Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 43

Σκυλί δεμένο, της Δήμητρας Κουβάτα

Σκυλί δεμένο, ποιήματα, Δήμητρα Κουβάτα, εκδόσεις Μανδραγόρας 2017

 

Ποίηση για τη γυναίκα είναι το Σκυλί δεμένο, η πρώτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα. Συλλογή καλαίσθητη, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, με έργο του Φαίδωνα Πατρικαλάκι στο εξώφυλλο. Παραπέμπει στην παράδοση της «γυναικείας γραφής». Έτσι ονόμασε η φιλόσοφος και φεμινίστρια Ελέν Σιξού τη γραφή που συνδέεται με τη γυναικεία εμπειρία και χαρακτήρισε τη γυναίκα που γράφει για τα γυναικεία ζητήματα «αιώνιο μαχητή της ελευθερίας».

Η συλλογή κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή. Μιλά για την άχρωμη γυναικεία καθημερινότητα και πετυχαίνει να ζωγραφίσει με χρώματα τη θλιβερή, μουντή της πλήξη. Πρωταγωνίστρια η γυναίκα νοικοκυρά με τις υποχρεώσεις της. Η ποιήτρια σκύβει με στοργή στις καθημερινές της ανάγκες. Μέσα από συμβολισμούς και εικόνες που αντλεί από τη φύση, αναδεικνύει τα φαινομενικώς ασάλευτα και παγιωμένα σχήματα της οικογενειακής ζωής με τους απαράβατους τόνους μέσα από τους οποίους όμως ξεπηδούν απρόβλεπτα συναισθήματα και ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις.

Κάποιος να γράψει
Κάποιος πρέπει να γράψει
για τις νοικοκυρές,
αυτές που στέκονται στο νεροχύτη το πρωί
να κάνουν τον καφέ τους.
Σ΄ αυτά τα ελάχιστα λεπτά που χαμηλώνουν τη φωτιά,
Ισιώνουν
Για να κοιτάξουν πέρα απ΄ το παράθυρο.
Μαρμαρωμένες,
όρθιες.
Καπετάνισσες
στο άλογο του χρόνου.
Ώσπου αναστατώνονται, κλείνουν εν τάχει τη φωτιά
και βίαια επανέρχονται
στη φύση τους.

Κάποιος πρέπει να γράψει και για τις νοικοκυρές.
Ναι, αυτές
με τη φωλιά στα αχτένιστα μαλλιά τους.

Με όρους τραπεζικούς καταθέτει το άχαρο των οικογενειακών ισολογισμών: άτοκη εν τέλει η κατάθεση της ζωής. Καμία απόσβεση. Κανένα απόθεμα ψυχής. Χώρια οι κρατήσεις.

Και εκλιπαρεί τη μητρική αγωγή: μη μου μαθαίνεις να μετρώ με αριθμούς. Μάθε με να λογαριάζω με μέρες αδειανές από αγάπη.

Ψηλαφεί με λεπταίσθητη τρυφερότητα το μικροαστικό φάσμα της ζωής, τα δραματικά αδιέξοδα των έγκλειστων -στην ειρκτή του- συνειδήσεων και αναδεικνύει τη σισύφεια διαδρομή των καθημερινών ανθρώπων που υποτάσσονται στα σχήματα, αλλά και τη δυσκολία μιας πορείας κάθετης, αντίθετης στο ρεύμα.

Αναρρίχηση

Έβρεξε πολύ κι απόψε
Γέμισε ο κήπος σαλιγκάρια.

Ορειβατούν πάνω στο μίτο της βλέννας τους.
Χώνονται σε ό, τι έχω σοφά κρυμμένο.

Τα γνωρίζουν καλά
αυτοί ειδικά που παρατηρούν
τα φαινομενικώς ασάλευτα

και όσοι θήτευσαν
στη σισύφεια προσπάθεια
να σκαρφαλώνουν σε κάθετες επιφάνειες,
έστω και ζαλωμένοι
όλα τους τα αποθέματα
χωρίς καμιά αναρριχητική εκπαίδευση.

Για ειδική εξάρτυση ούτε λόγος.
Το γυναικείο φύλο, έγκλειστο μέσα στον κοινωνικό του ρόλο τον οποίο επωμίζεται κληρονομικώ δικαιώματι, παλινωδεί ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω, ανάμεσα στην άνοιξη της πρότερης ερωτικής ζωής και στη σκλαβιά της συζυγικής σύμβασης και θλίβεται για το μαρασμό της ερωτικής έλξης.

Συ είπας
Είπες πονάω στο φως
σαν πεταλούδα νεογέννητη
που μόλις βγήκε από το κουκούλι της
τσαλακωμένη.

Είπα αδημονώ
κι αναμετρώ τις κλίμακες του πόθου μας
που έρχεται.
{…}
Μετά πάψαμε να μιλάμε.
Τώρα μόνο για τους λογαριασμούς και τα παιδιά.

Το Δεμένο σκυλί στο σαλόνι, η ζωή της γυναίκας μέσα στη σύμβαση. Η γλωσσολόγος Τζούλια Κρίστεβα μίλησε για δύο πλευρές της γλώσσας: τη συμβολική, που περιλαμβάνει την οικογένεια, την ομαλότητα, την κανονιστική ζωή με την τάξη, την καταπίεση∙ και τη σημειωτική πλευρά της, τη «μετατόπιση», την «ολίσθηση» της γλώσσας προς το ασυνείδητο και την ποίηση.

Στην ποίηση της Κουβάτα είναι παρούσες και οι δύο πλευρές της γλώσσας. Από τη μια το συμβολικό μέρος της, με την οικογένεια, τις νόρμες και από την άλλη η παράβαση, η φυγή μέσα από την ποίηση. Στην Εαρινή κόπωση, το ποιητικό υποκείμενο μια μέρα ανοιξιάτικη με ωραίο καιρό, ασχολείται με τη λάτρα του σπιτιού. Σηκώνει τα χαλιά, ξεγυμνώνει τις γωνιές απ΄ τις αράχνες, αναποδογυρίζει τις πολυθρόνες, σέρνει χνούδια, εντοπίζει δαχτυλιές, οι μικρές καθημερινές στιγμές της γυναίκας (συμβολικό μέρος της γλώσσας).

Εαρινή κόπωση

Σάββατο κι έξω άνοιξη.
Ωραίος καιρός, είπα.
Κι άρχισα.

Σήκωσα από τις μασχάλες
κι έσυρα έξω
τα χαλιά,
μισολιπόθυμα από τον μακρύ χειμώνα.
Τ΄ απίθωσα ανάσκελα σαν ναυαγούς
να ζεσταθούν στον ήλιο.
Ξεγύμνωσα γωνιές απ΄ τις αράχνες τους,
για να φανεί
αν τέμνονται στ΄ αλήθεια οι γραμμές τους.
Αναποδογύρισα ασελγώς
όλες τις πολυθρόνες.
Μα ούτε εδώ σταμάτησα.
Έσυρα βίαια από κάτω τους, τραβώντας απ΄ τα πόδια,
χνούδια πολλά,
που υποχωρούσαν έντρομα σε κάθε κίνησή μου.
Κοιτώντας γύρω εντόπισα τις δαχτυλιές.
Χωρίς να βρίσκουνε διαφυγή
αναρριχούνταν ρυπαρές πάνω στις τζαμαρίες.
Τις έσβησα
τρίβοντας με μανία ειρκτής
όπως οι εγχάρακτες πατημασιές
που άφησαν άρβυλα και παντόφλες.

Έπειτα
κάθιδρη
κατάκοπη,
κάθισα καταμεσής του σαλονιού
κι έκλαψα
για τον κατ΄ οίκον περιορισμό
Σάββατο μέρα
άμα τω ήρι αρχομένω.

Το σημειωτικό όμως μέρος της γλώσσας, που εκφράζεται μέσα από την ποίηση, επιτίθεται στο συμβολικό με μια επιδρομή διασπαστική που ταράζει τη γαλήνη του κανονιστικού βίου και λειτουργεί επαναστατικά. Σ΄ αυτή την περίπτωση το δεμένο σκυλί γίνεται ζώο άγριο και παμφάγο.

Εκεί
κάτω απ΄το δέντρο
που με ήθελες
δεμένο σκυλί

έγινα ζώο άγριο και παμφάγο.

Η Κρίστεβα και η Σιξού ονόμασαν αυτή την επιδρομή έναν «οραματικό σημειωτικό θηλυκό κόσμο» που επιτρέπει στο ποιητικό εγώ να ονειρευτεί εναλλακτικές μορφές του κόσμου. Στην ποίηση της Κουβάτα αυτό συμβαίνει μέσα από την καταφυγή στο όνειρο, όπου έχουμε μια απώθηση της πραγματικότητας από τον συνειδητό νου.

Πριν τον ύπνο

Τα βράδια
πριν παροπλιστώ
από την τρέχουσα διαχείριση,
ευθυτενής,
αποφασιστική,
στέκομαι στον καθρέφτη
σύμφωνα με της σύγχρονης κοσμετολογίας
τις επιταγές.

Πλένω το πρόσωπο.
Προσεκτικά αφαιρώ
από τις παρειές τα πλάγια βλέμματα.
Σχολαστικά απομακρύνω
τα νεκρά νεύματα
πάνω από τον ώμο
που σήκωσε η δυσαρέσκεια.

Βουρτσίζω πάντα τα δόντια ανεξίκακα.
Τοποθετώ εν τάξει
τα ευπρεπή ψέματα.

Ενυδατώνω προστατευτικά
την εγκαρτέρηση.
Υποστυλώνω
με θωπείες και επιθέματα
όπου εντοπίζω
τη φθορά.

Μετά
δέχομαι να αφεθώ
στην καλλυντική ευεργεσία
των επιλήσμονων ονείρων.

Στο ποίημα Η μάνα μου, συγκινεί η γυναίκα - μητέρα, αρχετυπική μορφή, μοναδικά αγαπημένη, με όλα της τα τιμαλφή κρυμμένα στο βαθύτερο μέρος του «είναι» μας, ανήμπορη στα γηρατειά της. Στη «Σταύρωση», οι ώριμες γυναίκες, όταν εκκλησιάζονται, αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές κάνοντας το σημείο του σταυρού, υπαινιγμός για τον επαχθή γυναικείο ρόλο. Η λύτρωση έρχεται πάντα μέσα από την ποίηση:

Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω,
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση.

Η Δήμητρα Κουβάτα χειρίζεται με ικανότητα την τεχνική της ανοικείωσης. «Άρση της συνήθειας» την ονόμασε ο ρώσος κριτικός Victor Shklovsky. Ο λόγος της είναι πρωτότυπος για θέματα χιλιοειπωμένα και καθημερινά.

Λογοπαίγνια, υπερρεαλιστικές τάσεις, συμβολισμοί, ευφάνταστες εικονοποιήσεις• αλλά και εσωτερικός ρυθμός με εμφατικές επαναλήψεις και ρήματα που δείχνουν το δυναμισμό της πρόθεσης, με ουσιαστικά ευχάριστα στην ακοή, όπως το μοσχοκάρυδο, το δαφνόφυλλο, το χαμομήλι, παρμένα από τη γυναικεία καθημερινή πρακτική. Η γλώσσα της πλούσια, με λέξεις που θέλγουν, λιώνουν στο στόμα.

Βορινό παράθυρο
Έψαξα εμβριθώς στο ντουλάπι
με τις ήπιες λύσεις.
Αυτοσχεδίασα ξανά.

Στα πρωινά
έμπηξα κρυφά ένα μοσχοκάρυδο,
τα λόγια
τα ζωντάνεψα με ένα μικρό δαφνόφυλλο,
τα βλέμματα
μαλάκωσα σε λίγο χαμομήλι.

Κάτω απ΄ το νεροχύτη
Καταχώνιασα
Παντοειδή οξέα και διαλυτικά.

Rien.

Εσύ, ακόμα, ένα βορινό παράθυρο
Που σκέβρωσε
Και δεν μπορώ να το ανοίξω.

Ως πρώτη παρουσία η συλλογή της Δήμητρας Κουβάτα Σκυλί δεμένο είναι εξαιρετικά ώριμη. Σαν έτοιμη από καιρό η ποιήτρια. Ποίηση ερωτική και υπαρξιακή, «γυναικεία», για τα καθημερινά. Με ανάλαφρο αλλά και δραματικό τόνο, με συμπόνια αλλά και υπομονετική αισιοδοξία, για τον έρωτα, τη φθορά, την ενηλικίωση, το θάνατο. Ο λόγος ξεδιπλώνεται με θεατρικότητα, χωρίς εξάρσεις, χαμηλόφωνα, αλλά υποβλητικά. Οι συνθέσεις της θυμίζουν θεατρικές σκηνές του Τσέχωφ, με το μικροαστικό περιβάλλον, το ήρεμο επιφανειακά, αλλά τις ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις.

Η τρυφερή και αισθαντική φωνή της Δήμητρας Κουβάτα στη συλλογή Σκυλί δεμένο ακούγεται μια νύχτα με απόβροχο, μ΄ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, το λυγμό ενός βιολιού ή ενός αργού βορειοηπειρώτικου τραγουδιού και με τον κήπο γεμάτο σαλιγκάρια, σαν καταπραϋντικό αφέψημα, πριν την κατάκλιση, με λίγες γουλιές ανόθευτο φεγγαρόφωτο.

Υπνική άπνοια

Ίσως κάπου να έπαιζε βορειοηπειρώτικα
η μουσική έφτανε κομματιαστή
μια να έρχεται
και μια να χάνεται,
μία κοντά
μια μακριά.
Ο πρώτος των τραγουδιστών, υψιπετής
τέντωνε και ανέπεμπε τα φωνήεντα
ο δεύτερος ανέμιζε άσπρο πανί μια κραυγή
και βιαστικά την έκρυβε στην τσέπη του.
και όλοι τους οι υπόλοιποι, όρθιοι
έπλεαν μέσα σε βάρκα στον Αχέροντα
ομοθυμαδόν
πότε ψηλά
πότε χαμηλά,
μια πάνω
και μια κάτω.
Απότομα, άπνοια.
Λυγμός.
Με την ανάσα
βίαια πάλι από την αρχή
ο Αχέροντας έσπαγε την πέτρα
έσφιγγε την ηχώ, τετέριζε τον αντίλαλο.

Το νερό στο δωμάτιο όλο το βράδυ ψήλωνε
η βάρκα ανέβαινε
κι εγώ πνιγόμουν εκεί στο βυθό.
Και δεν έλεγα να ξυπνήσω κάτω από τόσους τόνους νερό.
Μόνο ανέπνεα ασθματικά
σαν βορειοηπειρώτικο βραχνό.

Λίλια Τσούβα