τα ποίησής του, για τον ποιητή δεν υπήρχε δίλημμα ανάμεσα στην προσωπική και την κοινή ευτυχία. Το δίλημμα «έρωτας ή επανάσταση» είχε αρθεί και με τη συμμετοχή του ποιητή στον αγώνα μπορεί ίσως να θυσιαζόταν η προσωπική του αγάπη, αλλά διασώζοντας οι αγάπες των μελλοντικών γενιών και συνολικά του έρωτα. Εδώ τα δύο παρουσιάζονται αντιφατικά: η στροφή στον έρωτα ισοδυναμεί με προδοσία στο κοινωνικό σύνολο.
(49) Βλ. «Τετέλεσται», σελ. 435
(50) Βλ. ό.π. σελ. 302: ποιος τη γυρεύει αυτήν [ενν. την ψυχή σε αντίστιξη με το σώμα], και μάλι-/ στα να στην πληρώσει κιόλας./ Α, η ψυχή σου, όχι κανένα κέρδος δε σου πρόσφερε πο-/ τέ, μα, ίσα-ίσα,/ συχνά σε ζημίωσε, συχνά η ψυχή σου σε ζημίωσε πολύ.
(51) Για το ρόλο του περιθωρίου στον Λειβαδίτη βλέπε αναλυτικότερα στον Κουβαρά, Στην Ανθισμένη Ματαιότητα του Κόσμου. Περιδιαβάσεις στην Ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, Καστανιώης 2008
(52) Με την έννοια ότι ο άνθρωπος γίνεται δέσμιος της μικρότητάς του. Στο Εκκρεμές και στις συλλογές της τρίτης περιόδου συχνά γίνεται λόγος για το διάβολο. Για την ύπαρξη του Θεού στο έργο του Λειβαδίτη βλ. το άρθρο της Αλεξάνδρας Μπουφέα στο περιοδικό Διαβάζω, 12.89, τ.χ., σ.σ. 67-78
(53) Βλ. σχετικά το ποίημα «Η Δίκη» (σ.σ. 417- 418). Το μοτίβο της δίκης μαζί με την κρίση ταυτότητας, όπως δίνεται κυρίως στο πεζό ποίημα «Ο Άλλος» αποτελούν τη βάση για τη συλλογή διηγημάτων, Το Εκκρεμές, που κλείνει σαν επιστέγασμα την φάση, αυτήν την «μικρή υπαρξιακή παρένθεση». Ίδιας θεματικής είναι και το ποίημα «Δολοφονία οργανωμένη» (σελ. 424)
(54) Το βλέμμα και ο άλλος είναι καθοριστικά στο Εκκρεμές. Για την περίπτωση του Εκκρεμούς βλ. Βάγια Κάλφα, Το Εκκρεμές: Μία Παραγνωρισμένη Συλλογή Διηγημάτων, υπό έκδοση στα πρακτικά του 7ου Συνεδρίου Μεταπτυχιακών και Υποψήφιων Διδακτόρων, ΕΚΠΑ, 16-18 Μαϊου 2013
(55) Η γεγονότητα των υπαρξιστών περιλαμβάνει ό,τι ένας τρίτος μπορεί να δει στο άτομο: φυσικές ιδιότητες, όπως το ύψος, το βάρος, το χρώμα του δέρματος, κοινωνικές πραγματικότητες, όπως το φύλο, η τάξη, η εθνικότητα, ψυχολογικά χαρακτηριστικά, χαρακτηρολογικές ιδιότητες και κοσμοείδωλα, ιστορικά γεγονότα, όπως παρελθοντικές πράξεις του ατόμου, αλλά και της οικογένειας, του φύλου και της φυλής του. Οι υπαρξιστές δεν αρνούνται την πραγματικότητα αυτών των «γεγονότων», θεωρούν όμως ότι αυτά μπορούν να υπερβαθούν, καθώς δεν καθορίζουν τελικά τον άνθρωπο, αλλά ερμηνεύονται από αυτόν. Η ερμηνεία που τους δίνει ο καθένας ξεχωριστά, η δική του οπτική γωνία καθορίζει τη μοίρα του.     
(56) Αυθεντικότητα, κατά τους υπαρξιστές, είναι το να δρα κανείς, όχι σύμφωνα με τις κοινωνικές απαιτήσεις, αλλά σύμφωνα με τον χαρακτήρα του. Προϋπόθεση της αυθεντικότητας, επομένως, είναι να βγει κανείς από την ανωνυμία και να εκλέξει τον εαυτό του. Εκλέγοντας τον εαυτό του μπορεί στη συνέχεια να δεσμευτεί απέναντι στον κόσμο, αντί να αφήσει αυτόν να τον δεσμεύσει. Η αυθεντικότητα εφόσον προηγείται των άλλων, είναι αυτονομία, και το περιθώριο, στην περίπτωση του Λειβαδίτη, επιλογή και αντίσταση, όχι ήττα. Το ζήτημα της αυθεντικότητας και της αναυθεντικότητας συμπυκνώνεται στο ποίημα «Επιτύμβιο» (404), όπου αιτία του χαμένου χρόνου και της χαμένης ζωής θεωρείται ο φόβος του να είναι κανείς ο εαυτός του και η ματαιοδοξία του να γίνει αποδεκτός από τους άλλους και να αρέσει: Εδώ, σ’ αυτό το μνήμα κείται κάποιος/ που ο φόβος οι άλλοι τι θα πουν, κι η ματαιοδοξία ν’ αρέσει/ τόσο του κλέψανε ό,τι είχε πιο δικό του/ ώστε, σχεδόν, δεν κείται εδώ, κανείς.    
(57) Ο χρόνος βιώνεται οδυνηρά από τον Λειβαδίτη αυτής της περιόδου και έπειτα, κυρίως γιατί εγκλωβισμένος σε φόβους και αναβολές, τον βλέπει να κυλά χωρίς να εκλέγει τον εαυτό του. Βλ. από την ενότητα Ποιήματα (1958-1964) ενδεικτικά τα ποιήματα «Βιογραφία» (384), «Από Μέρα σε Μέρα» (402-403), «Το Καπέλο» (410).     
(58) Βλ. σελ. 282: (…) το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέ-/ πη του,/ και κάνει πως το ξεχνάει. Αυτό είναι η φυλακή του.
(59) Βλ. σελ. 283: Ενώ πίσω από κάθε τους φιλί, κρυμμένο, παραμόνευε το/ τέλος/ οριστικό κι αμετάκλητο/ σα μια αριθμητική.
(60) Βλ. σελ. 331: (..) δεν περνάει τίποτα, μόνο που λίγο αλλάζουν και παρακάτω: η κάθε μέρα μ’ αλλάζει,/ ενώ στο βάθος τίποτα δε μ’ αλλάζει (335)
(61) Βλ. 25η Ραψωδία της Οδύσσειας, σελ. 358
(62) Βλ. σελ. 296, τις σκηνοθετικές οδηγίες που δίνει ο ποιητής πριν από το έργο
(63) Βλ. ο άνθρωπος με το κασκέτο, ο σοφός, ο ποιητής, ο χορός των αντρών και των γυναικών, ένας άνθρωπος με πυρετικά μάτια, ένας περιθωριακός τύπος
(64) Βλ. ενδεικτικά και τους τίτλους των ποιημάτων «Γέγραπται», «Αναπότρεπτο», «Μάθημα ιστορίας» και «Από μέρα σε μέρα» από την ενότητα Ποιήματα (195-1964)
(65) Βλ. σελ. 385
(66) Βλ. Αλέξης Ζήρας, «1960-1970:  η Δεκαετία- μεταίχμιο στο Έργο του Τάσου Λειβαδίτη», Διαβάζω, τευχ. 228, 13.12.89, σ.σ. 52-58, βλ. σ.σ. 54-55