Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 43

Εξ αφορμής. “ό,τι λείπει συναρμολογείται” - Στήλη της Αναστασίας Γκίτση

photo © Αγγελική Λάλου

Μάλωσε με τον ιδιοκτήτη του κτιρίου για τις λάμπες των διαδρόμων της πολυκατοικίας. Στην προσπάθειά του να τον πείσει πως οι λαμπτήρες πυρακτώσεως πρέπει να αντικατασταθούν οπωσδήποτε με λαμπτήρες αλογόνου, άρχισε να του ανεβαίνει η πίεση στα ύψη. Επιμελώς, ωστόσο, παράκαμψε λεπτομέρειες τύπου όπως οι λαμπτήρες που ονομάζονται και λαμπτήρες ιωδίου-χαλαζία περιέχουν αδρανές αέριο και ατμούς ιωδίου ή βρωμίου, καθώς τον θεωρούσε άνθρωπο κατώτερου πνευματικού επιπέδου και θα έχανε άδικα χρόνο σ’ έννοιες που θα δυσκόλευαν έως και θα εκνεύριζαν τον συνομιλητή του. Αρκέστηκε απλώς στην πιο ενδιαφέρουσα, πιθανώς, για τον αδαή ιδιοκτήτη του κτιρίου της οδού Αγίου Νικολάου, σημαντική πληροφορία πως οι λαμπτήρες αλογόνου αναπτύχθηκαν για να λύσουν το πρόβλημα της μικρής διάρκειας ζωής των λαμπτήρων πυρακτώσεως, καθώς ένας τυπικός λαμπτήρας αλογόνου έχει διάρκεια ζωής περίπου 2.000 ώρες, σχεδόν διπλάσια από έναν τυπικό λαμπτήρα πυρακτώσεως. Εν τέλει ύψωσε τη φωνή και αρνήθηκε να ακούσει τις αντιρρήσεις του ιδιοκτήτη τη στιγμή που έκλεινε δυνατά την πόρτα του διαμερίσματός του απέχοντας εις το εξής από κάθε προγραμματισμένη συνάντηση της επιτροπής της οικοδομής. Έκτοτε επικρατούσε στην πολυκατοικία σιωπή.

“Τα φαντάσματα της νύχτας και η σιωπή:
Ό,τι η μέρα αποποιείται. Όχι όμως και το φως.”

Η κυρά Λένη του κάτω ορόφου τον είχε χαρακτηρίσει προ πολλού δύστροπο, περίεργο και ανώμαλο, καθώς τόσα χρόνια στο ίδιο διαμέρισμα ένας άνθρωπος δικός του δεν πέρασε το κατώφλι του. Αισθανόταν τη σκιά της πίσω από την εξώπορτα κάθε φορά που γύριζε το κλειδί, κρατώντας με το αριστερό τα ψώνια και το γρήγορο πέταγμα των 80 κιλών της κάτω από τη στενή χαραμάδα μεταξύ πόρτας και μωσαϊκού κάθε πρωί πριν φύγει για το γραφείο. Ενώ κατέβαινε τα σκαλοπάτια κοιτώντας με αηδία τους λαμπτήρες πυρακτώσεως, φανερά ηττημένος, άκουγε στο υπογάστριο τα μουρμουρητά της κυρά Λένης μπερδεμένα με κατάρες για την τύχη της που δεν έχει μια γειτόνισσα της προκοπής να της ανοίξει το σπίτι να πιούνε καφέ. Τη νύχτα που πέθανε η κυρά Λένη έκλαψε. Είχε να κλάψει έτσι από τη νύχτα που πέθανε η μάνα του.

“Η νύχτα αλληλέγγυη της νύχτας της ψυ-
χής. Ελευθερώνει το φως την ψυχή επιτρέ-
ποντας τρυφερά που αγκαλιάζει το σώμα
σαν μαχαίρι την λάμψη κραδαίνοντας και
σαν ήλιος που κάθετα πέφτει.”

Όταν έκοψε το δάκτυλό του με το μαχαίρι της κουζίνας, τόσο βαθιά που χρειάστηκε παραπάνω ράμματα από όσα υπολόγιζε, του είχε καρφωθεί στο μυαλό πως θα πεθάνει από αιμορραγία και δεν θα μπορέσει να επιστρέψει την ποιητική συλλογή του Μπωντλαίρ στη δημοτική βιβλιοθήκη. Και ενώ ο πανικός μιας τέτοιας αφερεγγυότητας τον έσπρωχνε να σφίξει περισσότερο τη λευκή γάζα πάνω στο δάκτυλο, να καλέσει με το άλλο χέρι ταξί, να ετοιμάσει το πορτοφόλι με την κάρτα ιδιωτικής ασφάλισης και να φύγει για την κλινική, έμενε αποχαυνωμένος από τους αιμάτινους δακτύλιους πάνω στη λευκή μήτρα της γάζας που κοκκίνιζαν, όπως το ηλιοβασίλεμα στο νησί που πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Τότε που το φως έμοιαζε με αίμα και το αίμα με σκοτάδι.

“Προσπαθεί να διαφυλάξει το αίμα
Κρατώντας κομμένα μέλη και εξορυγμένα
Μάτια
Περιμένοντας τις νύχτες
Που αδειάζουν οι δρόμοι
Τις νύχτες που έχει ένα τόπο
Να χαράξει σχήματα
Λευκά φτερά
Έστω από σάρκες και οστά
Προσπαθεί
Να μην επουλώνει τις πληγές
Τους αναγκάζει να του ξεκολλάνε τις σάρκες
Τα μαλλιά
Να κρατήσει τη μνήμη του
Επιμένει.”

Το πρωί ξεκινάει από την αρχή. Ανοίγει τα ντουλάπια. Έχει φως από τις γρίλιες. Το πρωί λέει πως είναι ένα άλλο πρωί. Ο ελληνικός ψήνεται στο κουζινάκι. Η κυρά Λένη θα είχε ήδη θυμιατίσει. Τον πίνει αργά βουτώντας το κουλουράκι κανέλας μέχρι το πρώτο τέταρτο. Το τελευταίο τέταρτο του καίει το κομμένο δάκτυλο. Τον ηλεκτρίζει η ηδονή του χαμένου μέλους. Η ίδια που τον είχε τρομοκρατήσει όταν έπλενε τα κόκκαλα της μάνας του.

“Τη νύχτα
Αρχίζει
Τη συναρμολόγηση
Των μελών του”

Τη νύχτα λέει πως είναι άλλη νύχτα. Ανοίγει το παράθυρο. Φοράει το φόρεμά της. Γίνεται αυτή.

 

Σημείωση: Οι πλάγιοι στίχοι ανήκουν στη Μαρία Κυρτζάκη