Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Βιθέντε Μπλάσκο Ιμπάνιεθ: Η καταδικασμένη

Μεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης
psarris24.jpg
Ισπανός συγγραφέας και πολιτικός, ο Βιθέντε Μπλάσκο Ιμπάνιεθ (Vicente Blasco Ibáñez) είναι από τους κορυφαίους λογοτέχνες της ιβηρικής σχολής. Έγινε παγκοσμίως γνωστός για τις κινηματογραφικές διασκευές έργων του με θέμα τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ των οποίων και του δημοφιλούς μυθιστορήματος Los cuatro jinetes del Apocalipsis (Οι τέσσερις ιππείς της Αποκάλυψης). Μέλος της περίφημης Γενιάς του ’98, που συμπεριελάμβανε προσωπικότητες όπως οι Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Πίο Μπαρόχα και Αντόνιο Ματσάδο, ο Ιμπάνιεθ κατέγραψε με ρεαλιστική διάθεση την καθημερινότητα της ισπανικής επαρχίας στα τέλη του 19ου αιώνα, γεγονός που δεν απέτρεψε το έργο του από το να αποκτήσει μεγαλύτερη απήχηση εκτός συνόρων. Το διήγημα Η καταδικασμένη (La condenada) προέρχεται από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων και αποτελεί δείγμα της έντονα ψυχολογικής ματιάς του συγγραφέα. 

**

 

Ο Ραφαέλ βρισκόταν δεκατέσσερις μήνες μέσα στο στενό κελί.
Τον κόσμο του αποτελούσαν εκείνοι οι τέσσερις τοίχοι, που ήταν βαμμένοι με το απαίσιο άσπρο χρώμα του οστού, και που τις χαραμάδες και τα σκασίματά του ήξερε από μνήμης· ο ήλιος του ήταν το ψηλό παραθυράκι με τη σταυρωτή σιδεριά που έκοβε στα δύο τον γαλάζιο λεκέ του ουρανού· κι από το πάτωμα μήκους οκτώ βημάτων μετά βίας τού ανήκε το μισό εξαιτίας εκείνης της απίστευτης στριγγής αλυσίδας που ο κρίκος της, εισχωρώντας στον αστράγαλό του, είχε σχεδόν γίνει ένα με τη σάρκα του.
Ήταν καταδικασμένος σε θάνατο, κι ενώ στη Μαδρίτη έριχναν μια τελευταία ματιά στη χαρτούρα του φακέλου του, εκείνος έβλεπε τους μήνες να περνούν εκεί μέσα αποκομμένος από τα εγκόσμια, σαπίζοντας, σαν ένα ζωντανό πτώμα, σ’ εκείνο το φέρετρο από κονίαμα, ανυπομονώντας, σαν ένα στιγμιαίο κακό που θα απέτρεπε άλλα μεγαλύτερα, να φτάσει η ώρα που θα του έσφιγγαν τον λαιμό, δίνοντας επιτέλους ένα οριστικό τέλος σε όσα συνέβαιναν.
Αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν η καθαριότητα· εκείνο το πάτωμα που το σκούπιζαν και το έτριβαν καθημερινά σε βαθμό ώστε η υγρασία, διαπερνώντας το κιλίμι του, να του φτάνει μέχρι τα κόκκαλα· εκείνοι οι τοίχοι, που πάνω τους δεν άφηναν τον παραμικρό κόκκο σκόνης. Ως και τη συντροφιά της βρωμιάς απαγόρευαν στον κρατούμενο. Απόλυτη μοναξιά. Όταν εμφανίζονταν αρουραίοι, έβρισκε παρηγοριά με το να μοιράζεται μαζί τους το λιγοστό του φαγητό και να τους μιλάει λες και ήταν καλοί του φίλοι· όταν έβρισκε καμιά αράχνη στις γωνιές, περνούσε τον χρόνο του εξημερώνοντάς την.
Τη μόνη ζωή που ήθελαν μέσα σ’ εκείνο τον τάφο ήταν η δική του. Κάποια μέρα, πόσο καθαρά το θυμόταν ο Ραφαέλ!, έσκασε μύτη στο κελί ένα σπουργίτι, θαρρείς ένα ανυπάκουο παιδί. Ο πλάνης του φωτός και του αέρα τιτίβιζε σαν να εξέφραζε την έκπληξή του που έβλεπε εκεί κάτω εκείνον το κιτρινισμένο και κοκαλιάρη απόκληρο, να τρέμει από το κρύο μέσα στο κατακαλόκαιρο, με κάτι πανιά δεμένα στα μηλίγγια και ένα κουρέλι από την κουβέρτα δεμένο γύρω από τα νεφρά. Πρέπει να τον τρόμαξε εκείνο το σκελετωμένο και ωχρό πρόσωπο με την ασπρίλα του μασημένου χαρτιού· του προκάλεσε φόβο η παράξενη αμφίεση ερυθρόδερμου και το έβαλε στα πόδια, κουνώντας τα φτερά του θαρρείς για να λυτρωθεί από τη μυρωδιά τάφου και σάπιου μαλλιού που ανέδιδε το κελί.
Η μοναδική ένδειξη ζωής προερχόταν από τους συγκρατούμενους που περιδιάβαιναν στο προαύλιο. Εκείνοι τουλάχιστον έβλεπαν ανοιχτό ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους, δεν κατάπιναν τον αέρα μέσα από μια πολεμίστρα· τα πόδια τους ήταν ελεύθερα και όλο και κάποιον είχαν να μιλήσουν. Ακόμα κι εκεί μέσα η δυστυχία είχε τις διαβαθμίσεις της. Ο Ραφαέλ μάντευε την αιώνια ανθρώπινη δυσαρέσκεια. Ζήλευε τους άλλους στο προαύλιο, θεωρώντας την κατάστασή τους ως μία από τις πλέον επιθυμητές. Οι κρατούμενοι ζήλευαν τους έξω, εκείνους που απολάμβαναν την ελευθερία τους. Ίσως όσοι τριγύριζαν εκείνη την ώρα στους δρόμους να μην ήταν ευχαριστημένοι με την τύχη τους, λαχταρώντας ένας Θεός ξέρει πόσα πράγματα...! Τι καλή που είναι η ελευθερία...! Τους άξιζε να είναι φυλακισμένοι.
Βρισκόταν στο τελευταίο σκαλί της δυστυχίας. Κάποτε, σε μια κρίση απελπισίας, είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει τρυπώντας το πάτωμα, κι από τότε οι φύλακες τον παρακολουθούσαν αδιάκοπα, εξοντωτικά. Όταν τραγουδούσε, του επέβαλλαν τη σιωπή. Μια φορά θέλησε να διασκεδάσει σιγομουρμουρίζοντας μονότονα τις προσευχές που του έμαθε η μάνα του και από τις οποίες θυμόταν μόνο κάποια αποσπάσματα, και τον διέταξαν να πάψει. Μήπως προσπαθούσε να το παίξει τρελός; Θεέ μου, ατέλειωτη σιωπή! Ήθελαν να διατηρείται ακμαίος, υγιής στο σώμα και το πνεύμα, ώστε ο δήμιος να μην βάλει χέρι σε φθαρμένη σάρκα.
Τρελός! Δεν ήθελε να καταντήσει έτσι· ο ενταφιασμός όμως, η ακινησία και εκείνο το λιγοστό και άθλιο συσσίτιο τον εξόντωναν. Είχε παραισθήσεις· μερικές νύχτες, μόλις έκλεινε τα μάτια ενοχλημένος από το επιτρεπόμενο φως, που δεκατέσσερις μήνες δεν είχε καταφέρει να συνηθίσει, τον τρόμαζε η αλλόκοτη σκέψη ότι, ενώσω κοιμόταν, οι εχθροί του, εκείνοι που ήθελαν να τον σκοτώσουν και τους οποίους δεν γνώριζε, έκαναν το στομάχι του να ανακατεύεται. Γι’ αυτό τον βασάνιζαν με φοβερές σουβλιές.
Την ημέρα δεν σταματούσε να σκέφτεται το παρελθόν του, η μνήμη του όμως ήταν τόσο θολωμένη ώστε νόμιζε ότι αναψηλαφούσε την ιστορία κάποιου άλλου.
Θυμόταν την επιστροφή στο γενέθλιο χωριουδάκι του, μετά από την πρώτη του κάθειρξη για διάφορες βιαιοπραγίες· τη φήμη που είχε σε όλη την περιφέρεια, τους θεατές που τον επευφημούσαν με ενθουσιασμό στην ταβέρνα της πλατείας: Τι άγριος που είναι ο Ραφαέλ! Η καλύτερη κοπέλα του χωριού ήθελε να τον παντρευτεί, περισσότερο από φόβο και σεβασμό παρά από έρωτα. Οι αξιωματούχοι του Δήμου του χάρισαν ένα τουφέκι αγροφύλακα αποβλέποντας στην εκμετάλλευση της βαρβαρότητάς του στις εκλογές. Βασίλευε χωρίς αντίπαλο σε όλη την περιοχή. Οι άλλοι, οι ηττημένοι, ήταν υποχείριά του, μέχρι που είδαν κι απόειδαν και βρήκαν προστασία σε κάποιον τραμπούκο που κι αυτός μόλις είχε βγει από τη φυλακή, στέλνοντάς τον να τα βάλει με τον Ραφαέλ.
Κύριε των δυνάμεων! Η επαγγελματική του τιμή βρισκόταν σε κίνδυνο. Έπρεπε να δώσει ένα μάθημα σ’ εκείνο το υποκείμενο που του έκλεβε το ψωμί. Μοιραία λοιπόν, του έστησε καρτέρι και του έριξε μια τουφεκιά ακριβείας, αποτελειώνοντάς τον με το κοντάκι για να μην γκαρίξει και λυσσάξει άλλο.
Με λίγα λόγια... αντρικές δουλειές! Και μετά, η φυλακή, όπου βρήκε παλιούς συντρόφους· η δίκη, στην οποία όλοι όσοι μέχρι τότε τον φοβόντουσαν έπαιρναν εκδίκηση για τον τρόμο που τους είχε προκαλέσει καταθέτοντας εναντίον του· η φριχτή καταδίκη και εκείνοι οι καταραμένοι δεκατέσσερις μήνες της αναμονής μέχρι να φτάσει από τη Μαδρίτη ο θάνατος που, κρίνοντας από τη μεγάλη καθυστέρηση, σίγουρα ερχόταν με το κάρο.
Δεν του έλειπε το θάρρος. Σκεφτόταν τον Χουάν Πορτέλα, τον όμορφο Φρανθίσκο Εστέμπαν, όλα εκείνα τα ατρόμητα παλικάρια που τα κατορθώματά τους, εξιστορημένα σε μπαλάντες, είχε ακούσει πάντα με ενθουσιασμό, και ήξερε ότι είχε κι εκείνος την ίδια γενναιότητα για να αντιμετωπίσει αυτή την τελευταία δοκιμασία.
Κάποιες νύχτες όμως πεταγόταν από το κιλίμι του λες και τον είχε χτυπήσει κεραυνός, κάνοντας την αλυσίδα να τρίζει θλιμμένα. Φώναζε σαν μωρό, και ταυτόχρονα το μετάνιωνε προσπαθώντας μάταια να καταπνίξει τις κραυγές του. Κάποιος άλλος φώναζε μέσα του· κάποιος που μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει, που φοβόταν και κλαψούριζε, και που ηρεμούσε μόνο αφού είχε πιει πρώτα μισή ντουζίνα φλιτζάνια από εκείνο το καυτερό αφέψημα από χαρούπι και σύκο που στη φυλακή ονόμαζαν καφέ.
Από τον παλιό Ραφαέλ, που ήθελε να πεθάνει για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα, το μόνο που είχε μείνει ήταν το περιτύλιγμα. Ο καινούργιος, εκείνος που είχε γεννηθεί μέσα σ’ εκείνο τον τάφο, σκεφτόταν με τρόμο ότι είχαν ήδη περάσει δεκατέσσερις μήνες κι ότι αναπόφευκτα το τέλος ήταν κοντά. Θα περνούσε ευχαρίστως άλλους δεκατέσσερις μέσα σ’ εκείνη τη δυστυχία.
Ήταν τρομαγμένος· προαισθανόταν ότι η συμφορά πλησίαζε. Την έβλεπε παντού: στα πρόσωπα που ξεμύτιζαν γεμάτα περιέργεια στο παραθυράκι της πόρτας· στον παπά των φυλακών, που πλέον ερχόταν κάθε απόγευμα, λες κι εκείνο το μολυσμένο κελί ήταν το καταλληλότερο μέρος για να μιλήσει κανείς μ’ έναν άνθρωπο και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Λάθος, μεγάλο λάθος!
Οι ερωτήσεις δεν θα μπορούσαν να τον αναστατώνουν περισσότερο. Ήταν καλός χριστιανός; Ναι, πάτερ. Σεβόταν τους παπάδες, δεν είχε πει ποτέ την παραμικρή άσχημη κουβέντα εναντίον τους. Για την οικογένειά του δεν είχε κάτι να πει. Οι δικοί του είχαν φύγει όλοι για το βουνό για να πολεμήσουν υπέρ του νόμιμου βασιλιά, γιατί έτσι τους διέταξε ο εφημέριος του χωριού. Και για να αποδείξει ότι ήταν χριστιανός, έβγαζε από τα κουρέλια που κάλυπταν το στήθος του μια λιγδιάρικη αρμαθιά από χαϊμαλιά και μενταγιόν.
Στη συνέχεια ο παπάς τού μιλούσε για τον Ιησού, για τον Υιό του Θεού ο οποίος είχε βιώσει μια κατάσταση παρόμοια με τη δική του. Αυτός ο παραλληλισμός ενθουσίαζε τον φτωχοδιάβολο. Τι τιμή...! Παρ’ όλο όμως που αυτή η ομοιότητα τον κολάκευε, ήθελε να πραγματοποιηθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καθυστέρηση.
Έφτασε η μέρα όπου έσκασε σαν κανονιά στο κεφάλι του η φριχτή είδηση. Η διαδικασία στη Μαδρίτη είχε ολοκληρωθεί. Ο θάνατος πλησίαζε, με μεγάλη ταχύτητα: με τον τηλέγραφο.
Όταν ένας υπάλληλος του είπε ότι η γυναίκα του μαζί με το κοριτσάκι που είχε γεννηθεί ενώ εκείνος ήταν κρατούμενος βρίσκονταν έξω από τη φυλακή ζητώντας να τον δουν, δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία. Το γεγονός και μόνο ότι εκείνη είχε έρθει από το χωριό υποδήλωνε ότι το τέλος ήταν κοντά.
Άρχισε να σκέφτεται την πιθανότητα να ζητήσει χάρη, και γαντζώθηκε με λύσσα πάνω από εκείνη την τελευταία ελπίδα από την οποία πιάνονται όλοι οι δυστυχισμένοι. Πολλοί το είχαν καταφέρει, γιατί όχι κι αυτός; Εξάλλου, δεν κόστιζε τίποτα σ’ εκείνη την καλή κυρία στη Μαδρίτη να του χαρίσει τη ζωή· το μόνο που χρειαζόταν ήταν να υπογράψει ένα φιρμάνι.
Όλους τους επίσημους νεκροθάφτες που τον επισκέπτονταν από καθήκον ή από περιέργεια, δικηγόρους, παπάδες και δημοσιογράφους, τους ρωτούσε, τρέμοντας και ικετεύοντας, λες και μπορούσαν να τον σώσουν:
«Τι πιστεύετε; Θα υπογράψει το φιρμάνι;»
Την επόμενη μέρα θα τον πήγαιναν στο χωριό του, δεμένο και με συνοδεία, σαν ένα άγριο ζώο που μεταφέρεται στο σφαγείο. Βρισκόταν ήδη εκεί ο δήμιος μαζί με τα συμπράγκαλά του. Η γυναίκα, μια εύσωμη μελαχρινή με χοντρά χείλη και σμιχτά φρύδια, περίμενε στην πόρτα της φυλακής να τον δει να βγαίνει, κουνώντας την αεράτη φούστα της με τα απανωτά μεσοφόρια που ανέδινε μια βαριά μυρωδιά στάβλου.
Έμοιαζε ξαφνιασμένη που βρισκόταν εκεί. Στο χαζό της βλέμμα διάβαζε κανείς περισσότερο σαστιμάρα παρά πόνο, και μόνο όταν κοίταζε το πλασματάκι που ήταν γαντζωμένο στο τεράστιο στήθος της άφηνε κάποια δάκρυα να τρέξουν.
Για όνομα του Θεού! Τι ντροπή για την οικογένεια! Ήξερε καλά ότι εκείνος ο άνθρωπος θα κατέληγε έτσι! Μακάρι να μην είχε γεννηθεί το μωρό!
Ο παπάς των φυλακών προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Συμβιβασμός: όταν θα έμενε χήρα, θα μπορούσε να βρει έναν άντρα που θα την έκανε περισσότερο ευτυχισμένη. Αυτά τα λόγια φαίνονταν να την ενθουσιάζουν, και μάλιστα έφτασε στο σημείο να μιλήσει για τον πρώτο της αρραβωνιαστικό, ένα καλό παιδί που είχε αποσύρει το ενδιαφέρον του επειδή φοβόταν τον Ραφαέλ, και που τώρα τη γυρόφερνε στο χωριό και τους αγρούς λες και κάτι ήθελε να της πει.
«Όχι. Άντρες υπάρχουν πολλοί» έλεγε ήρεμα εκείνη με μια υποψία χαμόγελου. «Είμαι πολύ θρησκόληπτη. Αν πάρω άλλον άντρα, θέλω να μου τον στείλει ο Θεός».
Και  βλέποντας την έκφραση έκπληξης στο πρόσωπο του παπά και των φρουρών της πύλης, επανήλθε στην πραγματικότητα και ξανάρχισε να κλαίει με το ζόρι.
Το σούρουπο έφτασε η είδηση. Είχε όντως δοθεί χάρη. Εκείνη η κυρία στη Μαδρίτη που ο Ραφαέλ τη φανταζόταν γεμάτη με τα πλούτη και τα στολίδια που μόνο στις Αγίες Τράπεζες μπορεί να δει κανείς, είχε ενδώσει στα τηλεγραφήματα και τις ικεσίες του παρατείνοντας τη ζωή του.
Η απονομή χάριτος προκάλεσε πανδαιμόνιο στη φυλακή, λες και όλοι οι κατάδικοι είχε λάβει εντολή αποφυλάκισης.
«Χαμογέλα, κορίτσι μου» έλεγε ο παπάς στη γυναίκα του κρατούμενου στην καταρρακτή. «Ο άντρας σου δεν θα πεθάνει. Δεν θα μείνεις χήρα».
Η κοπέλα ήταν σιωπηλή, λες και πάλευε με σκέψεις που πλημμύριζαν αργά και βασανιστικά το μυαλό της.
«Ωραία» είπε στο τέλος με ηρεμία. «Και πότε θα βγει;»
«Πότε θα βγει…! Είσαι τρελή; Ποτέ. Πρέπει να ευχαριστεί την τύχη του που γλύτωσε. Θα πάει στην Αφρική, είναι νέος και δυνατός, μπορεί να ζήσει άλλα είκοσι χρόνια».
Η γυναίκα έκλαψε για πρώτη φορά με όλη της την ψυχή· τα δάκρυά της όμως δεν ήταν δάκρυα λύπης, αλλά απελπισίας, οργής.
«Ηρέμησε, κορίτσι μου» έλεγε ο παπάς ενοχλημένος. «Μην βάζεις σε πειρασμό τον Κύριο. Του χάρισαν τη ζωή, το καταλαβαίνεις; Δεν τον βαραίνει πια η θανατική καταδίκη... Τι άλλο θες;»
Η εύσωμη κοπέλα συγκράτησε τα δάκρυά της. Τα μάτια της έλαμψαν με μια έκφραση μίσους.
«Εντάξει, δεν θα πεθάνει... Χαίρομαι. Εκείνος θα σωθεί, εγώ όμως...;»
Και μετά από παρατεταμένη σιωπή, πρόσθεσε ανάμεσα από βογγητά που έκαναν το μελαχρινό και φλογερό της δέρμα, το οποίο ανέδιδε μια άγρια μυρωδιά, να τρέμει:
«Ο μόνος καταδικασμένος εδώ είμαι εγώ».