Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Σωτήρης Κακίσης της Κατερίνας Καρπινάτο

karpinato1.jpg
Ποιητής χωρίς ετικέτες και πέρα από τις κατηγοριοποιήσεις (που είναι πάντα λίγο γενικές) των λεγόμενων «λογοτεχνικών ειδών», ο Σωτήρης Κακίσης (Αθήνα 1954) είναι αδιάλειπτα παρών στην ελληνική εκδοτική σκηνή από το 1978, χρονιά που εξέδωσε την πρώτη του συλλογή ποιητικών κειμένων, Τα Σύρματα. Από τότε έχει στο ενεργητικό του πάνω από πενήντα βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία έχουν εκδοθεί από τους πιο έγκυρους και σοβαρούς εκδοτικούς οίκους  της Αθήνας (Εστία, Ίκαρος, Ερατώ, Οδυσσέας, Νεφέλη, Εξάντας, Γνώσεις). Πράγματι ο Κακίσης καθιερώθηκε, όχι μόνο χάρη στην αξιοπρόσεκτα έντονη ποιητική παραγωγή του (Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου, Silent Woman, Γούνες Γυναικείες/Αρώματα, Να ’σαι Γατούλα, Χρυσάφι στον Αέρα!, Εκατομμύρια Μικρά Παιδιά, Μη με Ζηλεύεις!, Δεν Χάλασε ο Κόσμος, Ο Ιδιοκτήτης της Ελλάδας, (Συνεχίζεται), Τύχη Βουνό!) και στην εξίσου πρωτότυπη παραγωγή βραχύπνοων πεζογραφημάτων (για να αναφέρουμε μόνο μερικούς από τους τίτλους Μέρη που Xάσανε τη Mαγεία τους, Παραμύθια σαν Αστεία Άστρα, Οι Ξανθές το Γλεντάνε, Οι Καλές Γυναίκες, Λαϊκές Αγορές -σε συνεργασία με το ζωγράφο Αλέκο Φασιανό), αλλά εκτιμήθηκε ιδιαίτερα για την πλούσια και ποικίλη μεταφραστική του δραστηριότητα.Ο διάλογός του με τις άλλες γλώσσες, με τη γλώσσα του άλλου, γίνεται ιδιωτικό και προσωπικό όργανο, και είναι ίσως μια από τις σημαντικότερες διαστάσεις της πνευματικής του δραστηριότητας. Πράγματι, ο Κακίσης στα κείμενα που μετέφρασε, δούλεψε όχι με βάση τους αυστηρούς κανόνες της «φιλολογικώς ορθής» μετάθεσης, μα με βάση τους εξίσου σοβαρούς και ακριβείς κανόνες της γλωσσικής μεσολάβησης, που ο ίδιος επέβαλε στον εαυτό του: επιλέγει να μιλήσει κατά πρόσωπο με τους ποιητές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, χωρίς εκείνο το ιερό δέος και το θρησκευτικό σεβασμό που συχνά κάνει την ανάγνωση των κλασσικών ποιητικών κειμένων άκαμπτη και απολιθωμένη.

3._____.jpg
Εξώφυλλο του Νίκου Χουλιαρά
Πεπεισμένος ότι κρυμμένα πίσω (ή μέσα) στα αποσπάσματα του  Αλκαίου, της Σαπφώς, του Αλκμάνα (και των άλλων ποιητών της αρχαίας Ελλάδας) μπορεί κανείς να διακρίνει και να ανακαλύψει, όχι μόνο τα ίχνη ενός μεγάλου και λατρευτού πολιτισμού, αλλά και τις πάλλουσες από αίμα αρτηρίες, τα στίγματα στο δέρμα και τις συγκινήσεις ανθρώπων που υπήρξαν πραγματικά, με σάρκα και οστά, ο Σωτήρης Κακίσης αποκαλύπτει ό,τι ανθρώπινο μπορεί ακόμα να σωθεί μέσα σε ’κείνες τις σπασμένες λέξεις, εκείνους τους ακρωτηριασμένους στίχους που στερήθηκαν το  συνολικό τους περιεχόμενο και τη μουσικότητά τους. Από τα ψίχουλα της αρχαίας ελληνικής ποίησης που σώθηκε μέχρι σήμερα, χάρη στον προσωπικό του εκφραστικό κώδικα, οι ποιητές της αρχαιότητας όχι μόνο αποκτούν φωνή, αλλά αναβιώνουν μέσα από ένα είδος ποιητικής ενσάρκωσης. Οι στίχοι του γίνονται προσωπικές ερμηνείες: όποιος κατηγορήσει τον Κακίση ότι ο Αλκαίος του είναι περισσότερο Κακίσης παρά Αλκαίος, έχει δίκιο και πέτυχε διάνα. Μα ο Κακίσης επιθυμεί να κινείται ακριβώς σε αυτό το είδος της μετάφρασης-εξομοίωσης, της μετάφρασης-ολοκλήρωσης, της μετάφρασης-συγχώνευσης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μεταφράσεις του είναι ποιητικές επανεγγραφές και όχι μεταφράσεις strictu sensu, ποιητικές επανεγγραφές με βάση τις γλωσσικές παραμέτρους που ο Κακίσης επέλεξε και στις οποίες παρέμεινε πιστός σ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφικής του διαδρομής, που μετράει το ένα τέταρτο του αιώνα («αργυρή επέτειος γάμου» του συγγραφέα με τον έντυπο λόγο, αφού όπως αναφέραμε η editio princeps γίνεται το 1978).Ο Κακίσης δεν μετέφρασε μόνο αρχαίους Έλληνες ποιητές: κάτω από τη δημιουργική του μυλόπετρα βρέθηκαν συγγραφείς πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, που είχαν όμως σαν κοινό παρονομαστή τη φαντασία του μεταφραστή: Woody Allen, Louis Carrol, Marcel Proust, Carlo Collodi και άλλοι. Αν θα ’πρεπε να βρούμε ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε αυτούς τους τόσο διαφορετικούς συγγραφείς, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μια κοινή ανεκπλήρωτη επιθυμία επιστροφής στην παιδική ηλικία, μια ανεκδήλωτη ανάγκη επανάκτησης του παρελθόντος, μια επείγουσα προσπάθεια να επανασυνδεθούν εκείνα τα νήματα της παράδοσης που καθημερινά μπερδεύονται.

4._____.jpg
Εξώφυλλο του Αλέκου Φασιανού
Ο Μίμνερμος και ο Παύλος Σιλεντιάριος μαζί με τον Ηρώνδα, τη Σαπφώ, τον Αλκαίο και τους άλλους, ο Woody Allen και ο Marcel Proust, ο Carlo Collodi παρέα με τη Μαρία Κάλλας (πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του Κακίση, Για Μένα, η Κάλλας), ο Buster Keaton και ο John Ford (άλλες μεγάλες αγάπες του Κακίση), συνυπάρχουν στη δημιουργική φαντασία του με ένα κοινό ποιητικό και εκφραστικό περιεχόμενο: είναι όλοι τους συνοδοιπόροι. Σε αυτή τη διαδρομή, χωρίς χρονικά ή τοπικά σύνορα, ο Κακίσης ξεκίνησε με όλους αυτούς έναν εσωτερικό διάλογο, ανοιχτό όμως και στους αναγνώστες του (ή ακροατές, ή θεατές). Κατά την επιλογή αυτών των ιδεατών συνομιλητών, ο Κακίσης χρησιμοποίησε ένα πολύτιμο μέσο: διάλεξε την ειρωνεία, κάλεσε κοντά του πρόσωπα και καταστάσεις που ξέρουν από χιούμορ, το αλάτι της ζωής. Στους στίχους του κυριαρχεί με κατάπληξη ένα απαραίτητο και αναγκαίο εναρκτήριο φτερούγισμα που καθορίζει ένα χαμόγελο (ενίοτε σχεδόν ένα γέλιο). Γιατί ο Κακίσης είναι διατεθειμένος να φορτωθεί όλα τα κακά του κόσμου, γνωρίζει καλά όλα τα σακατέματα και τις ασχήμιες που οι άνθρωποι ξέρουν να προκαλούν στους εαυτούς τους και στους γύρω τους. Και έχει πλήρη διαύγεια όταν περιγράφει τις βιαιότητες που διαπράττουν ή υφίστανται οι άνθρωποι και τα πράγματα. Μα ταυτόχρονα αναζητά το παιδί που κάποτε ζούσε στη χώρα των θαυμάτων και που ήξερε ακόμα να γελάει, να χαμογελάει και να παίζει με τις σαύρες. Αυτό το παιδί δεν είναι κρυμμένο στον ποιητή τού σήμερα, μα είναι ο ίδιος ο ποιητής τού σήμερα, μέσα στον οποίο συνυπάρχουν, ορατά και αόρατα, χιλιάδες περίπλοκα λαξεύματα: ο αναγνώστης με την κλασική ποιητική παιδεία και ο παθιασμένος με τις αθλητικές ειδήσεις, ο κοσμικός δημοσιογράφος που ερευνά στα ενδόμυχα διακεκριμένων προσωπικοτήτων (ο Κακίσης επί χρόνια επίσης συνεργάζεται με διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, παίρνοντας συνεντεύξεις) και ο εκλεπτυσμένος μελομανής, ο γνώστης των πετυχημένων ταινιών και ο ερωτευμένος με το Fellini και το Renoir, ο φάλτσος τραγουδιστής που γράφει στιχάκια για τραγούδια απλά, ο τεχνίτης του λόγου και ο ταχυδακτυλουργός κειμένων, ο σεναριογράφος του Μ’ Αγαπάς; (ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας) και ο «εικονογράφος» (μαζί με τον Αλέκο Φασιανό, τον Γιώργο Σταθόπουλο και το Νίκο Χουλιαρά συνυπέγραψε μερικά από τα πιο ωραία του βιβλία), ο ρεπόρτερ με τις παντόφλες που καταγράφει τις πιο αιματηρές και ακραίες συναισθηματικές διαπλοκές και ο φωτογράφος μιας πόλης εσωτερικής, μη ορατής με γυμνό μάτι...Στην ποιητική παραγωγή του Σωτήρη Κακίση είναι περιττό να αναζητήσουμε παραδοσιακά σημεία αναφοράς. Είναι περιττό να επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε σημεία στήριξης: στους στίχους του δεν θα ανταμώσουμε την Αθήνα, την πόλη όπου κινούνται, γράφουν και φιλονικούν οι ζώντες Έλληνες ποιητές (ανάμεσα στις άβολες σκιές των Ελλήνων ποιητών του πρόσφατου και μακρινού παρελθόντος): δεν θα σκοντάψουμε στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που εξακολουθεί να βασανίζει όσους γράφουν στα ελληνικά, όσους αγωνίζονται με την επιθυμία να γίνουν διαφορετικοί από τη μητέρα (από τη μητρική γλώσσα ή από τη γλώσσα-μητέρα) και που διαρκώς έλκονται και απορροφούνται παρασυρμένοι από το βάρος μιας αδιάσπαστης παράδοσης λόγου και εικόνας -λόγος και εικόνα, γεννήματα της ίδιας γλώσσας. Η ελληνική γλώσσα που παρόλες τις μεταμορφώσεις της διατήρησε αμετάβλητο το DNA της, εύκολα αναγνωρίσιμο σε κάθε ελληνικό λογοτεχνικό έργο, του χθες και του σήμερα, και που εξακολουθεί να αναπαράγεται και να γεννά ποίηση. Γιατί είναι μια γλώσσα γενετικά «ποιητική», με την ετυμολογική έννοια της λέξης, ξεκινώντας από τη ρίζα του ρήματος ποιώ, κάνω, πραγματοποιώ, δημιουργώ.

5._____.jpg
Εξώφυλλο του Γιώργου Σταθόπουλου
Από την ποίηση του Κακίση απουσιάζει επίσης οποιαδήποτε αναγνωρίσιμη εικόνα που να ανήκει στην παραδοσιακή ή πνευματική κληρονομιά, απουσιάζει η απόδοση τιμών στους ποιητικούς λόγους των πατέρων, απουσιάζει το μασκαρεμένο επίχρισμα σοφίας με το οποίο άλλοι Αθηναίοι ποιητές πρόθυμα καλύπτουν την ποιητική τους συγκρότηση, ποτισμένη από ξένα αναγνώσματα και εμπειρίες. Απουσιάζει ο κλασσικός ρυθμός, καμιά ηχώ δεν παραπέμπει στη σχέση τραγουδιού-ποίησης, που έπαιζε πάντα ένα σημαντικό ρόλο στην ελληνική ποιητική παραγωγή: απουσιάζει ο παραδοσιακός στίχος ή ο ελεύθερος στίχος, απουσιάζει το συνηθισμένο περιθώριο στο λευκό χώρο της σελίδας στην οποία τυπώνεται το ποιητικό κείμενο, ο στοιχειώδης σεβασμός των τύπων, απουσιάζει η οποιαδήποτε πιθανή κριτική συνάφεια. Τότε λοιπόν τί υπάρχει σε αυτήν την ποίηση; Γιατί εξακολουθεί να έχει το δικό της αναγνωστικό κοινό και να απολαμβάνει την εκτίμησή του; Γιατί εξακολουθεί να προκαλεί αμηχανία στους κριτικούς; Γιατί για τη λογοτεχνική αυτή παραγωγή αξίζει να αφιερώσει χώρο τούτο το περιοδικό;Σε αυτές τις ερωτήσεις θα μπορέσουμε να απαντήσουμε μόνο αν δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον ποιητή, που εδώ μιλάει στα ιταλικά χάρη στο δικό μου φιλτράρισμα. Το μέλλον της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής υπόκειται στα γούστα και τις μόδες και είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθορίσει κανείς με ακρίβεια το πότε, πώς και γιατί ένα ποιητικό κείμενο είναι άξιο προσοχής. Η επιλογή είναι υποκειμενική, είναι ζήτημα προσωπικής ευαισθησίας, ατομικής συγκρότησης, ή πιο απλά εξαρτάται από την ευχαρίστηση που δίνει στον καθένα.

Παίρνω λοιπόν την ευθύνη, σαν αναγνώστης-μεταφραστής ενός σύγχρονου ποιητή, για την επιλογή του λογοτέχνη και για τους γλωσσικούς ερμηνευτικούς δρόμους που ακολούθησα: στον Κακίση αντιστοιχεί η ευθύνη για τον ποιητικό του ρόλο στα πλαίσια μιας λογοτεχνικής πραγματικότητας, όπως είναι η ελληνική, στην προοπτική της καινούριας χιλιετίας.

Κατερίνα Καρπινάτο
Foro Ellenico, Σεπέμβριος/Οκτώβριος 2004
Μετάφραση: Λένα Λυγερού-Russo

6._____.jpg
Εξώφυλλο του Γιώργου Σταθόπουλου