Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 43

Η σεληνιακή όψη του άντρα, της Χ. Π. Γραμματικοπούλου

Η σεληνιακή όψη του άντρα, νουβέλα, Χ. Π. Γραμματικοπούλου, εκδόσεις Βακχικόν 2018

 

Ίσιωσε τα κλαδιά. Κρέμασε τις τελευταίες μπάλες. Τοποθέτησε το άστρο στην κορυφή. Έκανε δυο βήματα πίσω για να επεξεργαστεί το δημιούργημά της. Έτοιμο επιτέλους, συλλογίστηκε. Κάθισε στον καναπέ. Έβαλε τα πόδια ψηλά.

Το γόνατο τη ζόριζε. Το βλέμμα της εστίασε στο δεξιό της αστράγαλο. Έβγαλε την μάλλινη κάλτσα μαλάζοντας τα πρησμένα της δάχτυλα. Την πατούσα της. Καθώς έσκυβε, αισθάνθηκε μια σουβλιά στον κρόταφο. Έφερε το χέρι στο κεφάλι. Έκλεισε τα μάτια.

Οι παλάμες του στους ώμους της. Στον αυχένα. Να την ανακουφίζουν.
«Αχ! Πάτα κι άλλο, Αντώνη, πάτα».
«Πολύ σφιγμένη είσαι, Θώμη. Τόσο άγχος δεν κάνει καλό. Να σου φέρω το καφεδάκι σου».
Τα βήματά του στο μάρμαρο. Με τη γωνία του ματιού της τον παρατηρούσε. Κάθισε δίπλα της.
«Δες ένα ωραίο παγόνι που σχηματίστηκε στο δικό σου καφέ», του έδειξε.
Φόρεσε τα γυαλιά του, «Καλό είναι αυτό;»
Την κοίταξε κατάματα. Μειδίασαν. Μπήκε η Ρένα με κάτι πίτες στα χέρια.
«Το βράδυ κλείσαμε για ρακόμελα, παιδιά μου. Με ορχήστρα και ζεϊμπεκιές. Κανονίστε!»
«Θα πας;» τη ρώτησε.
«Ναι».
«Τότε θα έρθω».

Ένας κρότος ακούστηκε από την κουζίνα. Πετάχτηκε απάνω.
«Γαμώ τον μπελά μου!», μουρμούρισε ο μικρός.
Τα πλακάκια γεμάτα μέλι. Γυαλιά παντού.
«Συγγνώμη, μάνα», της είπε.
«Μόλις είχα τελειώσει τη γενική…»
Έπλυνε τα χέρια του.
«Θα φάω κάτι άλλο».

Άνοιξε το ψυγείο, άπλωσε στον πάγκο το becel, τα αγγουράκια, το μαρούλι, το milner και τη γαλοπούλα, έβαλε τις φέτες για τοστ στη φρυγανιέρα. Τον είδε να κόβει τα πορτοκάλια και τα γκρέιπφρουτ στα δύο, να στύβει χυμό, να φτιάχνει καφέ με στέβια, να βράζει αυγό, να βγάζει πιάτα από το ντουλάπι, να μασουλάει ελέγχοντας τον αυτόματο θερμιδομετρητή στον καρπό του∙ της έλεγε να μην τον περιμένει, ότι μετά τη δουλειά, θα πήγαινε γυμναστήριο κι ύστερα στα Λαδάδικα με τους φίλους του. Σε είκοσι λεπτά είχε μπει στο μπάνιο αφήνοντας πίσω του ένα κράμα από μυρωδιές, τσόφλια, σκουπίδια, μαχαιροπήρουνα και διάσπαρτα σκεύη.

Φόρεσε γάντια. Έβρεξε το βέτεξ. Γονάτισε παίρνοντας στα χέρια σκούπα και φαράσι. Η μέση τη σούβλιζε περισσότερο από το γόνατο. Περισσότερο από το κεφάλι. Σα να της έμπηγαν παντού βελόνια. Ψέκασε το πάτωμα. Τα υπολείμματα απ’ το μέλι δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν.

Ντυμένος και σενιαρισμένος, ο Ραφαήλ άρπαξε τη σακούλα με το μεσημεριανό του.
«Φεύγω», της είπε. «Καλημέρα».