Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Μικρό δοκίμιο μεταφραστικών προσεγγίσεων [Mέρος 2ο]

Γράφει ο Στάθης Κομνηνός
- διαβάστε το α' μέρος -

komninos26.jpg
Φωτό: Θ. Ζαμπάκα

III. Η έκδοση


Ο διάλογος που χάθηκε και αμελήθηκε στην Ελλάδα, ο οποίος ήταν και διάλογος αμεσότητας κι αυτό το τονίζω με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση, αναπτύχθηκε με κάθε δυνατή συνοχή και επιμέλεια στη Δύση. Συνεπώς, αποτελεί όντως δονκιχωτική προσπάθεια του εκδοτικού οίκου Baraka, η επιλογή του να συμβάλλει στη συνέχεια και βάθυνση αυτού του μισοαρχινισμένου, πριν 1400 τόσα χρόνια (!), Διαλόγου με το σημιτικό (αραβικό) πολιτισμικό παράδειγμα. Κι αυτό, εν μέσω δεινής οικονομικής κατάκτησης της χώρας μας και με μηδενικές αναγνωστικές εξασφαλίσεις, αφού η άγνοια του αναγνωστικού κοινού για τις επαφές και σχέσεις των δύο πολιτισμικών μεγεθών, Ελλάδας και Μέσης Ανατολής, είναι κρουστή και αδιάτρητη, παρά τις πολύ πρόσφατες (της τελευταίας δεκαπενταετίας εν πολλοίς…) και λίγες, ομολογουμένως, προσπάθειες ρηγματώσεών της, από ελάχιστους επίδοξους δονκιχώτες (π.χ. αναφέρω ενδεικτικά τις έξοχες μεταφραστικές απόπειρες της Αγγελικής Σιγούρου). Άγνοια (και αδιαφορία) που τίποτε δεν προμηνύει πως θα τρωθεί στο άμεσο μέλλον, κι αυτό κάνει ακόμη πιο επαινετή την εκδοτική προσπάθεια της Baraka.  

Μίλησα για Φαίνεσθαι και Είναι. Ο εκδοτικός οίκος Baraka πέραν της απρόσμενης και άκρως αξιέπαινης επιλογής του, στην άνυδρη χώρα, να καταγράψει, επιτέλους, στην ελληνική γραμματολογία την έκδοση κειμένων του Αλγαζάλι, δεν αρκέστηκε απλά στο Είναι, μερίμνησε επαρκέστατα και για το Φαίνεσθαι. Έτσι, σε χαλεπούς καιρούς από κάθε άποψη, έχουμε ανά χείρας μιαν έκδοση πολυτελείας, δηλαδή Καλαίσθητη στο έπακρο. Όχι μιαν έκδοση υπαλληλικής χρησιμοθηρίας και φτιασιδωμένης άγρας, αλλά μιαν έκδοση που μυρίζει κάλλος και μέριμνα. Από το εξώφυλλο ως το οπισθόφυλλο. Πλουτισμένη με διακοσμήσεις, κατατοπιστικές εικόνες, γκραβούρες, χάρτες, ποιότητα φύλλου, ευανάγνωστο μέγεθος γραμματοσειράς που ανακουφίζει, κάποτε, τον κόπο που απαιτεί η κατάδυση σε φιλοσοφικά κείμενα και θάλπει τον ανεξοικείωτο μ’ αυτά αναγνώστη. Επιπλέον, η όλη έκδοση «μυρίζει» ισλαμικό (εκδοτικό) κλίμα. Εύστοχο, σπεύδω να πω, και προπαντός επιθυμητό. Όλα πρέπει, άλλωστε, να συνηγορούν για το Εν. Μάλιστα, αυτό δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, ειδικά εμάς τους έλληνες, αφού αυτό το «κλίμα» βιώσαμε, αλλά και μ’ αυτό εμποτιστήκαμε, μέσω των κοσμημάτων και των μικρογραφιών των βυζαντινών χειρογράφων, που δημιουργούσαν ανάλογο χριστιανικό «κλίμα». Μόνον αυτά; Όχι ασφαλώς. Η αγάπη για το αντικείμενο της μέριμνας είναι πρόδηλη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια –συνήθης εθισμός των… ευλογημένων «παραγκόβιων» όπου γης. Έτσι, η έκδοση συνοδεύεται ακόμη και από ένα έξοχα πληροφοριακό DVD (!), ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξοικείωση του αναγνώστη –και τρυφή θα συμπλήρωνα πάραυτα– με τον συγγραφέα. Εγώ, όμως, βλέπω και κάτι παραπάνω σ’ αυτό : αντικρίζω μιαν έμμεση ή υποσυνείδητη προσπάθεια, έστω και ως αμυδρόν απήχημα, να παραπέμψει ο λόγος και η γραφή στη ζωντανή επικοινωνία, στο θεάσθαι, στην εικόνα, και να μην εγκλωβιστεί αποκλειστικά στο γράφεσθαι και στην τεχνητή φύση της επικοινωνίας που αυτό υποδηλώνει. Επιπλέον, η επιλογή των εκδοτών από το γαζαλικό Corpus είναι και εύστοχη και καίρια. Καταφέρνει επάξια, νομίζω, να προσφέρει μια σφαιρική εικόνα του γαζαλικού βιώματος και στοχασμού, του πολύπτυχου της γαζαλικής περίπτωσης, ερανιζόμενη εκείνα τα τμήματα των έργων του μεσαιωνικού στοχαστή και σούφι, που προσφέρουν άρτια θέαση στον πνευματικό κόσμο του Αλγαζάλι.


IV. Η μετάφραση


Έκανα λόγο, λίγο παραπάνω, για διάλογο αμεσότητας που χάθηκε. Ο σκοπός μου ήταν αφενός να γίνει μια ελάχιστη ιστορική υπενθύμιση και αφετέρου να προλειάνω το έδαφος για το σχόλιό μου εδώ, αναφορικά με τη μεταφραστική πολιτική των εκδόσεων Baraka. Λόγω προϋπαρχόντων πια προσπαθειών (όπως ανέφερα, εδώ και μερικά χρόνια), έστω και μεμονωμένων και ευάριθμων, να ιδρυθεί αδιαμεσολάβητα ένας εκ νέου διάλογος με το σημιτικό πολιτισμικό παράδειγμα, περίμενα μια τόσο φιλόδοξη, αφιλοκερδής και πρωτοπόρα προσπάθεια να προτάξει αυτήν ακριβώς την αμεσότητα. Δηλαδή, να αποφευχθούν οι διαμεσολαβήσεις μέσω δυτικοευρωπαϊκών γλωσσών και η μετάφραση των κειμένων να γίνει απευθείας από το πρωτότυπο. Συνήθως, αυτή η μεταφραστική καμπύλη μέσω τρίτων δεν βγάζει σε καλό, κι αυτό το έχουμε δει πάμπολλες φορές στη χώρα μας. Ωστόσο, από τη μια είναι συγγνωστή αυτή η κίνηση το εκδοτικού οίκου, λόγω ακριβώς της λειψανδρίας (λειψυδρίας μου πήγε στη γλώσσα να πω…) μεταφραστών του μεσανατολικού πολιτισμικού χώρου, αφού αν περίμενε κάποιος έλληνας εκδότης να βρεθεί κάποιος ανατολιστής (τελευταίος) «μοϊκανός», για να «στήσει» την εκδοτική του απόπειρα, ίσως θα μετέβαινε, αυτός και οι επίγονοί του, στα Ηλύσια Πεδία και ακόμη δεν θα είχε αναφανεί ο επίδοξος μεταφραστής στην έρημη και άνυδρη χώρα. Πρέπει κάπως να προχωρήσει κανείς κι όταν ακόμη δυσανασχετεί, πιθανόν, με κάποια του βήματα. Κι αυτό έκανε η εκδοτική ομάδα της Baraka: προχώρησε όπως μπορούσε και όσο της επέτρεπε η μυϊκή της δύναμη.

Από την άλλη, το συγγνωστό ολίσθημα του εκδοτικού οίκου σ’ αυτήν τη μεταφραστική καμπύλη, επικαλύφθηκε ουσιαστικά, μα και εξουδετερώθηκε, από την τεράστια υπομονή, για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα, να περιμένει τέσσερα χρόνια (!) η εκδοτική ομάδα, όπως αναφέρεται στο σημείωμα των εκδοτών, για την οριστικοποίηση του κειμένου.Κάθε τέτοια επιμονή και υπομονή κλώσσας, μόνο καλό μπορεί να βγάλει και να προσπορίσει έπαινο και τιμή στους κλωσσούντες. Άλλωστε, το πολυχρόνιον για την καρποφορία χαρακτηρίζει κυρίως τους λογής «παραγκόβιους» και δεν συνιστά ιδιότητα των λογής αεριτζήδων. Έτσι, η μετάφραση επιτυγχάνει να στήσει μια γλώσσα καθαρή, χωρίς ακροβατισμούς και πυροτεχνηματικές εκφράσεις. Θα έλεγα, με επίγνωση των λεγομένων μου, μια γλώσσα ελληνική. Γλώσσα, δηλαδή, που βηματίζει και προχωρεί κλιμακωτά, με μικρούς αναβαθμούς, η οποία στήνει λιτά, και γι αυτό επαρκώς, το νόημα, δομώντας το πάνω σε ευπρόσληπτες λεκτικές ψηφίδες, όπως μια φωλιά χελιδονιού. Μάλιστα, είναι μια γλώσσα που, ασχέτως ευστοχίας της ή μη, δεν φαίνεται κομπλεξαρισμένη ή προκατειλημμένη, αφού, όποτε κρίνει, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει λογιότερους τύπους (βλ. π.χ. σελ. 103 «ο υπηρετών», σελ.117 «ο αμαρτάνων», σελ.120 «ερωτηθείς», «μετανοών», σελ.131 «ο Εξυψώνων» κ.λ.π.) ή να καινοτομήσει κινούμενη σε ένα εύρος από τον πλέον σύγχρονο όρο έως τη λαϊκή έκφραση (βλ., χαρακτηριστικά, σελ.32 «λίμπιντο», σελ.57 «μπέσα» κ.λ.π.)

Παράλληλα, μπορεί, ενίοτε, κανείς να διατηρήσει, σθεναρά μάλιστα, τις αμφιβολίες του για μεταφραστικές επιλογές του τύπου «λίμπιντο» (βλ. σελ. 32) όπως προαναφέραμε και θα σχολιάσουμε εκτενώς λίγο παρακάτω, δηλαδή για το αν μπορούν ευπρόσωπα να ανταποκριθούν και να υπηρετήσουν το γαζαλικό κείμενο, όμως έχω την αίσθηση ότι δεν μπορεί να επιτεθεί σ’ αυτές κατά μέτωπο ή να τις διαγράψει χωρίς δισταγμούς, ή να μην αναλογισθεί πως πρόκειται για μια αρχή από το πουθενά. Το ίδιο νομίζω συμβαίνει και στα σημεία που εντοπίζεται, επιπλέον, μια μεταφραστική διγλωσσία και διπλοτυπίες όρων και παίρνω εδώ πάλι για παράδειγμα τον όρο λίμπιντο της σελ. 32, όπου μεταλλάσσεται σε «σεξουαλική επιθυμία» στη σελ.217. Το ουσιαστικό που υποκρύπτεται στις παρατηρήσεις μου αυτές είναι πως ο πήχης τέτοιων φιλόδοξων, δονκιχωτικών και τίμιων προσπαθειών, όπως αυτή του εκδοτικού οίκου Baraka, οφείλει να παραμένει εγκόπως και μαρτυρικά ψηλά κι αυτό θα συμβούλευα όσους αναλαμβάνουν στο εξής παρόμοιες πρωτοβουλίες. Δηλαδή, δεν επαρκεί μόνο η μεταφορά του γαζαλικού κειμένου (ή όποιου αντίστοιχου άλλου) στην ελλαδική έρημη χώρα, αλλά απαιτείται ταυτόχρονα και η πάντα επίπονη και ριψοκίνδυνη καθιέρωση ΚΑΙ αντίστοιχης γαζαλικής ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ με κάποια συνέπεια και αυστηρότητα, όσο ακατόρθωτο κι αν μοιάζει αυτό, αφού με τον τρόπο αυτό επιχειρείται εντίμως να αποδοθεί ελληνικά το πνεύμα του συγγραφέα και του πρωτοτύπου κειμένου και, παραλλήλως, καθιερώνεται ή τουλάχιστον προτείνεται, μια επιστημονική ορολογία που πάνω της θα στηθούν ανάλογες προσπάθειες στο μέλλον, με απώτερο σκοπό να δημιουργηθεί, επιτέλους, μια κάποια (επιστημονική και ερευνητική) παράδοση στον άνυδρο ελλαδικό τόπο και στη σχέση του με τη μεσανατολική παράδοση.

Έτσι, για να έλθουμε στο προκείμενο ένας όρος εξαιρετικά φορτισμένος με ποικίλες σημάνσεις και νοηματικές αποχρώσεις, όπως η libido, γεμίζει με τα περιεχόμενά του τον αντίστοιχο γαζαλικό όρο [Ηδυπάθεια] και πιθανότατα τον υποσκάπτει. Οπωσδήποτε, το περιεχόμενου του όρου που ο Αλγαζάλι χρησιμοποιεί δεν έχει, σε καμία περίπτωση, σχέση με τη φόρτιση που έχει ο όρος libido κι αυτός ο μεταφραστικός εκσυγχρονισμός δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα. Θα έλεγε κανείς, πως επιφέρει έναν αδόκιμο αναχρονισμό, που υποσκάπτει την Ιστορία. Η ισορροπία μεταξύ ιστορικού και συγχρονικού κλυδωνίζεται και καταρρέει, αφού ό,τι οφείλει να μείνει σε κάποια απόσταση από τα συγχρονικά μας ημέτερα γίνεται σχεδόν παροντικό και χάνει το ιστορικό του βάθος, με συνέπεια η μεταφορά του κειμένου στη σύγχρονη πραγματικότητα και η πρόσληψή από τον αναγνώστη να χάνει αυτή τούτη την ιστορικότητα (δηλαδή, την κοσμική θέαση που αυτή η ιστορικότητα κόμιζε…), η οποία είναι ολωσδιόλου απαραίτητη για γνωσιακού χαρακτήρα αποτιμήσεις. Είναι σαν να ταυτίζεται το 1000 μ.Χ. με το 2000 μ.Χ. ακυρώνοντας όλους τους ενδιάμεσους βηματισμούς που υπήρξαν στα γνωσιακά πεδία έρευνας του ανθρώπου.Η απώλεια τέτοιου είδους ιστορικών δεδομένων σημαίνει αυτομάτως ανθρωπογνωστικό πλήγμα και συνεπώς η μετάφραση οφείλει να τηρεί όλες τις απαιτούμενες αποστάσεις, αλλά και εγγύτητες, από και προς το κείμενο, ώστε να γίνει αυτό προσληπτό ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ. Σε τέτοιου είδους κείμενα, όπου η χρονική απόσταση είναι μεγάλη, ο χρυσός κανόνας, πάντα, είναι να συνυπάρχουν με διάκριση και τα δύο: η συγχρονική σε μας πρόσληψη αλλά και η ιστορικότητα. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι ο Αλγαζάλι με τη χρήση του παραπάνω όρου κάνει λόγο για πάθος, περιγράφει μιαν εμπαθή κατάσταση, και όχι μια φυσική ιδιότητα, ένα φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Η απόσταση μεταξύ των δύο είναι τεράστια, όπως ασφαλώς αντιλαμβάνεται κανείς, κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα να κάνω μεν λόγο για νόθευση ή και διαστροφή του γαζαλικού κειμένου, με τη χρήση του όρου libido΄ νόθευση που  τελικά παραπλανά τον ανυποψίαστο αναγνώστη, ωστόσο ακατηγόρητη δε όσον αφορά στις μεταφράστριες, που μεταφράζουν από δεύτερο χέρι. Άλλωστε, αυτός είναι κι ο ρόλος αυτής της βιβλιοκριτικής : να υποδείξει με παραγωγικό «ακαδημαϊσμό» τα σφάλματα και να προαγάγει το επίπεδο ανάλογων φιλόδοξων και επαινετών προσπαθειών στο μέλλον. Αν το κατορθώνει, αυτό θεωρώ αποτελεί, αυτομάτως, δικαίωσή της. Ο προαναφερεθείς αραβικός όρος (الشهوة ) σημαίνει ηδυπάθεια, ηδονή (= الشهوانية), απ’ όπου ο σχηματισμός του επιθέτου ηδονικός, φιλήδονος, ηδυπαθής, που ως ρίζα τους έχουν εκείνον τον αραβικό ρηματικό τύπο που δίνει τις εξής έννοιες : λαχταρώ, ορέγομαι, ηδυπαθώ. Οι άραβες έχουν ασφαλώς υιοθετήσει κι αυτοί, όπως κι ο υπόλοιπος κόσμος, τον φροϋδικό όρο libido με το συγκεκριμένο νοηματικό του φορτίο, όπως αυτός ο όρος θεμελιώθηκε στον 20ο αιώνα. Έτσι, εικάζω ότι θα ήταν πολύ εύκολο για τον άραβα μεταφραστή του Αλγαζάλι να χρησιμοποιήσει τον λατινογενή όρο ليبيدو  (=libido) απλά μεταγράφοντάς τον αραβιστί, ή ακόμη να τον εξαραβίσει ως رغبة جنسية , δηλαδή ερωτική, σεξουαλική επιθυμία (sex, καθότι ο όρος رغبة جنسية ενέχει μια τέτοια συνδήλωση και δείχνει έντονα τη φορά προς το [έτερο;] φύλο). Δεν το έπραξε. Επέλεξε εύστοχα να αφήσει ήσυχο το γαζαλικό κείμενο, απρόσμικτο από νεωτεριστικές νοηματοδοτήσεις κι αυτό διότι έτσι αναδεικνύεται ορθά το πραγματικό περιεχόμενο της γαζαλικής θέασης, το εμπαθές δηλαδή της σχολιαζόμενης από τον Αλγαζάλι (ερωτικής) κινήσεως. Σημειώνω, για μια ακόμη φορά, πως το σχόλιο που εδώ επιχειρώ γίνεται ως απλή και εναγώνια παρατήρηση για την επιτυχή έκβαση κάθε φιλόδοξου μελλοντικού σκοπού των εκδόσεων Baraka, αλλά και παντός άλλου ενδιαφερομένου.