Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Διακοπές στην ποίηση: Κάτια Γκορετσάν [Σλοβενία]

Μεταφράζει η Αγγελική Δημουλή
dimoulimet26.jpg
H Κάτια Γκορετσάν (Katja Gorecan), ποιήτρια, ζωγράφος και ταξιδιώτισσα, γεννήθηκε το 1989 στο Τσέλγιε της Σλοβενίας. Η ποιήτρια είναι η δεύτερη από μια σειρά νέων ποιητών από όλο τον κόσμο που συμμετείχαν στο φεστιβάλ Živa književnost / Living Literature Festival (www.skuc.org) Σπουδάζει συγκριτική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο των Τεχνών της Λιουμπλιάνα. Στα 17 της δημοσιεύει την πρώτη ποιητική συλλογή, με τίτλο, Άγγελοι με κοινή καταγωγή. Το 2011, πραγματοποιεί έκθεση ζωγραφικής στη Λιουμπλιάνα με τίτλο, Η χρονιά της γάτας. Το 2012, δημοσιεύει την αυτοβιογραφική ποιητική συλλογή, Τα βάσανα της νεαρής Χάνα, με την οποία συμμετείχε στη 15η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών στη Ρώμη καθώς και στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2012 στο Νότιγχαμ. Φέτος, παρουσίασε στη Βιέννη τη δεύτερη έκθεση ζωγραφικής με τίτλο, Γυρνάω τον κόσμο. Η ποίηση αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της καθώς και έναν τρόπο να εκφράζει τις απόψεις της για την κοινωνία, την τέχνη και τα γυναικεία θέματα. Στο παρόν αφιέρωμα έχουμε μεταφράσει αποσπάσματα από τα Βάσανα της Νεαρής Χάνα. 

**

Xάνα

η χάνα είναι ποιήτρια
ή τουλάχιστον θέλει να είναι.
Ή πρέπει να περιμένει να της το επιβεβαιώσουν άλλοι.
ψάχνει τη φωνή της.
Ποιος δεν το κάνει φυσικά;
Η χάνα ψάχνει τη φωνή της με
Το να στέλνει τα ποιήματά της σε όλους (στους περισσότερους) τους υποθετικούς ποιητές.
Η χάνα βεβαίως στέλνει και σε διαγωνισμούς,
Σχεδόν κάθε χρόνο
Την ξεχνάνε
Ξανά και ξανά.
Της αρέσει ακόμα να γράφει ακόμα κι αν
Δεν έχει ιδέα
Του τι θα κάνει με τον εαυτό της τα επόμενα χρόνια.
Αλλά ξέρει,
Ότι δε θέλω
Ένα μεγάλο οικογενειακό σπίτι,
Έναν τέλειο άντρα ούτε

Μια συνηθισμένη δουλειά, θα τα έχει κάποια μέρα.
Η χάνα τώρα είναι
Εικοσιενός αν και σε κάθε μαγαζί
Της ζητάνε ταυτότητα
Όταν αγοράζει τα τσιγάρα της.
Χωρίς τσιγάρα δε μπορεί ούτε μια μέρα να ζήσει.
Τρώει τόσο βαθιά τα νύχια της
Που υπάρχουν ορατοί λεκέδες αίματος στα χέρια της.
Δε μοιάζει καθόλου νευρική,
Αλλά βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση,
Αν και δεν ξέρει εκριβώς τι ή ποιόν περιμένει ακριβώς.
Ας προχωρήσουμε.

Η Χάνα και η ποίηση (Η Χάνα βαρέθηκε)

Όσο για την ποίηση, η Χάνα θα προτιμούσε να παραμείνει σιωπηλή,
Αλλά δε μπορώ
Άρχισε να κρύβει και να θάβει τα ποιήματά της στο έδαφος,
Έτσι ώστε να ανακαλυφθούν μια μέρα.
Όσο για την ποίηση η Χάνα θα προτιμούσε  να ουρλιάξει.
Ό, τι αγαπάς στη χώρα μας  γίνεται αηδιαστικό.
Η Χάνα δε θα πει ποτέ τι σκέφτεται,
Γιατί εκεί σταματά το ποιητικό της ταξίδι.
Η Χάνα πιστεύει, αλλά δε θα το παραδεχτεί.
Η χάνα θέλει να διαβάσει τα ποιήματά της,
Η χάνα θέλει να δημοσιεύσει ένα βιβλίο
Αλλά ποτέ δε θα τα καταφέρει η χάνα, εφόσον,
Η χάνα δεν είναι ένα τυπικό παράδειγμα ποιητή
(η Χάνα δε γνωρίζει με τι ακριβώς μοιάζει ένα τυπικό παράδειγμα, αλλά ξέρει οτι αυτή δεν είναι)
Και το σημαντικότερο-η χάνα δεν έχει διασυνδέσεις.
Η χάνα έχει αρκετά.
Δε θέλει άλλο πια να μαλώνει με τους ποιητές.
Γιατί θα πρέπει να πολεμήσει για την ποίησή της;
Στη χάνα αρέσει να βλέπει αυτο-ανακυρησσόμενους σταρ ποιητές,
Οι οποίοι ακολουθούν ακριβώς τον ίδιο δρόμο.
Κάθε χρόνο δημοσιεύουν μια ποιητική συλλογή,
Κάθε χρόνο κάνουν χίλιες ερμηνείες,
Όπου φιλοσοφούν και χλευάζουν την αγάπη.
Κάθε χρόνο βραβεύεται ο ίδιος
Αλήθεια προχωράει ο χρόνος;
Παντού βλέπει τα ίδια πρόσωπα που της γνωστοποιούν
Τι κάνεις γυναίκα-παιδί, δεν είσαι ευπρόσδεκτη εδώ
Μόνο εμείς είμαστε εδώ στην κορυφή
Που διαρκεί ισόβια και εσύ δε μπορείς ούτε ένα μπουρέκι ν’αγοράσεις

(ή πώς ο πολιτισμός χάνει την πίστη του)
Έπειτα μεθάνε και γίνονται επιθετικοί
Και η δύναμη του άνδρα χτυπά
Μια δύναμη που η χάνα δε θα έχει ποτέ,
Γι’αυτό δε μπορεί απλά να εξαφανιστεί εκεί απ’όπου ήρθε.
Σκεφτόταν, να γονατίσει μπροστά τους
Και να τους ικετεύσει
Σας παρακαλώ διαβάστε τα ποιήματά μου, δεν είναι άσχημα, αλήθεια
Αλλά σήμερα είναι τόσο κουρασμένη και όχι αρκετά δυνατή
Κάποια μέρα θα έχεις καλά ποιήματα αλλά όχι τόσο καλά όσο τα δικά μου.
Η χάνα δε θα σταματήσει να γράφει,
Απλώς θα μείνει απαθής σε όλα τα γλυψίματα και τα χτυπήματα.
Αυτό ακριβώς θέλουμε.
Γι’αυτό χτυπάω πάντα εκεί όπου πονάει περισσότερο.

Σ’αυτό ακριβώς το σημείο η χάνα διαχωρίζει σε δυο κατηγορίες τους ποιητές:
Στους ποιητές που μένουν ανθρώπινοι
Και στους ποιητές που γίνονται τέρατα.

Η Χάνα και η αγάπη

Η Χάνα δε μιλάει για την αγάπη γιατί
Η Χάνα ερωτεύτηκε έναν άνδρα ο οποίος είπε
Ελπίζω να μη με ερωτεύτηκες
Και τη φίλησε.
Διαβάζει τα περισσότερα από τα εγχειρίδια αυτοβοήθειας
Και πώς να διατηρήσει τη γυναικεία της αυτοπεποίθηση,
Αλλά τίποτε απ’αυτά δεν πιάνει.
Μάλιστα σκέφτεται να γράψει κι εκείνη ένα
Γιατί μπορεί να κερδίσει πολλά μ’αυτό το είδος της λογοτεχνίας.
Αλλά η αγάπη στη ζωή της Χάννα δεν έχει και πολύ
Μεγάλη σημασία,
Ας προσπεράσουμε το ζήτημα αυτό.

Η Χάνα στην τουαλέτα

Η Χάνα συχνά μένει καθιστή στο κάθισμα της τουαλέτας
Και σκέφτεται τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου της.
Ενίοτε φέρνει καφέ και τασάκι και παραμένει καθιστή.
Στο μεταξύ κοιτά τα μαλλιά της στον νιπτήρα, σκόνη που μαζεύεται στο καλοριφέρ,
Σκέφτεται,
Με τι θα σκουπίσω τον κώλο μου,
Όταν έχει χρησιμοποιήσει το τελευταίο χαρτί τουαλέτας.
Σκέφτεται,
Πότε ήταν η πρώτη φορά που ήμουν πληγωμένη
Και γιατί
Θα είναι σημαντικό για τη ζωή της,
Το να σηκωθεί και να πλύνει τα χέρια της.
Γιατί ξέρει, ότι, όταν θα σηκώσει τα ρούχα της
Και θα τραβήξει το καζανάκι,
Για λίγα δευτερόλεπτα, θα δει πώς τα ούρα της
Και οι υπόλοιπες εκκρίσεις της θα γίνονται ομίχλη,
Τίποτα δε θα ξέρω πια ούτε θα θυμάμαι.

Η Χάνα και η οικογένεια

Στα γόνατα ή στη γωνία
Για τους προγόνους
Γονείς
Αδέλφια
Αδελφές
Παιδιά
Σύζυγος
Απεκδύσου τον εαυτό σου Χάνα, αυτόν που ποτέ δεν είχες.
Και αυτό που αναμένεται, Θα γίνω.
Χάνα, κακάκια τα τελευταία σκατά των ονείρων. Κι έτσι θα επιβιώσεις.
Χάνα αγαπώ πάρα πολύ την οικογένειά μου και τους υπολογίζει πάρα πολύ.
Είναι περήφανη για όλες τις γυναίκες στην οικογένειά της,
Γιατί είναι δυνατές και ξέρουν πολύ καλά πώς να ανέχονται τον εξευτελισμό.
Ξέρουν πώς να δρουν ηλίθια όταν πρέπει, και μπορούν να φανούν χρήσιμες,
Όταν πρέπει να καθαρίσουν το σπίτι και να ετοιμάσουν το δείπνο.
Αυτή η Χάνα το σέβομαι αλλά δε μπορώ να το κάνω.

Η Χάνα και τα φανάρια

Όταν η Χάνα στέκεται στα φανάρια και περιμένει για το πράσινο,
Πάντα κοιτάει απ’την άλλη μεριά της διάβασης μήπως και κάποιος την περιμένει.
Κι έπειτα διαπιστώνει ότι κανείς δεν την περιμένει.
Διασχίζει το δρόμο και Κοιτάζω τους ανθρώπους που περνάν δίπλα της.
Ελπίζω ήσυχα, κάποιος να την αγγίξει.

H Xάνα, ο παππούς και ο Θεός

Όταν ήταν μικρή συχνά πήγαινε στην εκκλησία με τον παππού της.
Ακόμα θυμάται απέξω τις προσευχές
Χαίρε μαρία κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου,
Ο Πατέρας μας στους Ουρανούς
Πιθανότατα ποτέ δε θα καταλάβω γιατί πέθανε ο παππούς της.

Και γιατί όλοι φώναζαν στην κηδεία.
Καμιά φορά για λίγο η Χάνα ακόμα μιλάει με τον παππού της,
Ο οποίος της λέει πάντα
Δε μπορείς ποτέ ξανά να κοιτάς πίσω.
Ο παππούς της ήταν έξυπνος άνθρωπος, απλώς έπινε και κάπνιζε πολύ.
Είχε μεγάλες φιλοδοξίες όπως οτι κάποτε η Χάνα θα είχε μεγάλα βυζιά.
Και όντως είχε, μέχρι που η Χάνα έπαθε ανορεξία.
Χάνα θα ‘ναι δύσκολο για μένα να πιστέψω στο Θεό.
Χάνα θα ‘ναι δύσκολο για μένα να πιστέψω σε οποιονδήποτε.
Ο Θεός φαίνεται μεγάλος για τη Χάνα, για να τον καταλάβει.

Η Χάνα και ο θάνατοςΧάνα δε φοβάμαι το θάνατο

Φοβάμαι το να πεθαίνεις

Φοβάμαι ότι θα πρέπει να φύγω πριν την ώρα μου
Και δε θα ξέρω ποιόν αφήνω πίσω

Η Χάνα και ο Μπουκόφσκι

Ο Μπουκόφσκι κι εγώ ιππεύσαμε αυτά τα ροζ σύννεφα,
Και άγγιξε τα στήθη μου και έσκισε τις θηλές μου.

Κανείς δεν έπαθε τίποτα.

Ξυπνήσαμε το πρωί, κανείς δεν ήξερε
Τι συνέβη χτες, ξαπλωμένοι στη μπανιέρα
Όπου υπήρχαν παντού βρώμικα προφυλακτικά και σκισμένα εσώρουχα

Κανείς δεν έπαθε τίποτα.

Δεν τρελαινόμουν κι εκείνος δεν ήταν ένα οποιοδήποτε
Καυλί, ήταν ξαπλωμένος σ’ένα ακατάστατο κρεβάτι και
Κανείς απ’τους δυό μας δε θα νιώθει τώρα τον πόνο.

Κάποιος πρέπει ν’αφήσει κάποιον.

Δεν πρόκειται να προκύψει ποίηση απ’αυτό το σκατόσπιτο.

Μόνο ο πραγματικός θάνατος μπορεί να μας απομακρύνει
Απ’ αυτή τη φανταστική ζωή.


Το τέλος της Χάνα ή Κάτια

Ήρθα αντιμέτωπη με τα μπερδέματα και τους φόβους μου.
(φίλε, πρέπει και ‘συ να τα αντιμετωπίσεις!)
Τώρα φαντάσου, όλα περνάνε
Πάνε στο δάσος.
Κάθονται σ’ένα κούτσουρο.
Υπάρχει γη, δέντρα και ουρανός γύρω σου.
Ξεκίνα να ξεχνάς.

Πρώτα τον εαυτό σου.
Μετά τους άλλους.
Πάρε μια βαθιά ανάσα τρεις φορές.
Μετά ύψωσε τα χέρια σου προς τον ουρανό
Και άστο να φύγει.
Έτσι απλά.
Μετά από σκληρές μάχες με τον εαυτό μου,
Μετά από στιγμές όπου μίσησα και απεχθανόμουν τον εαυτό μου
Τόσο πολύ, σχεδόν έβγαλα το δέρμα του προσώπου μου
Κι έγινα κάποια άλλη,
Μια άγνωστη φωνή με κλώτησε ένα πρωί στον κώλο:
Σταμάτα να λυπάσαι τον εαυτό σου,
Πάρε την ευθύνη για μια φορά στη ζωή σου,
Καθάρισε το δωμάτιό σου, μάθε να μαγειρεύεις,
Ξεκίνα να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου.
Κανείς δε θα δουλέψει ή θ’αγαπήσει στη θέση σου.

Η αλήθεια είναι ότι ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια.
Και θα τρέχω μέχρι το τέλος της ζωής.