Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 43

Ο εκκλησιαστής

Ο εκκλησιαστής, κείμενα, μτφρ. Θ. Σαμαρτζής, εκδόσεις Δώμα 2017

 

Τόσο ο χρόνος συγγραφής του κειμένου (πιθανολογείται ότι είναι την ελληνιστική εποχή και μάλιστα τον 3ο π.Χ. αιώνα ή πριν) όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος ομολογεί (ή θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι) ο ίδιος ότι ήταν γιος του Δαβίδ,

βασιλιά των Εβραίων στην Ιερουσαλήμ (1-1), και ότι βασίλεψε στην Ιερουσαλήμ (1-12), ενώ γενικά πιστεύεται ότι ήταν ένας εβραίος συγγραφέας στην Αρχαία Παλαιστίνη, δεν είναι εξακριβωμένα˙ υπάρχει μια αχλύς γύρω τους. Όπως επίσης και στο γεγονός ότι το κείμενο αυτό, όχι μόνο συμπεριλαμβάνεται στην Εβραϊκή Βίβλο, αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη.

Η απόδοση του κειμένου από τον Θάνο Σαμαρτζή, βασίστηκε στη λεγόμενη μετάφραση των εβδομήκοντα, η οποία «απευθυνόταν στις ελληνόφωνες εβραϊκές κοινότητες της ελληνιστικής Αιγύπτου, οι οποίες δεν κατανοούσαν πλέον το εβραϊκό πρωτότυπο».

Η απόδοση της εβραϊκής λέξης Qoheleth, η οποία δεν απαντά αλλού στη βίβλο και σημαίνει «αυτός που συγκαλεί σε συνέλευση ή που συγκεντρώνει γύρω του ανθρώπους, ή και γνώσεις, πλούτο, κλπ», έγινε με τη λέξη «εκκλησιαστής», πιθανότατα λόγω της δυναμικής επιρροής της λέξης από την “Εκκλησία του Δήμου” των Αρχαίων Αθηναίων αλλά και αυτούσιας της λέξης, όπως απαντάται στον Αριστοτέλη (Πολιτικά Γ΄, 1282 a34) όπως εύστοχα ο μεταφραστής αναφέρει.

Μελετώντας το κείμενο σε σχέση με την επιλογή της μετάφρασης του τίτλου του –το οποίο παρεπιπτόντως δεν κατατάσσεται κατά τη γνώμη μου σαφώς σε κατηγορία, δεν είναι ξεκάθαρα μόνο ποίημα, αφήγημα, ύμνος, αφορισμός, πεζό, όνειρο ή διαθήκη–, δεν μπορώ να μη θυμηθώ μια σχετική αναφορά (για άσχετη περίπτωση) του αείμνηστου Ρένου Αποστολίδη (Πρόσκληση στον κόσμο των μετάλλων, Στη γέμιση του φεγγαριού, εκδόσεις ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 1981):

«Αφηγητής δεν είναι το σωστό˙ αναγγέλτης, ευαγγελιστής, ειδοποιός πρέπει να πω.»

Η (αυτονόητα καθαρά προσωπική) προσέγγιση που ακολουθεί, θα προσπαθήσει να μη συμπεριλάβει θεολογικά στοιχεία ει μη μόνο όσα σχετίζονται με τη λογοτεχνία. Η έκδοση που εξετάζεται, έχει το πλεονέκτημα ενός εξαιρετικού από πολλές απόψεις επιμέτρου του μεταφραστή, το οποίο παρά τη μεγάλη του έκταση (44 σελίδες επίμετρο σε 70 σελίδες κειμένου) δεν έχει τίποτε το περιττό ή το μη ενδιαφέρον.

Η σημερινή μετάφραση δεν ήταν απαραίτητη σε όσους έχουν εξοικείωση με τη γλώσσα στην αρχική της μορφή, απεδείχθη όμως εύστοχη κίνηση διότι ανοίγει ένα παράθυρο για να φέρει το βλέμμα του σύγχρονου έλληνα σε επαφή με τον ουρανό κειμένων τέτοιου είδους, όπως επιβεβαιώνει και η πρώτη ανατύπωση που έγινε μετά από μόλις ένα μήνα κυκλοφορίας του βιβλίου.

Κάτι έχει το βιβλίο αυτό˙ κάτι ελκτικό και απωθητικό μαζί, κάτι μυστήριο όσο και απροκάλυπτο. Εγείρει κάτι κρυπτικό κάτω από το ολοφάνερο. Συγκίνησε πολλούς και τους σε ώθησε να ασχοληθούν με αυτό, όπως τον πατέρα Διονύσιο Αλεξανδρείας («Εις την αρχήν του Εκκλησιαστού»), τον Γρηγόριο Νύσσης, («Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος», τον Λούθηρο (μετάφραση στα γερμανικά), κ.α.

Η αρχή γίνεται με διαπιστώσεις που –ω του θαύματος– ισχύουν απαράλλαχτες για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια:

Δίνει κόπο ο άνθρωπος, κάτω από τον ήλιο,
μα ο κόπος του τι θα του δώσει;

Δε θα χορτάσει να βλέπει το μάτι,
δε θα χορτάσει ν’ ακούει το αυτί.

Αυτό που κάποτε έγινε,
αυτό ξανασυμβαίνει̇
αυτό που ήδη κάνανε,
αυτό θα ξαναγίνει.

Τα στραβά δε θα ισιώσουν,
η ατέλεια δε θα ’χει τελειωμό.

Ο συγγραφέας αναζήτησε ανακούφιση, εξήγηση, λύση, ικανοποίηση τολμώ να ισχυριστώ, στη γνώση:

Κι όλος σοφία γέμισα,
γνώση κι επιστήμη.

Το αποτέλεσμα; Κάτι που επαναλαμβάνεται πολλές φορές:

Κι έμαθα μονάχα αυτό:
ανεμοκυνηγητό.

Αλλαγή πλεύσης (;):
Είπα μες στην καρδιά μου:
έξω θα βγω να χαρώ τη χαρά,
έξω θα βγω να βρω τι αξίζει!

Ανώφελο κι αυτό.

Δύο είναι οι λέξεις-πόλοι του όλου κειμένου: «ανεμοκυνηγητό» και «ανώφελο».
Δύο και οι Πόρτες του Κάστρου του: Απαισιοδοξία η μία, ματαιότητα η άλλη.
Μία η σημαία του: η Αρετή.

Ο συγγραφέας, συνεχίζει να κάνει όσα μπορούσαν να κάνουν οι προνομιούχοι της εποχής του (κάτι μου θυμίζει) σε μια προσπάθεια να βρει το νόημα της ζωής:

Έχτισα σπίτια, έβαλα αμπέλια,
φύτεψα κήπους και περιβόλια,

Έφερα δούλους, πήρα κορίτσια

Χρυσάφια μάζεψα κι έφερα ασήμια

Των ανθρώπων απολαύσεις.

Κι ό,τι ζήτησαν τα μάτια μου
δεν τ’ αρνήθηκα στα μάτια μου̇
κι ό,τι πόθησε η καρδιά μου
το χάρηκε η καρδιά μου.

Και είδα: όλα ανώφελα̇
κυνήγι του ανέμου.

Σε τούτη τη ζωή δεν έχει τίποτε να κερδίσεις.

Οι συνειδητοποιήσεις δεν σταματούν εκεί. Οι εμπειρίες και η τριβή με την καθημερινότητα, καταλήγουν και σε άλλα συμπεράσματα:

Μα είδα και αυτό:
κι ο άμυαλος κι ο λογικός
ίδια κατάληξη έχουν.

Μετά από το παράπονο και την πίκρα πως όλα θα καταλήξουν σε κληρονόμους:
Όλα αυτά που έφτιαξα
με γνώση, νου και πάθος,
όλα τα αφήνω
σε έναν που δεν κόπιασε

αφού αναρωτηθεί
δίνει κόπο ο άνθρωπος,
μα ο κόπος του τι θα του δώσει

θυμίζοντας το κατοπινό ευαγγελικό
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά• ενός δε εστι χρεία• Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ΄ αυτής» (Λουκ. 10: 41-42),
έρχονται περισσότερες επιγνώσεις:

σε τούτη τη ζωή
κουμάντο κάνει ο ασεβής,
το δίκιο το ’χει ο ασεβής

Η μοίρα του ζώου
κι η μοίρα του ανθρώπου
είναι η ίδια μοίρα

και η απελπισία αγκαλιά με την κατάθλιψη, είναι προ των πυλών:

καλύτερος αυτός που δεν γεννήθηκε ποτέ̇
τα μαύρα έργα της ζωής
γλίτωσε και δεν είδε.

Επιστρατεύοντας μια μακάβρια εικόνα για να μεγαλώσει την ισχύ του λόγου του:

το χώμα χωράει τους πάντες,
κι ο αφέντης το χώμα τ’ οργώνει

περνά σε μια σειρά παραινέσεων μέσα από διαχρονικές δυστυχώς διαπιστώσεις, οι οποίες πονάνε πάρα πολλούς (πολύ δε περισσότερο σήμερα):

Άμα το χρήμα αγαπάς,
ποτέ δεν θα χορτάσεις̇
κι ό,τι δημιουργήσεις,
δε θα το αγαπήσεις.
Ανώφελο κι αυτό.

Αν αυξηθούν τα πλούτη σου,
θα αυξηθούνε και αυτοί
που θα σου φαν’ τα πλούτη.

Σπέρνει αλήθεια και φόβο μαζί, στο ίδιο αυλάκι. Η εμπειρία χιλιάδων ετών στον πλανήτη αυτόν δείχνει πως σε τέτοιες περιπτώσεις, ο φόβος τρώει την αλήθεια και την κάνει λίπασμα για τη δική του αύξηση, γενόμενος ο ίδιος η μόνη αλήθεια: το δέντρο του Φόβου. Στο θέμα αυτό θα επανέλθω, αφού δώσω την ανάσα που στο σημείο αυτό και ο εκκλησιαστής παίρνει, σκόπιμα βεβαίως (μια στο καρφί και μια στο πέταλο, κατά το πασίγνωστο γνωμικό):
Και είδα: ένα καλό υπάρχει, μονάχα αυτό αξίζει:

να φας, να πιεις,
να δεις καλό στον κόπο σου,
κάτω από τον ήλιο,
τις μέρες που ’χεις για να ζεις,
που ο θεός σου δίνει.
Αυτό το μερτικό σου.

Στέκομαι για λίγο εδώ. Σημειώνω στη μετάφραση το μικρό θήτα στη λέξη «θεός»̇ το περίμενα κεφαλαίο. Επισημαίνω την παράμετρο του χρόνου (τις μέρες που ’χεις για να ζεις), ο οποίος βγαίνει ολοφάνερα πλέον στη σκηνή για να δώσει με την πεπερασμένη του ιδιότητα (που ο θεός σου δίνει) δραματικό τόνο στην πράξη. Ταυτόχρονα ομολογείται ότι άπαντα εκ Θεού. Δεν προσπερνώ τη λέξη κλειδί «μερτικό», η οποία δίδει το μέρος του όλου που αναλογεί στον καθένα, το μέρος της χαράς, το μέρος του καλού που υπόγεια σημαίνεται, του όλου θεωρούμενου ως χίμαιρα, ως ανέφικτη κατάκτηση για τα ανθρώπινα δεδομένα. Απορώ με το ζαχαρωμένο χάπι που προσφέρεται (μονάχα αυτό αξίζει /να φας, να πιεις,/να δεις καλό στον κόπο σου), περιέχοντας αυτά που ήδη δοκιμάστηκαν και κρίθηκαν ανώφελα και ανεμοκυνηγητά. Είναι ένα πισωγύρισμα ή ένας έξυπνος συγκερασμός των ως τώρα λεχθέντων για να γίνει ηπιότερα (δεκτικότερα είναι η ακριβής λέξη) η μετάβαση προς την όποια λύση θα ακολουθήσει, αν ακολουθήσει;

Δεν είναι τολμηρή η κίνηση συμπερίληψης του κειμένου στα επίσημα εκκλησιαστικά της Ορθοδοξίας κείμενα, αφού εμπεριέχει στίχους καθόλα «αιρετικούς» ή ασύμβατους με πρώτη ματιά; Λ.χ:

• καλύτερος αυτός που δεν γεννήθηκε ποτέ (απαξίωση της Θείας Δημιουργίας)
• Έφερα δούλους, πήρα κορίτσια (το πρώτο συνήθεια της εποχής, καθεστώς˙ το δεύτερο κατακριτέο από τον χριστιανισμό)
• Των ανθρώπων απολαύσεις (ασύμβατες με τη νεοχριστιανική αντίληψη).

Ένας ευφυής θεολόγος (αλλά και λογοτέχνης), εύκολα θα μπορούσε να εφεύρει επιχειρήματα και να γεφυρώσει – δικαιολογήσει τα παραπάνω. Το αφήνω στην ελεύθερη κρίση του αναγνώστη. Απλά επισημαίνω τον προβληματισμό.

Το ζήτημα αυτό (της συμβατότητας) όσον αφορά στην Ιουδαϊκή Βίβλο έγινε αντικείμενο συζητήσεων στη ραβινική σύνοδο της Ιάμνειας της Παλαιστίνης (90/100 μ.Χ.), όπου θεωρήθηκε ότι καλώς κατέχει τη θέση του στον «Παλαιστινιακό Κανόνα», ίσως λόγω και του ότι αποδιδόταν στο βασιλιά Σολομώντα.

Η χριστιανική Εκκλησία το συμπεριέλαβε στην Παλαιά Διαθήκη [στον Ελληνικό (Αλεξανδρινό) Κανόνα] με τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, η οποία έγινε με πρωτοβουλία του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Φιλάδελφου (285 – 246 π. Χ.) με σκοπό –εκτός των άλλων– τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Πιστεύεται ότι έλαβε χώρα σταδιακά μεταξύ του 3ου και του 1ου αιώνα π.Χ.

Ο προβληματισμός εντείνεται, αφού το κείμενο επανέρχεται με μια σειρά ερωτημάτων, στα οποία πάλι επισημαίνεται η ματαιότητα όλων, αφού τελική κατάληξη θα είναι ο θάνατος:

Τι θα κερδίσει ο σοφός,
παραπάνω απ’ τον κουτό;

Ας γίνει μια στάση εδώ, γιατί αυτό ερμηνεύεται πολλαπλά.
Ο θεωρών εαυτό κουτό (δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό στη νεοελληνική ιδιοσυγκρασία) χαλαρώνει και παύει να έχει περί πολλού τους θεωρούμενους «σοφούς», αφού όλων το κέρδος ίδιο: ο θάνατος.

Ο θεωρών εαυτό σοφό (συνηθισμένο στις μέρες μας για την πλειονότητα των νεοελλήνων) ίσως πάψει να υποτιμά αυτούς που θεωρεί νοητικά υποδεέστερους από αυτόν, μιας και η κατάληξη κοινή.

Γενικά, είναι ένα μακάβριο μεν αλλά ξεκάθαρο αντιρατσιστικό μήνυμα, υπέροχο ως προς τη μείωση της έπαρσης και την εμπέδωση της αντίληψης ότι όλοι είμαστε άνθρωποι, αλλά επικίνδυνο ως προς την υπόγεια σπορά μιας άλλης θεωρίας: αφού όλα είναι μάταια, γιατί να προσπαθούμε, γιατί να εξελισσόμαστε, γιατί να κάνουμε πράγματα και να μην αφεθούμε στο απρόβλεπτο ή στο τυχαίο της κάθε μέρας; Γιατί να κάνουμε οτιδήποτε παραπάνω από ότι απαιτείται για την επιβίωσή μας; Αφού όλα είναι «ανεμομαζώματα»… Αφού στη γωνία περιμένει ο θάνατος… Μεγάλα θέματα.

Ο εκκλησιαστής μετά το ήπιο κλίμα και τη χαλάρωση που ο ίδιος τεχνηέντως δημιούργησε, περνάει στην επίθεση:

Γνωρίζεις μήπως, άνθρωπε,
στις μέρες τις ανώφελες
που έχεις για να ζεις
τι είναι που αξίζει;

Συνεχίζει με ένα διάλειμμα από ενδιαφέρουσες αφοριστικές ρήσεις:
Καλύτερο να σε βρίσει ο σοφός
παρά να σε υμνήσει ο ανόητος.

Τη μέρα του καλού, ζήσε το καλό̇
τη μέρα του καημού, άνοιξε τα μάτια.

Οι τελευταίοι στίχοι έχουν μεγάλη σημασία, καθώς προτρέπουν όταν έρχεται το καλό να το βιώνουμε στο έπακρο, εστιάζοντας σε αυτό και σε όσα πηγάζουν από αυτό, ενώ τη μέρα του πόνου, του καημού, της δυστυχίας, να μην αφηνόμαστε παθητικά στον θρήνο αλλά να προσπαθούμε να δούμε τι κρύβεται από πίσω, τι οδήγησε τα πράγματα ως εδώ, τι μπορούμε να κάνουμε για να μη βρεθούμε μελλοντικά σε παρόμοια θέση.

Προσπερνώ την καταγεγραμμένη στο έργο άποψη για τη γυναίκα, με το ελαφρυντικό της άγνοιας (;) και της γενικότερης αντίληψης της τότε εποχής. Τηρώντας την υπόσχεσή μου να επανέλθω στο θέμα του φόβου, επικεντρώνομαι σε δύο στίχους, οι οποίοι μπαίνουν εμβόλιμα, τονίζοντας τη σημασία και τη δύναμή του ταυτόχρονα. Όχι του οιοδήποτε φόβου αλλά συγκεκριμένα του φόβου Θεού (αφού θυμίσω και το «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» προ της Θείας Κοινωνίας):

αν το θεό φοβάσαι,
τότε θα δεις καλό

(πάλι το θήτα στη λέξη «θεός» με μικρό). Ο φόβος ενισχύεται με τον φόβο της τιμωρίας:
Δε φοβάται ο ασεβής,
γι’ αυτό και ίσκιο δε θα βρει,
καλό γι’ αυτόν δε θα ’χει.

Η έννοια του καλού, ασαφής σε όλο το πόνημα. Ο εκκλησιαστής δοκίμασε τα πάντα για να καταλήξει ως τώρα –σε σχέση με το βασικό του ερώτημα, το τι αξίζει δηλαδή στη ζωή αυτή, τι μπορεί να της δώσει νόημα και αν υπάρχει κάτι που κάτω από την επιφάνειά του φέρει ουσία– πως α) όλα τα επίγεια είναι «ανεμοκυνηγητό» και β) καλό θα δεις «αν το θεό φοβάσαι».

Μετά από μια σειρά επαναλήψεων, έρχονται πάλι προτροπές για ζωή, ακολουθούμενες από τον φόβο του θανάτου, αυτή τη φορά αντίστροφα ώστε να αυξηθεί η ισχύς της χαράς (αντιφάσκοντας με όσα αρχικά διακήρυττε) ή αντίρροπα, αναγορεύοντας τον θάνατο σε Θεό:

Βγες έξω λοιπόν̇
φάε το ψωμί σου με χαρά,
πιες το κρασί καλόκαρδα̇

Και φτιάξε τη ζωή σου
με το κορίτσι που αγαπάς

Κι όσα μπορείς να κάνεις,
κάν’ τα όσο μπορείς.

Γιατί στον τάφο που θα μπεις,
δε θα ’χει τίποτα να κάνεις,
τίποτα να σκεφτείς.

Από τον ήλιο και το έξω, στο σκότος και στο μέσα, στον τάφο. Έξοχο χειριστικό –σχεδόν πειθαναγκαστικό– σχήμα: από το όλα στο τίποτα, από το «Ον» του Παρμενίδη στο «Μη Ον».

Ξανά εδώ ο φόβος, αυτή τη φορά ως αδιαίρετο δίπολο με τη χαρά. Από το βίωμα της χαράς, στον φόβο του θανάτου. Όπως όλα τα δίπολα, όταν ενεργοποιηθούν περιστροφικά, μπορεί να έχουν είτε αριστερόστροφη κίνηση (παλεύοντας με τον χρόνο) είτε δεξιόστροφη (υποτασσόμενα στον χρόνο). Εξηγούμαι. Χαρά.

Είτε τη ζεις με το παραπάνω, μετατρέποντας το φόβο του θανάτου σε «συναίσθηση» θανάτου, είτε τη ζεις μειωμένη, έχοντας μέσα σου διαρκώς το φόβο του θανάτου. Και η πάλη για ισορροπία, η αγώνας για τη ζητούμενη αρμονία, έχουν ένα στάδιο όπου εκτυλίσσονται: τον ανθρώπινο ψυχισμό. Φιλοσοφικό ζήτημα και θεολογικό, και ψυχολογικό, και κοινωνιολογικό και χίλια δυο.

Με φάσκουσες και αντιφάσκουσες παραινέσεις, απόψεις, θεωρίες, το ταξίδι συνεχίζεται. Από τη μία

Ρίξε σπόρο το πρωί
το βράδυ ρίξε κι άλλο

και από την άλλη
μες στην ψυχή να σκέφτεσαι
τις μέρες τις πικρές̇

Και όλα όσα θα’ ρθουνε
ανώφελα θα είναι.

Από τη μία
να χαίρεται η καρδιά σου
τώρα που είσαι νέος

και από την άλλη
η νιότη είναι περαστική
κι ανώφελη η βλακεία.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, η επαναφορά δόξη και τιμή στα αρχικώς λεχθέντα:
όλα είν’ ανώφελα̇
όλα για το τίποτα

και ο αυτοαναφορικός προσδιορισμός του συγγραφέα, έχουν ως κίνητρο τη διατύπωση της εξόδου από το Μεσολόγγι του βίου. Και η Αρετή;

Με τρόπο α) ασαφή, β) εντελώς υποκειμενικό (αφού δεν ορίζεται το τι προστάζει ο Θεός αλλά αφήνεται στους «πεφωτισμένους» να δίνουν κάθε φορά τις ερμηνείες που τους βολεύουν) και γ) με την κυριαρχία του φόβου για έναν «θεό» (με μικρό θήτα γραμμένο στην υπόψη μετάφραση) ο οποίος εμφανίζεται άκαμπτος και σκληρός, αφού το βασικό που μέσα από το κείμενο φαίνεται να υπονοείται ότι ο ίδιος επιθυμεί, είναι ο φόβος για το πρόσωπό του:

φόβο να έχεις του θεού,
και κάνε ό,τι προστάζει.
Αυτό είναι ο άνθρωπος
αυτό και τίποτ’ άλλο,

η ζητούμενη (προσδοκώμενη) κατακλείδα του όλου έργου, δεν έρχεται λυτρωτικά ή τουλάχιστον με ξαστεριά, αλλά κρύβει τα λαμπερά της άστρα πίσω από μία πυκνή συννεφιά. Τα ρητά, οι εμπειρίες, οι διαπιστώσεις, είναι μέσα στη νυχτιά τα λιγοστά σημεία που λαμποκοπούν τοπικά˙ τα αστέρια που δεν έχουν κάτωθί τους παρά μόνο φαινομενικά κενό χώρο (ευκαιρία διαλόγου με το «Μη Ον» του Παρμενίδη και με το «Άδειο, Κενό, Αραιό» του Δημόκριτου…).

Περισσότερα στο επίμετρο του βιβλίου.
Αφήνω τα θεολογικά στους θεολόγους, στους διακόνους, στους κήρυκες και στα πολυάριθμα κείμενα που έχουν γραφεί για τον εκκλησιαστή. Επισημαίνω τις άφθονες και άμεσες παραλληλίες με
• το κατά πολύ αρχαιότερο έπος του Γκιγκαμές (πράγμα που εύστοχα δίνει στο επίμετρο και ο Θάνος Σαμαρτζής),
• τις επιρροές του κειμένου από την αρχαία ελληνική γραμματεία και ιδίως με τα ταφικά επιγράμματα των αρχαίων, έχοντας πάντοτε στο νου το ιστορικό, κοινωνικό, και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο πιθανολογείται ότι γράφτηκε το έργο, αλλά και την αντοχή του στο χρόνο.

Το βασικότερο στοιχείο του για εμένα, είναι η προσπάθεια (επιθυμία) για ευρύτερη επικοινωνία μέσω της δημιουργίας λογοτεχνικού έργου, άρα τρόπου, έστω και υπό τη μορφή Ιερού Κειμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μέσο;

Η χρήση των θαυμαστών ιδιοτήτων των λέξεων, αυτών των αθάνατων εργαλείων με τα οποία καθίσταται δυνατή η κοινωνία ιδεών και νοημάτων, τόσο από άνθρωπο σε άνθρωπο, όσο και από άνθρωπο προς το Θείο. Το δίδει (ίσως προβάλλοντας υπέρμετρα το «εγώ» του –άλλωστε έτσι ξεκίνησε κιόλας) λίγο πριν το τέλος ο ίδιος ο εκκλησιαστής –με ελληνικότατο κατά τη γνώμη μου τρόπο– , αναγνωρίζοντας έμμεσα τη θεϊκή υπόσταση των λέξεων:

Έψαξε ο εκκλησιαστής,
γύρεψε τρόπους για να βρει
τις λέξεις που ζητούσε,
και για να γράψει ανοιχτά,
και για να πει αλήθεια.

Για τον υποψιασμένο αναγνώστη, μία από τις ουσίες-νοήματα της ζωής, είναι η επικοινωνία, αυτό που ασυνείδητα κάνει ο εκκλησιαστής, θεωρώντας το δεδομένο, αυτονόητο –μα είναι; Πόσες χιλιάδες χρόνια χρειάστηκαν για να μπορέσει ένας άνθρωπος –όπως αυτός– να μιλήσει, να επικοινωνήσει τη σκέψη του και πόσες ώσπου να μπορέσει να τη γράψει;

Ο Λόγος λοιπόν, ομολογείται εμμέσως ως αξία της ζωής. Και μάλιστα υπερχρονική. Δεν είναι υπέροχο να μπορείς να συνδέεσαι με την κοσμοθεωρία ενός ανθρώπου δύο χιλιάδες τριακόσια χρόνια πριν; Να βλέπεις τι άλλαξε, τι έμεινε ίδιο, ποια ήταν η πορεία του ανθρώπου σε όλο αυτό το διάστημα; Τι έψαχνε, τι ονειρευόταν, τι ποθούσε; Τι τον απασχολούσε; Τι ρωτούσε; Τι έχει (αν έχει) απαντηθεί σήμερα;

Ένα κείμενο ιστορικό. Ένα πραγματικό μνημείο για την Παγκόσμια Ιστορία της Λογοτεχνίας, ενσωματωμένο στη βάση του πυλώνα και της εβραϊκής και της χριστιανικής θρησκείας.

Γιώργος Ρούσκας