Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 46

Δημήτρης Βαλλάτος: Δύο πουλιά και άλλα τινά (Α')

photo © Στράτος Προύσαλης

Α.

Ι.
Κυριακή 3 Μαίου 1964

Στον Νέστορα Πουλάκο και τον Στράτο Προύσαλη

-Μηπώς είναι καιρός να φύγουμε από το τόπο της νοσταλγίας του παραδείσου και να ταξιδέψουμε μέχρι τον τόπο του παραδείσου της νοσταλγίας; Έτσι μίλησε το κόκκινο αηδόνι πάνω στην ελιά.
-Μα αυτός είναι ο τρόπος του σκοπού του γρύλου ξημερώματα πρώτης σεπτέμβρη, είπε το γαλάζιο αηδόνι. Ας βρούμε καλύτερα πρώτα εκείνον που μπήκε νύχτα στο χωράφι μας και άρπαξε τη σοδειά μας, πρόσθεσε.
-Α, γι’ αυτόν μην ανησυχείς, λένε ότι ο άνεμος έριξε μπροστά του ένα δέντρο και όλα τα πουλιά που ήταν πάνω τον πήραν από πίσω και από τότε είναι που έχει να κοιμηθεί. Πρέπει να βρει τον χαμένο του μαύρο σκούφο για να μπορέσει να κοιμηθεί πάλι.
-Αχά! Η αποτυχία του φόβου! , είπε με ανακούφιση το γαλάζιο αηδόνι.
Το κόκκινο αηδόνι σκεφτικό από την πορεία της συζήτησης ρώτησε:
-Μετά από πόσα βήματα γράφεται λες ένα ποίημα;
-Α, το καλοκαίρι αν βρίσκεσαι στην παραλία (και φρόντισε να βρίσκεσαι!) και κλείσεις τα μάτια σου θα δεις ο ήλιος να φωτίζει τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσεις πάνω στη θάλασσα, απάντησε δίχως δισταγμό το γαλάζιο αηδόνι.
-Μια ηλικιωμένη γυναίκα κάτι παρόμοιο μου είπε κάποτε:
Φόρεσε τη σιωπή, όπως φοράς τον ήλιο
Και βγάλε από πάνω σου του πονηρού το ίδιο.
Τί λες; Καλό δεν είναι;
-Καλό θα πρέπει να ’ναι, αφού στου ταύρου τα λογίσματα μόνο της άγριας μέλισσας φτάνει το μέλι.

ΙΙ.
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 1964

Το κόκκινο αηδόνι είπε κοιτάζοντας γαλήνια την θάλασσα:
-Μου φαίνεται ότι η πολλή πληροφορία έχει απενεργοποιήσει το νευρικό σύστημα της σκέψης μας. Κάτι νομίζω πρέπει να κάνουμε αυτό.
-Ας δούμε για αρχή τα φαντάσματα χωρίς ζωή. Και να προσέχουμε γιατί αυτό που λέμε το ψαροτούφεκο είναι μόνον η ουρά του, απάντησε το γαλάζιο αηδόνι.
-Ωραία μίλησες! Ποιός είναι όμως διατεθειμένος να ρίχνει ξύλα στο φούρνο μας;
-Δεν ξέρω να σου πω. Όμως, λέγεται ότι ο Ορφέας είχε εμπνευστεί το τραγούδι του ένα βράδυ που η Αφρική , σαν το σιρόκο, κοιμήθηκε στο πλευρό της μεσογείου, είπε το γαλάζιο αηδόνι και πέταξε μέχρι την απέναντι πορτοκαλιά.
Το κόκκινο αηδόνι πέταξε και εκείνο απέναντι ακολουθώντας το γαλάζιο αηδόνι. Ο ήλιος ακόμη ανέβαινε. Και έτσι μίλησε:
-Είναι μάλλον το τραγούδι αυτό, από ότι ψιθυρίζεται στις ακτές της Ανδριατικής και του Αιγαίου, η γνωστή σε όλους τους πλανόδιους εμπόρους υφασμάτων, η Ωδή στο μεταμοντέρνο, που λέει:
Αχ! Εσύ βρε καλό μου μεταμοντέρνο
μοιάζεις με το χαμένο στην έρημο το τρένο
γύρνα ξανά σε μας στη γλυκιά μας αγκαλιά
και μεις ακίνητοι θα μείνουμε μες στη σιγαλιά!
-Όρκο τότε να δώσουμε στης ρίγανης τη ρίζα μας πρέπει ! Μακάριο το πνεύμα του δέντρου της καστανιάς!

ΙΙΙ.
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 1963

Το γαλάζιο αηδόνι αναπολώντας ρώτησε :
-Θυμάσαι εκείνον τον κύριο με το άσπρο παντελόνι και τον περιστεριώνα μέσα στο κεφάλι του που είχε έρθει πέρυσι την άνοιξη;
-Α! Μα φυσικά! Όλο μιλούσε για την δόξα της αύρας της θάλασσας που έβλεπε κάθε καλοκαίρι, και συχνά βουτούσε από ένα ψηλό βράχο τυλιγμένος με ένα κόκκινο σεντόνι, είπε ενθουσιασμένο το γαλάζιο αηδόνι.
-Έλεγε ότι όταν φυσάει οι λεμονιές χαμογελούν.
-Ναι, και ότι τα γιασεμιά και οι βασιλικοί σχηματίζουν πάνω στη γη ένα χάρτη όμοιο με εκείνον των αστεριών του νυχτερινού ουρανού. Μπορεί φέτος να μας ξανάρθει!
-Ωραιά θα ήταν! Να μην συνηθίζουμε στο παράπονο, καλύτερα να κάνουμε παράπονα στη συνήθεια.
-Σωστά, ανάμεσα σε ήλιο και φεγγάρι ας δούμε την μάνα του χρώματος της ελευθερίας!

ΙV.
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 1963

Το γαλάζιο αηδόνι καθισμένο στην στέγη ενός σπιτιού στα στενά της νάπολης, είπε απευθυνόμενο χαμογελώντας στο κόκκινο αηδόνι:
-Βλέπεις εκεί μακριά τους λύκους με την προβιά προβάτου που σπουδάζουν την λεγόμενη επιστήμη της βαναυσότητας;
-Ναι, απάντησε από την απέναντι στέγη το κόκκινο αηδόνι, αφηρημένο από την ευδαιμονία του λαμπερού ήλιου. Εμείς όμως μελετάμε την αναπνοή του μυστηρίου, πρόσθεσε.
-Άκου να σου πω μια στορία.Στις ακτές της ρουμανίας κάποτε έφτασε μια φάλαινα. Στη ράχη της είχε έναν γέρο μουσικό με το ακκορντεόν του που κατέβηκε με έναν πήδο στην παραλία. Περπατώντας έφτασε μέχρι τη μικρή του πόλη δυτικά της σόφια, το πέρνικ. Είχε ξεκινήσει το ταξίδι του από το ντάρναχ της λιβύης, όπου και από κει περαστικός είχε βρεθεί.
-Και τι γύρευε σε αυτά τα μέρη, ρώτησε με απορία το κόκκινο αηδόνι.
-Κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Λέγεται όμως ότι αναζητούσε κάποιους παλιούς σλάβικους στίχους που μιλούσαν για την συνήθεια της δύναμης, ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι.
-Α, την ενοχή δηλαδή, που όπως η παγόδα σαν νούφαρο αιρείται, ή μάλλον την απουσία που δεν χαμογελά ποτέ και προτιμάει πάντοτε να λέει τη σκάφη σύκα και τα σύκα σκάφη, ώστε να μπορεί πιο εύκολα εκείνο που επιθυμεί να αρπάζει.
-Ακριβώς! Είχε μαζί του, λοιπόν ψωμί από την βέροια και κρασί από το νησί του μαρμαρά. Και μέσα στην καρδιά είχε γράψει μια μυστική παρτιτούρα με νότες που είχε μαζέψει από την αμοργό και την σικελία. Έπαιζε ένα μέρος αυτής της μουσικής με το ακκορντεόν του σε όσους συναντούσε και τους έλεγε:
-Αγαπητέ διαβάτη, αν δεν σου αρέσει η μουσική μου πιες έστω ένα ποτήρι νερό όπως κάνει ο αναγνώστης που δεν του αρέσει η τελευταία σελίδα του βιβλίου του.
-Μα θα πρέπε απλώς να τους έλεγε:
-Αγαπητέ διαβάτη εδώ δεν υπάρχει τίποτα για να κλαπεί και αυτή η πράξη θα έμοιαζε με πτώση από πάρα πολύ ψηλά δίχως αλεξίπτωτο.Θα το κάνεις;
-Όπως και να ’χει, είπε το γαλάζιο αηδόνι, εκείνος συνέχιζε τον δρόμο του και όταν κάποτε έφτασε έπιασε ένα δωμάτιο σε ένα πανδοχείο. Έμεινε εκεί δύο νύχτες. Την πρώτη νύχτα περιφερόμενος στα σοκάκια της πόλης μέσα στη σιωπή, συνάντησε μια νεαρή γυναίκα με κίτρινο φόρεμα που του είπε αδιάφορα:
-Ας πει κάποιος στην επιτάχυνση ότι αν και μπορεί να της αρέσει να κατοικεί μέσα στον χρόνο του φαντάσματος και να αλλάζει ονόματα , ωστόσο δεν γίνεται να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, και δεν θα τα έχει!
Την δεύτερη νύχτα συνάντησε την ίδια ξανά γυναίκα, αυτή την φορά με ένα πράσινο φόρεμα που του είπε ψιθυρίζοντας:
-Ψήνε στον ατμό το φιλέτο σολωμού πάντα με λίγο μέλι
Και την ελπίδα με το γάλα που σβήνει του αρότρου οφειλή!

V.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 1963

Τα δυο πουλιά πετώντας από τον όλυμπο έφτασαν πίσω στο μικρό μπαλκόνι του πανδοχείου καστοριά. Το γαλάζιο αηδόνι είπε κοιτάζοντας τον κόσμο που πηγαινοέρχονταν:
-Ο,τι τη νύχτα αρπάζει το θράσος, το δίνει πίσω την ημέρα η ευγένια του κυπαρισσιού!
Το κόκκινο αηδόνι ικανοποιημένο από αυτά τα λόγια είπε με την σειρά του:
- Μάθε ότι στην οδό αγίου νικολάου έχει φτάσει ένα γρύλος που τα βράδια τραγουδάει το έξης, γνωστό σε όλους πια, άσμα:
Ας κολυμπήσουμε μεσα στη λίμνη της διαφοράς των ονομάτων,
Αμέριμνοι από του μηδέν/ένα τη ολοήμερη αδιάκοπη πίεση
και μέσα στην λογική του ύπνου, μέσα στο φως ,
ας δούμε ξανά της γης τα πέρατα !

VI.
Σάββατο 3 Νοεμβρίου 1963

Είπε το κόκκινο αηδόνι κοιτάζοντας τους παπαγάλους στο δέντρο απέναντι που είχαν φτάσει στην πόλη:
-Στην χίο όταν γεννιέται ένα μικρό αρνί τα σταφύλια κρέμονταν από τα σύννεφα και τα στάχυα μεγαλώνουν μέσα στην θάλασσα, ενώ τα ψάρια μουρμουρίζουν ρυθμικά «διάλεξε το λίγο και όχι το πολύ, το ίδιο δεν ενώνει μα ούτε και ενώνεται όπως το αηδόνι».
-Αν είναι έτσι, να κάνουμε σφραγίσματα στους λύκους αν χρειαστεί, αλλά ως εκεί, απάντησε το γαλάζιο αηδόνι.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε σιγά και ο νέος ένοικος έριξε λίγα ψίχουλα από ένα κουλούρι στα δυό πουλιά σιγοσφυρίζοντάς τους μια σύντομη μελωδία.
-Εκείνα τα χρόνια, μην το ξεχνάμε, κοπανιστό πήγαινε το μελάνι, είπε στοχαστικό το κόκκινο αηδόνι.
-Στην αίγυπτο κάποτε ζούσε ένα βασιλιάς μαζί με τον αγαπημένο του ελέφαντα που είχε στην πλάτη του ένα ιαπωνικό κεντημένο ανοιχτοκίτρινο σάλι και που τον είχε αγοράσει στην ιερουσαλήμ από κάποιον έμπορο από το μπουένος άιρες με ρίζες από την ισλανδία. Λέγονταν ότι αυτός ο ελέφαντας μπορούσε να περνάει μέσα από την φωτιά χωρίς να καίγεται.
-Και ζούσε μόνος του; ρώτησε το κόκκινο αηδόνι.
-Είχε για παρέα του έναν νεαρό βοσκό που έρχονταν τρεις τέσσερις φορές την εβδομάδα στα μέρη του και τον βοηθούσε τις εργασίες του.
-Δηλαδή τι εργασίες είχαν;
-Είχε έναν μεγάλο κήπο με τριαντάφυλλα και κρίνα ο βασιλιάς. Έβγαζε από το σεντούκι του χρυσά νομίσματα και τα έλιωνε και με αυτά τα πότιζε! Ύστερα χάριζε αυτά τα λουλούδια σε όποιον τα είχε ανάγκη. Με τα κρίνα μπορούσες να αγοράσεις μια ραπτομηχανή και με τα τριαντάφυλλα μια γραφομηχανή!
-Θα ήταν καλός φίλος φαίνεται, είπε το κόκκινο αηδόνι.
-Ναι, τα βράδια έπαιζαν ένα παιχνίδι στο οποίο ο καθένας έπρεπε να πει μια συνταγή με μελιτζάνα, ώσπου εκείνος που δεν είχε να πει καμία έχανε στο τέλος. Λέγεται ότι αυτό το παιχνίδι ήταν τόσο αρχαίο που το έπαιζε και κάποιος ραμσής που είχε στις μελιτζάνες ιδιαίτερη προτίμηση.
-Α, γι’ αυτό ταξίδευε συχνά στο όρος σινά φαίνεται, εκεί λένε ότι βγαίνει κάποιο μοναδικό είδος μελιτζάνας που είναι μάλιστα και θεραπευτικό.
-Πιθανότατα γι’ αυτό θα πήγαινε. Ο ελέφαντας αυτός κάθε που έπαιζαν το παιχνίδι τους συνήθιζε να τους λέει διάφορα τραγούδια που είχε μάθει στις περιπλανήσεις του. Ένα από αυτά που συχνά αρέσκονταν να τραγουδά έλεγε:
Βρε παιδιά ακούστε σας λέω βρε παιδιά
Μια σκέψη μου ρθε από τα Αντικύθηρα ξαφνικά
Εσείς να λέτε το μαύρο μανταρίνι
Κι εγώ να λέγω το πλοίο καναρίνι!

ΣΥΝΕΧΕΙΑ