Βισέντε Ουιντόμπρο
Η ρίζα της φώνης
Ρούχο εκπλήξεων με σέρνει κάθε μέρα
Και μια φωτιά ολοκαίνουργια στων
[σωθικών μου τη φωτιά
Η ψυχή επαγγέλλεται την οδύνη
Όπως νερό αναμνήσεων
Ή δέντρων που κινούν να
[μοιάσουν της θάλασσας
Κάτι απ’ τις σκοτεινές μου γωνιές
[αναδύεται
Προσπαθώντας να μ’ επιστρέψει στον
[ουρανό
Να στείλει την αγωνία μου στ’ άστρο
[που θέλησε να με βαφτίσει
Επιμένει στα όνειρά μου η εξόριστη
[φωνή
Που με διασχίζει απ’ την πρώτη μου ώρα
Που τη μακριά αλυσίδα των προγόνων
[μου σταύρωσε
Επιμένει στις νύχτες μου το σάρκινο φως
Που δένει ψυχές με τις αχτίνες του
Υπάρχει μια ακόρεστη ελπίδα
Ένας οιωνός μιας φτασμένης με τα χέρια
[κορυφής
Ένας οιωνός αναρριχητής ως άνθος
[δίψας
Δυνατότερος κι απ’ τ’ απόμακρο
[τραγούδι στ’ αυτιά του φυλακισμένου
Ένα κάτι που θέλει να ξεγεννήσει τους
[αγέννητους τρόπους μου
Τ’ άγνωστα κομμάτια του σιωπηλού μου
[εαυτού
Πολυχρονισμένο σε ακόρεστους
[λαβύρινθους
Ή μετατοπίστηκαν τα θνητά κάτοπτρα
[δίχως να αποκατασταθούν στον
κίνδυνο των ίσκιων
Μια ιδέα δακρύων και θερμών λέξεων
Πού ’φτασαν διασχίζοντας κι αυτές
[ποτάμια
Κι εποχές όμοια θαμμένες πόλεις
Μια εργασία ριζών δίχως όνειρο
Ταυτόχρονα ο πηλός των αποστάσεων
Κι οι ώρες που γι αυτόν θα ματώσουμε
Το ουρλιαχτό των πραγμάτων που
[ωριμάζουν σκοτεινιές
Κι αναζητούν την ακριβή τους λέξη να
[ζήσουν ανάμεσά μας
Αναζητούν το ιδιαίτερο άρωμά τους
[όπως κάθε άνθος
Πλασμένο απ’ όλα τούτα το μέλλον μας
Κι ακόμη η ηδονή υπάρχει των κωδώνων
[που ξεγίνεται απ’ τους μεγάλους ήχους της
Ω διαφάνεια της μοναξιάς!
Ω λευτεριά της αιωρούμενης ευχής!
Ω φίλτρο της πιο βαθιάς συνείδησης
[που κλαίει το πεπρωμένο της!
Αφουγκράστηκες τόσο τη φωνή σου
Ξεψυχώντας κρεμασμένη σ’ εκείνα τα
[κύτταρα
Δίχως τρόμου βουλή…
Άκου τώρα του κόσμου τη φωνή
Δες τη ζωή που κυματίζει σα δέντρο
[κράζοντας τον ήλιο
Όταν κάποιος αγγίζει τις ρίζες του
Η γη τραγουδά με τ’ αδέλφια της άστρα
Νικολάς Γκιγιέν
Τουφεκισμός
1
Θα ρίξουν
σ’ έναν άνθρωπο με χέρια δεμένα’
Στρατιώτες τέσσερις εκτελεστές.
Τέσσερις στρατιώτες αμίλητοι
σφιχτοδεμένοι,
όπως κι ο αλυσοδεμένος άνθρωπος που
[θα σκοτώσουν.2
- Τι λες, το βάζεις στα πόδια;
- Αδύνατον να τρέξω!
- Θα ρίξουν! Θα τραβήξουν!
- Μα τι κάνουμε!
- Ίσως τα τουφέκια δεν είναι γεμάτα…
- Έξι σφαίρες άγριο μολύβι στη θαλάμη
[τους!
- Τούτοι ’δω οι στρατιώτες ίσως δεν
[τραβήξουν!
-Είσαι, μα την αλήθεια, απίστευτα
[ηλίθιος!
3
Τράβηξαν.
(Πώς μπόρεσαν και τράβηξαν;)
Σκότωσαν.
(Πώς μπόρεσαν και σκότωσαν;)
Τέσσερις σιωπηλοί στρατιώτες,
στο νεύμα του αξιωματικού πού ’κοψε
[με το σπαθί του τον αέρα’
Τέσσερις δεμένοι στρατιώτες
όπως κι ο άνθρωπος που πήγαν να
[σκοτώσουν!