Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Αλυσοδεμένος άγγελος - Θεοχάρης Παπαδόπουλος

papadopoulos26.jpg
φωτό: Θ. Ζαμπάκα
«Η μην έτι Ζεύς, καίπερ αυθάδης φρενών,
                                               έσται ταπεινός, οίον εξαρτύεται
                                                           γάμον γαμείν, ος αυτόν εκ τυραννίδος
                                         θρόνων τ’ άιστον εκβαλεί…»
                                          
    Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης στίχοι: 907- 910

 

Κρανίου τόπος. Αυτή ήταν η σκέψη που περνούσε απ’ το μυαλό όσων έτυχε να περάσουν από εκείνο το μέρος. Ήταν ένας έρημος τόπος χωρίς ίχνος βλάστησης. Μόνο μερικά δέντρα ξερά, κομμένα και πεσμένα στο έδαφος με απαίσιες τρύπες ανοιγμένες στα σωθικά τους και με τα κλαδιά απλωμένα να ζητάνε βοήθεια. Από πού άραγε; Ο ήλιος έκαιγε από ψηλά εξαφανίζοντας κάθε ίχνος ζωής με την ανάσα του.
    Κι όμως, σ’ εκείνο τον τόπο, που δεν θα τολμούσε να πατήσει το πόδι του άνθρωπος φάνηκε να περπατά αργά ένας γεροντάκος. Ήταν γύρω στα εξήντα και φορούσε ρούχα φαρδιά σαν αρχαίος σοφός. Στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί για να τον βοηθά στην πεζοπορία. Κάθε τόσο σταματούσε, έβγαζε ένα τεράστιο μαντήλι και σκούπιζε τον ιδρώτα από πάνω του.
        Ξαφνικά, ο γεροντάκος είδε κάτι που τον έκανε να τρομάξει.
    - Mη με γελούν τα μάτια μου; συλλογίστηκε. Όραμα της φαντασίας μου ή πλάσμα αληθινό είναι αυτό που βλέπω; Κοίταξε καλύτερα. Δε γελιόταν. Εκατό μέτρα, πιο πέρα βρισκόταν ένα παράξενο πλάσμα. Δεν διέφερε καθόλου από άνθρωπο εκτός από δύο φτερά που φύτρωναν στους ώμους του. Φορούσε ελάχιστα ρούχα ίσα για να κρύβει τη γύμνια του. Το κεφάλι του ήταν σκυφτό και το κορμί του ήταν γεμάτο πληγές που έσταζαν αίμα. Το ένα χέρι του ήταν δεμένο με αλυσίδα που η άλλη άκρη της ανέβαινε και χανόταν ψηλά στον ουρανό. Αποσταμένο το παράξενο εκείνο πλάσμα καθόταν σε ένα κορμό δέντρου τρυπημένο και κομμένο σε διάφορα σημεία τόσο άσχημα, που δεν ήταν εύκολο να πεις τι ήταν πιο δυστυχισμένο. Το πλάσμα ή το δέντρο.
    Ο γεροντάκος ένοιωσε τον φόβο να τον κυριεύει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια. Μετά άρχισε να το σκέφτεται. Τελικά, η περιέργειά του νίκησε το φόβο  του και ο γεροντάκος πλησίασε το παράξενο πλάσμα και τότε είδε ότι εκείνο έκλαιγε σιωπηλά. Πλησίασε περισσότερο. Το πλάσμα σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια του.
-Θα απορείς, που με βλέπεις, είπε στον γεροντάκο
-Μιλάς; Τι σόι πλάσμα είσαι εσύ; Ρώτησε ο γεροντάκος.
-Είμαι άγγελος Κυρίου. Βρίσκομαι σ’ αυτά τα χάλια γιατί με έχει τιμωρήσει ο θεός.
-Και ποια ήταν η αμαρτία σου;
-Δεν θα το έλεγα αμαρτία γιατί ποτέ δεν πίστεψα πως ήταν. Όμως άσε με να σου πω πως έγιναν τα πράγματα. Ένα βράδυ, μας είχε δώσει εντολή ο θεός να κατεβούμε στη γη και να προσπαθήσουμε να σώσουμε κάποιες γυναίκες από το βούρκο της αμαρτίας. Ήθελε να τις προλάβει πριν του τις πάρει ο διάβολος γιατί αυτός είναι ο μόνος που έχει μέχρι τώρα αμφισβητήσει την εξουσία του. Εγώ, λοιπόν, συνάντησα εκεί μια γυναίκα πεντάμορφη και την ερωτεύτηκα. Το ίδιο βράδυ κατάφερα να πλαγιάσω μαζί της και μέχρι το ξημέρωμα γνωρίσαμε ηδονές άγνωστες μέχρι τότε σε μας. Όταν ξημέρωσε εκείνη η γυναίκα με ενημέρωσε για τα αληθινά προβλήματα των ανθρώπων, που τόσο καιρό μας έκρυβε ο θεός και τότε εγώ της φανέρωσα διάφορα μυστικά, που μόνο εμείς οι άγγελοι και ο θεός τα γνωρίζουμε και μπορούν να καλυτερέψουν τη ζωή των ανθρώπων. Όμως ο θεός ανακάλυψε ότι πρόδωσα τα μυστικά του και με τιμώρησε να είμαι αιώνια δεμένος με αυτή εδώ την αλυσίδα από τον ουρανό και να μη μπορώ να ξεφύγω ποτέ. Αξίζω άραγε τέτοια σκληρή τιμωρία; Ρώτησε ο άγγελος και η φωνή του ακούστηκε βραχνή και υπόκωφη σα να είχε το θεό μπροστά του και να τον ρωτούσε. Τότε, ο ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν απειλητικά πάνω απ’ το κεφάλι του αγγέλου και ένας κεραυνός ακούστηκε ίδια απάντηση σε αυτόν που ήθελε να αμφισβητήσει την εξουσία του θεού. Ο άγγελος συνέχισε:
-Είμαι καταδικασμένος να υποφέρω το κρύο και τη ζέστη ανάλογα με τις ορέξεις του θεού που πότε πλημμυρίζει τον τόπο με φοβερές νεροποντές και πότε τον ξεραίνει με τον καυτό ήλιο κάνοντας αυτόν τον τόπο θάλασσα ή έρημο. Δεν μ’ αφήνει στιγμή να ησυχάσω. Εκεί που γαληνεύει τη θύελλα μου ρίχνει τον καύσωνα και όταν εξαφανίσει τον καύσωνα εξαπολύει τη θύελλα γιατί με έχει καταραστεί να υπομένω αυτό το μαρτύριο στους αιώνες των αιώνων. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά κάθε τόσο ο μεγάλος δυνάστης στέλνει όρνια κάθε λογής και μου ξεσκίζουν τις σάρκες. Τι κι αν μου ‘χουν τρυπήσει χίλιες φορές την καρδιά; Τι κι αν μου ‘χουν σκίσει χίλιες φορές το στήθος; Δεν πεθαίνω. Ο μεγάλος τύραννος δεν θέλει να πεθάνω γιατί αν πεθάνω θα σβήσει το σαδιστικό θέαμα και δεν θα νιώθει πλέον τη χαρά να με τιμωρεί! Μα, για στάσου. Ακούω κρωξίματα. Ο άγγελος αφουγκράστηκε προσεχτικά. Ναι είναι κρωξίματα. Φεύγα! Δεν πρέπει να το δεις αυτό. Ο γεροντάκος πισωπάτησε. Έκανε μερικά βήματα μα η περιέργεια δεν τον άφηνε να απομακρυνθεί. Ταυτόχρονα, μαζί με την περιέργεια είχε αρχίσει να νοιώθει και λύπη γι’ αυτόν τον άγγελο και μια επιθυμία να του σπάσει την αλυσίδα και να τον λυτρώσει απ’ το μαρτύριό του.
    Ξαφνικά, τρία τεράστια μαύρα όρνια έκαναν την εμφάνισή τους. Αρχικά, υποκλίθηκαν στον γεροντάκο ουρλιάζοντας απαίσια:
-Εγώ είμαι ο νόμος, είπε το πρώτο. Αυτός παραβίασε το νόμο του θεού. Πρέπει να πληρώσει.
-Εγώ είμαι η θεία δίκη, είπε το δεύτερο. Εγώ τον καταδίκασα σ’ αυτό το μαρτύριο.
-Εγώ είμαι ο εκτελεστής των επιθυμιών του θεού. Αυτός πρέπει να πληρώσει και εγώ θα τον κάνω να πληρώσει.
-Είμαστε η φωνή του θεού, είπαν και τα τρία μαζί και στράφηκαν προς τον άγγελο.
-Πες μας το μυστικό σου. Πες μας και θα σ’ αφήσουμε ήσυχο. Πες μας και εμείς θα μεσολαβήσουμε στο μεγάλο αφέντη να σε λυτρώσει απ’ το μαρτύριό σου. Που ξέρεις; Αν μας πεις το μυστικό μπορεί και να σ’ αφήσει να πεθάνεις! Σ’ αυτά ο άγγελος απάντησε:
-Δεν έχω να σας πω τίποτα. Τότε τα όρνια του επιτέθηκαν με απαίσιες κραυγές και άρχισαν να τον ραμφίζουν σε όλο του το κορμί. Από παντού έτρεχε αίμα τόσο που ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από ένα πέπλο ομίχλης για να μη βλέπει. Ο άγγελος έβγαζε δυνατές κραυγές πόνου.
    Μετά από λίγη ώρα, τα όρνια, έχοντας τελειώσει το απαίσιο έργο τους έφυγαν κρώζοντας απαίσια. Ο άγγελος έστεκε καταματωμένος και κουρελιασμένος. Ο γεροντάκος τον κοίταξε με συμπόνια. Τον πλησίασε, έβγαλε το μαντήλι του και του σκούπισε απαλά τις ματωμένες πληγές του. Τότε ο άγγελος είπε με μαλακή φωνή:
-Θα αναρωτιέσαι ποιο είναι το μυστικό μου και γιατί αρνούμαι τόσο πεισματικά να το πω. Ξέρω πως ο θεός δεν θα είναι για πάντα ο μεγάλος αφέντης. Κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα ξεσηκωθούν και θα τον συντρίψουν. Θα τον γκρεμίσουν από την εξουσία. Εγώ, λοιπόν, γνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο θα τον ανατρέψουν και την κατάλληλη ώρα θα τον αποκαλύψω στους ανθρώπους. Αυτό είναι το μυστικό μου.
-Μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς το θεό; Ρώτησε ο γεροντάκος.
-Μπορούν, απάντησε ο άγγελος. Όταν θα τον γκρεμίσουν από την εξουσία θα ανακαλύψουν πως μπορούν να ζουν και χωρίς αυτόν καλύτερα από πριν. Δεν θα υπάρχει ένας Δημιουργός. Όλοι θα σκέφτονται και θα δημιουργούν. Ο πόνος και το δάκρυ θα γίνουν άγνωστες λέξεις. Δεν θα υπάρχουν Σεραφείμ και Χερουβείμ και το παραμύθι της βασιλείας των ουρανών θα πεταχτεί στα σκουπίδια. Τότε, όλη η γη θα γίνει λουλουδένιος παράδεισος. Ναι, η καινούργια Εδέμ θα είναι για όλους.
    Ο γεροντάκος νοιώθοντας ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε για να βοηθήσει τον άγγελο και να απαλύνει το μαρτύριό του έφυγε περπατώντας αργά ενώ στ’ αυτιά του ηχούσαν ακόμα τα τελευταία λόγια του αγγέλου: «Η καινούρια Εδέμ θα είναι για όλους».
O Θεοχάρης Παπαδόπουλος έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τα παράταιρα (ιδ. έκδοση 1997), Κραυγές (εκδόσεις Ιωλκός 2009), Ερείπια (εκδόσεις ΡΕΩ 2010), Πρόσωπα γνωστά (εκδόσεις ΡΕΩ 2011), Ξερόκλαδα (εκδόσεις ΡΕΩ 2012), Πόρτες κλειστές (εκδόσεις Πλέβεν 2012 (βουλγαρικά)), Πρόγνωση καιρού (εκδόσεις Vakxikon.gr 2014). Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.