Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος - Γιάννης Ζελιαναίος

zelianaios26.jpg
φωτό: Θ. Ζαμπάκα
Η τέχνη μας μισεί όλουςΗ Λουΐζα μου ‘λεγε συνέχεια πως
η τέχνη μας μισεί όλους
κι εγώ της έλεγα πως για όλα μάλλον φταίνε
τα alter ego.
Η Λουΐζα δεν έκανε τέχνη
με τις λέξεις που ορίζεται η τέχνη
αλλά σίγουρα ο τρόπος
που έβγαινε από κάθε ταξί της Παλιάς Πόλης
θα ‘πρεπε να υπόκειται στο νόμο
περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Έλεγε πως τα alter ego
δεν βρίσκονται στην τέχνη
αλλά στα κρεβάτια
και στις κουζίνες
στα μπαρ και στα μπούκικα,
εκεί γενικά που η τύχη
ακόνιζε τσεκούρια.
«Καταλαβαίνω» έλεγε
αυτούς που χύνουν και κλείνουν τα μάτια
αλλά δεν κατάλαβα ποτέ τον Γούντι Άλεν
και τις νευρωτικές σκατόφατσες
στις ταινίες του.
«Για την κρίση έχω λύση» μου ‘λεγε
«Θα ‘πρεπε να φορολογούν τις χέστρες,
μερικά ξενοδοχεία στη Γαλλία
ξέρεις το κάνουν».
Κι όταν της έλεγα πως μάλλον δεν ήταν έτσι
η Λουΐζα συνέχιζε να μου λέει πως
η τέχνη μας μισεί όλους.
«Δεν έχεις ιδέα τι συμβαίνει» συνέχιζε
πόσο ξινόγαλο ήπια μέχρι να γίνω
αυτό που είμαι
και σε πόσα alter ego
έκλεισα τα μάτια
μέχρι να πουν τη λέξη «χύνω».
«Η λέξη «χύνω» τελικά
θα ‘πρεπε να φορολογείται Λουΐζα»,
της έλεγα
και ξέσπαγε στα γέλια.
Η Λουΐζα έβγαινε
μέσα από τα ταξί της Παλιάς Πόλης
σαν αρτίστα αλλοτινών δεκαετιών.
Μια έξοδος που υποκαιόταν σε όλους τους νόμους
περί πνευματικών δικαιωμάτων,
είχε δίκιο πως η τέχνη μας μισούσε όλους
και είχε δίκιο για πολλά ακόμα πράγματα
που λέγαμε πιασμένοι αγκαλιά
λίγο πριν κινήσει για τη νυχτερινή της βάρδια.
Η Λουΐζα ήταν μια σκύλα.


Η πεταμένη Μαρία

Έχω αυτή τη γυναίκα
που μου ζητάει ένα περίστροφο
πριν πιει τα χάπια της.
Βάφεται,
αγοράζει παπούτσια
και κομπινεζόν
που κοστίζουν όσο το νοίκι μου,
της πληρώνω τους καφέδες της
και ξεχνάει πως με λένε
όταν πάει να με συστήσει.
Παραπονιέται για την κοιλιά της
τις πιλάτες της
και τη σαλάτα με κοτόπουλο
που πρήζει το στομάχι της.
Στα μπαρ μιλάει με όλο τον κόσμο
για πράγματα
που δεν σου πάει το μυαλό
ότι συζητάνε οι άνθρωποι.
Γκρινιάζει για τη βροχή
και για τον καράφλα με παιδιά
που θέλει στο κρεβάτι της.
Ανεβάζει σαν μάγισσα
τα απαγορευτικά των μπάτσων
όταν η πόλη τρέμει μετανάστες
και λέει πως η μπεμβέ της
κοιμάται μόνο στα υπόστεγα.
Με μια διαολεμένη πειστική φωνή
μου κάνει νάζια όταν πίνω,
φοράω τα γυαλιά της το πρωί
κοιμάμαι στον καναπέ της το βράδυ
και μου πετάει ένα τυρί
για να χορτάσω σαν σκυλί
κάθε που ο ήλιος
μου δείχνει δυο σαγόνια.
Γυρνάμε σε μέρη που δεν θέλει,
σαν πεταμένος άγγελος
βάφει τα φτερά της
μου λέει για το όπλο
που θέλει το μυαλό της
για τα χάπια
που δεν χορταίνουν το κορμί της
για την σίγουρη αυτοκτονία της
με το αίμα να σκουπίζει
το κομπινεζόν της
και στο λαρύγγι απιθωμένη τη στρυχνίνη.
Δεν είναι ώρα για ποιήματα πια.
Ποτέ δεν ήταν.
Κάθε που γέρνω πίσω από το δέρμα
ξέρω πως αυτή η Μαρία
κάποτε
ίσως και να τινάξει τα μυαλά της
στο δωμάτιο με τα δυο σκυλιά της.


Τα γκέμια μιας επικεφαλίδας

«Μου λύπης»
το ‘γραψε λάθος κάποιος σ’ έναν τοίχο στην επαρχία.
«Όσο μακριά κι αν είσαι εγώ Σ’ αγαπάω»
έγραψε κάποιος άλλος δυο τετράγωνα πιο κάτω απ’ το σπίτι
και πάλι σ’ έναν τοίχο γηπέδου αυτοκτονίας.
Νυχτερίδες εντελώς
στρόου ντογκς
άπλυτα κόκκινα πιάτα
και βρόχα του Ζαμπέτα.
Αυτο δεν το ‘γραψε κανένας
εγώ το γράφω
στη μαξιλαροθήκη που ρούφηξε την τρέλα σου
ανοίγοντας τα σκέλια της νύχτας στα δύο.
Πάνω απ’ όλα υπάρχει ο Θεός
η καλύτερη δικαιολογία
που μπορεί να βρει το ανθρώπινο είδος
και για τον Έρωτα υπάρχουν τα τραγούδια
για να μαζεύουν πτώματα
που λείπουν χωρίς ύψιλον
μεταμεσονύχτιων σπρέι.
Μάλλον ξέρεις τι εννοώ
σαν το παντελόνι κατεβαίνει αργά
τα μάτια σου κοιτάνε χαμηλά
και θες μόνο να ρημάξεις μπας και ηρεμήσεις.
Γιατί ο έρωτας δεν θα είναι ποτέ όπως τον φαντάζεσαι
δεν παίζει βιολί
βρωμίζει δάχτυλο στο τασάκι
σκοτώνει ζώα σε παραθύρι
παλεύει μάτι για να δει
χύνει βρακί ιδρωμένο από κάτουρο ζεστό
κι ενώνει σάρκες παρακμής
που δεν τις νοιάζει τίποτε άλλο
παρά μονάχα το φευγιό
που λύνει αδιάφορα το σώμα
γκεμιάζοντας το επόμενο
για να πηδήξει
κάποιο άλλο.

Ο Γιάννης Ζελιαναίος έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Καλώς ήρθες χειμώνα, γραφιά της νιότης μας (εκδόσεις Εριφύλη 2004), Άννα (εκδόσεις Εριφύλη 2005) και Ο διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο (εκδόσεις Ενδυμίων 2009). Zει κι εργάζεται στη Λευκωσία της Κύπρου.