Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

C.R.A.F.T. - H παρουσίαση

craftparous26.jpg
Φωτό: Θ. Ζαμπάκα
Αθηνά ΤιτάκηΣαν χθες και σήμερα

Εκείνη η χρονιά έμοιαζε διάφορη απ' τις άλλες
μα δεν ήταν.
Είχε στην τσέπη χώματα πολλών πατρίδων
νερά από ποτάμια ξένα, αγκάθια λουλουδιών
και πέταλα μικρών μικρών θανάτων.
Ζούδια πολύποδα και φτερωτά, κρυμμένα
κάτω απ' το πέτο το δεξί της ειμαρμένης
και στο αριστερό του άγραφου
λέξεις πολλές, απόστασης, δρόμων αδιεξόδων.
Έχυναν απ' τα μανίκια της υπόνομοι
πλύσεις ατέλειωτες στυγνών νοικοκυράδων
κι από λιτανείες παράκαιρες
στο στρίφωμά της πάγωναν κερία
αυτών που προσευχόνταν.
Είχε κι ένα μαντίλι κόκκινο, κάμποτο ξεφτισμένο
στην επιδέξια καρδιά ανάστροφα μπηγμένο.
Σκισμένη ήταν
κι οι προικοθήρες άλλαζαν πρόσωπα
να μη τους θυμηθούμε.
Όμοια με τις άλλες κι όμως φοριόταν
χρόνο το χρόνο απ' τον καδή και τον αυτάρεσκο.
Που να την πιάσεις τη λερή
και πως να τηνε πλύνεις.

Ειρήνη Βεργοπούλου

Απωλέσθη καύσιμο

Το βέλτιστο ορυκτό σου καύσιμο.
Η μη ανανεώσιμη φυσική πληγή σου.
Ο Χρόνος σου.
Απωλέσθη, ενίοτε μάταια.
Μεγάλη η οικολογική καταστροφή,
στον δρυμό ψυχισμό σου.
Κόπιασε τώρα στο εξής
να σκαλίζεις ότι απέμεινε
με υλη-ακή ενέργεια.

Πόλυ Μαμακάκη

Να προσέχεις τη θάλασσα

Να μπαίνεις μέσα της όπως σε φωτιά
Να μην πιστεύεις στα λόγια και τις υποσχέσεις του κύματος
Που μπορεί να βυθίσει ξαφνικά όλα σου τα δώρα
Να μην γελιέσαι στον αφρό
Που μουλιάζει το ίδιο χέρια ζωντανών και ανάσες πνιγμένων
Να φοβάσαι τα ψάρια
Που έμαθαν νωρίς από βυθό αλλά δεν γνώρισαν ποτέ τους το χάδι
Να κοιτάς μην ξεχαστείς στ’ ανοιχτά
Όπου μοιάζει να μην υπάρχει ακτή ή άλλη άκρη
Να κολυμπάς σταθερά χωρίς να σε παρασύρει το ρεύμα
Κρατώντας τις πιο πολλές σου δυνάμεις για την επιστροφή
Να χαίρεσαι τη νηνεμία και τη γαλήνη του πρωινού
Αλλά να θυμάσαι πως η θάλασσα με ιδρώτα τρέφεται και δάκρυ
(Γιατί το ποίημα αυτό δεν μιλάει ασφαλώς για τη θάλασσα)

Αναστασία Λίλη

Λόγια απέναντι...

Επέστρεψα αγαπημένη μου και πάλι.
Γιά άλλη μια φορά σου λέγω πως δεν σου θυμώνω
που ξεκίνησες πρώτη και μόνη.
.......
Σε ζητούσαν, και σήμερα, τα ρόδα της αυλής μας.
Σου τραγουδούσε το γιασεμί της πόρτας μας,
γιατί το κανάρι μας σώπασε από τότε...
Στέκομαι κάτω από την λεμονιά
και, νιώθω πως χτενίζεις τα μαλλιά σου.
Μυρίζει κάθε Κυριακή η γειτονιά μας όλη
και το γλυκό στο βάζο δεν τελειώνει.
Γαλήνη δεν έχει ο ύπνος μου
κι από χαρά,δεν κινδυνεύω.
Με γυροφέρνει ο θάνατος
κι εγώ του ξεγλυστράω.
Βαρύ φορτίο η μοναξιά,
γι'αυτό και σου το λέγω.
Σε αγαπώ σαν όνειρο
και να με περιμένεις...

Πόλυ Χατζημανωλάκη

Et in Arcadia ego

Φεύγοντας από δω τα μάτια μου αποκτούν και άλλες καμπυλότητες
φακοί για μια πολυπρισματική όραση
εξ επαφής και από μακριά
για το σκοτάδι
που διαπερνούν τα κελαηδίσματα
του γκιώνη
όταν διεκδικεί την παρουσία του στο σκοτεινό δάσος
τα θροΪσματα των δέντρων
τα αερικά που κατοικούν κρυμένα
ένα λαγό που κοιτάει απορημένος πριν κρυφτεί στο λαγούμι του
το χαμομήλι που ακουμπά τρυφερά στο πεζοδρόμιο
στο σταθμό του τρένου
χιλιόμετρα μακριά
ακούω
σαν να έχει νέες έλικες το αυτί μου
λεπτότερες
εκείνες που ο Όσιπ Μάντελσταμ
επεδείκνυε υπερήφανος στους αναγνώστες του
στο Ταξίδι στην Αρμενία.


Σοφία Περδίκη

Το ατύχημα

Στα χρόνια της μεγάλης παραλυσίας
περάσαμε εκατοντάδες ώρες
πάνω στο μεγάλο σκανδιναβικό τραπέζι.
Ατελείωτες οι μέρες της πνευματικής εξάσκησης και της ψυχαγωγίας.
Ψάχνοντας διακαώς
με τη φωτιά και τον σίδηρο παραμάσχαλα
να βρούμε τον χρυσό κανόνα που διέπει όλα τα παιχνίδια
ανακινήσαμε δυνατά το πρασινωπό πουγκί
ακούστηκαν κροταλισμοί
τα πιόνια πετάξαμε, ατάκτως ερριμμένα.
Οι πιο τυχεροί από εμάς σχημάτισαν εφτάστερες προτάσεις,
οι οποίες με τη σειρά τους
καταγράφηκαν στο τεφτέρι των αναμνήσεων.
Πολλοί πόντοι, συμφυείς του ιλίγγου
που δημιουργεί η συνουσία με τη νίκη
εξαργυρώθηκαν
και οι αναμετρήσεις τυπώθηκαν
αποσαφηνισμένες
πάνω στο σταυρό, ανάμεσα στις λέξεις.
Το τι επακολούθησε μετά δεν θα το πούμε εμείς.
Η κρίση μας είναι θολή
εφάμιλλη ενός σπασμού που από μόνος του
δεν λέει απολύτως τίποτα.
Το ατύχημα συνέβη.
Υπήρξε σύγχυση των λειτουργιών και απώλεια των αισθήσεων.
Ένα ρουά ματ θυμάμαι είχες πει εσύ
την ώρα που ξετύλιγα το κόκκινο πανί.
Τώρα μιλούν οι συνοδοί
στη μοναδική γλώσσα που ξέρουν. Ας πουν.
Αυτόκλητοι ήρθαν
ως νοσοκόμοι εθελοντές
κι ανέλαβαν την απογευματινή βόλτα μας στο πάρκο.
Η φύση γύρω πάντως
ακόμα κι από τη θέση της καθήλωσης
παραμένει συγκλονιστική.

Βαγγέλης Χαλικιάς

Ακίνητος στέκει μες στο σκοτάδι του μυαλού

Ακίνητος στέκει μες στο σκοτάδι του μυαλού
Ο ήλιος παλεύει μα δε μπορεί να τον φωτίσει
Μια χαραμάδα αφήνει τη λάμψη να φανεί
Μα παγωμένο το κορμί του έχει αφήσει
Ο φόβος της επόμενης στιγμής
Η αναμονή και η ελπίδα φτερουγίζουν
Μα δε σαλεύει μετά από εκείνη τη μουγκή
Την καταιγίδα που πλημύρισε
Με αδράνεια την ψυχή του.

Γεσθημανή Σιδερίδη

Ο Δεντρόκηπος

Το μεσημέρι εκείνο στον δεντρόκηπο
κλαίει ακόμη
αγκιστρωμένο σ’ ένα βυσσινάκι
που η Άννα κοιτούσε με λαχτάρα
και δεν μπόρεσες να φτάσεις, αχ,  παιδί!
Και το γρατζουνισμένο γόνατο θυμάται,
αιμορραγεί, σφαδάζει.
Όπως το ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο
ονειροβατεί στο λόφο που δεν πρόλαβε να τσουλήσει.  

«Μια μεσημβρία θολή ήταν και πάει»,
 Προφασίστηκε τότε η μαντάμ Μαρί.

Κι από παιδί συναίνεσες καθώς έπρεπε.
Μα η ουλή είναι εκεί.
Θυμάται.
Αιμορραγεί.
Σφαδάζει.

Στέλλα Δούμου

Ιχνογραφία

Να με ξεχάσεις!
Είμαι μια μωβ πεταλούδα στoν Aλιάκμονα αψιμαχώ με το φως είμαι η ξαφνική γραφή των οριζόντων υγραίνομαι απ’ τη γαλαντομία του ήλιου είμαι λάμψη που τρεκλίζει σε μια γρίλια στο Νυμφαίο είμαι της ακακίας το νύχι Ρόδο βουλγάρικο στους λόφους της Βάρνα Φτερό κορμοράνων είμαι στις Πρέσπες σε ‘κείνο το νησί που αναπαύονται εγκάρσια οι Χειμώνες
Να με ξεχάσεις!
είμαι το θρόισμα της γκέισας όταν σερβίρει το τσάι από νούφαρο είμαι το τσάι από νούφαρο είμαι η αρχή και το τέλος μιας φράσης φυματικής γεμάτης σπήλαια Σκουριά που άνθισε είμαι σε πλοίο που το καταπίνει η αρμύρα στην Ίσλα Νεπόντα εκεί που η Κόρα-Λαού αφηγείται κλαίγοντας την οστρακόδερμη ζωή της
Να με ξεχάσεις!
Χαμένο ελάφι στον Βόρα είμαι γκάιντα που ματώνει στα Highlands το κριθάρι που χορεύει είμαι όλοι οι παράλληλοι και οι Ισημερινοί είμαι ένας πίνακας που ρεύεται τοπία στο Ερμιτάζ το τραγούδι των Ναβάχο είμαι όταν τεντώνουν το τόξο και βρίσκουν στην καρδιά τον άνεμο
Να με ξεχάσεις!
είμαι η μισή νότα που ψάχνουν οι μύστες των blues στην Ορλεάνη Κρεολή είμαι με κρεμασμένα νομίσματα από παλιές ασημένιες φυλλωσιές που φτιάχνανε οι παρθένες του Μοντεβιδέο λευκή φωνή γιασεμιού είμαι Εραλδικό σύμβολο σε ταπισερί που λιώνει στη Φιρέντζε Αυτό που περίσσεψε είμαι από το αδειανό κορμί που παράτησες σε ένα κουτσό παγκάκι στην Καμάρα και είπες: δεν θα σε ξεχάσω ποτέ! Τα λέμε..
Να με ξεχάσεις!  Χίλιες φορές..

Γιώργος Νικολόπουλος

αρχινάει πάλι

αρχινάει πάλι
μια θύελλα
από πεινασμένα στόματα
και πρησμένες κοιλιές
παιδιά των δακρύων
και μάτια στο χρώμα της μέντας
στο σχήμα του σαπουνόνερου
και στον ήχο των καρφιών
που καρφώνουν για τελευταία φορά

και βρέχει ο ουρανός
επί δικαίων
και αδίκων

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

…την πρώτη μέρα, ο ήλιος κατάκοπος

Αφού την ξάπλωσε στην κάμαρα μετά τριάντα επτά έτη,
την ώρα που έσβηνε από μια μυστήρια θέρμη/
και λίγο πριν την καταπιεί για πάντα η άβυσσος/
στο φως του υψώματος,
μια ζέστη ανέκυψε απ´ το σπίτι/
περιτετμημένη/
κι η ζωή, που συνέβαινε μόνο ακούσια,
πραγματώθηκε στην εν δυνάμει συνθήκη της/
ο χρόνος στερεοποιήθηκε (έπηξε)
στη γλυπτή διάσταση του δυναμικού παρόντος/
έπειτα έλιωσε ξανά/
κι έφτιαξε μια παλιά μέρα (την πρώτη)/
ακέραιη στα στοιχεία της/
όπου ο ήλιος διευθύνοντας
(τη συμφωνία των χρωμάτων)
στο τέλος κατάκοπος απεσύρθη,
ένας σκίουρος πένης,
που οσμιζόταν τα βραστά αυγά,
εφονεύθη από τη μαγείρισσα δίχως έλεος
 δυο πόντους πλάι στη θράκα
 με ένα σουβλί (διάπυρο)
στητό από καυκάσιο ατσάλι,
ενώ στις αχυρένιες θημωνιές,
και στον αυλόγυρο,
μικρά ποντίκια διέτρεχαν τις καμπύλες χαρχαλεύοντας,
όσο το φως χανόταν/
κι οι νοτισμένες σβουνιές πάκτωναν τη σιωπή/
με ατμούς και δυσωδία./
Κείνη την ώρα αυτός
 με σπέρμα παχύ και ολόλευκο
 σαν πούδρα από σαπούνι Πάρμας/
κάλυψε επιμελώς τον πορφυρό χιτώνα και τον απίθωσε στο καλυμμένο μπούτι της/
παρότι τρέμοντας και μ´ ωχρά στις ρίζες δάχτυλα αν και στις άκρες ροδαλά/
τη χάιδεψε/
με την αφή στραμμένη στο κενό/
οι ώρες που χάιδεψε/
ήταν έρημες από κορμί και δέρμα/
ενώ εκείνη, παιδίσκη ακόμη μ’ άγουρα βυζιά/
τυλιγμένη τα σκεπάσματα ως το λαιμό/
έπνιγε τη θερμότητα του φύλου της με το πρόσχημα του κρύου/
Τέλος την αυγή/
κι αφού απόσωσε να εμπαίζει τον πόθο του με κουβέρτες όλη νύχτα/
ενώ εκκινούσαν τρίλιες, τα πρωινά πουλιά/
τη βίασε αφού τη σήκωσε από τη μέση σα παγούρι πήλινο (μη σπάσει) πάνω στο λαβομάνο/
όμως το μάτι του δεν καθάρισε από το φονικό/
ώσπου την πήρε το αίμα που μύριζε πιο αλμυρά από τα δάκρυα/
και κει κατάλαβε να πάψει μην τη σκοτώσει/
Για αυτό τώρα που πέθαινε/
μετά από οκτώ παιδιά, τρία εγγόνια, και όλες τις χιλιάδες άσπρες νύχτες/
ετούτο του ψιθύρισε:
-πάρε βρε σατανά/
πίσω τη ζωή μου.-

Μέρη Λιόντη

Αδυναμία

Να σουν εδώ
τις λέξεις μου τις
άταρες να δυναμώσεις
Φτώχυνε η ζωή μας κι ό,τι μας
έμεινε λιγνεύει

πού  είναι ο καιρός
για ποίηση
που ναν’ οι ποιητές
Ρωτάω
μπας και σηκώσουνε τις μέρες
που φέρανε άρον των άρον
της ανοχής οι έρωτες

Να σουν εδώ και να ξεχνούσα
Τις  ώρες χρόνους που γίνανε
Ασήκωτες
-πώς να τις σύρεις πού….-

Αχ, και να μ’ έπαιρνες την Αγκαλιά
της Λήθης…..

Δε μου χουν  μείνει παρά ιδέες
ξεφυσίδια
Και δάκρυα
-νομίζω σου το χα πει-
Δακρύζουν εύκολα
Τούτα τα μάτια

Είναι
-καμιά φορά το σκέφτομαι έτσι-
Είναι που τα γόνατα
εξασθένησαν ακόμα
Κι η ψυχή μόνη
στην ανηφόρα
Αδύναμη

Να σουν εδώ…
Να με πάρεις
αγκαλιά
Μόνο

Λείπεις
μου λείπεις

Και δεν μπορώ ούτε αυτό
Να πω

Φιλώ σου
Τα μάτια
Τα θλιμμένα


Θανάσης Γιούνης

Στον Ν.Με τα πλευρά που λείπουν απ τη γέννησή σου
έφτιαξε ο Θεός ένα κορίτσι στην Αϊτή
ξυπόλητη, φοράει κορδέλα στα μαλλιά
κι έχει δόντια λευκά σα μάρμαρο ελληνικό.
Ζει σε μια παραγκούπολη στο Πορτ ο Πρενς
Τη λένε Πόλη του Ήλιου, Cité Soleil.

Το πρωί πάει για νερό, πάει στο σχολειό
τσαλαβουτάει στις λάσπες.
Το βράδυ παίζει με το ξύλινο πόδι του αδερφού της
σκέφτεται τη Γαλλία, την πόλη του φωτός.
Κάθε φορά που τρώει ένα γλυκό
από λάσπη και μια στάλα ζάχαρη
εσύ κουτσαίνεις πιο πολύ και σε πονάει η λεκάνη.
Εσύ, ο κουτσός της άγγελος.
Μια μέρα θα βρεθείτε στο Αντονί
εκεί, στον κήπο με τα παραπληγικά παιδιά
θα λέει για τη χολέρα, το σεισμό, τη θάλασσα
κι από το στόμα της θα βγαίνουν λουλούδια της Αϊτής.


Σταμάτης Πάρχας

La lutte

ζήλεψα τη μοίρα διάφανου κρυστάλλου
και στο πιο βαθύ κυανό του ωκεανού αιωρούμενος αφέθηκα

σε μια γωνιά, σε όποια γωνιά
στο κέντρο, λίγο απόμερα, στη μέση χώρας που ποτέ δεν ήταν
αν έχω λόγο
αν έχω ακόμα λογο το όνομά μου
λόγο το είδωλό μου να αφουγκράζομαι

έμαθα το οξυγόνο απ' το νερό φουσκάλες στα ρουθούνια βράγχια
βράγχια βροχή αέρινη να ποτιστούν
ντύθηκα αράχνη, ρίγησα

αν έχω ακόμα λόγο το όνομα του λόγου να προφέρω
σκιά μου φάνηκε σε ένοιωσα αιωρούμενη
κι ήταν το χάδι του νερού το χάδι της σκιάς σου

αν έχεις λόγο ακόμα όνομα αιωρούμενο
όνομα φώς που φτάνει δίφορο
βράγχια βροχή να ποτιστούν τα μάτια σου
τα μάτια σου βροχή και ζήλεψα
εδώ που μήτε ονόματα μήτε κι ο λόγος

βόμβος η μουσική νερένιος
νερένια βόμβος η μουσική πλήρης μεστός
όπως ο λόγος που δεν ήταν
στη μέση χώρας που δεν είναι

ζήλεψα εσένα, την αρμύρα ζήλεψα
όλη τη σιωπή
αιωρούμενος νερό
κρύσταλλο διάφανο αλμυρό νερό

Ελένη Σιώζου  (Silena)

Αναγνωρίσιμη ανάγνωση της μνήμης

Το δωμάτιο είναι σκοτεινό
Το στόμα της μισάνοιχτο
Αναμασάει λέξεις
Τις ίδιες ξανά και ξανά
Ψιθυριστά

Μία θαρραλέα σταγόνα βρέχει τα χείλη της
Το αλάτι φέρνει μνήμες

Η γλώσσα φέρνει αμηχανία
Πετάει από δω κι από κει ακούραστα
συλλαβές ακατάληπτες
και λέξεις
κι άλλες λέξεις

Το αλάτι όμως
φέρνει μνήμες
Κι είν' άπειρος ο κόσμος
Οι τελείες
λιγοστές και τρομαγμένες

Κι είν' άπειρος ο κόσμος
κι απάνθρωπος
Η αγκαλιά σου όμως
τρυφερή κι ασφαλής

Το δωμάτιο είναι φωτεινό πια
Το στόμα της κλειστό
Οι λέξεις όλες
έχουν ειπωθεί

Το δωμάτιο συναινεί
σε τούτο το ευγενικό παραλήρημα
της μνήμης
με γεύση από αλάτι κι ήλιο

Παραλήρημα
Αντιληπτό μόνο από τα χείλη
Υποχωρητικό μόνο στα φιλιά
Δεν υπάρχει φόβος
Μόνο μια λανθασμένη ανάγνωση της μνήμης

Ευτυχώς,
αναγνωρίσιμη.

Στρατής Φάβρος

«η Ελευθερία, που το όνομα της
τα παιδιά δεν το ξέρουν.»
Λυπάμαι και αναβλέπω στον ορίζοντα βουβά δακρυσμένος
Που πέρα απ τα όνειρα όλης της τρυφερής του κόσμου ελπίδας
Που πάνω από τον αθώο τρυφερό ρομαντισμό όλου του όμορφου κόσμου
Που ενάντια σ’ όλη τη φύση και τη δίχως τέλος αναζήτηση για ομορφιά
Και πάνω και μακρύτερα από την αέναη άδολη αναζήτηση δικαίου
Ο πιο τραχύς και πικρός κυνισμός διαμορφώνει την Ιστορία

Σε έναν κόσμο θεμελιωδώς άδικο
που οι άγγελοι μας εγκατέλειψαν,
-μόνο δαίμονες με ξυπνούν ιδρωμένον τα βράδια-
πώς να μιλήσω για Ελευθερία, Ισότητα, Δικαιοσύνη.
Υπάρχουν οι ιδέες, ή υφίστανται μόνον
ως γραφικές λεζάντες στα ουρητήρια;
Δεν βλέπουμε πια ουρανό,
ξεχάσαμε το χρώμα του,
λες και μιλούσαμε μια γλώσσα
για έναν κόσμο δίχως ουρανό,
μήπως είναι βαμμένος αχ ο ουρανός;
μήπως σημαίνει ότι λησμονήσαμε
πως κρατιέται η Λευτεριά;
Φύγαν οι φαρισαίοι και οι πλούσιοι ιεράρχες
σκύλεψαν το πτώμα της δημοκρατίας,
αφήσαν το τόπο με τα ορφανά.
Από κείνους που ξεγράψαμε
θα ξαναγεννηθεί η ελπίδα
από αυτούς που με παραίτηση
τον θάνατο κουβαλούν μέσα τους.
Γιατί η ελπίδα δεν αγαπά τους τολμηρούς
αλλά τους ηττημένους
αυτούς που της γύρισαν την πλάτη.
Κλαίει η Ελευθερία γοερά
σε ένα χρόνο με χαλασμένους
δρόμους, ζέστη, χώμα κόκκινο
χώμα ξερό, κι αρρώστια.
Κοιτά ένα παιδί καταμεσής στο δρόμο
υποσιτισμένο, βορά σε όρνεα,
δυσωδία και άδικος θάνατος.
Ένας γέρος στην άκρη στέκει ωχρός
κουνά αυτιστικά το κεφάλι του
προσπαθώντας να αδειάσει τις ενοχές
που φτιάξαν τις εικόνες που τον στοιχειώνουν.
Οι άρπυιες τσιμπούν τις σάρκες του και τον απειλούν
με ψιθυριστά ουρλιαχτά ότι θα περάσουν
τα βάσανα που τον κρεμούν στα παιδιά του.
Κλαίει η Ελευθερία γιατί οι άνθρωποι ξεχνούν
πώς, το όνομα της γράφεται.
Πέθανε το παιδί
Πέθανε ο γέρος
Κλαίει μονάχη σ’ ένα βράχο ξερό
η Ελευθερία, που το όνομα της
τα παιδιά δεν το ξέρουν.

"Whatever we inherit from the fortunate
We have taken from the defeated
T.S.E

Άννα Καρακόντη

Άτιτλο

Δεν έχω τίποτα άλλο παρά ένα φτωχό τσίτι
που μ’ έντυσε η μάνα μου
πριν καλά καλά μ’ αποκόψει απ’ το βυζί.
Μ’ αυτό πορεύομαι χρόνια τώρα.

Δεν έχει αξιόλογο σχέδιο
ένα αμάνικο ρούχο να φοριέται όλες τις ώρες.
Σε μέρες ψύχους
δανειζόμουν με αφέλεια συντροφικά σακάκια
(μέχρι πρότινος) και τα ‘ριχνα στη πλάτη μου .
Στις ζέστες κράταγε (μέχρι τώρα κρατά)
τις ακτίνες της θερμότητας λόγω χρώματος,
και πάντα ήταν διαπερατό στον αέρα.
Χωρίς μοτίβα και φιοριτούρες απλή κοψιά,
πιστό σκυλί στα δύσκολα.
Ένας γιακάς όλο κι όλο το στολίδι του
κι αυτός απ’ τα τραβήγματα
ξεκόλλησε μ’ εγκατέλειψε γρήγορα.

Είναι αυτό που είναι σκέφτομαι και του φέρομαι ανάλογα.
Το κρεμώ απέναντί μου στο καρφί
κι όταν δεν με βλέπει κανείς το λυπάμαι


Δέσποινα Δεληγιαννίδου

Άτιτλο

Θέλω από τα σπλάχνα
με θράσος
και θάρρος
και θέληση θριάμβων,
περνούν από θολά θαλάμια
άσπλαχνων
αθέλητων συμβιβασμών

Άψυχα θα
συνωστίζονται
πίσω από δόντια φράχτες
ασθμαίνοντα
σχεδόν αθόρυβα

Θραύσματα σιωπών
θέλω θρυμματισμένα
θρυαλλίδες μικρής πνοής
θλώνται σε τείχη αρχαίων μη

Ο ιατροδικαστής θα γράψει
η εκτομή έγινε με θλον όργανο
κι εσύ θα ψάχνεις για καρδιά

και τρυφερά θροΐσματα ονείρων.


Νίκος Βουτσινάς

Στην Ομόνοια

Και άνοιγα τα πέταλα των ρόδων
κι έβλεπα το αίμα των ανθρώπων που δε γνώριζα
χυμένο στους δρόμους
κι έσκιζα τον ουρανό με τα νύχια μου
να δούνε μέρα ο ορφανοί
Ποιος είναι πάνω απ’ όλους Διοικητής
Και Πωλητής;

Κι άκουγα τις φωνές των πρωτότοκων
που κουβαλούσαν στις πλάτες τα φέρετρα
με το μίσος παραχωμένο στη θέση των χαδιών
και μαντήλια φτηνά μέσα στ’ άψυχο στόμα
και σιωπούσα ξέροντας πως είναι λίγο πια
να συμπαραστέκεσαι
Ποιος παίρνει απόφαση γι’ αυτούς που πεθαίνουν;

Και θωρούσα τις ηλιόλουστες θάλασσες
απ’ τις συμβολές των πολυσύχναστων οδών
κι ένιωθα πως σ’ αγαπούσα
έτσι όπως στάθηκες γυμνή
μέσα στα χέρια των παιδιών δίχως Θεό
και τους περήφανους χορούς
τους σταυραητούς που κλαίνε ω!
Ποιος θα μας δώσει γη;

Άντε.
Σιγά σιγά να κοιμηθείς
θέλει δάκρυα να είσαι περήφανος
θέλει θάνατο να είσαι ελεύθερος
θέλει μάχη να κάθεσαι ήσυχος
θέλει 100 φορές τη μέρα να γράφεις αγάπη

ξεχνάς.

Μαρία Μουσαφίρη

Επικαρπία

Και θέρος  δε θεώρησα —
να κόψω μάλλον άγουρα τα μήλα
να τα ράνω με ροκανίδι έλατου
(ξερό δυο χρόνια κατ’ απ’ τον ήλιο)
να τα ταιριάσω αριά σε δρύινο κασόνι
που θα σφραγίσω τέλεια με κερί
να ναρκωθούν ατάραχα
σε μέρος δροσερό, ευάερο και σκοτεινό
έως αποτελέσματος.

Βροχόνερο δεν περίσσεψα
στη φωτιά μισό να σώσω
στον ορεινό αέρα να κρυώσω
σταφύλια άθιχτα λευκά τ’ Αυγούστου
σε πήλινο δοχείο ν’ απιθώσω
με δέρμα Πέργαμου τα χείλη να πετσώσω
και άψογα την κλείστρα να γυψώσω —
σαν φρέσκια λεν η σάρκα ύστερα
και σαν υδρόμελι ο χυμός στον πόνο.

Ούτε πρωτοχείμωνο εννόησα—
να δρέψω κυδώνια όταν μεστά
μιαν άνομβρη μέρα φεγγαριού στη χάση
να λευτερώσω τη φλούδα από το χνούδι
να τα βολέψω μπόσικα σε βάζο
(να μην ακουμπάνε)
να τα στεριώσω με βέργες κλαίουσας —
 απόλαυση να έχω όψιμη και βάλσαμο
και κόλλα για τα έπιπλα πριν σπάσουν.

Τα γεύτηκα στην ώρα τους  στο περιβόλι του Επίκουρου
ήδιστο τετραφάρμακο.