Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 43

Λογοτεχνία και πραγματικότητα

photo © Στράτος Προύσαλης

Γράφει η Χριστίνα Λιναρδάκη

 

Ο άνθρωπος αντιμετώπισε εξ αρχής τον κόσμο σαν ένα άγνωστο κείμενο που τον προκαλούσε να το διαβάσει. Άκουσε στο θρόισμα των φύλλων μιας βελανιδιάς το ψιθύρισμα του Θεού που αποκάλυπτε τη βούλησή Του ή τη δική του ταπεινή μοίρα, είδε στα σχήματα της καιόμενης βάτου τον Λόγο Του, φαντάστηκε φίδια να περιτυλίγουν ολόκληρο τον κόσμο δαγκώνοντας την ουρά τους – γενικά προσέγγισε το Άγνωστο που τον περιέβαλε με τη διάθεση να βγάλει κάποιο νόημα και με την πεποίθηση ότι δεν είναι μόνος στο σύμπαν, ότι Κάποιος ευθύνεται για τη δική του ύπαρξη και ότι αυτό που τον περιμένει στο μέλλον είναι κάτι που Εκείνος έχει γράψει, ένα θεϊκό «γραφτό» ή «γραμμένο» που ο άνθρωπος οφείλει με τις μικρές του δυνάμεις να προσπαθήσει να διαβάσει.

Παράλληλα με την προσπάθεια να γίνει ο κόσμος του αναγνώσιμος, εμφανίστηκαν άνθρωποι που, προσπαθώντας να τον περιγράψουν – τόσο αυτόν όσο και τον μέσα τους κόσμο, άρχισαν και οι ίδιοι να συνθέτουν κείμενα. Η Μυθολογία έγινε η Ιστορία που κληρονομούσαν οι νεότεροι. Και οι νεότεροι προσπαθούσαν να την αφηγούνται όλο και καλύτερα, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καλλιέπεια, όσο το δυνατόν ισχυρότερη δομή, με περισσότερες και αναγλυφότερες λεπτομέρειες. Κάπως έτσι γεννήθηκε η λογοτεχνία: από την ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο. Είναι πεποίθησή μου ότι και σήμερα η συγγραφή λογοτεχνίας έχει στον πυρήνα της την ίδια ανάγκη και είναι μια προσπάθεια εξήγησης αυτού του καθημερινού οτιδήποτε που μας συμβαίνει. Αντανακλά όμως τον κόσμο ακριβώς όπως είναι;

Η απάντηση εδώ βρίσκεται μέσα στην ερώτηση και μάλιστα στην πρώτη λέξη της: αντανακλά. Η λογοτεχνία δεν είναι ο κόσμος γύρω, δεν μπορεί να είναι ο κόσμος γύρω, είναι ένας καθρέφτης του κόσμου, μια αντανάκλασή του, πολλές φορές παραμορφωμένη. Από τη στιγμή που κάτι περιγράφεται, γεννάται ένα άλλο, αυτόνομο αντικείμενο μέσα στον κόσμο: αυτό που το περιγράφει. Η πίπα στον πίνακα του Magritte δεν είναι κανονική πίπα, είναι η αναπαράσταση μιας πίπας την οποία φυσικά δεν μπορεί κάποιος να αγγίξει, πολύ περισσότερο να καπνίσει.

Έτσι, ακόμη κι όταν ο άνθρωπος εκφραζόταν λογοτεχνικά με πυξίδα τη μίμηση, δηλαδή την όσο το δυνατόν πιο πιστή αναπαράσταση του κόσμου και της ανθρώπινης δράσης μέσα σε αυτόν, δημιουργούσε κάτι άλλο από τον ίδιο τον κόσμο και την ανθρώπινη δράση, έφτιαχνε μια κατασκευή.

Ολόκληρο το εποικοδόμημα της λογοτεχνίας βασίζεται σε κατασκευές. Οι γενικεύσεις ενός βιβλίου μυθοπλασίας λειτουργούν «ως βεβαιωτικοί ισχυρισμοί με αξιώσεις αλήθειας επί του εξωκειμενικού κόσμου»1 και, ως εκ τούτου, συσχετίζουν τη μυθοπλαστική αφήγηση με την πραγματικότητά του. Ωστόσο, αυτοί οι «βεβαιωτικοί ισχυρισμοί» παραμένουν επινοημένες αφηγήσεις και οιονεί πραγματικότητες. Τα κείμενα δεν αντιστοιχούν σε κανένα συγκεκριμένο αντικείμενο του «βιόκοσμου» (Lebenswelt2), αλλά παράγουν τα αντικείμενά τους χρησιμοποιώντας στοιχεία του.

Αν ένα λογοτεχνικό κείμενο σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τα πραγματικά και, ως εκ τούτου, επαληθεύσιμα δεδομένα, μπορεί να εμφανίζεται ως αντανάκλασή τους. Όμως το κείμενο μπορεί να διαθέτει τόσες αντιστάσεις, ώστε να μην είναι δυνατή η εξίσωση με τον πραγματικό κόσμο• τότε ο κόσμος του συγκροτείται με τρόπο ανταγωνιστικό προς τον οικείο και έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, όπως ολόκληρο το υποείδος της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Για να λειτουργήσουν οι κατασκευές της λογοτεχνίας, συγγραφέας και αναγνώστης συνάπτουν μια άρρητη συμφωνία πως θα ακολουθήσουν συγκεκριμένες συμβάσεις, οι οποίες όμως ουδέποτε προβάλλονται ως πραγματικοί ισχυρισμοί, επομένως δεν υπόκεινται στο κριτήριο της αλήθειας ή του ψεύδους, που διέπει τις προτάσεις του μη μυθοπλαστικού λόγου. Ο αναγνώστης ενός λογοτεχνικού έργου γνωρίζει ευθύς εξ αρχής ότι, κατά την πράξη της ανάγνωσης, θα γίνει μάρτυρας ενός πλαστού κόσμου με «αξιώσεις αλήθειας» επί του πραγματικού. Γνωρίζει επίσης ότι η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας κατά κανόνα δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά η φαντασία: η δύναμη της έντασης ανάμεσα σε αυτήν και στην πραγματικότητα είναι που παράγει τη μυθοπλασία.

Βασικό ζητούμενο στη λογοτεχνία είναι, μεταξύ άλλων, η ανατροπή των προσδοκιών του αναγνώστη (πρβλ. την «ανοικείωση», κατά τους Ρώσους φορμαλιστές3), η οποία τον οδηγεί σε μια «αποκάλυψη του κόσμου». Αυτή η αποκάλυψη «μπορεί επίσης να μεταμορφώσει τον καθένα μας εσωτερικά [… με την] είσοδο στη συνείδησή μας νέων τρόπων ύπαρξης, δίπλα σ’ αυτούς που ήδη διαθέτουμε».4 Επομένως, τόσο η συγγραφή όσο και η ανάγνωση κατατείνουν στην προσπάθεια κατανόησης του εαυτού και του κόσμου, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και εξίσου σημαντικές, παρότι δεν σχετίζονται με την πραγματικότητα per se. Απλώς την αντανακλούν, πολλές φορές μάλιστα παραμορφωμένη.

 

Σημειώσεις
1. Βλ. λήμμα «Μυθοπλασία και αλήθεια» στο Abrams, M.H. (1957/2016), Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφρ.: Γ.Δεληβοριά-Σ.Χατζηιωαννίδου, Αθήνα: εκδ. Πατάκη.
2. Βλ. Iser, W. (1971), Die Appellstruktur der Texte. Unbestimmtheit als Wirkungsbedingung literarischer Prosa, Konstanz: Univeristätsverlag Konstanz και στη μετάφραση αποσπασμάτων από αυτό, όπως παρατίθενται στο Newton, K.M. (επιμ.) (1988/2013), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα, μτφρ.: Α. Κατσικερός & Κ. Σπαθαράκης, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 342-343
3. Βλ. Γερακίνη, Α. (2016), «Φορμαλισμός, Νέα Κριτική και Δομισμός: μια κριτική προσέγγιση στις κειμενοκεντρικές θεωρίες της Λογοτεχνίας», στο Έρκυνα, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών-Επιστημονικών Θεμάτων, τχ. 8, 233. Βλ. επίσης Καρακάση, Α., Σπυριδοπούλου, Μ. & Κοτελίδης, Γ. (2015), Ιστορία και θεωρία των λογοτεχνικών ειδών και γενών, διαδικτυακό εγχειρίδιο διαθέσιμο από το kallipos.gr (https://repository.kallipos.gr/handle/11419/1989 – ημ/νία ανάκτησης: 6.10.2017), 35.
4. Τοντορόφ, Τ. (2007/2017), Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, μτφρ.: Χ. Βαγενά, Αθήνα: εκδ. Πόλις, 88, 93.