Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες της Ιφιγένειας Σιαφάκα

mouselimidousiafaka.jpg
Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, διηγήματα, Ιφιγένεια Σιαφάκα, Εκδόσεις Ars Poetica 2014

 

«Πώς το σφύριγμα ενός τρένου επιδρά σε μία σούπα; Τι σχέση μπορεί να έχει το ψεγάδι ενός σερβίτσιου με την επιλογή ενός παλτού; Με ποιον τρόπο το σώμα απαντά στη μνήμη και πώς η μνήμη καταγράφεται στο σώμα;». Πρόκειται για μερικά ερωτήματα- πλοηγούς, που συναντούμε στο οπισθόφυλλο και μας υποψιάζουν ως ένα βαθμό για τον παράδοξο κόσμο στον οποίο θα μας ταξιδέψει η συγγραφέας.

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα με αυτή τη συλλογή μάς συστήνεται ως διηγηματογράφος  ικανή να κινείται ευέλικτα σε μια ευρύτητα και πολλαπλότητα εκφραστικών τρόπων και τεχνικών, αξιοποιώντας στοιχεία τόσο από τον υπερρεαλισμό και το παράλογο  όσο κι από το παραμύθι και την αλληγορία, τον μαγικό ρεαλισμό ή ακόμη τον εσωτερικό μονόλογο και την ημερολογιακή καταγραφή. Το βιβλίο περιλαμβάνει 27 αφηγήματα, εκ των οποίων παραθέτω  κάποιους ενδεικτικούς τίτλους: Η σούπα, Παθών πλεκτάνες, Η καρέκλα είναι τρύπια, Συμφωνική πρόβα φωνηέντων στα ξυπόλητα πόδια της Ισιδώρας Ντάνκαν και φυσικά Το πλεκτό στο τέλος του ομότιτλου βιβλίου, που ως καθοριστικό σημαίνον χαράζει όλες τις αφηγηματικές διαδρομές.

Στημόνι και υφάδι θαυμάσια δουλεμένα, ώστε να προκύπτει ένα πυκνό πλεκτό γλώσσας, πλοκής, γραφής, που όμως δεν επαναπαύεται στην καλή του όψη. Διπλώνεται, συστρέφεται, αναποδογυρίζει, επιτρέποντάς μας να δούμε και να αγγίξουμε την υφή των νημάτων, την περίτεχνη πλέξη τους, αλλά παράλληλα και τα ξεχειλωμένα, ξηλωμένα σημεία, τις ανάστροφες πλευρές, τις ανάδρομες πλέξεις, τις υπόγειες πλεκτάνες, πτυχές που υπηρετούν εξίσου, με τον ιδιάζοντα βέβαια τρόπο τους, την άρτια τεχνική της συγγραφέως.

«Μια γραφή με ανοιχτές ραφές», θα μπορούσαμε να πούμε, που αφήνουν τον αναγνώστη να εισχωρήσει και να συμμετάσχει στην ίδια τη διεργασία της. Παραπέμπω με την έκφραση αυτή και στο διήγημα Για τη ραφή και μόνον, που παρά τη μικρή του έκταση, ξετυλίγει ένα πλούσιο φάσμα σημασιοδοτήσεων. «Απόψε είπαν πως θα βρέξει, κι ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως έπρεπε να φορέσει μόνον το παλτό του.(…) Για τη ραφή και μόνον του γιακά είχε αγοράσει τότε το παλτό.(…) ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως θα φορέσω μόνον τη ραφή μου». Τη ραφή του γιακά του περιεργάζεται με προσοχή μπροστά στον καθρέφτη, σε ένα κάτοπτρο ουσιαστικά αυτοαναφορικότητας. Θα επανέλθω στο συγκεκριμένο διήγημα. Εξάλλου, η λέξη «γραφή» περικλείει μέσα της τόσο τη ραφή όσο και την αφή, αναπόσπαστα  συστατικά της υφαντικής αυτής τέχνης. Το κείμενο ως text(e)- ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός όρος αποδίδει σαφέστατα τη διάσταση αυτή της υφής και του υφαντού.

Δομικό στοιχείο του αφηγηματικού κόσμου της Σιαφάκα είναι η γλωσσική ευρηματικότητα και υπαινικτικότητα. Ήδη ο τίτλος μάς εμπλέκει στο παιχνίδι αυτό ως συν-κοινωνούς, για να περιηγηθούμε στις σπειροειδείς τροχιές του. Η σύμβαση έχει κιόλας οριστεί. Κι ο αναγνώστης καλείται να κρατήσει ο ίδιος την πυξίδα στην παράξενη αυτή και γεμάτη ανατροπές κι εκπλήξεις περιπλάνηση.

Το πλεκτό της Σιαφάκα υφαίνεται με καμβά την έννοια του «περίπλοκου», που εισήγαγε ο μοντερνισμός. Πάλι σε ομόρριζες λέξεις και ομόλογα σημαινόμενα οδηγούμαστε, που καταλήγουν να συγκροτούν ένα στέρεα δομημένο σημειακό σύστημα με πλαίσιο αναφοράς όχι βέβαια μια ανύπαρκτη «αντικειμενική» πραγματικότητα, αλλά μια πραγματικότητα αλληλένδετη με την εκάστοτε ερμηνεία της. Υποκειμενικότητα, απροσδιοριστία, σύγχυση, ρευστότητα. Οι όψεις του θρυμματισμένου εγώ σε έναν αποσπασματικό, αντιφατικό κόσμο. Οι νοητικές και ψυχικές καταστάσεις προβάλλονται με τη μορφή οπτικών μεταφορών. Π.χ. το τσουγκρισμένο χείλος από το πορσελάνινο φλιτζάνι», ενθύμιο της μητέρας του Χέρμπερτ στο διήγημα Για τη ραφή και μόνον ή επίσης «το πηγούνι», που αγγίζει προσεκτικά να μη ραγίσει ο Λουκάς στη Σούπα. Κάθε λογική κατασκευή εγκαταλείπεται και δίνει τη θέση της στο παράλογο της εμπειρίας.

Τα πρόσωπα των διηγημάτων δεν σκιαγραφούνται ως «χαρακτήρες» με την κλασική έννοια του όρου. Αντίθετα, προβάλλουν αποδομημένα και συγκεχυμένα. Μας προσελκύουν να τα αποκρυπτογραφήσουμε και να συμπληρώσουμε την εικόνα τους μέσω της δικής μας πρόσληψης. Κυρίαρχο το ταραχώδες και διάχυτο εσωτερικό τοπίο, τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικού, η διάλυση, η απόγνωση, το αδιέξοδο. Βασικό γνώρισμά τους είναι ο ιδιότυπος, ρευστός ψυχισμός, που στέκεται στην κόψη του ξυραφιού. Το υπαρξιακό άγχος, η «αγωνία» κατά Κίρκεγκωρ, κρύβεται πίσω από ιδεοψυχαναγκασμούς και εμμονικές αγκυλώσεις. Ακολουθεί μια πορεία πρωτεϊκών μεταμορφώσεων, για να συγκαλυφθεί το αβάσταχτο πρωταρχικό τραύμα. Επανέρχονται, δηλαδή, συχνά πανομοιότυπα μοτίβα και συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα, η απαρέγκλιτη εστίαση στις λεπτομέρειες, η αμφιβολία ως προς την τήρηση της τάξης, η επανάληψη τυποποιημένων σκέψεων και ερμηνειών, ο αυτοεγκλεισμός σε μια περιχαρακωμένη, ψευδαισθησιακά «ασφαλή» ζωή. Και κατ’ επέκταση το μείζον ζήτημα ταυτότητας-ετερότητας, το ζεύγμα εγώ-οι άλλοι, η αρχετυπική σχέση των δύο φύλων.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα όσων αναφέρθηκαν προέρχεται από το διήγημα Τα κουτιά: «Η Τίγκυ νιώθει περήφανη γι’ αυτήν την εμμονή-λατρεύω αυτά τα μοκασίνια-, είναι ένα δείγμα σεβασμού στον κραταιό της χαρακτήρα. Όλα χορεύουν σταθερά: επιθυμίες, αντίληψη και σώμα συμπαγή, σφιχτοδεμένα (…) έχει δυο μόνον νυχτικά, ένα λευκό κι ένα γαλάζιο. όταν φοράει το λευκό, τραβάει την κουρτίνα με το αριστερό της χέρι, όταν φοράει το γαλάζιο, με το δεξί το χέρι, κι έτσι, ευφάνταστη στα χρώματα και στις συμβολικές απεικονίσεις, προσθέτει και κίνηση στο σώμα. Άλλωστε θαύμαζε, από παιδί, πολύ τις μπαλαρίνες.»

Αφηγηματολογικά, επιλέγεται κυρίως η γ’ πρόσωπη αφήγηση με εσωτερική  εστίαση, που προσφέρει αφενός την απαραίτητη αποστασιοποίηση, επιτυγχάνοντας αφετέρου την έμφαση στην υποκειμενικότητα. Συχνά συναντούμε την τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου, στον οποίο δεν καθίσταται σαφές «ποιος μιλάει». Έτσι, η φωνή ακούγεται διφορούμενη, αταύτιστη, ανέστια, όπως ακριβώς ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση των προσώπων. Παράλληλα, προς την ίδια κατεύθυνση, ενσωματώνονται και τρόποι του εσωτερικού μονολόγου. Η συγγραφέας καταφεύγει κάποιες φορές στην υποδόρια ειρωνεία ως μέσο για κοινωνικοπολιτική κριτική, στοχεύοντας κυρίως στις απροκάλυπτες ή αδιόρατες μορφές εξουσίας και εκμετάλλευσης, θίγοντας ακόμη και το λεπτό θέμα της ενδοοικογενειακής βίας. Η συλλογή περιλαμβάνει και μερικά κείμενα που θυμίζουν πεζόμορφα ποιήματα, όπως Η ερωτική οικονομία, Το ρόδι, με έντονη συνειρμική ροή και πλούσια εικονοποιία.

Αλλά πάντα αυτό που δεσπόζει είναι το λεκτικό παιχνίδι ως serio ludere, προϋπόθεση κάθε λογοτεχνικής κατασκευής, που εδώ ρέει ανάγλυφα κι αποκαλυπτικά.

Καταλήγοντας, θα ήθελα να επισημάνω ένα καίριο ζητούμενο της λογοτεχνικής δημιουργίας που κατορθώνει να εκπληρώσει αυτή η συλλογή και δεν είναι άλλο από το περίφημο «παραξένισμα», την «ανοικείωση», ανατάσσοντας και ανατρέποντας τους όρους και τους μηχανισμούς της κοινής γλώσσας και των καθιερωμένων, στερεότυπων αντιλήψεων και εικόνων.

Δεν νομίζω, επομένως, ότι θα υπήρχε ευστοχότερος περιγραφικός χαρακτηρισμός για το σύνολο των κειμένων από αυτόν που αναγράφεται ως υπότιτλος στο εξώφυλλο. Αφηγήματα ανάδρομων πλέξεων, λοιπόν.

 

Ιωάννα Μουσελιμίδου