Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 43

Θεοχάρης Παπαδόπουλος: Η εποχή των κλειδάριθμων

photo © Στράτος Προύσαλης

Μετά από το καθιερωμένο μου οχτάωρο στο γραφείο, μπήκα στο αμάξι. Πληκτρολόγησα τον κλειδάριθμο και το αμάξι ξεκίνησε. Η αυτόματη οδήγηση με έφερε στο σπίτι στα γρήγορα. Μόλις έφτασα στην πόρτα του σπιτιού μου, πληκτρολόγησα τον κλειδάριθμο και η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα στο σπίτι και λίγο αργότερα πληκτρολόγησα τον κλειδάριθμο για την τηλεόραση. Θα είχε περάσει μισή ώρα περίπου, όταν μπήκε μέσα στο σπίτι η Γωγώ, η κοπέλα με την οποία συζούσα ένα χρόνο τώρα και σκεφτόμασταν να παντρευτούμε. Σηκώθηκα και την υποδέχτηκα με ένα φιλί. Μου το ανταπέδωσε με πάθος. Ένιωσα την επιθυμία της, να πάμε στην κρεβατοκάμαρα. Και πήγαμε. Τι ευτυχία!

Ζούσαμε στην εποχή των κλειδάριθμων. Είχαν καθιερωθεί για περισσότερη προστασία. Με κλειδάριθμο μπαίναμε στα σπίτια μας, ανοίγαμε τα αυτοκίνητά μας και τα γραφεία μας. Όλα ήταν ασφαλή. Και όλα προγραμματισμένα. Η δουλειά άρχιζε πάντα την ίδια ώρα και τελείωνε την ίδια. Οι μισθοί πάντα στα ίδια. Η εκπαίδευση ήταν προσαρμοσμένη στη μελλοντική μας επαγγελματική αποκατάσταση. Από τα 20 άρχιζε η δουλειά. Αν κάποιος έφτανε στα 60, τότε απενεργοποιούσαν το τσιπάκι, που του είχαν εμφυτεύσει από τη γέννησή του, στον εγκέφαλο και πέθαινε. Δεν υπήρχε ούτε μείωση του πληθυσμού, ούτε αύξηση. Έτσι κι αλλιώς, σε κάθε αντρόγυνο επιτρεπόταν μόνο ένα παιδί. Όλα ελέγχονταν από έναν κεντρικό υπολογιστή. Από εκεί έβγαιναν οι κλειδάριθμοι. Ο κεντρικός υπολογιστής βρισκόταν μέσα σε ένα τεθωρακισμένο κτίριο, περιτριγυρισμένο με κάμερες, ενώ το φρουρούσαν καμιά πενηνταριά υπερσύγχρονα ρομπότ με εντολή να σκοτώσουν, όποιον τολμήσει να περάσει τα απαγορευτικά.

Κάτι δεν μου πήγαινε καλά, τον τελευταίο καιρό. Βέβαια, δεν μου έλειπε τίποτα. Είχα δουλειά, σπίτι και κοπέλα. Σύντομα, θα παντρευόμασταν και θα αποκτούσαμε παιδί. Όμως, κάτι μου έλειπε.

Είχα ακούσει ότι έξω από την πόλη, υπήρχαν εικόνες, που έβλεπα μόνο στην τηλεόραση. Τοπία καταπράσινα, όμορφες ακρογιαλιές. Στην πόλη υπήρχε μόνο τσιμέντο. Απαγορευόταν να βγούμε από την πόλη. Λέγανε πως εκεί έξω, υπήρχαν πολλοί κακοί άνθρωποι, που δεν είχαν τα προνόμια τα δικά μας. Δεν είχαν δουλειά, οι ερωτικές τους σχέσεις ήταν αλλοπρόσαλλες, έκαναν περισσότερα παιδιά και ζούσαν περισσότερο. Κανείς δεν ήξερε, πως κατάφερναν να ζουν χωρίς να δουλεύουν, αφού λεπτομέρειες δεν μαθαίναμε γι’ αυτούς. Μόνο συγκεχυμένες πληροφορίες. Δεν έπρεπε να ξέρουμε. Αν κάποιοι ήξεραν, δεν μιλούσαν και δεν ήθελαν να μιλήσουν. Όποιος δεν μιλούσε πολύ, δεν θα είχε μπλεξίματα.

Εκείνο το μεσημέρι γύρισα από τη δουλειά συλλογισμένος. Μόλις έφτασα στο σπίτι, πληκτρολόγησα τον κλειδάριθμο για να ανοίξει η πόρτα, όμως, η πόρτα δεν άνοιξε. Τον έβαλα ξανά και ξανά, αλλά δεν είχα κάνει λάθος. Η πόρτα έμεινε ερμητικά κλειστή. Έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη και πληκτρολόγησα τον κλειδάριθμο για να μπορέσω να πάρω τη Γωγώ. Το τηλέφωνο δεν ξεκλείδωσε. Μπήκα στο αμάξι μου και πληκτρολόγησα τον κλειδάριθμο της αυτόματης οδήγησης. Τίποτα. Το αμάξι δεν ξεκίνησε. Ευτυχώς, οι κλειδάριθμοι για την αυτόματη οδήγηση είχαν βγει τα τελευταία χρόνια. Ήξερα να οδηγώ. Πήρα θέση στο τιμόνι και ξεκίνησα. Δεν ήξερα, που πήγαινα, αλλά κάποια στιγμή έφτασα σε μια έξοδο της πόλης. Τα απαγορευτικά δεν λειτουργούσαν, έτσι μπόρεσα να βγω από την πόλη. Ένα καταπράσινο τοπίο απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Απομακρύνθηκα λίγο ακόμα και σταμάτησα. Βγήκα από το αμάξι, να απολαύσω τη φύση. Τότε με πλησίασαν άνθρωποι. Αν έκρινα σωστά από το ντύσιμό τους, δεν ήταν άνθρωποι της πόλης. Οι πληροφορίες, που είχα, έλεγαν ότι όσοι ζούσαν έξω από την πόλη ήταν άπλυτοι και μύριζαν από μακριά, αλλά τώρα έβλεπα, πως ήταν καθαροί και δε διέφεραν ιδιαίτερα από εμάς. Πήρα θάρρος και τους μίλησα. Είχαν φιλικές διαθέσεις. Μου είπαν, τι είχε συμβεί. Τρομοκράτες είχαν καταλάβει το κτίριο με τον κεντρικό υπολογιστή. Είχαν απενεργοποιήσει όλους τους κλειδάριθμους. Πολλοί άνθρωποι της πόλης, είχαν βγει στην εξοχή και ανακαλύπτανε για πρώτη φορά τη φύση. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι…

 

*Tελευταίο του βιβλίο του Θεοχάρη Παπαδόπουλου: "Zηλεύω τα βράχια" (ποιήματα, εκδόσεις Μανδραγόρας 2018)